Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ!
Ο άφρων σχετικισμός και η ανεπίγνωστη ακηδία των συνηθισμένων ανθρώπων της εποχής μας, ως προς την αξιολόγηση των ποιοτήτων των ηχητικών αλληλουχιών που αποκαλούμε «μουσική», αποτελούν τα πιο αντιπροσωπευτικά χαρακτηρολογικά γνωρίσματα που αποκαλύπτουν σ’ όλη την αποκρουστική του υπόσταση τον ΥΠΑΝΘΡΩΠΟ. Αμέσως γίνονται αντιληπτά από την ευκολία με την οποία θεωρείται απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο και, ως εκ τούτου, αποδεκτό για κάποιον “διαπρεπή” π.χ. πολιτικό, συγγραφέα, διανοούμενο κ.λ.π, να απολαμβάνει “σκυλάδικα” και να ξεφαντώνει με τσιφτετέλια, ή η άνεση με την οποία μπορούν να σεβασθούν και να δεχτούν ως «αξιόλογο καλλιτέχνη» έναν μουσικό ο οποίος, επί παραδείγματι, είναι ταυτοχρόνως ένας άξεστος γύφτος ή ένας διεστραμμένος κίναιδος.
Επίσης, η πλέον διαδεδομένη άποψη των μαζανθρώπων που συμπυκνώνει την επιδερμικότητα της θεωρήσεως τους και την εγγενή τους τύφλωση είναι η εξής : “εγώ, δεν είμαι απόλυτος, είμαι ανοικτός στις επιλογές μου, γι’ αυτό και ακούω όλα τα είδη μουσικής”. Η παραπάνω διαδεδομένη δήλωση δεν αποτελεί παρά το αποκορύφωμα της κοινής ευτέλειας. Ευθεία αποδοχή ψυχικής ανισορροπίας και νοσηρότητας , ένα είδος διχασμού και ιδιοτύπου σχιζοφρένειας ως προς την λειτουργία της αισθητικής αποτιμήσεως της πραγματικότητος.
Κατόπιν τούτων, αμέσως εγείρεται το ερώτημα : Ποιό είδος μουσικής δυνάμεθα να θεωρήσουμε ως ποιοτικώς «ανώτερον» και γιατί;
Ποιο είδος μουσικής δύναται να θεωρηθεί ανώτερο και γιατί;
Τρία βασικά κριτήρια , φρονώ ότι αποτελούν την λυδίαν λίθον επιτρέποντας ασφαλή διάκρισιν και αξιολογικήν ιεράρχησιν της Τέχνης , εν γένει , και της μουσικής ειδικότερον, και εν προκειμένω :
α) Ο συνθετικός πλούτος , η εσωτερική πολυπλοκότης και εκλεπτυσμένη αρμονία των μελωδικών μοτίβων.
β) Η διαχρονικότης (αντοχή εις την φθοράν του χρόνου).
Υπό το φώς των ανωτέρω κριτηρίων, το μουσικόν είδος το οποίον αναμφιβόλως πληροί , κατ’εξοχήν,τις απαιτούμενες αυστηρές προδιαγραφές είναι η λογία, συμφωνική, η κλασική όπως είναι περισσότερο γνωστή , μουσική.
1ο κριτήριο : συνθετικός πλούτος:
Ως προς το πρώτο κριτήριο , παρ’ότι η υπεροχή της είναι αυτονόητος , μπορεί να παρατεθεί πλήθος επιχειρημάτων. Πάρα ταύτα, δεν θα επεκταθώ στην παράθεσή τους, επειδή ξεφεύγει από τον σκοπό αυτού του άρθρου μία εκτενής, ακαδημαϊκού χαρακτήρος, ανάλυση, πράγμα που αποτελεί το κατ’εξοχήν πεδίον μελέτης της επιστήμης της μουσικολογίας. Θα προσπαθήσω, ωστόσο, να είμαι σαφής επί των άλλων δύο κριτηρίων, των οποίων η θεμελίωσις είναι περισσότερο, θα λέγαμε , εμπειρική.
2ο κριτήριο : η διαχρονικότης- διαβαθμίσεις:
Ως προς το δεύτερο κριτήριο, της διαχρονικότητος, ισχύει το εξής:
Υπάρχει μουσική που αντέχει από ολίγες ημέρες εώς μερικούς μήνες. Υπάρχει, επίσης, μουσική που αντέχει από ολίγα έτη εώς μερικές δεκαετίες. Υπάρχει, τέλος , μουσική, που αντέχει αιώνες , μουσική που είναι, ίσως, προορισμένη να ζεί εις το διηνεκές.
“Μουσική” με ζωή ημερών, έως μηνών, είναι η ποταπή μουσική του συρμού , την οποίαν για εμπορικούς , και όχι μόνον, λόγους, προωθεί η εγκληματική μουσική βιομηχανία του καιρού μας. Πρόκειται για φτηνή «μουσική» , εύκολη «μουσική», «μουσική» που μοιάζει με τσίχλα από εκείνες που τις μασά κανείς για όσα λεπτά κρατά η γεύση τους και μετά τις φτύνει… Στον διεθνή χώρο ως «μουσική» με αυτά τα χαρακτηριστικά νοούνται όλα εκείνα τα αποκρουστικά ηχητικά υβρίδια, εις τα οποία συναντώνται οι υποχθόνιοι τελλουρικοί ρυθμοί των πρωτογόνων κανιβάλων της Αφρικής αφ’ ενός, με τον εξαντλητικό και αποσυνθετικό (διασκεδαστικό) θόρυβο μηχανών που παράγουν υπολογιστές , αφ’ ετέρου (π.χ techno,acid, rap, trans, hip-hop κ.λ.π.)
Στην Ελλαδιή αγορά, τοπικό είδος μουσικής υποκουλτούρας που ενδημεί (και ιδίως κατά τα τελευταία έτη κάνει θραύση) συνιστούν τα αναρίθμητα “έργα” αθιγγάνων που φέρουν εμφανώς την αισθητική Αραβικών, Πακιστανικών και λοιπών μεσανατολικών τραγουδιών που όλα τους πατούν στο υπόβαθρο ανατολίτικων (Αραβικών, κυρίως) μουσικών δρόμων (αμανέδες ,τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, κλπ). Αυτά , πολλές φορές , «εμπλουτίζονται» με νεγροειδείς ρυθμούς, ως στοιχείο “εκμοντερνισμού” τους. Οι πιθηκάνθρωποι που κερδοσκοπούν εκμαυλίζοντας και αλλοτριώνοντας την νεολαία της πατρίδος μας έχουν καταφέρει να διαστρέψουν το μουσικό αισθητήριο τόσο, ώστε να εθίσουν ολοκληρωτικώς τους νεοέλληνες, συντονίζοντας τους με τα νεγροειδή και γυφτοειδή “άσματα”, δημιουργώντας ένα είδος ψυχικής εξαρτήσεως. Έτσι, αν και αυτά τα άθλια “τραγούδια” έχουν προγραμματισμένη διάρκεια ζωής με ημερομηνία λήξεως ολίγων εβδομάδων, το πολύ μίας «σαιζόν», εν τούτοις, αναπαράγονται συνεχώς και έχουν καταστεί μια ανυπόφορη μάστιγα ! Έχουν καταστεί μια κατάρα που επικαλύπτει τα πάντα και εμποτίζει τους πάντας, κατάρα εκ της οποίας είναι περίπου αδύνατον να γλυτώσει και να λυτρωθεί κανείς σ’αυτή την χώρα, αφού, οι οριενταλικοί και αφρικανικοί γρυλλισμοί βοούν πανταχόθεν, εν είδει κατακλυσμού! Από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, έως τα καφενεία και από τα εστιατόρια και τις αίθουσες αναμονής μέχρι τα στρατόπεδα και τα σχολεία, στους γάμους, τις γιορτές, τα πανηγύρια – παντού !!
Το δυσοίωνο είναι ότι, ενώ, μέχρι μίαν εποχή, αυτή η υποκουλτούρα έπληττε, κυρίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων, τώρα, πλέον, έχει μολύνει και τις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες της υπαίθρου, όπως και όλα τα κοινωνικά στρώματα, αδιακρίτως, ακόμη και τους θεωρούμενους ως “μορφωμένους”, που αποδεικνύονται, έτσι, εσωτερικά κενοί και σάπιοι και δείχνουν ότι η επιφανειακή μόρφωση όταν δεν συνοδεύεται από εσωτερική ανάπτυξη αποτελεί απατηλό επίχρισμα σοβαροφανείας και μόνον, που παραλλάσσει ελεεινές καρικατούρες ανθρώπων. Όσον αφορά τα “τραγούδια” του συρμού , παρατηρείται το εξής εντυπωσιακό φαινόμενο : Μόλις παρέλθει μία “σαιζόν” (λειτουργίας των νυκτερινών μαγαζιών-κολαστηρίων) ακόμη και οι φανατικοί και ενθουσιώδεις ακροαταί που μέχρι τότε παραληρούσαν στο άκουσμα τους, δεν αντέχουν πια ούτε να τα ακούν.Τους φαίνονται “κιτς”. Άλλες, όμως, πανομοιότυπες αηδίες, έρχονται να πάρουν την θέση τους. Ο κύκλος του αήθους εμπορίου, με τίμημα την ψυχική καταβαράθρωση των τρεφομένων με ηχητικά απόβλητα μαζανθρώπων, καλά κρατεί στην εσωτερικώς ρημαγμένη γυφτοχώρα…
Εκτός από τα γυφτοτράγουδα και την τούρκο-disco του συρμού , υπάρχουν και κάποια πιο ήπια είδη της θεωρούμενης “νέο-ελληνικής” “μουσικής” π.χ “ελαφρολαϊκα”, “έντεχνα λαϊκά” ρεμπέτικα κ.λ.π. Σε αυτά τα μουσικά είδη, ανάμεικτα με αλλότρια μουσικά στοιχεία, διακρίνονται ενίοτε και κάποια στοιχεία ποιότητος. Έτσι εξηγείται ότι παρουσιάζουν μια σχετική αντοχή στον χρόνο. Κάποια από αυτά παραμένουν σεβαστά επί χρόνια, ωρισμένα δε και επί δεκαετίες. Είδη μουσικής, με ανάλογα χαρακτηριστικά και ανάλογη αντοχή στον χρόνο παρατηρούνται και στην ξένη μουσική σκηνή.
Τα δυο είδη υγιούς μουσικής – παραδοσιακή μουσική:
Υπεράνω όλων αυτών ίσταται η Μουσική που αντέχει είς τους αιώνας. Δύο είδη μουσικής τυγχάνουν αυτού του προνομίου. Η λαϊκή παραδοσιακή μουσική (δημοτικά τραγούδια) και η λόγια (κλασική) μουσική. Η μεν δημοτική (παραδοσιακή) μουσική αποτελεί αυθεντική εκδήλωση του Ελληνικού (και κάθε Λαού) παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού. Αποκρυστάλλωσε τα χαρακτηριστικά της , στα μεσαιωνικά χρόνια (π.χ. ακριτικά τραγούδια), γνώρισε μεγάλη ακμή και εμπλουτίσθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (π.χ κλέφτικα τραγούδια), αφομοιώνοντας δημιουργικά, στις παραδοσιακές φόρμες του, όλα τα ζωντανά στοιχεία της Ελληνικής λαϊκής ψυχής και εκφράζοντας αυθεντικά και πηγαία, όλες τις εκφάνσεις της ζωής, όλα τα συναισθήματα, τους πόθους, τις αγωνίες, τις πίκρες μα και τα όνειρα του Γένους.
Τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια είναι, συνεπώς, ότι πιο γνησίως Ελληνικό , ότι πιο αυθεντικώς εθνικό, αφού, άλλωστε, κατάγονται, όπως απέδειξαν με εμπεριστατωμένες εργασίες τους, διαπρεπείς Έλληνες Λαογράφοι (Πολίτης, Μέγας κ.λ.π), κατ’ ευθείαν από την αρχαία Ελλάδα, καθώς πρόδρομες, πρωτόλειες, μορφές τους, ανάγονται στην ομηρική, ήδη, εποχή και οι ρίζες τους χάνονται στις απαρχές της εθνογενέσεως του γένους των Ελλήνων.
Η κλασική μουσική:
Όσον αφορά δε, στην κλασική μουσική, αυτή, ως γνωστόν, προήλθε από την δημιουργική επεξεργασία του καθαροτέρου αποστάγματος της παραδοσιακής και της θρησκευτικής μουσικής της Ευρώπης, όπως αυτή διυλίστηκε δια της εμπνευσμένης εργασίας προικισμένων καλλιτεχνών, φωτεινών και μεγαλοφυών δημιουργών, γνησίων τέκνων της Αρίας Ευρωπαϊκής φυλετικής ψυχής, που είχαν τον νου και την καρδία τους στραμμένα στο αρχαιοελληνικό ηθικό και αισθητικό ιδεώδες, το οποίον και αποτελούσε, άλλωστε, την κυρίως πηγή εμπνεύσεως και παιδείας τους. Αυτή η ΜΟΥΣΙΚΗ καταφέρνει να χαρίζει ακόμη και σήμερα τα ίδια ζωντανά, αν και, άρρητα , βιώματα, την ίδια εκείνη μυστική και απερίγραπτη μέθεξη του Υπερβατικού, την ίδια μυητική σύνδεση με το Απόλυτο, την ίδια υπερβατική και κατ’ουσίαν ,επικοινωνία με το Επέκεινα, κατ’ ουσίαν, με το Θείον – όλα γνωρίσματα αποκλειστικά της αληθούς Τέχνης.
Προσφέρει τις αυτές, συγκλονιστικές για τα βάθη της υπάρξεως συγκινήσεις , που προεκάλει όταν εγεννήθη κατά τις απόκρυφες ζυμώσεις του αμφιλεγομένου μεσαίωνος, την ζείδωρη αυγή της Αναγεννήσεως (την οποίαν μεταλαμπάδευσαν στο τότε γόνιμο περιβάλλον της Β.Ιταλίας και Κ.Ευρώπης οι διωγμένοι από τον ανατολίτικο σκοταδισμό, και προ της Αλώσεως και μετά από αυτήν, Έλληνες λόγιοι).
Από την χάρη και την βαθειά θρησκευτικότητα του “Μπαρόκ” με τους Μπαχ, Χέντελ, Τέλεμαν, Βιβάλντι Σκαρλάττι, κ.λ.π και από τον πλούτο του καθ’αυτό “κλασικισμού” των Χάυντν και Μότζαρτ στο απώγειο της εσωτερικής δυνάμεως του “Ρομαντισμού” με την ανυπέρβλητη μορφή του Μπετόβεν αλλά και τους εφάμιλλους του, Σούμαν, Σούμπερτ, Λίστ, Μπράμς, Σοπέν κ.λ.π. έως την ολοκλήρωση και αποθέωση της τέχνης με τα αριστουργηματικά ολοκληρωμένα μουσικά δράματα του Βάγκνερ (ουσιώδεις αναβιώσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ) και τα έργα των αμέσων Γερμανών επιγόνων του (Μπρούκνερ, Ρ. Στράους), αλλά και των εμμέσων Ευρωπαίων επιγόνων του, οι οποίοι θεμελίωσαν τις εθνικές μουσικές σχολές των Ευρωπαϊκών χωρών όπως π.χ ο Σιμπέλιους (Φινλανδία), ο Γκρήγκ (Νορβηγία) οι Μποροντίν , Μουσόργκσκι, Κορσακώφ (Ρωσία), οι Ντβόρζακ, Σμέτανα (Τσεχία) και βεβαίως ,ο μεγαλειώδης Έλλην Μ.Καλομοίρης , ο οποίος πάντρεψε με τον πιό συγκινητικό τρόπο την Ελληνική παραδοσιακή μουσική με την Ευρωπαϊκή κλασική μουσική, εντάσσοντας επιτυχέστατα στα έργα του μοτίβα δημοτικών τραγουδιών, αναδεικνύοντας, έτσι, την πιο εκλεπτυσμένη και αυθεντικά Ελληνική μουσικότητα. Γύρω του κινήθηκαν και οι υπόλοιποι εξέχοντες Έλληνες μουσουργοί της “Εθνικής Σχολής” (Πετρίδης, Κωνσταντινίδης, Βάρβογλης κ.λ.π), στα έργα των οποίων ανακαλύπτουμε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως «Ελληνικό ηχόχρωμα».
Μουσική άφθαρτη στον χρόνο. Μουσική αντικειμενικής αξίας. Μουσική που αντιστοιχεί στο ανώτερο επίπεδο του ανθρωπίνου “είναι”. Μουσική των Θεών!
3ο κριτήριο : η αντικειμενικότης – αντιστοίχισις προς τις διαβαθμίσεις του ανθρωπίνου «είναι»:
Είναι γεγονός ότι η κλασσική μουσική είναι απρόσιτη και παντελώς ακατανόητη για τους πολλούς, από την φύση της. Αποτελεί είδος τέχνης αποκλειστικώς προωρισμένης για την πνευματική ελίτ. Η προέλευση και ο προορισμός της προδίδονται από την ίδια την ονομασία της, εκ του επιθέτου classicus που, λατινιστί, προέρχεται από την λέξη που σημαίνει την τάξη, εννοώντας την ανωτέρα τάξη. Είναι λοιπόν μουσική που προσιδιάζει στην τάξη των πνευματικώς αρίστων.
Δηλαδή, ως προς το 3ο κριτήριο, προκειμένου να αποφανθούμε περί της αξίας και της ποιότητας ενός μουσικού δημιουργήματος δεν έχουμε παρά να αντιστρέψουμε την διαδικασία. Να εξετάσουμε τι εντύπωση και τι συναισθήματα προκαλεί σε συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων. Είναι επόμενο, αφού η μουσική είναι μία γλώσσα, άμεση, υπερβατική που φέρει σε επαφή, χωρίς να εκφράζεται με λέξεις, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιεί τον συμβατικό λόγο, (γι’ αυτό και είναι γλώσσα ανωτέρας τάξεως που μπορεί να εκφράσει και να μεταδώση υπερβατικές πραγματικότητες και αισθήματα), ότι ένα είδος μουσικής δημιουργίας μπορεί να θεωρηθεί «ανώτερο», εφ’ όσον είναι συμβατό, εφ’ όσον, δηλαδή, ανταποκρίνεται στα εσώτερα αισθητικά κριτήρια ανθρώπων που πείθουν, κατά τα άλλα, για την συγκρότηση, την καλλιέργεια, τον ψυχικό πλούτο, την πνευματικότητα, την ηθική, αισθητική και υπαρξιακή, συνολικώς, ανωτερότητος τους.
Δοκιμάζουμε, δηλαδή, τη ανταπόκριση που έχουν στο άκουσμα ενός συγκεκριμένου μουσικού δείγματος, άνθρωποι αξιολογημένου υπαρξιακού “είναι”. Άνθρωποι διαβαθμισμένοι σύμφωνα με την εσωτερική τους, θα λέγαμε, ανάπτυξη.
Αυτή η θεώρηση, προϋποθέτει την αναγνώριση και αποδοχή της πραγματικότητος, της διακρίσεως (διαχωρισμού) κατά την εσωτέρα ουσία και ιεραρχήσεως των ανθρώπων. Η ιεραρχημένη διάκρισις υπό υγιείς ιστορικές συνθήκες ήτο θεσμοθετημένη, εν όσω ήταν ακόμη ζωντανά τα καστικά συστήματα (Αρχαία Ινδία, Αρχαία Αίγυπτος, Αρχαία Ελλάς, Αρχαία Περσία, Κέλτες, Αρχαίοι Γερμανοί, κ.λ.π). Αυτές οι κοινωνίες αναγνώριζαν ιδιαίτερο ήθος-έθος (συνήθειες – στάση ζωής) στα μέλη
κάθε κάστας. Έτσι, είμεθα υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ιδιαίτερα αισθητικά και καλλιτεχνικά γούστα, αποκλειστικώς συμβατά προς τις ανώτερες τάξεις-κάστες.
Στην σύγχρονη εποχή, αν και οι κάστες έχουν καταστραφεί από τις αλλεπαλλήλως ενσκύψασες λαίλαπες ( Ιουδαιοχριστιανισμός , Διαφωτισμός, Δημοκρατία, Μπολσεβικισμός, λιμπεραλισμός, Παγκοσμιοποίηση), τα μουσικά γούστα δύνανται να αποτελέσουν εργαλείο εκ νέου διακρίσεως και αναδείξεως των πνευματικώς αρίστων, αλλά και ιδεώδες μέσον ψυχικής και αισθητικής αγωγής αυτών. Ένα είδος δείκτου του ύψους αλλά και του τρόπου της εσωτερικής αναπτύξεως και δομής.
Ειδοποιός διαφορά των «αφυπνισμένων» ανθρώπων, από τους εν ληθάργω διατελούντες μαζανθρώπους, είναι το επίπεδο του “είναι” τους. Συμφώνως προς τις παραδοσιακές διδασκαλίες, ο τρόπος σκέψεως και οι ιδέες των αφυπνισμένων ανθρώπων είναι ακατανόητες ή γίνονται στρεβλώς κατανοητές από τους υπνωτισμένους υπανθρώπους. Τοιουτοτρόπως, η καλλιτεχνική γλώσσα των «αφυπνισμένων» ανθρώπων είναι ακατανόητη στους «κοιμισμένους».
Σε ανθρώπους του ιδίου επιπέδου εσωτερικής αναπτύξεως, του ιδίου “είναι”, μουσική που μπορεί να χαρακτηρισθή αντικειμενική, δηλαδή Απόλυτος, υπακούουσα σε κοσμικούς νόμους, δύναται να φέρει πάντα τα ίδια αποτελέσματα και να προσφέρει την ίδια αγωγή, τις ίδιες συγκινήσεις, να ενεργοποιεί σε όλες τις περιπτώσεις και υφ’όλες τις συνθήκες τα ίδια συναισθήματα. Tούτο ακριβώς συμβαίνει με τα κλασικά έργα των μεγάλων Ευρωπαίων δημιουργών. Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ή παράδοξο. Στην ζωή των ανθρώπων τίποτε, άλλωστε, δεν είναι τυχαίο. Τίποτε δεν είναι άνευ σημασίας.
Πνευματική τροφή – ο υπεράνθρωπος και ο εσμός των υπανθρώπων, μια αρχετυπική σύγκρουσις:
Συμφώνως προς τις παραδοσιακές μυητικές διδασκαλίες, για την λειτουργία, την ανάπτυξη και την εξέλιξη ενός οργανισμού είναι απαραίτητες “τροφές” τριών ειδών : α)τροφή με την αυστηρή έννοια της λέξεως, δηλαδή τα διάφορα εδώδιμα και πόσιμα είδη, β) ο αέρας που αναπνέουμε, γ) το σύνολο των εντυπώσεων των οποίων είμεθα δέκτες. Από το είδος και την ποιότητα κάθε μίας από αυτές τις “τροφές” επηρεάζεται η ανάπτυξη και η εξέλιξις μας ως φυσικών και πνευματικών οντοτήτων. Ως εντυπώσεις νοούνται το σύνολον των ερεθισμάτων όπως κάθε εικόνα και παράσταση, κάθε σκέψη και ιδέα, κάθε πληροφορία αλλά και κάθε ήχος, κάθε γεύση, κάθε άρωμα, κ.λ.π. Αυτές οι εντυπώσεις, δηλαδή, τα ερεθίσματα-εμπειρίες, είναι εξ ίσου σημαντικές, ζωτικής σημασίας, για τον εσωτερικό, πνευματικό κόσμο του ανθρώπου, όσο και η ποιότητα του αέρος που αναπνέει, η καθαρότης των συστατικών του ύδατος που πίνει, η θρεπτική αξία των τροφών κ.λ.π. Υπ’ αυτήν την έννοια οι τρεφόμενοι με τα μουσικά σκουπίδια και περιττώματα, προξενούν στην ύπαρξη τους την ίδια βλάβη όπως εάν ανέπνεαν μολυσμένο αέρα, έπιναν βρώμικο νερό και έτρωγαν σαπισμένα και δηλητηριασμένα τρόφιμα!
Αν λάβουμε, λοιπόν, υπ’ όψιν την παραδοσική τριερή διαίρεση της ανθρωπίνης υποστάσεως σε νοητική, συναισθηματική και κινητική – ενστικτώδη διάσταση, (νοητικό, θυμοειδές, επιθυμητικό, κατά την αντίστοιχη Πλατωνική ορολογία), τότε, καθώς οι σκέψεις, ιδέες, γνώσεις και πληροφορίες απευθύνονται και τροφοδοτούν την διανοητική πλευρά, έτσι η Τέχνη και ειδικώς η Μουσική είναι η κατ’ εξοχήν τροφή της συναισθηματικής πλευράς που είναι εξ’ ίσου σημαντική για την αρμονική και ισόρροπο ανάπτυξη του ανθρώπου και, γι’ αυτό, και επιβάλλεται να τυγχάνει αναλόγου σημαντικής αξιολογήσεως!
Απέναντι στην τυφλή ορμή της αδρανειακής μάζης των εκφυλισμένων όχλων, απέναντι στην αφομοιωτική επενέργεια της φυσικής και πνευματικής εντροπίας, απέναντι στην ισοπέδωση που επιφέρει ο “αναγκαστικός” συντονισμός της προσαρμογής στο χαοτικό περιβάλλον (επενεργούντως δίκην ογκώδους ταλαντωτού) και της εσκεμμένης καταβαραθρώσεως, η μόνη πραγματική και ουσιώδης αντίσταση δύναται να προέλθη από μια επανάσταση ψυχών, επανάσταση ηθική, αισθητική, πνευματική, μια επανάσταση που μόνον Αφυπνισμένοι Άνθρωποι δύναται να εμψυχώσουν .
Αυτοί και μόνον αυτοί, ως ανελισσόμενες υπάρξεις, θα έχουν την δυνατότητα να προσεγγίσουν την Δύναμιν ενός νέου, προικισμένου, με ασυνήθιστες ιδιότητες, Υπέρ-ανθρώπου , δύναμιν ανωτέρας τάξεως, μπροστά στην οποία η, ανερματίστως κλαυσομηκυθμύζουσα, υπανθρωπότης, μοιραίως, θα υποκύψη.