«Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΟΣ», τού Alfred Rosenberg

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΔΟΥΣ ΕΡΓΟΥ

«Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΟΣ», τού Alfred Rosenberg,

(μετάφρασις Στεφάνου Γκέκα),

Ήδη από μακρού έχουμε εκ των πραγμάτων αναγκασθή να εγκαταλείψουμε την παλαιοτέραν, περί ομολόγου σ’ όλους τους λαούς εξελίξεως μύθων και ιδεατών πλαισίων, εν γένει, της Τέχνης και της θρησκείας, πεποίθησίν μας. Η αυστηρώς τεκμηριωμένη επιβεβαίωσις της μετακινήσεως πολλών θρύλων από λαού εις λαόν και η επαληθευομένη παγίωσίς των μεταξύ άλλων ομάδων λαϊκών κοινοτήτων έχει, απεναντίας, καταδείξει ότι οι πλείστοι θεμελιώδεις μύθοι κέκτηνται ένα απολύτως συγκεκριμένον κέντρον ακτινοβολίας των, ένα ίδιον τόπον δημιουργίας – δυνάμενοι, τανάπαλιν, αποκλειστικώς να έχουν νόημα και σαφές περιεχόμενον μόνον εντός τινος αυστηρώς συγκεκριμένου περιβάλλοντος, κατά τρόπον ώστε, ασφαλώς και αναμφισβητήτως, να συμπεραίνονται μεγάλαι μετακινήσεις φυλών και λαών και διά τους αρχαιοτάτους [μυθικούς], ακόμη, χρόνους. Ούτω, λοιπόν, ο Ηλιακός Μύθος – μέ τά παρεμφερή συνοδά του στοιχεία – δεν προέκυψε παντού ως ένα «κοινόν εξελικτικόν στάδιον», αλλ’ εγεννήθη ακριβώς εκεί, όπου η εμφάνισις τού ηλίου ηδύνατο φυσικώς ν’ αποτελέσηι μίαν μυχίως διαπεραστικήν εμπειρίαν κοσμικών διαστάσεων: στον απώτατο Βορρά! Εκεί μόνον θά ηδύνατο ποτέ να συλληφθήι η οξεία διάκρισις των ημίσεων του έτους, μόνον εκεί θα ηδύνατο ποτέ η ηλιακή οντότης να διαποτίσηι τον πυρήνα της ψυχής, ως ενδομύχως απτή βεβαιότης περί της ακτίστου, αναδημιουργικώς ζωογόνου Φωτεινής Πρωτουσίας του Κόσμου. Ως δ’ εκ τούτου αποκτά νέαν ισχύν και η πρό τινος καταγέλαστος παλαιά υπόθεσις, ότι εξ ενός βορείου Κέντρου της δημιουργίας, εκ μιάς «Ατλαντίδος» φερ’ ειπείν, χωρίς διά τής ονομασίας ταύτης να παραμένουμε κατ’ ανάγκην προσηλωμένοι στην περί μιάς καταβυθισθείσης ατλαντικής χώρας εικασία, εξώρμησαν κάποτε δίκην ακτίνων ηλιακών όμιλοι και φύλα πολεμιστών, ως οι πρώτοι μάρτυρες της αενάως πρόσω της Ιστορίας εις νέους φορείς κληροδοτουμένης φυλετικώς βορεινής χαρακτηριστικής νοσταλγίας του απωτάτου κι έλξεως προς το άγνωστον, ώστε να κατακτήσουν, μορφοποιητικώς να εγκαθιδρύσουν! Εκείνα δε τα ρεύματα υπερβορείων ανθρώπων, διά των κυκνοειδών και δρακοφόρων τους νηών [πλοίων], ήχθησαν πρός την Μεσόγειο και πρός την Αφρική· διά χερσαίας οδού ετράβηξαν μέσω κεντρικής Ασίας κατά την Κούτσια [1] – ναί, δεν αποκλείεται ακόμη και μέσα στην Κίνα· μέσωι δε της βορείου Αμερικής προς τον νότον της ηπείρου εκείνης. [ΣτΜ: όλες οι ως άνω τότε εικασίες του σοφού μελετητού Αlfred Rosenberg έχουν, εν τώι μεταξύ, πλήρως στηριχθή κι επαληθευθή υπό νεωτέρων αρχαιολογικών ευρημάτων: επί παραδείγματι των ευρημάτων της ερήμου Ταρίμ (Τακλαμαχάν) της Κίνας, με μούμιες ξανθοκοκκίνων ανθρώπων διατηρημένες (χάρις στην καυτή άμμο) επί τέσσερις χιλιετίες – αλλά και με τά ευρήματα της Αμερικής, όπως του σκελετού λευκού ανθρώπου του Kentucky, αναγομένου στην δεκάτη (!) π.Χ. χιλιετία, τα οποίa, μάλιστα, ενισχύονται κι από σχετικές μελέτες, πού εξιχνιάζουν ευρωπαϊκά γονίδια στους συγχρόνους ιθαγενείς Ινδιάνους της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών!]

Όταν, λοιπόν, ο Άχουρα Μάσδα λέγει προς τον Ζαρατούστρα: «Άπαξ μόνον του έτους βλέπει τις τ’ αστέρια και τον ήλιο και το φεγγάρι να δύουν και ν’ ανατέλλουν· κι οι κάτοικοι έχουν για ημέρα αυτό πού πράγματι είναι ένα ολόκληρον έτος», τότε πρόκειται περί μιάς απωτέρας αναμνήσεως της υπερβορείας Πατρίδος του περσικού θεού του Φωτός, αφού μόνον ανά την πολικήν περίμετρον αποκτά νόημα η διάρκεια ημέρας και νυκτός επί έξ μήνας εκατέρας, ολόκληρον δε το έτος μόνον εδώ σύγκειται εκ μιάς ημέρας και μιάς νυκτός! Περί του ινδικού ήρωος Αργιούνα (Arjuna) η Μαχαμπαράτα (Mahabharata) αφηγείται, ότι κατά την επίσκεψίν του εις το όρος Μερού ο ήλιος και η σελήνη περιέτρεχαν τον ορίζοντα καθημερινώς εξ αριστερών προς τα δεξιά – μία εικών, η οποία ουδέποτε θα μπορούσε να γεννηθήι μέσα στον τροπικό νότο, αφού μόνον κατά τον απώτατον Βορράν ο ηλιακός δίσκος κυλίεται τοιουτοτρόπως κατά μήκος του ορίζοντος. Στους ινδικούς Adityas, πάλιν, αναφέρεται η προσευχή: «Είθε να μή μας καταπλακώσηι το Έρεβος [: η Σκοτεινιά]», περί δε του καταλάμποντος Άγνι (Agni) εκφράζεται το παράπονον ότι «έχει αναπαυθή υπερβολικώς στήν μακρά Σκοτεινιά» – πού όλα τους, απλούστατα, παραπέμπουν στην βαθειά υπερβορεία νύκτα.

Παρομοίως προς αυτές τις διαυγώς υπερβόρειες αναμνήσεις των μεταγενεστέρων Αρίων, προβάλλουν και οι μόνον διά της βορείας προελεύσεως κατανοητές λατρευτικές εικόνες [- μεταφορές], ενδυμασίες, (γραμμένα ή χαρακτικά) σχέδια. Την βορείαν ναύν [ΣτΜ: ενδεικτικώς αναφέρουμε τά: σανσκριτ. nªus, παλαιοπερσ. Nav-, αρμ. Nav, ιρλ. Nau, λατ. Nªvis (αιτιατ. Nªvem = σανσκρ. Nªvam = ελλην. ναFα > ομηρ. (και ιων.) Νή(F)α ), παλαιοσκανδ. NÓR (= ναύς) και naust (= ναύσταθμος!), αγγλοσαξ. NÓWEND (ναύκληρος, το –END αποτελεί κατάληξιν μετοχής ενεστώτος, πρβλ. τήν ελληνικήν –ων γεν. -οντος) κ.ο.κ., εκ των γνωστών συναφών άλλων ινδοευρωπαϊκών ομοίων] με τον κυκνόσχημον λαιμόν και το τριφύλλι ευρίσκουμε ήδη στην προδυναστικήν Αίγυπτο, όμως οι ερέται [κωπηλάται] της ήσαν ο μεταγενεστέρως κυρίαρχος καταστάς λαός των Αμοριτών, ήδη υπό του Sayce ως ανοικτοχρώμων κατά το δέρμα και γλαυκοφθάλμων [: με γαλανά μάτια] αναγνωρισθέντων. Κάποτε διέδραμαν την Βόρειον Αφρική πέρα ώς πέρα, ως συμπαγείς φατρίες κυνηγών, οι οποίες προοδευτικώς καθυπέταξαν την χώραν ολόκληρη, έπειτα δε βαθμηδόν διεξεπεραιώθησαν και μέσωι Συρίας έφθασαν ώς την Βαβυλώνα. Οι εν μέρει έως και σήμερον ανοικτόδερμοι, ακόμη δε και γαλανομάται, Βέρβεροι δεν ανάγονται στις μεταγενέστερες επιδρομές των Βανδάλων αλλά στα πανάρχαια κύματα υπερβορείων ανθρώπων. Οι κυνηγοί–Καβύλοι, επί παραδείγματι, κατά ένα ουδόλως ασήμαντον μέρος τους είναι εμφανέστατα βορεινής προελεύσεως (έτσι, λοιπόν, οι ξανθοί Βέρβεροι στην περιοχή της Κωνσταντίνης αποτελούν το 10 τοίς εκατόν, εις δε το Djebel Scheschor είναι ακόμη πολυαριθμότεροι). Το επικυριαρχούν στρώμα της αρχαίας Αιγύπτου εμφανίζει σημαντικώς ευγενέστερα φυσικά γνωρίσματα ή ο επικυριαρχούμενος λαός. Οι «Χαμίται» ούτοι αποτελούν μίαν ήδη διαμορφωθείσαν μειξοποικιλίαν μεταξύ υπερβορείων και του νεγροειδούς ιθαγενούς υποστρώματος.[2] Περί δε το 2400 π.Χ.[3] εγείρονται ανάγλυφα ανθρώπων ανοικτοχρώτων [: φωτεινού δέρματος], ξανθερύθρου κόμης και κυανών οφθαλμών, εκείνων των «ξανθών Λιβύων», περί των οποίων αφηγείται βραδύτερον ο Παυσανίας. Στίς ταφικές ζωγραφιές των Θηβών ανευρίσκουμε απεικονισμένες τις «τέσσερις φυλές» της Αιγύπτου: ήτοι, Ασιάτας, νεγροειδείς, Αιγυπτίους και Λίβυας. Οι Αιγύπτιοι (Χαμίται) απεικονίζονται κόκκινοι, απεναντίας δέ οι Λίβυες πάντοτε με γαλανούς οφθαλμούς, γενειοφόροι και λευκόδερμοι. Καθαρώς βορεινού τύπου είναι τά δείγματα του τάφου της Σενύης για την 18η Δυναστεία, η γυναίκα παρά τον πυλώνα του Horemheb παρά το Karnak, οι άνθρωποι των κυκνοσχήμων νηών επί του αναγλύφου του ναού του Medinet-Habu, ο Τεύκρος, ιδρυτής της «φοινικικής» ναυσιπλοΐας. Ανοικτόχρωμοι τύποι με κιτρινόχρυσα μαλλιά αναδεικνύονται και στους τάφους του Medinet-Gurob[4]. Κατά τις τελευταίες ανασκαφές στις Mastabas παρά την πυραμίδα του Χέοπος (1927) ευρέθη η «πριγκήπισσα και βασίλισσα MeresAneh» (2633-2564 π.Χ.), εικονιζομένη με ξανθήν κόμην. Ομοίως, επίσης, η θρυλική, παραμυθένια βασίλισσα Νιτοκρίς σ’ όλους τους θρύλους αναφέρεται ως ξανθή.

Όλ’ αυτά είναι μνημεία μιάς παναρχαίας βορεινής παραδόσεως στην Βόρειο Αφρική.

Οι Αμορίται ίδρυσαν την Ιερουσαλήμ, αποτελέσαντες το βορεινόν στρώμα της μεταγενεστέρας Γαλιλαίας, ήτοι της «εθνικής εστίας», εκ της οποίας έμελλέν ποτε καί ο Ιησούς να εκπηδήσηι. Ούτοι εν συνεχεία καί έτυχαν ενισχύσεως παρά των Φιλισταίων, πού παρομοίως διεξεπεραίωσαν προς την Συρίαν τελείως αγνώστους για τους ιθαγενείς βορείους τύπους πλοίων, με πρωραία τους εμβλήματα τον πέλεκυν και το τριφύλλι.

Εν τώι μεταξύ, απροσδιόριστος παραμένει εισέτι η θέσις της Πρωτοπατρίδος (Urheimat) της Βορεινής Φυλής. Όπως οι νοτιο-ατλάντιοι μέσωι Αφρικής εξεχύθησαν εις την νότιον Ασίαν, έτσι πρέπει κι οι βορειοατλάντιοι μέσωι Ευρώπης να έφεραν τον Ηλιακόν Θεόν εις την βόρειον Ασία[5], μέχρι τους Σουμερίους – των οποίων κάποτε η μέτρησις του χρόνου ξεκινούσε με το χειμερινό ηλιοστάσιο! Πρόσφατες έρευνες στην Ισλανδία και την Σκωτία υπαινίσσονται το ενδεχόμενον παλαιολιθικού των εποικισμού· εξ άλλου το παλαιοϊρλανδικόν ιδεώδες κάλλους επέβαλλεν γαλακτόχρουν δέρμα και ξανθήν κόμην, το οποίον και, βεβαίως, βραδύτερον απεσβέσθη τήι επικαλύψει μιάς σκουροχρώμου, σφαιροκεφάλου φυλής. Κι αν, όμως, απομένουν πολλά εισέτι προς απάντησιν και προσδιορισμόν, κι αν παραπέμπεται εις την έρευναν του μέλλοντος οριστικώς ν’ αποφανθήι, εάν τα όλως πρώιμα ιερά σύμβολα και σχέδια των βραχογραφιών της λιθίνης εποχής απετέλεσαν επίσης την βάσιν της προδυναστικής γραμμικής γραφής τής Αιγύπτου, όπως και εάν εις αυτήν την «υπερβορείαν»[6] συμβολικήν, δίκην πρωταρχικού θεμελίου, ανάγονται κι άλλες γραφές της γής, το οίον αποτέλεσμα της ερεύνης ταύτης ουδόλως, πάντως, θα ηδύνατο να μεταβάληι το ένα τούτο μέγα γεγονός, ότι το «νόημα της παγκοσμίου Ιστορίας» εκ του Βορρά ακτινοειδώς απήστραψεν και μετέστη ζωογόνως ανά τον κόσμον όλον, υπό μιάς (αρχικώς) γλαυκώπιδος και ξανθής φυλής φερόμενον, ήτις διά πλειόνων μεγάλων κυμάτων καθώρισε το πνευματικόν πρόσωπον του κόσμου όλου – καί εκεί δέ ακόμη μάλιστα το καθώρισεν, όπου έμελλεν η ιδία τελικώς ν’ αφανισθήι. Απαριθμούμεν ήδη τά κύρια τοιαύτα κύματα των μετακινήσεων: η πολυθρύλητος και μυθωδώς εισέτι περιχαρακωμένη [ΣτΜ: και τουλάχιστον τριπλή· βλ. σημ. 4 και 6] διαδρομή [πέρασμα] υπερβορείων/ατλαντείων διά της Βορείου Αφρικής· η επέλασις των Αρίων[7] εις Περσίαν-Ινδίαν· η επακολουθήσασα κάθοδος των Δωριέων-Μακεδόνων, των Λατίνων κ.ά. · η [επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας] κάθοδος από Βορρά των Γερμανικών φύλων· ο εποικισμός του κόσμου υπό της γερμανικώς καθωρισμένης [ταυτοποιημένης] Δύσεως.


[1] ΣτΜ: Στα ΒΔ όρια της Κίνας. Σήμερα πλέον διαθέτουμε και τα εκπληκτικά και πλουσιότατα (παρ’ όλες τις προσπάθειες των Κινέζων να τα αποκρύψουν ή αλλοιώσουν!!!) ευρήματα της Λεκάνης Ταρίμ (Tarim Basin), πιο πέρα ακόμη, στον νότο της Xinjiang (στο Taklamakhan), με τις ξανθιές μούμιες με βορεινά κρανιακά και σκελετικά γνωρίσματα και τις «σκωτικού τύπου» υφαντές ενδυμασίες και σχέδια! Των οποίων οι αρχαιότερες χρονολογημένες ανάγονται στον 21ο π.Χ. αιώνα (εποχή ορειχάλκου), ο «άνδρας τού Cherchen» μίαν χιλιετίαν βραδύτερον – ενώι τοιχογραφίες από του 7ου π.Χ. αιώνος απεικονίζουν ανθρώπους με ίσιες μύτες και ξανθιά κόμη και κείμενα της ιδίας περιόδου είναι γραμμένα στην Τοχαρική, μιάν χαμένη, πλέον, ινδοευρωπαϊκή διάλεκτο. Γενετική έρευνα διενεργηθείσα επ’ αυτών υπό του ειδικευμένου στην μελέτη DNA από αρχαιολογικά ευρήματα καθηγητού Paolo Francalacci, του ιταλικού Πανεπιστημίου Sassari, έδειξαν ότι οι εν λόγωι ανήκαν στην ίδια γραμμή γενεαλογίας με τους συγχρόνους Σκανδιναβούς, Κορσικανούς και κατοίκους της Σαρδηνίας, με τους οποίους συνεκρίθησαν. Η επίσημος, όμως, Κίνα παρεμποδίζει επιμελώς την σχετικήν έρευναν του αφθόνοως διατιθεμένου σχετικού υλικού, τά αρχαιότερα τμήματα τού οποίου δυνατόν να είναι ακόμη παλαιότερα· πάντως είναι εκπληκτική η χρονική έκτασις αυτού του αγνώστου αρίου πολιτισμού.

Βλ. http://www.resistance.com/News/The%20Curse%20Of%20The%20Red-Headed%20Mummy.htm καί http://www.rense.com/general10/redhair.htm

Ακόμη δε περαιτέρω, διατίθενται πλέον απτά σκελετικά ευρήματα (π.χ. ο περίφημος «άνδρας του Kentucky»), καθώς και γενετικές μελέτες επί τών Ινδιάνων της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών, πού τεκμηριώνουν την παρουσίαν Αρίων στην Βόρειο Αμερική ήδη κατά την 10ην π.Χ. χιλιετία! …Τά οποία και επαληθεύουν τις υψηλώς διαισθητικές παρατηρήσεις του μεγάλου Hermann Wirth [’’Der Aufgang der Menschheit’’] στις αρχές ήδη του 20ού αιώνος, όταν εξιχνίαζε την Πρωτοαρίαν επίδρασιν τόσον επί του ηλιακού τύπου πολιτισμού (πρβλ. αετόν ως σύμβολον κ.ο.κ.), όσον επίσης και εις τάς φυσιογνωμίας της ηγετικής κάστας ωρισμένων φύλων

Ινδιάνων.

[2] ΣτΜ: Τούτο αποτελεί, βεβαίως, απλήν πρόχειρον υπόθεσιν τού (μή χαρακτηριζομένου, πάντως, ως ειδικού φυσικού ανθρωπολόγου) συγγραφέως – υπάρχουν, όμως, ισχυραί ενδείξεις ότι οι Χαμίται αποτελούν μίαν διακλάδωσιν ομόλογον του οριενταλικού ανθρωπολογικού τύπου· μάλλον, λοιπόν, πρέπει να υποτεθήι η ανάμειξις αυτού του αρχικού χαμιτικού τύπου, εν μέρει ίσως και υπό νεγροειδούς διαπιδύσεως μεμολυσμένου, με επελθόντα υπερβόρεια στοιχεία.

[3] ΣτΜ: Άς παραβληθήι η χρονολόγησις αύτη προς το δεδομένον της προϊστορικής αρχαιολογίας ότι, τα φύλα Kurgan ήδη από της πρωίμου φάσεως τής ως «Kurgan ΙV» χαρακτηριζομένης και προσδιοριζομένης περί το 2500 π.Χ. εντοπίζονται πρός τα βορειοδυτικά της σημερινής Ελλάδος, στο τέλος της νεολιθικής περιόδου· επί παραδείγματι αναφέρεται γλυπτή κεφαλή ίππου (τον οποίον αυτά τα φύλα έφεραν εξημερωμένο στην περιοχή), εξ αυτής της περιόδου, στο Porodin της Πελαγονίας, νοτίως του Μοναστηρίου [πρβλ. N.G.L.Hammond «Ιστορία της Μακεδονίας», τόμος α΄]. Τέτοια πρώιμα υπερβορείας προελεύσεως φύλα (με την ιερά παράδοσι των χαρακτηριστικών τους τύμβων [τούμπες], συνεχιζομένην υπό των Μακεδόνων επίσης κατά την ιστορικήν εποχή, καί εκ των οποίων εξοφθάλμως βρίθει ακόμη σήμερον η Μακεδονία!) εντοπίζονται και στην περιοχή της Σκόδρας (π.χ. Γαϊτάνι), απ’ της οποίας την λίμνη (Σκούταρι) και μέσω του συνδέοντος πλωτού ποταμού εξήλθαν στην Αδριατική και επώκησαν Κέρκυρα (Αφιόνα, με επιτόπια, μάλιστα, δείγματα και σχοινοτύπου κεραμεικής (Schnurkeramik, corded ware) ), Λευκάδα, Πελοπόννησο, … – προφανώς δε, οι ίδιοι έφθασαν και μέχρι Λιβύη και Αίγυπτο! Αυτή ήτο η διαπόντιος (παράλληλος της χερσαίας) κάθοδος. Της οποίας, μάλιστα, επηκολούθησε και μία, τουλάχιστον, ακόμη – χρονικώς συμπίπτουσα με το δεύτερον κύμα Βρυγών, φορέων του Κεντρο-ανατολικοευρωπαϊκής προελεύσεως «πολιτισμού της τεφροδόχου (Urnenfeld)» ή «Lausitz Kultur» (πρβλ. σελ. 19-20 καί 108 της λίαν αξιολόγου προσφάτου μελέτης τού Δημητρίου Ευαγγελίδου «Λεξικόν Αρχαιοελληνικών και Περιελλαδικών φύλων») αλλά και με την Κάθοδον των Δωριέων. Άξιες ιδιαιτέρας εμβαθύνσεως και μελέτης είναι και οι σχετικές πρωτοποριακές μελέτες του συγχρόνου Γερμανού ερευνητού Jürgen Spanuth (βλ., ιδίως, «Die Rückkehr der Herakliden», ήτοι, η Επιστροφή των Ηρακλειδών), υπό το φώς πολλών νέων αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης είναι πλέον ή βέβαιον ότι οι πρώτη είσοδος Αρίων εις την Αίγυπτον εγένετο χιλιάδας ετών πρό του 2400 π.Χ.· ίσως θα πρέπει αύτη να συσχετισθήι προς τον εν σημειώσει 1 αναφερόμενον εποικισμόν της Βορείου Αμερικής (εκ Βορείου Σιβηρίας διά μέσου Βεριγγείου Πορθμού, ευχερώς τότε βατού), με ενδεχομένην εκείθεν σύστασιν ατλαντικής αποικίας, της υπό του Πλάτωνος αναφερομένης Ατλαντίδος. Αυτό εξηγεί και την λεπτομερειακήν ομοιότητα αναλογιών και προσανατολισμού μεταξύ πυραμίδων της Αιγύπτου και της Νοτίου Αμερικής – αλλά και πολλά, εισέτι, εκπληκτικά δεδομένα. Εκ τούτων επισημαίνομεν μόνον, ακόμη, την εξάπλωσιν του (ηλιοειδούς αλλ’ όχι ηλιακού!) μεγαλιθικού πολιτισμού εις την Ευρώπην εκ των δυτικοτέρων τομέων της Ιβηρικής χερσονήσου, φερόμενον υπό του ανθρωπολογικού τύπου CroMagnon (Κρομανιόν), προδρόμου της Φαιλικής (Fälische) φυλής. Την σαφή, όμως, διάκρισιν μεταξύ Πρωτοπατρίδος (Urheimat) και Ατλαντίδος ο Alfred Rosenberg δεν είχε την δυνατότητα, με τά δεδομένα της εποχής του, να κάμηι. Παρ’ όλην, όμως, την υποθετικήν του θεωρητικήν συγχώνευσιν των δύο ενίοτε, είναι πάντως κατά τούτο, σαφέστατα, αρκετά επιφυλακτικός.

[4] Πρβλ. Hermann Wirth: “Der Aufgang der Menschheit”, Jena 1928· επίσης το υπό τού E. Dacqué: „Erdzeitalter“, München 1930 . Ο Hermann Wirth έχει δώσει στην προϊστορική έρευνα ερεθίσματα ισχυρότατα, το δε κατά πόσον θα επαληθευθούν οι διάφορες θεωρίες του, δύναται μόνον το μέλλον ν’ αποφανθήι οριστικώς.

[5] ΣτΜ: Πρβλ. τέλος της προηγουμένης υποσημειώσεώς μου [4]: ενώι, λοιπόν, φαίνεται ότι, οι υπό του συγγραφέως ως πρώτοι «νοτιοατλάντιοι» αναφερόμενοι έποικοι της νοτίας Μεσογείου, όντως προέρχονται εξ ατλαντικών αποικιών Αρίων, ήσαν δηλαδή όντως «ατλάντιοι», πρωίμως διαχωρισθέντες εκ του κυρίου σώματος της Πρωτοπατρίδος, όμως αι από της τρίτης χιλιετίας και εφ’ εξής χρονολογούμεναι έφοδοι δέον ν’ αποδοθούν εις το κύριον ρεύμα Καθόδου εκ της αρχικής Πρωτοπατρίδος: κατ’ αρχάς κατά μήκος του ποταμού Όβι (Ob) (ενδέχεται μικρόν μέρος να εκινήθη απ’ ευθείας δυτικά, προς βορείως της λίμνης Λαντόγκα), με κάποια τμήματα να μετακινούνται βραδέως κατά μήκος του Ορτύος (παραποτάμου του Όβι) προς Κίναν (πρβλ. λεκάνην Tarim), ενώι νοτίως των Ουραλίων διχάζονται εκ νέου, αφού τα μέν Αριο-ιρανικά φύλα συνεχίζουν προς νότον (πρβλ. τον μεγάλον «πολιτισμόν του Αndronovo» πέριξ της λίμνης Αράλης, περί το 2000 π.Χ.) οι δε λοιποί συνεχίζουν προς δυσμάς, με συνεχείς διακλαδώσεις υποομάδων προς παραπλεύρους κατευθύνσεις. Έτσι, εγκαθίστανται οι Πρωτοάριοι κατά μάζας αρχικώς κυρίως εις κεντρικήν και νότιον Γερμανίαν. Εις την Γιουτλάνδην (Δανίαν) οι Άριοι επήλυδες είναι οι φορείς της πατριαρχικής κουλτούρας γνωστοί εις την σκανδιναβικήν βιβλιογραφίαν ως «οι λαοί του μονού τάφου ή του πολεμικού πελέκεως» (Enkeltgravs Stridsøksefolkene), πού επεβλήθησαν τόσον τών μεγαλιθικών (φαιλικών) όσον και των φύλων κυνηγών – αλλά μιαρών φιννογενών φορέων της κουλτούρας των køkkenmøddinger: ήτο αυθαίρετος, λοιπόν, η απόπειρα πολλών να τοποθετήσουν εκεί την Πρωτοπατρίδα! Υπάρχουν δε και γλωσσολογικά –γεωγραφικά δεδομένα πού αποκλείουν τόσον την Γιουτλάνδην, όσον και την Βόρειον Γερμανίαν.

[6] ΣτΜ: Εις το πρωτότυπον αναφέρεται «ατλαντική»· ίδε 2 προηγουμένας «ΣτΜ».

[7] ΣτΜ: Εδώ η χρήσις του όρου γίνεται υπό την στενήν (τοπικήν) έννοιαν, καθ’ ό οι ίδιοι απεκάλουν εαυτούς..