Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αναγνωρίσει κανείς την θεμελιώδη φαυλότητα του συγχρόνου πολιτεύματος, που αποκαλείται «δημοκρατικό», φαυλότητα που είχε σαφώς αναγνωριστεί και καταγγελθεί από τα λαμπρότερα πνεύματα (Πλάτων, Αριστοτέλης, Ξενοφών, κλπ), ήδη από τα αρχαία χρόνια (όταν δηλαδή τα μικρά πληθυσμιακά και γεωγραφικά μεγέθη των ελληνικών πόλεων–κρατών και οι αυστηρά αριστοκρατικές κοινωνικές δομές τους, μετρίαζαν κάπως αυτή την φαυλότητα – σε σύγκριση με την διαστρωμάτωση των συγχρόνων πολτοποιημένων κοινωνιών).
Το πολίτευμα αυτό, το οποίο ορθότερο θα ήτο να ονομάζεται μετριοκρατία, αναγορεύει σε ύπατο ρυθμιστή της πολιτικής ζωής και του μέλλοντος μιας χώρας, την ευμετάβλητη, κοντόφθαλμη και συγκυριακή «στάση», μιας ακαθορίστου κοινωνικής ανθρωπομάζης, ιδιοτελών, αδαών και αμαθών «πολιτών», οι οποίοι συγκροτούν την λεγόμενη «κοινή γνώμη» η οποία καθίσταται τραγικά παντοδύναμη, όσο και αν είναι ανεύθυνη, ανερμάτιστη (και ευκόλως χειραγωγούμενη από τους επιτηδίους, οικονομικά ισχυρούς παράγοντες και τους τσαρλατάνους υποτακτικούς τους (που ελέγχουν την λεγόμενη “ενημέρωση”).
Η εσχάτως συντελούμενη (με τάχιστους ρυθμούς) διολίσθηση της χώρας μας προς μια παρατεταμένη κατάσταση αναρχίας είναι παραπάνω από προφανής. Εντυπωσιακότερο όμως σύμπτωμα της προϊούσας κατάρρευσης του φαύλου πολιτικού συστήματος και παραλλήλως της συγχρόνου ελληνικής κοινωνίας, εν συνόλω, αποτελεί η ιδιάζουσα ψύχωση που έχει καταλάβει τον δημόσιο βίο με την συνεχή διενέργεια δημοσκοπήσεων.
Όλα πλέον φαίνεται ότι καθορίζονται από τις περιοδικές (μηνιαίες, συχνά, ακόμα και εβδομαδιαίες) μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι οποίες παραγγέλλονται, κάθε λίγο και λιγάκι, από εφημερίδες, κανάλια, κόμματα, κλπ., και παρουσιάζονται με περισσές τυμπανοκρουσίες, διανθισμένες κάθε φορά με περισπούδαστες αναλύσεις επί αναλύσεων… Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της κάθε δημοσκοπήσεως, οι παράγοντες της δημόσιας ζωής, προεξάρχουσας της εκάστοτε κυβέρνησης, σπεύδουν να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις της τακτικής και των στόχων τους, ώστε να ευθυγραμμιστούν το συντομότερο δυνατόν με τις διαθέσεις την «κοινής γνώμης».
Αντί δηλαδή οι πολιτική να καθοδηγεί με όραμα και σοφία τον λαό, προβλέποντας το μέλλον, αναλογιζόμενη τις επερχόμενες γενιές, σέρνεται με ποταπό τρόπο πίσω από τις χθαμαλές διαθέσεις, φοβίες και ταπεινές ορέξεις των κοινωνικών όχλων.
Η ιστορία της ανθρωπότητος δεν έχει γνωρίσει ξανά τόσο ακραία μορφή υποτέλειας στον κοινωνικό όχλο. Κάθε έννοια πολιτικού σχεδιασμού καθίσταται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, άτοπη και άκυρη. Αν μέχρι πρότινος οι κυβερνήσεις και τα κόμματα καθόριζαν κοντόφθαλμα τον σχεδιασμό τους σε ορίζοντα 3ετίας ή το πολύ 4ετίας, με βάση, δηλαδή, την προγραμματισμένη τέλεση των κάθε φορά επόμενων εκλογών, οπότε, ως συνήθως, με παροχές ή υποσχέσεις επιχειρούσαν να (ξανά)φανούν αρεστά στις ψηφομάζες, υφαρπάζοντας, με κολακία και ψέυδη, την παροδική εύνοιά τους, από την οποία εξαρτάται πάντα η εκλογή ή επανεκλογή τους (πράγμα που defacto ακύρωνε και ακυρώνει κάθε έννοια μακρόπνοου σχεδιασμού), τώρα πια ο σχεδιασμός κινείται το πολύ σε χρονικό ορίζοντα μηνός! Αυτό συνιστά τον απόλυτο παραλογισμό της πολιτικής που οδηγεί με ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή, αφού a priori εγγυάται την τελεία αναποτελεσματικότητα σε κάθε ζήτημα και τομέα δράσεως!
Το μόνο θετικό που προκύπτει από τις αλλεπάλληλες αυτές δημοσκοπήσεις είναι η ευκαιρία που δίδεται σε κάθε στοιχειωδώς οξυδερκή παρατηρητή να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του εκφυλισμού που μαστίζει τον αποκαλούμενο «λαό» καθώς και τους χαμερπείς «ταγούς» του.
Από πρόσφατη, επί παραδείγματι, δημοσκόπηση που παρουσιάστηκε σε εκπομπή μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού, προέκυψε ότι η Ελληνική κοινή γνώμη αξιολογεί ως σημαντικότερο ζήτημα που την απασχολεί, σε ποσοστό μάλιστα 77%, την οικονομία (δηλαδή, την τσέπη, την μάσα και την καλοπέραση), ενώ ως τελευταίο σε σπουδαιότητα ζήτημα, σε ποσοστό μόλις 9,7%, την εξωτερική πολιτική (δηλαδή τα εθνικά θέματα και τη θέση της χώρας στον κόσμο).
Τι άλλο να προσθέσει κανείς. Η εικόνα μιλά από μόνη της και προοιωνίζει την διαφαινόμενη μαύρη μοίρα αυτού του λαού, μοίρα που, ίσως τελικά και να την αξίζει…