Το κακόγουστο πανηγύρι και αυτών των εκλογών τελείωσε…
Ας επιχειρήσουμε την εξαγωγή κάποιων πρώτων συμπερασμάτων:
1ον) Η αποχή των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία αθροιζόμενη με τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια, πλησίασε το 50% !! Όπως μετεδόθη, σε όλη την Ευρώπη η αποχή κυμάνθηκε κατά μ.ο. γύρω στο 57%. Για άλλες χώρες τέτοια ποσοστά συμμετοχής είναι ίσως συνήθη, για την ελληνική πραγματικότητα όμως, είναι πρωτοφανή, αποδεικνύοντας την γενική απαξίωση των κομμάτων στη συνείδηση των πολιτών και την διαφαινόμενη κατάρρευση του πολιτικού κατεστημένου της μεταπολιτεύσεως. Βεβαίως, τα μ.μ.ε. του Συστήματος είχαν φροντίσει να προαναγγείλουν εδώ και μέρες το πιθανολογούμενο μέγεθος της αποχής, προκειμένου, προφανώς, να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη και να μειώσουν έτσι τους ενδεχόμενους κραδασμούς. Η σημασία της αποχής, εκτός από την απαξίωση των εκλογέων προς το πολιτικό κατεστημένο που φανερώνει, θέτει σοβαρό ζήτημα νομιμοποιήσεως του εκλογικού αποτελέσματος στο βαθμό που φαντάζει οξύμωρο, με βάση την «δημοκρατική» λογική του ιδίου του Συστήματος, να ρυθμίζει τις πολιτικές επιλογές της χώρας η μειοψηφία του εκλογικού σώματος. Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι «όλοι είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν, οπότε, όσοι αδιαφορούν και απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται για ό,τι τελικώς συμβαίνει». Είναι βέβαιον ότι πάρα πολλοί απέχουν από αδιαφορία, ωστόσο πολλοί επίσης είναι εκείνοι που απέχουν συνειδητά, επειδή αισθάνονται ότι το παιχνίδι είναι στημένο, το Σύστημα είναι κλειστό, το εκλογικό σύστημα δεν παρέχει καμία απολύτως δυνατότητα και ευκαιρία να αναδειχθούν, μέσω των διαδικασιών του, ανεξάρτητες φωνές, αδέσμευτες δυνάμεις, κλπ, που θα επιθυμούσαν ενδεχομένως να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Το Σύστημα είναι δομημένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποκλείεται de facto κάθε πιθανή πραγματικά εναλλακτική πρόταση. Αυτή την πραγματικότητα μια μερίδα των πολιτών έχει αρχίσει να την αντιλαμβάνεται, προτάσσοντας ως αντίδραση την αποχή – ελάχιστο πολιτικό σαμποτάζ μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο.
2ον) Τα κόμματα που μονοπωλούν τη διακυβέρνηση της χώρας, (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) εναλλασσόμενα στην εξουσία τα τελευταία 35 χρόνια, συρρικνώθηκαν εντυπωσιακά. Έχοντας την υποστήριξη ενός μικρού υποσυνόλου του συνολικού εκλογικού σώματος το καθένα, συνεχίζουν παρόλα αυτά να συμπεριφέρονται με προκλητική αλαζονεία, θεωρώντας δεδομένο ότι θα είναι αιωνίως τα «κόμματα εξουσίας», ασχέτως του ότι γίνεται ολοένα και πιο εμφανές, ακόμα και στους πιο ηλιθίους και εθελοτύφλους, ότι τα δυο αυτά κόμματα είναι αποκλειστικά υπεύθυνα: για την διάλυση του κοινωνικού ιστού και κάθε εθνικού θεσμού, την παράδοση της πατρίδας μας στα συρρέοντα στίφη των αλλοφύλων εισβολέων, την αποδυνάμωση της άμυνας της χώρας και την περιαγωγή της σε καθεστώς υποτελείας, την ηθική και πολιτισμική εξαχρείωση της συγχρόνου Ελληνικής κοινωνίας, την καταχρέωση της χώρας, την καταλήστευση και εν συνεχεία το ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου της, όπως τα κραυγαλέα σκάνδαλα που κάθε τόσο αποκαλύπτονται, περίτρανα αποδεικνύουν…
3ον ) Καθώς κλείνει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ήτοι 20 χρόνια μετά την εκκωφαντική κατάρρευση των κομμουνιστικών δικτατοριών της Ανατολικής Ευρώπης, των περιώνυμων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η Ελλάδα μοιάζει να είναι η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα η οποία πρωτοτυπεί ως προς το ότι το τρίτο σε εκλογική δύναμη κόμμα παραμένει το Κ.Κ.Ε., δηλαδή όχι ένα μετριοπαθές αριστερό, αλλά ένα απολιθωμένο, παλαιοκομμουνιστικό, σταθερά ανθελληνικό κόμμα, ένα κόμμα ταυτισμένο με την πιο σκληρή, αιμοσταγή και αιμοδιψή σταλινική παράδοση!
4ον) Αυξάνει τη δύναμή του και, καθώς φαίνεται, σταθεροποιεί την εκλογική παρουσία του ο «ΛΑ.Ο.Σ.», αυτοπροβαλλόμενος ως κόμμα: «πατριωτικό» (αλλά, προσοχή (!), … όχι «εθνικιστικό»…), εισηγούμενο περιορισμούς και μεγαλύτερους ελέγχους στη μεταναστευτική πολιτική (αλλά, προς θεού, ξορκίζοντας τον «ρατσισμό»…), προβάλλοντας αορίστως τις εθνικές αξίες (αλλά, ταυτοχρόνως γλύφοντας τους ομοφυλόφιλους, τους γύφτους, «αυτούς τους θαυμάσιους Έλληνες» όπως περίπου δήλωσε ο αρχηγός του, οι οποίοι “θα πρέπει να προσλαμβάνονται στην αστυνομία” κατά άλλη δήλωσή του …). Παρά το συντηρητικό προφίλ, την προσήλωση στις επιταγές της «πολιτικής ορθότητας», την ομολογούμενη συγγένεια με την «Ν.Δ.», την απουσία σαφούς ιδεολογικής γραμμής, τις συγκεχυμένες και συχνά αντιφατικές θέσεις, και μόνο το γεγονός ότι τόλμησε να ψελλίσει διστακτικά κάποια συνθήματα κατά της ανεξέλεγκτης εισόδου λαθρομεταναστών, κατά της εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε., κατά του ενδοτισμού στην προκλητικότητα των Τούρκων και των Σκοπιανών, ήταν αρκετό για να το οδηγήσει σε εκτόξευση του ποσοστού του και να το καταστήσει ουσιαστικά το μόνο κόμμα που αύξησε τον αριθμό των ψηφοφόρων του, δείχνοντας ότι υπάρχει ένα ρεύμα στην Ελληνική κοινωνία που ψάχνοντας μια εθνική διέξοδο, βρίσκει ως μόνη προσιτή πολιτική έκφραση, την εκλογική διαμαρτυρία μέσω του «ΛΑ.Ο.Σ.», παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τους περιορισμούς του ως κόμματος. Πρόκειται προφανώς για την ανάγκη πολιτικής εκφράσεως ενός παρομοίου ρεύματος που, τηρουμένων των κατά τόπους αναλογιών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων, εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εκδηλούμενο με την εκλογική ενίσχυση των θεωρούμενων ακροδεξιών ή ξενοφοβικών κομμάτων, πανευρωπαϊκώς.
5ον ) Η εκπροσωπούμενη από τον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α», «ροζ αριστερά» πλήρωσε την παροχή πολιτικής στέγασης στην αναρχοαλητεία και παρά την δεδομένη είσπραξη της συντριπτικής πλειονότητας των ψήφων των μεταναστών, ομοφυλόφιλων, λεσβιών, κλπ, των οποίων έχει προ πολλού αναλάβει την προνομιακή εργολαβική πολιτική εκπροσώπηση (ως σίγουρη πολιτική επένδυση για το μέλλον), είδε προς το παρόν τα ποσοστά του (ευτυχώς…) να περιορίζονται.
6ον ) Εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο, μετά τις τελευταίες εκλογές, και οι «οικολόγοι – πράσινοι», γνωστοί από παλιά για την υιοθέτηση ανθελληνικών θέσεων (π.χ. αναφορικά με τη διένεξη με τα Σκόπια), ευρισκόμενοι σε απόλυτη ευθυγράμμιση με την ανθελληνική γραμμή των δυτικοευρωπαίων πρασίνων – πατρώνων τους, του ομώνυμου ευρωπαϊκού κόμματος – κυρίου πολιτικού υποστηρικτού των αμερικανοναοϊκών βάρβαρων βομβαρδισμών της Σερβίας. Προφανώς οι Οικολόγοι, εκφράζουν εκλογικά την ανησυχία μέρους των πολιτών για τα εντεινόμενα περιβαλλοντικά αδιέξοδα που μαστίζουν την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Είναι όμως απορροίας άξιον αν και κατά πόσο είναι δυνατόν να αποτελούν οι συγκεκριμένοι «οικολόγοι» μια πραγματική οικολογική έκφραση, όταν επιμένουν να εξαιρούν από τα περιβαλλοντικά τους ενδιαφέροντα το μέγιστο σύγχρονο περιβαλλοντικό ζήτημα που είναι ο περιορισμός της βιοποικιλότητας αναφορικά με το πιο εξελιγμένο μάλιστα είδος του ζωικού βασιλείου -τον άνθρωπο- του οποίου η εξελικτικώς προκύψασα από φυσικές διαδικασίες χιλιάδων ετών, διαίρεση σε φυλές, φυλετικούς τύπους και εθνικές ομάδες με γενετικώς καθορισμένα και διακριτά χαρακτηριστικά, τείνει να εκλείψει, τεχνητά και παρά φύσιν, εντός ολίγων δεκαετιών, ως αποτέλεσμα της λαθρομεταναστεύσεως και της προωθουμένης, εκτεταμένης φυλετικής αναμείξεως η οποία συντελείται σε τεράστια κλίμακα, παγκοσμίως.
Είναι επίσης αντιληπτό το δημοσιογραφικό αβαντάρισμα των μ.μ.ε του Συστήματος προς τους «οικολόγους», οι οποίοι βγήκαν από την αφάνεια ξαφνικά, ύστερα από την δημοσιοποίηση μερικών «δημοσκοπήσεων». Το Σύστημα ψάχνει να στήσει νέα πολιτικά σχήματα (εγνωσμένης πολιτικής, προς το Σύστημα, πειθαρχίας) και να επενδύσει σ’ αυτά ώστε να έχει ασφαλείς εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση καταρρεύσεως των παραδοσιακών κομμάτων, ώστε τα τελευταία να βρουν διαδόχους, χωρίς να αφεθεί επικίνδυνος χώρος σε νέες και πιθανώς ανεξέλεγκτες πολιτικές δυνάμεις…
7ον ) Δεν κατάφερε να εκλέξει βουλευτή το Πανελλήνιο Μακεδονικό Μέτωπο των Παπαθεμελή – Ζουράρι, αφού μόνο στη Θεσσαλονίκη και σε ορισμένους άλλους νομούς της Μακεδονίας κατάφερε να αποσπάσει σχετικά μεγάλα ποσοστά, δείχνοντας έτσι ότι για τους περισσότερους νεοέλληνες η γνωστή Μητσοτάκεια ρήση των αρχών του ‘90, σύμφωνα με την οποία «μετά από μερικά χρόνια ουδείς θα ασχολείται με το όνομα της Μακεδονίας», επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά. Αυτή η υπόθεση, της παραχαράξεως της ιστορίας, της κλοπής του ονόματος της Μακεδονίας από τους απογόνους των Βουλγαροκομιτατζήδων και του συνεπαγόμενου τσαλακώματος της Ελληνικής εθνικής αξιοπρεπείας, όσο θλιβερό και αν ακούγεται, μοιάζει να μην ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους υπόλοιπους, πέραν μερίδας βορειοελλαδιτών, νεοέλληνες…
8ον ) Παταγώδης υπήρξε η αποτυχία για την «Δράση» του Στ. Μάνου. Όσα ονόματα και αν αλλάζει, η ωμή έκφραση του απροκάλυπτου νεοφιλελευθερισμού παραμένει αποκρουστική…
9ον) Από τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα, αξίζει να σταθούμε στις εξής τρεις περιπτώσεις:
Το «ουράνιο τόξο» – η πολιτική ομπρέλα των εν Ελλάδι σκοπιανοφρόνων σκωλήκων, περιορίστηκε – ευτυχώς- σε μόλις 4,5 χιλιάδες ψήφους.
Το «κόμμα των κυνηγών» κατάφερε να ξεπεράσει το 1%! Διερωτάται κανείς ποιοι άνθρωποι και με τι κίνητρα καταφεύγουν σε μια τέτοια πολιτικώς ουδέτερη και μάλλον αδιάφορη επιλογή…
Η «Χρυσή Αυγή» τέλος, παρά το γεγονός ότι είναι εδώ και χρόνια πασίγνωστη, ταυτισμένη στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως η πολιτική έκφραση ενός επιθετικού εθνικιστικού ακτιβισμού και παρά τις αλλεπάλληλες καθόδους της σε εκλογικές αναμετρήσεις, παραμένει περιορισμένη σε μικρά ποσοστά, αν και η τρομερή όξυνση του κοινωνικού αντίκτυπου της αθρόας εισβολής λαθρομεταναστών θα περίμενε κανείς ότι θα οδηγούσε σε ριζοσπαστικοποίηση μερίδας των πολιτών και επομένως σε εμφανή διεύρυνση της επιρροής παρόμοιων πολιτικών σχηματισμών. Ο πολύς κόσμος φαίνεται ότι προτιμάει τις πιο μετριοπαθείς εκφράσεις πατριωτισμού (του τύπου Καρατζαφέρη) εφόσον σ’ αυτές διακρίνει τη δυναμική μιας προεξοφλημένης εκλογικής επιτυχίας (και νοιάζεται να έχει συμμετοχή σ’ αυτή…).
10ον ) Δυστυχώς, σε κάθε περίπτωση, λείπει από την εκλογική σκηνή μια σοβαρή πολιτική δύναμη η οποία να είναι εις θέσιν να εκφράσει, χωρίς μισόλογα, χωρίς χλιαρές πολιτικάντηκες ρητορείες και δεσμεύσεις πολιτικής ορθότητας, με συνεπή και συγκροτημένο πολιτικό λόγο – ένα βροντερό και επιτακτικό κάλεσμα σε ΠΑΛΛΑΪΚΟ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ για ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, για ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΓΗ ΜΑΣ.