Ούτε απολογητές, ούτε υμνητές, ούτε νοσταλγοί των στρατιωτικών καθεστώτων της 21ης Απριλίου 1967 καιτης 25ης Νοεμβρίου 1973 είμεθα. Είμεθα όμως κατήγοροι του φαύλου και αισχρού πολιτικού κατεστημένου της μεταπολιτεύσεως.
Παρακολουθήσαμε όμως με αισθήματααπερίγραπτης αηδίας τις πικρόχολες αναφορές των κρατούντων μ.μ.ε. με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του επικεφαλής του πραξικοπήματος της 25ης Νοεμβρίου, ταξίαρχου τότε, Δημητρίου Ιωαννίδη.
Στον Δ. Ιωαννίδη, ως γνωστόν, το κατεστημένο της μεταπολιτεύσεως, φόρτωσε το σύνολο των ευθυνών για τα γεγονότα της Κύπρου που οδήγησαν στην Τουρκική εισβολή και την μέχρι σήμερα κατοχή του 40% της μεγαλονήσου (καθώς και για τα γεγονότα της φαρσοκωμωδίας της “εξέγερσης του πολυτεχείου”) καταδικάζοντάς τον σε 7 φορές ισόβια!!.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμιστεί ότι με αποκλειστική ευθύνη του πολιτικού κατεστημένου της μεταπολιτεύσεως ο περίφημος «φάκελος της Κύπρου» παραμένει κλειστός. Και το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι: ΓΙΑΤΙ;;;
Ο θεωρούμενος ως κύριος υπαίτιος (ο Δ. Ιωαννίδης) ήταν ήδη καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά. Αν, κατά συνέπεια, βάσει των στοιχείων που θα προέκυπταν από ένα ενδεχόμενο άνοιγμα του φακέλου, αποδεικνυόταν πράγματι η ενοχή του, δεν επρόκειτο να υποστεί κάτι χειρότερο από την ισόβια φυλάκιση που του είχε ήδη επιβληθεί. Μήπως, άραγε, τα στοιχεία που θα έρχονταν στο φώς θα έφερναν σε δύσκολη θέση κάποιους από εκείνους οι οποίοι στα χρόνια της μεταπολιτεύσεως παρουσιάστηκαν ως «ήρωες» και «εθνάρχες», γι’ αυτό και προφανώς είχαν (και έχουν) κάθε συμφέρον από την μη διερεύνηση των γεγονότων της Κυπριακής τραγωδίας;Μήπως το άνοιγμα του «φακέλου της Κύπρου» θα κλόνιζε επικίνδυνα τους θεμελιώδεις μύθους του πολιτικού κατεστημένου της μεταπολιτεύσεως;
Τόσο ο τότε πρόεδρος, όσο και ο τότε πρωθυπουργός, Φαίδων Γκιζίκης και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος αντίστοιχα, έχουν γράψει βιβλία στα οποία αναφέρονται με λεπτομέρειες στο ιστορικό των γεγονότων που τελικώς οδήγησαν στην κατάληψη της μισής Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα. Από τα λεγόμενά τους προκύπτει ότι η ηγεσία των τριών όπλων (στρατού, ναυτικού και αεροπορίας), ακολουθώντας προφανώς εντολές προερχόμενες εκτός Ελλάδος δεν εκτέλεσε τις αποφάσεις για βύθιση του τουρκικού αποβατικού στόλου, πράγμα το οποίοιήταν απολύτως εφικτό λόγω της σαφούς τότε υπέροχής του Ελληνικού στρατού σε αεροπορία και ναυτικό. Συγκεκριμένα η Ελλάς διέθετε αεροπλάνα F-4 (FANTOM) τα οποία ήταν τα κορυφαία αεροσκάφη εκείνης την εποχή,με τους Τούρκους να μην διαθέτουν εφάμιλλα αντίστοιχα.Η Ελλάς διέθετε επίσης μια σειρά υποβρυχίων τα οποία θα μπορούσαν να βυθίσουν ολόκληρο τον Τουρκικό αποβατικό στόλο. Κι όμως, ουδέποτε εκτελέστηκαν από την ηγεσία του στρατεύματος οι εντολές για την χρησιμοποίηση αυτών των οπλικών συστημάτων, κατά παράβαση των εντολών και αποφάσεων που ελήφθησαν κατά το πολεμικό συμβούλιο. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τότε συνετελέσθη η πρώτη πράξη μιας μεγάλης προδοσίας, τα αποτελέσματά της οποίας χρεώθηκαν στον Ιωαννίδη (δρυός πεσούσης…).
Με λίγα λόγια οι αμερικανοβρετανοί επέτυχαν, αφενός μεν να ανατρέψουν το Ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς, εγκαθιστώντας ξανά στην εξουσία τους δοκιμασμένους λακέδες τους, τους πειθήνιους εκπροσώπους του κοινοβουλευτικού παλαιοκομματισμού, αφετέρου δε να βάλουν τους Τούρκους για τα καλά στην υπόθεση της Κύπρου, ώστε, δια της δοκιμασμένης μεθόδου του «διαίρει και βασίλευε» να διασφαλίσουν τον έλεγχο των βάσεων και κατ’ επέκτασιν τον έλεγχο της υψίστης στρατηγικής σημασίας για τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής μεσογείου, μεγαλονήσου.
Η μοναδική ευθύνη του Δ. Ιωαννίδη συνίσταται στην αφελή ευπιστία του στις διαβεβαιώσεις των αμερικανών εκπροσώπων (του πρεσβευτού των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και του υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σίσκο και ιδίως στις μηχανορραφίες του Εβραίου ανθέλληνος υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ),που έδιναν το «πράσινο φώς» για την ανατροπή του Μακαρίου (μια και ήθελαν να φύγει ο τελευταίος από το προσκήνιο καθώς τηρούσε αντι-νατοϊκή και μάλλον φιλοσοβιετική πολιτική) και την επακόλουθη πραγματοποίηση της πολυπόθητης ενώσεως της Κύπρου με την μητέρα-Ελλάδα, διαβεβαιώνοντάς τονΙωαννίδη ότι «ελέγχουν τους Τούρκους», οι οποίοι δεν επρόκειτο τάχα να αντιδράσουν.
Δυστυχώς, ο αποθανών Δ. Ιωαννίδης ανήκε σε εκείνη τη γενιά των αξιωματικών του Ελληνικού στρατού που μπορεί μεν να διακατέχονταν από αγνά πατριωτικά αισθήματα, επέμεναν όμως, αφελώς να θεωρούν τις ΗΠΑ ως την κατ’ εξοχήν φίλη και σύμμαχο χώρα και, κυρίως, ως την μεταπολεμική δύναμη που αντιστεκόταν στην εξάπλωση του κομμουνισμού. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν τις ΗΠΑ στήριγμα της δύσεως στον αντικομουνιστικό αγώνα και γι’ αυτό την εμπιστεύονταν.
Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι, ενόσω το στρατιωτικό καθεστώς είχε την ευθύνη της διακυβερνήσεως της χώρας, η Τουρκική αποβατική δύναμη είχε καταφέρει να δημιουργήσει μόνο ένα μικρό προγεφύρωμα (όχι μεγαλύτερο του 3% του Κυπριακού εδάφους). Χρειάστηκε να περάσει η διακυβέρνηση της χώρας στον Καραμανλή ο οποίος είπε το γνωστό, εξωφρενικό «η Κύπρος είναι μακριά» ώστε οι Τούρκοι να καταλάβουν το υπόλοιπο 40% του νησιού με δεύτερη αποβατική επιχείρηση («Αττίλας 2»). Ολοκληρώθηκε έτσι η τελευταία πράξη της προδοσίας που ξεκίνησε με την επονείδιστη συνθήκη της Ζυρίχης (που υπέγραψε ο Καραμανλής το 1960 με την οποία Τουρκία έμπαινε στο παιχνίδι, αναγνωριζόμενη ως μια εκ των τριών -μαζί με Ελλάδα και Βρετανία- εγγυητριών δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας…). Αρκούσε έτσι η πρόσκληση του Μακαρίου (από του βήματος του Ο.Η.Ε.) προς τις «εγγυήτριες δυνάμεις» να επέμβουν για την αποκατάστασή του στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας (μετά το εις βάρος του πραξικόπημα από τον Νικόλαο Σαμψών), ώστε οι Τούρκοι να έχουν και ένα πρώτης τάξεως διπλωματικό πρόσχημα για να δικαιολογήσουντην εισβολή.
Σχετικά με τον Δημήτριο Ιωαννίδη αξίζει να επισημάνουμε, προκειμένου επιτραπούν οι απαραίτητες συγκρίσεις με τους συγχρόνους δημοκρατικούς αρουραίους, ότι είχε την υπερηφάνεια, το ψυχικό σθένος, την συνέπεια και την αξιοπρέπεια (όπως επίσης και ο τελευταίος πλέον εν ζωή έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού, αξιωματικός, ο ηρωικός Στρατηγός Νικόλαος Ντερτιλής)να δηλώνει αμετανόητος, να αρνείται πεισματικά να υπογράψει «αίτηση χάριτος» και να αρνείται να αναγνωρίσει, έστω και εμμέσως, δια της καταθέσεως αιτήσεως αποφυλακίσεως, το εθνοπροδοτικό καθεστώς της μεταπολιτεύσεως. Και μόνο γι’ αυτή την αταλάντευτη, γενναία στάση του, του αξίζει κάθε τιμή και δόξα.
Τα έργα και οι ημέρες της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής πανούκλας αποτελούν άλλωστε την αυταπόδεικτη για τους εγκλείστους αξιωματικούς, δικαίωση.
Τα χολερικά και μνησίκακα σχόλια των θλιβερών κονδυλοφόρων του συστήματος δεν αποτελούν στην πραγματικότητα παρά επαίνους για τον αποθανόντα δικτάτορα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…
Στρατηγέ Ντερτιλή, κράτα γερά!