Η ομάδα εκλεκτών ( αρίστων) κατά κάποιον τρόπο εξ’ ορισμού, μόνο ολιγαρχική μπορεί να είναι, και η εξουσία της ή μάλλον η αρχή της , που δεν προέρχεται παρά από τη διανοητική της ανωτερότητα, δεν έχει τίποτε το κοινό με την αριθμητική δύναμη πάνω στην οποία στηρίζεται η «δημοκρατία» , της οποίας το ουσιαστικό χαρακτηριστικό είναι η θυσία της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, και ακόμη , από αυτή την ίδια αιτία, όπως λέγαμε πιο πάνω , της ποιότητας στην ποσότητα, άρα της ομάδας των εκλεκτών στην μάζα.
Έτσι ο κατευθυντήριος ρόλος μίας αληθινής ομάδας εκλεκτών και αυτή η ίδια της η ύπαρξη, γιατί αναγκαστικά παίζει αυτό το ρόλο από τη στιγμή που υπάρχει, είναι εκ βάθρων ασυμβίβαστα με τη «δημοκρατία» , την βαθύτατα συνδεδεμένη με την «εξισωτική» αντίληψη , δηλαδή με την άρνηση κάθε ιεραρχίας: η ίδια η βάση της «δημοκρατικής» ιδέας είναι ότι ένα τυχόν άτομο αξίζει όσο ένα άλλο , γιατί αριθμητικά είναι ίσα, ασχέτως αν δεν μπορούν ποτέ να είναι ίσα παρά μόνο αριθμητικά .
Μία αληθινή ομάδα εκλεκτών, που έχουμε ήδη πει , μόνο διανοητική μπορεί να είναι · για αυτό η «δημοκρατία» δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί παρά εκεί όπου η καθαρή διανοητικότητα δεν υπάρχει πια , κάτι που συμβαίνει πράγματι με τον σύγχρονο κόσμο. Μόνο που, καθώς η ισότητα είναι στην πραγματικότητα αδύνατη, και καθώς δεν μπορούμε να εξαλείψουμε πρακτικά κάθε διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, παρόλες τις προσπάθειες ισοπέδωσης, καταλήγουμε, από μία παράξενη αλογιστία να επινοούμε ψευδείς ομάδες εκλεκτών, άλλωστε πολλαπλές, που φιλοδοξούν να αντικαταστήσουν την μόνη αληθινή · και αυτές οι ψευδείς ομάδες βασίζονται στην εκτίμηση κάποιας ανωτερότητας καταφανώς σχετικής και τυχαίας και πάντοτε μίας καθαρά υλικής τάξης . Μπορούμε να το διακρίνουμε εύκολα παρατηρώντας ότι η κοινωνική διάκριση, που είναι η πιο υπολογίσιμη, μέσα στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι αυτή που βασίζεται στην περιουσία, δηλαδή σε μία ανωτερότητα εντελώς εξωτερική και αποκλειστικά ποσοτικής τάξης , της μόνης τελικά που μπορεί να συμφιλιωθεί με την «δημοκρατία» , γιατί προέρχεται από την ίδια άποψη.
Θα προσθέσουμε εξάλλου ότι και αυτοί ακόμη που παρουσιάζονται σήμερα ως πολέμιοι αυτής της κατάστασης των πραγμάτων χωρίς να παρεμβάλλουν ούτε και αυτοί καμία αρχή ανώτερης τάξης, είναι ανίκανοι να θεραπεύσουν αποτελεσματικά μία παρόμοια αταξία, αν δεν διακινδυνεύουν να την επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τείνοντας όλο και πιο μακριά προς την ίδια ( σφαλερή) κατεύθυνση · η πάλη γίνεται μόνο μεταξύ ποικιλιών της «δημοκρατίας» , που υπογραμμίζουν περισσότερο ή λιγότερο την « εξισωτική» τάση, όπως συμβαίνει , καθώς το έχουμε πει μεταξύ των ποικιλιών του ατομικισμού, πράγμα που, άλλωστε, σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
Αυτοί οι λίγοι συλλογισμοί μας φαίνονται αρκετοί για να χαρακτηρίσουν την κοινωνική κατάσταση του σημερινού κόσμου, και για να δείξουν ταυτόχρονα ότι, σε αυτό το πεδίο, το ίδιο όπως και σε όλα τα άλλα, δεν μπορεί να υπάρχει παρά ένα μέσο για να βγούμε από το χάος: η αποκατάσταση της διανοητικότητας και , κατόπιν, η ανασύσταση μίας ομάδας εκλεκτών, που σήμερα πρέπει να θεωρείται ανύπαρκτη στην Δύση, γιατί δεν μπορούμε να δώσουμε αυτό το όνομα σε μεμονωμένα και χωρίς συνοχή στοιχεία, που δεν αποτελούν κατά κάποιον τρόπο παρά δυνατότητες εμβρυακές, που δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί. Πραγματικά, αυτά τα στοιχεία δεν έχουν γενικά παρά τάσεις και επιδιώξεις, που οπωσδήποτε τα ωθούν να αντιδράσουν εναντίον του σύγχρονου πνεύματος, αλλά χωρίς η επίδραση τους να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά · εκείνο που τους λείπει είναι η αληθινή γνώση, είναι τα παραδοσιακά δεδομένα που δεν αυτοσχεδιάζονται, και τα οποία μία διάνοια αφοσιωμένη στον εαυτό της, κυρίως μέσα σε τόσο δυσμενείς από όλες τις απόψεις περιστάσεις, δε μπορεί να αναπληρώσει παρά ατελώς και σε πολύ αδύναμο βαθμό.
Δεν υπάρχουν επομένως παρά σποραδικές προσπάθειες που συχνά πλανώνται, ελλείψει αρχών και διδασκαλικής κατεύθυνσης: θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σύγχρονος κόσμος αμύνεται με την ίδια του την διασπορά, από την οποία ούτε αυτοί οι αντίπαλοι του δεν μπορούν να διαφύγουν. Αυτό θα συνεχίζεται όσο αυτοί θα παραμένουν στο « βέβηλο» έδαφος μέσα στο οποίο το σύγχρονο πνεύμα είναι αυτονόητο ότι πλεονεκτεί , επειδή αυτό είναι το δικό του αποκλειστικό πεδίο · και άλλωστε , αν παραμένουν σε αυτό , σημαίνει ότι αυτό το πνεύμα εξακολουθεί να έχει πάνω τους, παρόλα αυτά , μία πολύ μεγάλη επίδραση.
Για αυτό πολλοί άνθρωποι που ωστόσο εμφορούνται από μία αναμφισβήτητα καλή θέληση, είναι ανίκανοι να καταλάβουν ότι πρέπει αναγκαστικά να αρχίσουν από τις αρχές, και επιμένουν να σπαταλούν τις δυνάμεις τους στο τάδε ή στο δείνα σχετικό πεδίο, κοινωνικό ή άλλο, όπου τίποτε το πραγματικό ή το διαρκές δεν μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες να ολοκληρωθεί. Η γνήσια ομάδα εκλεκτών, αντίθετα , δεν θα είχε την ανάγκη της άμεσης επέμβασης μέσα σε αυτά τα πεδία, ούτε της ανάμειξης στην εξωτερική δράση · θα κατηύθυνε τα πάντα με μία επίδραση αδιανόητη για τον ανίδεο και τόσο πιο βαθιά όσο θα ήταν λιγότερο φανερή .
Αν αναλογιστούμε την δύναμη των υποβολών, για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω, και που ωστόσο δεν προϋποθέτουν καμιά αληθινή διανοητικότητα , μπορούμε να προδικάσουμε τι θα ήταν , πολύ δικαιολογημένα, η δύναμη μίας επίδρασης σαν και αυτή, που, από την ίδια της τη φύση, θα ασκείται με έναν τρόπο ακόμη πιο κρυφό και θα εκπηγάζει από την καθαρή διανοητικότητα, δύναμη που άλλωστε, αντί να ελαττώνεται από την διαίρεση την σύμφυτη στην πολλαπλότητα και από την αδυναμία που επιφέρει κάθε τι που είναι ψέμα η ψευδαίσθηση, θα ενδυναμώνεται αντίθετα με την συγκέντρωση μέσα στην ενότητα των αρχών και θα ταυτίζεται με την ίδια τη δύναμη της αλήθειας.