Η Ελλάς στις δαγκάνες του νέο-οθωμανισμού. Η τραγική επαλήθευση των οξυδερκών προβλέψεων του Π. Κονδύλη.

Οι παρακάτω πολύ πρόσφατες ειδήσεις, κάθε άλλο παρά άσχετες μεταξύ τους, αναφέρθηκαν μεν από τα αστικά μ.μ.ε., χωρίς, όμως, ως συνήθως, να τους δοθεί η δέουσα έμφαση:

Είδηση 1η:

Η τουρκική κορβέτα Μποντρούμ, παραβίασε τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 22ας Δεκεμβρίου τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Συγκεκριμένα στις 02:43 το πρωί, το τουρκικό πολεμικό πλοίο, κινήθηκε μεταξύ Κύμης Ευβοίας και Σκύρου, παραβιάζοντας τον εθνικό θαλάσσιο χώρο.
Η κορβέτα ξεκίνησε την πορεία της από τη Σμύρνη, κατευθύνθηκε βόρεια προς Σαμοθράκη και ολοκλήρωσε την ολονύχτια πορεία της κατευθυνόμενη νοτιοδυτικά προς Εύβοια.

Είδηση 2α :

Συμφωνία στρατιωτικοοικονομικής συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και των Σκοπίων, η οποία προβλέπει ότι το 2011 η Τουρκία θα χορηγήσει στην ΠΓΔΜ στρατιωτική βοήθεια ύψους 1 εκατ. δολαρίων, υπέγραψαν την Παρασκευή στα Σκόπια οι υπουργοί Άμυνας των δύο χωρών.

Τα ανωτέρω περιστατικά αποτελούν τα τελευταία κρούσματα μιας μακράς σειράς κυκλωτικών κινήσεων που μεθοδικά δρομολογεί η νέο-οθωμανική Τουρκία εις βάρος της Ελλάδος, κλιμακώνοντας την ιταμή επιθετικότητα και τον απροκάλυπτα αναθεωρητικό επεκτατισμό της.

Ο πληθυσμιακός γιγαντισμός, η οικονομική πρόοδος και η συνεπαγόμενη στρατιωτική ενδυνάμωση και η παράλληλη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας σε συνδυασμό με τον δημογραφικό μαρασμό, την πληθυσμιακή συρρίκνωση, την οικονομική κατάρρευση και παρεπόμενη στρατιωτική και διπλωματική αποδυνάμωση της Ελλάδος, συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό που αμεσότατα πλέον απειλεί την Ελληνική εθνική ασφάλεια και επιβίωση!

Δυστυχώς δείχνουν να επαληθεύονται με τον χειρότερο τρόπο οι απαισιόδοξες μα συνάμα τόσο πραγματιστικά εύστοχες προβλέψεις που πολλά χρόνια πριν (προ του 1998!)  είχε διατυπώσει ο σπουδαιότατος  φιλόσοφος και οξυδερκέστατος αναλυτής της νεοελληνικής παρακμής, ο αείμνηστος, Παναγιώτης Κονδύλης.

Αναδημοσιεύουμε κατωτέρω εκτενές απόσπασμα από το εξαιρετικά διεισδυτικό και ανατριχιαστικά επίκαιρο βιβλίο του «Θεωρία του Πολέμου» το οποίο κανονικά θα έπρεπε να μελετάται με ευλάβεια από κάθε Έλληνα.

Τι κρίμα που τεράστιες προσωπικότητες όπως ο Π. Κονδύλης έμειναν τόσο τραγικά αναξιοποίητες από τον θλιβερά ανάξιο της ιστορίας του σύγχρονο ελληνικό λαό ο οποίος μοιάζει να οδηγείται στον προδιαγραμμένο όλεθρο…

[…] O πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής υπό δύο θεμελιώδεις έννοιες. Όταν ο   όρος «πολιτική» εκλαμβάνεται με την αντικειμενική του σημασία, για να χαρακτηρίσει τη διαμορφωμένη μέσα στον χρόνο ιστορικοκοινωνική φυσιογνωμία ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, τότε o πόλεμος συνεχίζει την πολιτική υπό την έννοια ότι αποτυπώνει εκ των πραγμάτων, και ανεξάρτητα από τα τρέχοντα μελήματα και βουλήματα των δρώντων προσώπων, τη φυσιογνωμία αυτή, την οποία μπορούμε να δούμε από πολλές πλευρές και, ανάλογα, να την ονομάσουμε πολιτισμική ή κοινωνι­κή ή γεωπολιτική κατάσταση, οικονομικό ή στρατιωτικό δυναμικό κ.τ.λ. Με την υποκειμενική της σημασία, πάλι, η «πολιτική» υποδηλώνει τους σκοπούς και τις  βλέψεις συγκεκριμένων προσώπων με βαρύνοντα λόγο στα πολιτικά πράγματα ενός συλλογικού υποκειμένου· τότε ο πόλεμος συνεχίζει την πολιτική ως μέσο προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών και αυτών των βλέψεων. Στο επίπεδο αυτό τίθενται τα προβλήματα της λεγό­μενης «υψηλής στρατηγικής», και το σημαντικότερο απ’ όλα τους μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κατά πόσο η πολιτική με την αντικειμενική έννοια του όρου επιτρέπει την πραγμάτωση των σκοπών της πολιτικής με την υποκειμενική έννοια του όρου; Ή,  πώς πρέπει να διαμορφωθούν οι σκοποί της υποκειμενικής πολιτικής, ούτως ώστε ν’ αντιστοιχούν στα δεδομέ­να της αντικειμενικής πολιτικής; Ή, προς ποιά κατεύθυνση και σε ποιά έκταση πρέπει να επηρεασθούν τα δεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής (αν μάλιστα αυτά είναι δυσμενή) προκειμένου να υπηρετήσουν τους στό­χους της υποκειμενικής πολιτικής; Αν ως μέσο προς πραγμάτωση των σκοπών της υποκειμενικής πολιτικής επιλεγεί -αδιάφορο αν εκούσια ή α­κούσια, δηλαδή για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς- ο πόλεμος, τότε τίθεται ένα δεύτερο στρατηγικό ερώτημα: με ποιόν τρόπο πρέπει να διεξ­αχθεί ο πόλεμος, ούτως ώστε ν’ αποδειχθεί πράγματι κατάλληλο μέσο προς πραγμάτωση των πολιτικών στόχων; Και πιο συγκεκριμένα: πόσο ολο­κληρωτική νίκη πρέπει να καταγάγει κανείς αν θέλει να πετύχει εξ ολο­κλήρου τους σκοπούς του; Γιατί, αν είναι προφανές ότι ολοκληρωτικοί σκοποί (η πλήρης καθυπόταξη του αντιπάλου) απαιτούν ολοκληρωτικές νίκες, όμως δεν είναι διόλου προφανές ότι οι περιορισμένοι σκοποί (π.χ, η απλή υπεράσπιση των συνόρων) επιτυγχάνονται παντού και πάντοτε με περιορισμένες μόνον νίκες και περιορισμένους μόνον πολέμους· συχνότα­τα απαιτείται και στην περίπτωση του περιορισμένου σκοπού νίκη τόσο ολοκληρωτική όσο και εάν ο σκοπός ήταν ολοκληρωτικός. Τότε, όπως γνωρίζουμε από τον Clausewitz, η εσωτερική λογική του μέσου (του πολέ­μου) εκδιπλώνεται αυτόνομα και  μέσα στην αιματηρή της έκδίπλωση, υπερφαλαγγίζει τους πολιτικούς σκοπούς. Αν τώρα κατέβουμε ακόμα ένα σκαλί στη στρατηγική μας ανάλυση, αν δηλαδή στενέψουμε- ακόμα περισσότερο τον κύκλο της και θεωρήσουμε όχι πλέον τον πόλεμο ως μέ­σο της πολιτικής, αλλά, προϋποθέτοντας το αυτό, εξετάσουμε την επιτυχή διεξαγωγή του πολέμου ως σκοπό καθ’ εαυτόν, τότε διαπιστώνουμε ότι, όπως η πολιτική ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική του πολέμου ως μέσου της, έτσι και ο πόλεμος ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική των δικών του μέσων, δηλαδή της τεχνικής υφής των οπλών και των οπλι­κών συστημάτων, η οποία από μόνη της μπορεί να επιβάλει μιαν στρατη­γική απόφαση, π.χ. την απόφαση επιθετικής ή αμυντικής διεξαγωγής του πολέμου.

Η λογική και εννοιολογική αυτή κλίμακα δεν είναι ούτε προϊόν ούτε εργαλείο του σπουδαστηρίου. Είναι θεωρία ζωντανή και μεστή, δηλαδή συνοψίζει αφαιρετικά τους παράγοντες που οφείλει απαραίτητα να λάβει υπ’ όψιν του και να ιεραρχήσει κατά την εκάστοτε προτεραιότητα τους ο υπεύθυνος πολιτικός, καθοδηγούμενος από την «λεπταισθησία της κρί­σης» του, όση διαθέτει. Και σε αντίθεση με τις νοητικές κατασκευές πλεί­στων όσων «θεωρητικών» και «φιλοσόφων», τις οποίες μπορεί να παραλ­λάζει ή και να ανατρέπει κανείς έπ’ άπειρον χωρίς να μεταβάλλει τίποτε παραπάνω εκτός από τις μόδες που επικρατούν εναλλάξ σε τέτοιους αιθεροβάμονες και λεξιλάγνους κύκλους, εδώ πρόκειται για μεγέθη «ου παικτά», συνδεδεμένα με βαρύνουσες και μη ανακλητές αποφάσεις. Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε ότι ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν πει­ράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα στενότερα σε χώ­ρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και σε μεσοπρόθε­σμη απλώς ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στην κόψη του ξυρα­φιού. Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνο­δευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη χρειάζεται ένα έ­θνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα κάμει σε δέκα χρό­νια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζε­ται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα – η διαφορά ανάμεσα σ’ όποιον χαροπαλεύει βιολογικά και σ’ όποιον αποσυντίθεται ιστορικά είναι, βέβαια ότι η προσήλωση του πρώτου στα άμεσα δεδομένα εμφανίζεται ως προσπάθεια υπέρβασης ενός πόνου, ενώ του δεύτερου ως κοντόθωρη εύδαιμονιστική επιδίωξη. Η τάση άρνησης ή απώθησης των μακροπρόθεσμων παραγόντων και εξελίξεων, δηλαδή των δεδομένων της πολιτικής υπό την αντικειμενική έννοια του ο­ρού, δυναμώνει όταν τα δεδομένα αυτά θίγουν νευραλγικά ψυχολογικά σημεία, με αλλά λόγια τις εθνικές αυταρέσκειες και ψευδαισθήσεις. Υπό την επήρεια τους συνήθως υπερτιμάται  η σημασία των τομέων, στους οποίους υπερέχει πραγματικά ή φανταστικά η Ελλάδα (π .χ. θεωρείται ουσιώδες -πολιτικό και  ιστορικό πλεονέκτημα ότι η Ελλάδα είναι χώρα «ευρωπαϊκή» και «δημοκρατική», ενώ η Τουρκία «οθωμανική», «βάρβα­ρη», «φασιστική» κ.τ.λ.), και ταυτόχρονα η ισχύς ή οι επιτυχίες της άλλης πλευράς αποδίδονται κατά σύστημα στην εύνοια των Μεγάλων, στον ανθελληνισμό της Δύσης κ.ο .κ. Τέτοια φαινόμενα είναι από πολλές απόψεις φυσιολογικά και αναπόδραστα, ιδιαίτερα όταν δρουν οι μηχανισμοί της μαζικής ψυχολογίας και της διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και δεν θα ήσαν ούτε καν επικίνδυνα, αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι ή πο­λιτική ηγεσία του τόπου, στο σύνολο και στη διαχρονική της συνέχεια, σκεφτόταν και ενεργούσε με βάση εντελώς διαφορετικές κατηγορίες και παραστάσεις. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, επαρκώς τουλάχιστον. Την σκέ­ψη σε ιστορικές και στρατηγικές διαστάσεις την κατάπιε εντελώς σχεδόν, μαζί με όσα θα έπρεπε να τη στηρίζουν έμπρακτα, το πελατειακό σύστη­μα, το δούναι και λαβείν, το οποίο τελευταία, στο πλαίσιο του ακάθεκτου εκσυγχρονισμού μας, έχει πάρει την πολιτισμένη ονομασία του «διαλό­γου» – διαλόγου οπισθόβουλου, πολυδαιδάλου και πολυμήχανου, διαλό­γου των πάντων με τους πάντες περί των -πάντων εις πάντας τόπους και πάντας χρόνους. Όποιος δεν μετέχει σε τέτοιους διάλογους και δεν υπό­κειται στις σκοπιμότητες τους, έχει την ελευθερία -και την υποχρέωση-να σταθμίσει στρατηγικά έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο στο φως της εννοιολογικής κλίμακας που αναπτύξαμε εισαγωγικά. Από τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής θα πρέπει να περάσει στους σκοπούς της υποκειμενικής πολιτικής, εξετάζοντας κατά πόσο και με ποια μορφή μπορεί ο πόλεμος ν’ αποτελέσει μέσο για την πραγμάτωση τους. Και θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβα­ρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμε­τωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο ε­χθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί.

Ας συνοψίσουμε κατά σύμβαση τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής με τον όρο «γεωπολιτικό δυναμικό». Όπως θα δούμε αμέσως, ο όρος αυτός έχει διάφορα επίπεδα γενικότητας, και στην ανάλυση μας θα ξεχωρίσουμε κατ’ αρχήν τρία. Αλλά σε κανένα απ’ αυτά το γεωπολιτι­κό δυναμικό δεν ταυτίζεται με τη γυμνή γεωγραφία, όπως έμοιαζε τουλά­χιστον να δέχεται μια παρωχημένη πλέον αγγλοσαξονική και γερμανική γεωπολιτική σκέψη, η οποία, θητεύοντας σ’ έναν γεωγραφικό ντετερμινι­σμό, αντλούσε τις πολιτικές πράξεις και προοπτικές των κρατών και των εθνών από τη γεωγραφική τους θέση. Η συμπλοκή των δύο συνθετικών στον όρο «γεωπολιτική» δεν υποδηλώνει μιαν αναγκαία αιτιώδη συνά­φεια, δεν σημαίνει ούτε ότι η πολιτική καθορίζει οπωσδήποτε τη γεωγρα­φία (αν και μερικές φορές την επηρεάζει ουσιαστικά, όπως όταν π.χ, διανοίγει τη διώρυγα του Σουέζ η του Παναμά) ούτε ότι η γεωγραφία καθο­ρίζει οπωσδήποτε την πολιτική (αν και εδώ η επιρροή μπορεί να είναι ουσιώδης, π.χ, νησιωτική θέση της Μεγάλης Βρετανίας). Σημαίνει πολύ περισσότερο ότι η πολιτική δεν μπορεί παρά να αναπτύσσεται σε στενή συνάφεια με έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, και στην Ιστορία εναπό­κειται να αποφασίσει με ποιάν έννοια και ποιάν απόκλιση θα καταστεί αμφίδρομη η σχέση αυτή. Ώστε στο ευρύτερο επίπεδο γενικότητας μπορούμε να ορίσουμε το γεωπολιτικό δυναμικό ως την Ιστορικό κοινωνική παρουσία ενός συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Με αυτήν την έννοια, το γεωπολιτικό δυναμικό της ελληνικής πλευράς αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αι., και ίσαμε το σημαδιακό έτος 1922, πολύ περισσότερο στο έθνος παρά στο κράτος. Το έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος, απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα του τουλάχιστον όσα – τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις παρυφές του, και αυτό το κατόρθωσε, μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων, προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνοντας σε μιαν ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε η εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ι­δίως μετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνι­σμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη -εβδομήντα μόλις χρόνια. Και οι καταστροφές αυτές δεν επιδέχονται, αναπλήρωση ή αντιστάθμιση. Οι σημερινές ελληνικές παροικίες των Ηνω­μένων Πολιτειών και της Αυστραλίας βρίσκονται τόσο μακριά και μέσα σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, ώστε μάλλον χρειάζονται την ενίσχυση του ελληνικού κράτους προκειμένου να διατηρούν δεσμούς μαζί του παρά εί­ναι οι ίδιες σε θέση να του δώσουν ουσιαστική υλική ενίσχυση η πνευμα­τική ώθηση. Οι εργατοϋπάλληλοι του Σύδνεϋ δεν είναι οι  Μπενάκηδες και οι Καβάφηδες της Αλεξάνδρειας, ούτε μπόρεσαν ποτέ οι λεγόμενοι Έλληνοαμερικανοι να ασκήσουν στην τωρινή πατρίδα τους καθοριστική ε­πιρροή υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού κράτους και έθνους. Ας κλεί­σουμε αυτή την άκρως συνοπτική ανασκόπηση με τη θλιβερότερη ίσως δι­απίστωση. Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση η τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την κα­ταστροφή την προκάλεσε, άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματι­κή ενέργεια πού προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έ­χουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδραση τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος -δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του – συνιστά τον άνησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προ­στατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.

Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα για να συμπέσει με ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα είχαν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη από το 1913, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ, την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρη στη μεγάλη προ­σωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας συνδέθη­κε μ’ ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ’ ένα νέο αίσθημα ανάτασης και με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ’ οπού ή Τουρκία μπορεί ν’ αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα. Από την άλλη με­ριά, παρέμειναν ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού, διάχυτα και  από καιρό σε καιρό πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικού λαϊκισμού, προβλήμα­τα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές και αγκυλώσεις κοινωνικές -και όλα αυτά συνιστούσαν και συνιστούν ένα αντιφατικό πλέγμα. Θα ή­ταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό έθνος, ως παράγοντα με α­ναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι γνώριζε από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περι­πτώσεις θέτουν σε κίνηση μιαν χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γί­νει πράγματι, τότε ότι στα προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμέ­νων» και «πολιτισμένων» «δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» και άρνηση της «κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πε­θάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες – μάζες τέτοιες, καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμε­νες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης πο­λύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω α­πό τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πο­λιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποιά κοίτη θα μπουν και με ποια πρόσημα θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά. Μπροστά στην επεκτατική έκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακρο­πρόθεσμα τα ηνία, για να προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι όποιοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβού­μενοι ότι δεν μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξι­κόπημα του 1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τις χρη­σιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού· το ί­διο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα αλ­λά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.

Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους ανίσχυ­ρους , ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ των πρα­γμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους, απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα βαθύτερα στρώμα­τα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρουν αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις  εσωτερικές αντιφάσεις προς την επέκταση. Και πρώτη ανάμεσα τους είναι η πληθυσμιακή έκρηξη, της όποιας τα βασικά δεδομένα θα συγ­κεφαλαιώσουμε στη διαχρονική τους εξέλιξη και σε αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα ελληνικά. Λίγο μετά την εγκατάσταση της Τουρκίας και της Ελλάδας στα σημερινά τους περίπου σύνορα και επίσης μετά την ανταλ­λαγή των πληθυσμών η Ελλάδα είχε 6.200.000 κατοίκους (απογραφή 1928) και η Τουρκία 13.600.000 (απογραφή 1927), ήτοι πάνω-κάτω τους διπλά­σιους. Μόλις σε διάστημα μιας γενεάς η διαφορά αυτή διπλασιάστηκε: η Ελλάδα είχε πληθυσμό 8.400.000 κατοίκων (απογραφή 1961) και η Τουρ­κία 31.100.000 (απογραφή 1964), ήτοι σχεδόν τετραπλάσιο. Μετά από μίαν ακόμη γενεά ή Ελλάδα έχει πληθυσμό 10.200.000 (απογραφή 1991), ενώ η Τουρκία έχει ξεπεράσει τα 62.000.000: η διαφορά έχει περάσει το εξαπλάσιο, και ακόμα κρισιμότερη είναι η διαφορά των ρυθμών της αύξη­σης. Ενώ στην Ελλάδα η δημογραφική απίσχνανση καθίσταται ενδημικό φαινόμενο με ήδη αισθητές συνέπειες για την οικονομία και την άμυνα, στην Τουρκία ο πληθυσμός αυξάνεται τουλάχιστον κατά 2% τον χρόνο (το 1993 π.χ. oι γεννήσεις ήσαν το 2,7% επί του συνόλου και οι θάνατοι το 0,7%· Έτσι, από τους 56.500.000 κατοίκους της απογραφής του 1990 φτά­σαμε στους σημερινούς 61-62.000.000). Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο προστίθενται πάνω από 1.000.000 άνθρωποι στο ενεργητικό της χώρας -μια ολόκληρη Ελλάδα κάθε 7-8 χρόνια! Γύρω στο 2020 ή Τουρκία θα έχει φτάσει ή και ξεπεράσει τα 100.000.000, δηλαδή το σημερινό εξαπλάσιο θα έχει γίνει δεκαπλάσιο, ενώ παράλληλα η Ελλάδα, έχοντας μετατραπεί εν τω μεταξύ πλήρως σε χώρα ηλικιωμένων, θα δέχεται ισχυρότατη δημογρα­φική πίεση και από μίαν άλλη, όχι οπωσδήποτε φιλική πλευρά. Ο αλβανι­κός πληθυσμός, ο οποίος σήμερα αριθμεί συνολικά σχεδόν 6.000.000 στην Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μαυροβούνιο και στην πρώην Δημο­κρατία της Μακεδονίας, θα έχει γίνει τουλάχιστον ισάριθμος με τον ελλη­νικό πληθυσμό· η Αλβανία είναι άλλωστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, της οποίας ο πληθυσμός μεταπολεμικά σχεδόν τριπλασιάστηκε, περνώντας από 1.250.000 το 1945 σε 3.400.000 σήμερα.

Θα ήταν, εννοείται, ιστορικά και  κοινωνιολογικά αβάσιμο να δεχθεί κα­νείς μιαν ευθύγραμμη αιτιώδη σχέση ανάμεσα σε πληθυσμιακή έκρηξη και σε επεκτατική επιδίωξη με την απτή στρατιωτική σημασία του όρου. Όμως εξ ίσου επιπόλαιο θα ήταν να παραβλέψει το πλέγμα των παραγόν­των που γεννιούνται ή ενεργοποιούνται υπό τις συνθήκες αυτές. Μετά τις παλαιότερες αναλύσεις του Colin Clark και τις νεότερες έρευνες για τη σχέση δημογραφικών εξελίξεων και βιομηχανικής επανάστασης στον 18ο και 19ο αι., δεν θα πούμε βέβαια τίποτε καινούργιο αν υπομνήσουμε σε ποιο βαθμό η πληθυσμιακή πίεση συντείνει στο take off της εκβιομηχάνι­σης και της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα. Στην περίπτωση της συγ­καιρινής μας Τουρκίας, τουλάχιστον, η γενική αυτή αρχή επιβεβαιώνεται παραδειγματικά. Ανάμεσα στο 1980 και στο 1993 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του εγχωρίου προϊόντος ήταν 4,6% (υπερδιπλάσιος από τον μέσο ετήσιο ορό αύξησης του πληθυσμού), ενώ για το 1997 θα φτάσει το 8% (από τα υψηλότερα στον κόσμο), όπου η βιομηχανία συμμετέχει με αύξη­ση πάνω από 11%· στη συνολική διαμόρφωση του εθνικού προϊόντος η τουρκική βιομηχανία συμβάλλει πλέον με ποσοστό άνω του ενός τρίτου, ενώ στην Ελλάδα μόλις κατά το ένα τέταρτο. Είναι πρόδηλο σε ποιάν έκ­ταση αυξάνονται παράλληλα οι ενεργειακές ανάγκες, που μόνον προσω­ρινά  ικανοποιούνται με έργα όπως το Φράγμα Ατατούρκ και που σύντο­μα θα ωθήσουν στην επιδιωκόμενη από καιρό απόκτηση ατομικών αντι­δραστήρων με όχι αμελητέες στρατιωτικές συνέπειες. Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη τα ποσοτικά μεγέθη, για να επισημάνουμε τους ποιοτικούς συν­τελεστές, την ειδική εκείνη ατμόσφαιρα, ανησυχία, κινητικότητα και ερεθιστικότητα που δημιουργείται εκ των πραγμάτων μέσα σε μια κοινωνία, πάνω από τα μισά μέλη της οποίας είναι νεώτερα των 25 ετών. Αυτή η πληθώρα διάχυτης και ακαταστάλαχτης ανθρώπινης ενέργειας ζητά να δι­οχετευθεί, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι, πέρα από ή και παράλ­ληλα με τη στενά εννοούμενη οικονομική δραστηριότητα, θα διοχετευθεί σε δραστηριότητες συναπτόμενες άμεσα ή έμμεσα με τον προσδιορισμό και την έμπρακτη προάσπιση της τουρκικής ταυτότητας και της θέσης της μέσα στον κόσμο. Μόνον εκεί όπου κοχλάζει νεανικό αίμα γεννιούνται ι­δέες ικανές να κινητοποιήσουν μάζες, όσο «πρωτόγονες» κι αν φαίνονται οι ιδέες αυτές στα μάτια δημογραφικά φθινόντων γειτόνων εκλεπτυσμέ­νων από την ξαφνική ευζωία ή διανοουμένων πού εξ επαγγέλματος παρά­γουν ιδεολογίες του ειρηνιστικού ευδαιμονισμού υπό τις διαφορετικότε­ρες μορφές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία αυτή είναι και θα παραμείνει πηγή εσωτερικών αντιφάσεων και συγκρούσεων, ότι δηλαδή στο προβλεπτό μέλλον ή Τουρκία θα συνεχίζει να συγκλονίζεται από μιαν διαρκή εσωτερική αναταραχή. Αλλά είπαμε ήδη πώς θα λειτουργήσουν κατά πάσαν πιθανότητα οι αντιφάσεις και οι ταραχές αυτές προς τα έξω, και η θέση μας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλες οι συγκρουόμενες πλευρές, καθώς ανατιμάται συνεχώς το γεωπολιτικό δυναμικό της χώρας, συγκλίνουν σε μιαν κοινή αντίληψη περί τουρκικής αποστολής και τουρκικού μεγαλείου, οπότε η σύγκρουση τους αναφέρεται στο ερώτημα: κάτω από ποια σημαία (ταυτότητα) εξυπηρετείται καλύτερα αύτη ή αποστολή και ποιος είναι ο καταλληλότερος να την κρατήσει ψηλά; Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή, στη μιαν άκρη της οποίας βρίσκεται ο εθνικιστικός κοινός παρονομαστής και στην άλλη η διαμάχη για την άρθρωση και την εκπρο­σώπηση του, και πάνω στο έδαφος των κοινωνικών παρενεργειών της πληθυσμιακής έκρηξης και των συνακόλουθων οικονομικών μετασχηματι­σμών συντελείται η υπερεκχείλιση του γεωπολιτικού δυναμικού αναζητών­τας διεξόδους σε ευρύτερους χώρους. Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη Ιστο­ρική διαφορά ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα και στη σημερινή Τουρκία. Η πρώτη, αφ’ ότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορα της, της λείπει δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σε ένταση και εγρήγορση υποχρεώνοντας το να υπερβαίνει αδιάκοπα τον εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους). Τέτοιοι στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, όπου συχνότατα η ανάγκη μετατρέπεται σε φιλοτιμία, ούτε η «Ευρωπαϊκή ένταξη», η οποία στην ουσία της δεν είναι παρά ή διαφοροτρόπως καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορα μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα μπορούσαν ν’ αποτελούν επί μέ­ρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση ενός σφύζοντος γεωπολιτι­κού δυναμικού υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής συρρίκνωσης είναι α­πλά υποκατάστατα και κατά μέγα μέρος σκιαμαχίες. Και ενώ οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιορισθεί σε μια παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις εκπληρώνουν την ψυχολογική λειτουρ­γία της υπεραναπλήρωσης, ή Τουρκία -ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμα, αλλά με ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ε­νέργειας- κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορα της μέσα σε ευρύτα­τους χώρους, προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και ενεργές ηγε­μονικές μνήμες καθώς και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές και ι­στορικές συγγένειες. Ανάμεσα στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και στο άμεσο παρόν μπορούν έτσι να στηθούν εύκολα γέφυρες, ενώ η ελληνική παράδοση χρειάζεται πολύ περισσότερες τονωτικές ενέσεις και διασταλ­τικές ερμηνείες για να στηρίξει σημερινά χειροπιαστά πολιτικά desiderata. Αυτό βέβαια δεν το ξέρουμε εμείς, όμως το βλέπουν πολλοί άλλοι.

Οι ευρύτεροι χώροι, μέσα στους οποίους έκδιπλώνει ένα έθνος την πρω­τογενή του ενέργεια με ποικίλους (οικονομικούς, πολιτισμικούς, στρατιω­τικούς κ.τ.λ.) τρόπους, αλλά πάντα σε συνάφεια με υπέρτερους πολιτι­κούς σκοπούς, συνιστούν το γεωπολιτικό του δυναμικό κατά μια δεύτερη έννοια, στενότερη από την πρώτη και συνάμα τεμνόμενη μαζί της. Οι χώ­ροι αυτοί προφανώς δεν επιλέγονται αυθαίρετα, αλλά συναρτώνται με το βεληνεκές της πρωτογενούς ενέργειας του έθνους, με τη γεωγραφία και με τα Ιστορικά προηγούμενα. Συναρτώνται επίσης με τις κινήσεις εχθρικών δυνάμεων, οπότε ένας χώρος, ο οποίος καθ’ εαυτόν ελάχιστα ενδιέφερε τη μια πλευρά, έρχεται στο επίκεντρο της προσοχής της επειδή σ’ αυτόν δι­εισδύει ήδη η αντίπαλη. Στην περίπτωση μικρών ή μεσαίων Δυνάμεων το γεωπολιτικό τους δυναμικό, με τη δεύτερη αυτή έννοια, έχει ουσιώδη ση­μασία ως προς τον προσδιορισμό των σχέσεων τους με πλανητικές Δυνά­μεις, οι οποίες αναζητούν περιφερειακούς δορυφόρους, τοποτηρητές ή ε­ταίρους. Έμμεσα, έτσι, η μικρή ή μεσαία Δύναμη γίνεται παράγοντας της πλανητικής πολιτικής και, ανεξάρτητα από την πρωτογενή της ενέργεια, το γεωπολιτικό της δυναμικό αυξομειώνεται ανάλογα με την πλανητική σπουδαιότητα του ευρύτερου χώρου όπου έκδιπλώνει την ενέργεια αυτή. Από την άποψη αυτή η Τουρκία διαθέτει αξιολογότατα πλεονεκτήματα απέναντι στην Ελλάδα, η οποία γεωπολιτικά δεν παρουσιάζει, ιδίως μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, ζωτικό ενδιαφέρον για καμία υφι­στάμενη ή ανερχόμενη πλανητική Δύναμη. Για ποικίλους λόγους, πού έχω εκθέσει άλλου, η Κεντρική Ασία (συμπεριλαμβανομένης της Καυκάσιας και της Κασπίας) και η Σιβηρία θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις πλα­νητικές εξελίξεις του 21ου αιώνα. Όπως φαίνεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες το αντιλήφθηκαν αυτό σχετικά γρήγορα, και αντίστοιχη σημασία αποδί­δουν στην Τουρκία ως χώρα με Ιστορικές και πάντα λίγο-πολύ ζωντανές ρίζες στην αχανή τούτη έκταση. Η πρόσφατη προσέγγιση Τουρκίας και  Ισραήλ υπό αμερικανική αιγίδα δείχνει σε πόσο μακροπρόθεσμα πλαίσια εντάσσουν οι Αμερικανοί τη στρατηγική αξιοποίηση της Τουρκίας – το ίδιο υποδηλώνει και η εκχώρηση του βορείου Ιράκ στην επιχειρησιακή διάκρι­ση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Όπως πιστεύω, η ένταση μεταξύ «ισλαμιστών» και «κεμαλικών» στρατιωτικών κατά το πρώτο εξάμηνο του 1997 κατά βάθος δεν οφειλόταν τόσο σε καίρια ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, όσο στο ερώτημα αν η Τουρκία οφείλει στις προσεχείς δεκαετίες να συνδέσει τις δικές της γεωπολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις με τις αμερικανικές ή όχι. Οι στρατιωτικοί πιστεύουν -και από τουρκική σκοπιά έχουν, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, δίκιο – ότι η στενή σχέση με τις Ηνω­μένες Πολιτείες είναι απείρως σπουδαιότερη από την προνομιακή, αλλά ολίγα υποσχόμενη σύσφιγξη των δεσμών με το Πακιστάν, την Ινδονησία η τη Λιβύη λ.χ.· βλέπουν επίσης ότι η αμερικανική στήριξη μπορεί να χρη­σιμεύσει όχι μόνον στην Καυκάσια και στην Κεντρική Ασία, αλλά επί πλέ­ον στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια, όπου οι Αμερικανοί ναι μεν δεν έχουν συμφέροντα τόσο ζωτικά όσο στην Ανατολή, διαθέτουν όμως πάντοτε την εξουσία του λυείν και δεσμείν, του βομβαρδίζειν και του ειρηνοποιείν. Η ιστορική και πολιτική ανάλυση μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να διαπιστώνει ρεύματα και κινητήριες δυνάμεις· δεν είναι σε θέση να προβλέπει γεγονότα. Κανείς δεν γνωρίζει σήμερα με πλήρη βεβαιότητα αν μετά από κάμποσα χρόνια η προσπάθεια πλείστων όσων Τούρκων διπλω­ματών, στρατιωτικών και επιχειρηματιών να συνδέσουν τη γεωπολιτική έκδίπλωση της χώρας τους με τους στόχους της πλανητικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών θα ευδοκιμήσει ή θα έχει την τύχη του καθε­στώτος του σάχη στην Περσία. Κανείς δεν γνωρίζει αν οι ίδιες οι Ηνωμέ­νες Πολιτείες θα έχουν τη βούληση και την Ισχύ να εμμείνουν στους τωρι­νούς στρατηγικούς τους στόχους σε πλανητικό επίπεδο. Και κανείς δεν γνωρίζει μήπως συμβεί ό,τι σήμερα φαίνεται δύσκολο ή αδιανόητο: μήπως δηλαδή ακόμα και μια «ισλαμική» Τουρκία επιλέξει τη σύμπλευση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την πιο συμφέρουσα λύση, αφού η ιστορική εμ­πειρία διδάσκει ότι η εξωτερική πολιτική έχει τη δική της λογική, που επιβιώνει των καθεστώτων και των πολιτευμάτων. Όποια τροπή και να πάρουν τα πράγματα, σε καμία περίπτωση η Τουρκία δεν συμπορεύεται στη παρούσα φάση ούτε θα συμπορευθεί στο μέλλον με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως άβουλος εντολοδόχος τους. Ακόμα και αν αναλαμβάνει ρόλο περιφερειακού τοποτηρητή, το κάνει για να προωθήσει δικές της θέσεις και δικά της συμφέροντα, για να έχει πρόσβαση στην υπερσύγχρονη στρα­τιωτική τεχνολογία και για να βρίσκεται κοντά σε κέντρα λήψεως κρίσι­μων αποφάσεων. Άλλωστε δεν θα είναι αυτή η πρώτη φορά στην ιστορία όπου μια μικρή ή μεσαία Δύναμη εργάζεται για τα δικά της σχέδια από τη θέση του τοποτηρητή μιας Μεγάλης Δύναμης – κάτω από τα φτερά της, όχι όμως δίχως δικά της φτερά. Όταν ο μόνος Έλληνας πολιτικός ολκής, ό Ελευθέριος Βενιζέλος, ζητούσε να συνταχθεί ή Ελλάδα με κάθε θυσία, ακόμα και με αντίτιμο τον εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό των Δυτικών Δυ­νάμεων, το έκανε γιατί διέβλεπε ότι η χώρα μόνον ως τοποτηρητής τους μετά τη νίκη τους θα ήταν σε θέση να πραγματώσει τα μείζονα εθνικά της όνειρα. Και δεν δίστασε να μετατρέψει τον ελληνικό στρατό ακόμα και σε μισθοφόρους των Άγγλογάλλων (π .χ. στην Ουκρανία) προκειμένου να πάρει ως αντάλλαγμα την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θα­λασσών. Τέτοιες αποφάσεις δεν τις υπαγόρευε η εθελοδουλία, αλλά η πολιτική Ιδιοφυΐα και το πολιτικό μεγαλείο, το ένστικτο του μεγάλου παίκτη στο μεγάλο παιγνίδι της πολιτικής. Βεβαίως, οι ιδιότητες αυτές δεν έχουν εθνικότητα και φυλή, και η τουρκική εθνική ηγεσία θα τις χρεια­σθεί κι αυτή σε υψηλό βαθμό, αν μπει στον δρόμο της γεωπολιτικής εκδίπλωσης ως ιδιόβουλος τοποτηρητής του παγκόσμιου ηγεμόνα  – διατρέχον­τας πάντοτε τον κίνδυνο να πάθει ό,τι έπαθε και η Ελλάδα μετά το 1920. Πράγματι, ο μεγαλύτερος μελλοντικός κίνδυνος για την Τουρκία -και η με­γαλύτερη, αν όχι η μοναδική ελπίδα για την Ελλάδα – έγκειται στο ενδεχόμενο της ανάδυσης Δυνάμεων ικανών να συναγωνισθούν την αμερικανο-τουρκική επιρροή τόσο στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία όσο και στα Βαλκάνια. Μονάχα μια ισχυρή εθνικιστική και επεκτατική Ρωσία θα μπορούσε να αποτελέσει δραστικό φραγμό των τουρκικών φιλοδοξιών στα Βαλκάνια (όπου θα αναζωπυρώνονταν οι παλαιοί ρωσικοί δεσμοί με τη Σερβία και τη Βουλγαρία) και στην Ανατολή (όπου επίσης θα ενεργο­ποιούνταν ο παλαιός άντιτουρκικός άξονας Ρωσίας και Ιράν). Είναι ά­γνωστο αν αυτό το ενδεχόμενο θα επισυμβεί ή αν η Ρωσία θα τελματω­θεί μακρόχρονα. Πάντως μια «φιλελευθεροποίηση» της με την έννοια της προσαρμογής της στα αμερικανικά πρότυπα και στις αμερικανικές επιθυ­μίες πιθανότατα θα. σήμαινε την αποθράσυνση της Τουρκίας και τη χαρι­στική βολή για την ουσιαστική, αν όχι και για την τυπική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όσοι σκέφτονται φιλελεύθερα και οικονομιστικά ασφαλώς θα δυσκολευθούν πολύ να το καταλάβουν αυτό, όμως είναι αλήθεια. Μια Ρωσία που θα έμπαινε βαθμηδόν στο πετσί της παλιάς Σοβιετικής Ένω­σης – αυτό είναι το πραγματικό φόβητρο της Τουρκίας, και όχι αντίπαλοι όπως οι δύσμοιροι Κούρδοι, πού σε καμία στιγμή δεν απείλησαν ούτε κατ’ ελάχιστο τον τουρκικό στρατό μάλλον του χρησιμεύουν για να κάνει τις πολεμικές του ασκήσεις και να παραμένει εμπειροπόλεμος.

Περνάμε τώρα στην τρίτη και στενότερη έννοια του γεωπολιτικού δυ­ναμικού, η οποία είναι αμεσότερα συνδεδεμένη με γεωγραφικά δεδομένα και πρέπει να αναλύεται συγκριτικά, γιατί ή γεωγραφία δίνει πλεονεκτή­ματα και μειονεκτήματα μονάχα σε σχέση με κάποιον άλλον, και ό,τι εί­ναι από τη μια άποψη πλεονέκτημα μπορεί από άλλη να συνιστά μειονέ­κτημα ή αντίστροφα ο ηπειρωτικός όγκος της Ρωσίας στάθηκε μοιραίος για τον Ναπολέοντα και τον Hitler, της στέρησε όμως τις άμεσες προσ­βάσεις προς τις θερμές θάλασσες. Η συγκριτική ανάλυση του γεωπολιτι­κού δυναμικού της Ελλάδας και της Τουρκίας μ’ αυτήν τη στενότερη έν­νοια συνδέεται ιδιαίτερα με το πρόβλημα της πιθανής στρατηγικής φυσιο­γνωμίας ενός ελληνοτουρκικού πολέμου στο προσεχές ή απώτερο μέλλον. Ας πιάσουμε το νήμα του προβλήματος φέρνοντας στον νου μας το μοι­ραίο δίλημμα, στο όποιο ενεπλάκη η ελληνική πλευρά κατά τη μικρασια­τική εκστρατεία: για να κρατηθεί η Σμύρνη έπρεπε να καταληφθεί η Άγ­κυρα – και πάλι χωρίς μεγαλύτερη βεβαιότητα τελικής νίκης απ’ όσην είχε ο Ναπολέων καταλαμβάνοντας την Μόσχα. Αυτό σημαίνει: το βάθος του χώρου κατάπιε τον ελληνικό στρατό, έστω κι αν δεν πολεμούσε σε τόπο ολότελα ξένο. Από τότε άλλαξαν φυσικά πολλά πράγματα, και θα δούμε ως προς τι · όμως δεν άλλαξαν τόσο απόλυτα, ώστε η κατανομή και το βάθος του χώρου να μη βαραίνουν καθόλου στην πλάστιγγα, προ παντός όταν η έκβαση του πολέμου πρόκειται να κρίνει την τύχη (και)  εδαφικών διεκδικήσεων. Το στοιχειώδες και συνάμα καθοριστικό γεωγραφικό δεδομένο είναι διττό. Αφ’ ενός η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική, αφ’ έτερου συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δη­λαδή με εξαίρεση το μικρό ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας) χώρο συμ­παγή και ολότμητο, ενώ ο ελληνικός χώρος (και μάλιστα ή κρίσιμη ως θέ­ατρο πολέμου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλά­δα από τον Έβρο μέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρμένα και μεμονωμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό πλεονέ­κτημα που δίνει η τέτοια κατανομή του χώρου στην τουρκική πλευρά εί­ναι προφανές. Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταλη­φθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά· ο εχθρός δεν είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί στην πολεμική περιπέτεια κατάληψης ο­λόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειμένου ν’ αποσπάσει ένα τμήμα της, όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο μπορεί· αφού καταλάβει ένα τμήμα, έχει τη δυνατότητα, εφ’ όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση, δημιουργώντας σε σχετικά σύντομο διάστημα τετελεσμένα γεγονότα. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατό­τητα (με ελάχιστες παρήγορες εξαιρέσεις, για τις όποιες θα μιλήσουμε παρακάτω) να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεω­γραφικό όγκο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι χωρίς να περιπλακεί, mutatis mutandis, στο τραγικό δίλημμα του 1922. Εάν π.χ. για λόγους αν­τιπερισπασμού συγκροτούσε προγεφυρώματα στον παράκτιο μικρασιατι­κό χώρο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν ακόμα και να τ’ α­γνοήσουν εντελώς, στρεφόμενες εναντίον τους μόνον αφού θα είχε πια κριθεί η έκβαση στα κύρια θέατρα του πολέμου· γιατί τέτοια προγεφυρώ­ματα έτσι κι αλλιώς θ’ αποκόπτονταν ή δεν θα κατάφερναν να εδραιω­θούν μακροπρόθεσμα, αποτελώντας εφαλτήρια για περαιτέρω διείσδυση. Η κατάληψη τουρκικών εδαφών από ελληνικής πλευράς προσκρούει στο βάθος του χώρου, όχι όμως και η κατάληψη ελληνικών εδαφών από τουρ­κικής πλευράς.

Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα σοβαρά γεωγραφικά της μειονεκτήματα; Θα επισημάνουμε τέσσερα ση­μεία, χωρίς να τα εννοούμε ούτε ως αναβαθμούς μιας κλιμάκωσης ούτε ως στόχους Ιεραρχημένους σύμφωνα με τη στρατηγική τους σημασία – μο­λονότι τα δύο τελευταία πρέπει να υπογραμμισθούν ιδιαίτερα, ωστόσο μόνον η ενεργή συνύπαρξη και των τεσσάρων μπορεί να δώσει στην ελλη­νική πλευρά αξιόλογες πιθανότητες νίκης. Όπως είναι αυτονόητο, η ανά­λυση αυτή περιορίζεται σε θεμελιώδη στρατηγικά μεγέθη και απλώς θίγει, όπου αυτό φαίνεται απαραίτητο, επιχειρησιακές επόψεις (δηλαδή μείζο­νες στρατιωτικές ενέργειες μέσω της σύμπραξης περισσότερων μονάδων), ενώ το τακτικό επίπεδο δεν συζητείται καθόλου, ούτε και μπορεί να συ­ζητηθεί άλλωστε: γιατί σε μια γενική πολεμική σύρραξη Τουρκίας και Ελλάδας δεν θα υπήρχε ένα και μόνο πεδίο μάχης, πάνω στο οποίο, αν το υπέθετε κανείς γνωστό εκ των προτέρων, θα υπολογίζονταν λεπτομερώς oι κινήσεις των εμπολέμων, αλλά διάφορα ευρύτερα θέατρα πολέμου με ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους. Ας αρχίσουμε από το ζήτημα των πιθα­νών εδαφικών απωλειών και κερδών, καθώς μου φαίνεται προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του πο­λέμου εκ μέρους της με εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλόμενων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και αν δεν ήταν δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε oι Τούρ­κοι θα είχαν στο τέλος ένα καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν μικρό η εκ των υστέρων φαινόταν «δυσανάλογο» (η έννοια είναι βέβαια σχετική) προς τις αντίστοιχες θυσίες. Γι’ αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθ­μισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγμα σε με­ταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Το που πρέπει να αναζητηθούν τα κέρ­δη αυτά, με δεδομένο τον κατά βάση συμπαγή και ολότμητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, μας το δείχνει μια γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέμου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου. Στη Θράκη, ή μάλλον στον Έβρο, η πυκνή συγκέντρωση στρατευμάτων και από τις δύο πλευρές σημαίνει ότι οποίος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραμμές θα έχει τη δυνατότητα να απο­κόψει αμέσως, μ’ έναν κυκλωτικό ελιγμό σχεδόν επί τόπου, μεγάλες ε­χθρικές μονάδες. Όμως αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο οι ελ­ληνικές δυνάμεις θα πρέπει εξ αρχής να επιδιώξουν με κάθε θυσία (και η πυκνή συγκέντρωση θα απαιτήσει κατά πάσα πιθανότητα σοβαρές θυσί­ες) τη διάσπαση του εχθρικού μετώπου και να μην αρκεσθούν σε μιαν πα­θητική άμυνα. Μια γρήγορη προέλαση τεθωρακισμένων μονάδων στην Α­νατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το πεδινό έδαφος και οι περιορισμένες αποστάσεις, θα μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές. Πράγματι, πουθενά άλλου εκτός από τη Θράκη η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών, οσοδήπο­τε περιορισμένη κι αν κρίνει κανείς αυτή τη δυνατότητα· πάντως υπάρχει, κι αφού είναι η μόνη πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο και με συνέπεια. Στο θέατρο του Αιγαίου, καθώς είπαμε, δεν έχει κανένα νόημα η προσπά­θεια δημιουργίας προγεφυρωμάτων στη μικρασιατική ακτή, έστω κι αν τα προγεφυρώματα αυτά θα μπορούσαν να κρατηθούν για λίγο ή μόνη εν­έργεια, η οποία θα μπορούσε ν’ αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν μια κατάληψη της Ίμβρου και της Τενέδου, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα ήταν σε θέση να την καλύψει (την αεροπορική κάλυψη τη θεωρούμε θεμελιώδη και αυτονόητη τόσο σε μιαν απόβαση στα νη­σιά όσο και σε μιαν προέλαση στη Θράκη· όμως το πρόβλημα της κυριαρ­χίας στον εναέριο χώρο είναι τόσο κρίσιμο, ώστε θα μιλήσουμε γι’ αυτό χωριστά). Τέλος, στην Κύπρο η ελληνική πλευρά πολύ λίγα πράγματα έ­χει, να περιμένει.. Και αν μπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι δυνατόν μονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσμός στο σύνολο του φανεί διατε­θειμένος να πολεμήσει, αν χρειαστεί, με νύχια και με δόντια. Αυτό δυστυ­χώς δεν έγινε το 1974, όταν είδαμε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν είδαμε μιαν επίμονη παλλαϊκή αντίσταση μέχρις εσχάτων. Ό­μως τούτη τη φορά δεν υπάρχει νότος για να καταφύγει κανείς. Υπάρχει μόνον η θάλασσα.

Το δεύτερο σημείο, που επιθυμούμε να υπογραμμίσουμε, είναι η ανάγ­κη συγκέντρωσης των δυνάμεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασμό αντίστοιχου κατακερματισμού των ενόπλων δυνάμεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν πλη­ρέστερη κάλυψη του. Ό πειρασμός αυτός μπορεί να αποβεί θανάσιμος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός. Η αριθμητική υπερο­χή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της δί­νει εξ αντικειμένου ορισμένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παρα­πλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων με σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασμός του κατακερματισμού των δυ­νάμεων. Αντίστοιχα μεγάλη επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση προστασία των πάντων, θα πρέ­πει επίσης, λόγω της αριθμητικής μειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιό­τητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά σημεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα μοίρα την προάσπιση πόλεων και αμάχων πληθυσμών και να επικεντρώσει τα διαθέσιμα της όχι στην κάλυ­ψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρι­κών ενόπλων δυνάμεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πριν προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειμένου να εκ­πληρωθεί ο υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθμητικά υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων με ανοιχτά τα πλευρά του, πράγμα πού θα πρέπει ν’ αναπλη­ρώνει με ευελιξία και ταχύτητα. Όμως η τελική έκβαση θα κριθεί με βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του πολέμου. Πόλεμος σημαίνει πρωταρχικά επιδίωξη συντριβής των ε­χθρικών ενόπλων δυνάμεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν απορρέ­ουν όλα τα άλλα. Και εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του την αποφασιστική στιγμή στο αποφασιστικό σημείο. Κατά τρίτον λόγο, η Ελληνική πλευρά δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τα γεωγραφικά της μειονεκτήματα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι α­πλώς τα θέατρα του πολέμου και  περιορισμένο βάθος του χώρου γύρω τους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί. Το μικρό βάθος του ελ­ληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολό­κληρη την επιφάνεια του με όπλα μικρότερου βεληνεκούς (ήδη η Τουρκία αποκτά αμερικανικούς πυραύλους ATACMS με βεληνεκές 120-300 χλμ.) καθώς και με αεροπλάνα που διαθέτουν μικρότερη ωφέλιμη ακτίνα δρά­σεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά μεγάλο βά­θος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εμβέλεια της ελληνικής δύναμης πυρός, όπλα μεγα­λυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί ακόμα και με την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους- εδάφους μεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα με μεγαλύτερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως· ας σημειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα μπορούν, ξεκινώντας από τα μακρινότερα ως προς εμάς αεροδρόμια της Ανατολίας (Μπάτμαν, Ερζερούμ), να ανεφοδιάζον­ται στον αέρα όσο ακόμα βρίσκονται μέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές μέσα στην ελληνική επικράτεια σα να εί­χαν απογειωθεί από αεροδρόμια των μικρασιατικών παραλίων. Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, ακόμα κι αν θα επιθυμούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο με ένα προληπτικό χτύπημα, δεν είναι διόλου βέ­βαιο ότι θα έβρισκε τον κορμό των αεροπορικών του δυνάμεων στα πλη­σιέστερα αεροδρόμια. Το κρίσιμο τούτο πρόβλημα λύνεται μόνον με πυ­ραυλικά συστήματα κατάλληλου βεληνεκούς και με ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασμού των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π .χ. μεταξύ Κρή­της και Κύπρου). Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν ή Ελλάδα και ή Κύπρος δεν ήσαν κράτη με de facto μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιόνταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυ­βέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφος της, οι οποίες θα μπορούσαν να πλή­ξουν άμεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας. Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα είναι εξίσου εγγυήτρια Δύναμη του κυπρια­κού κράτους και επομένως έχει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα με την Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις Ένοπλες δυνάμεις της. Αλλά τέτοιες παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευτεί δεν τολμά όποιος είναι υποχρεω­μένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την τελευταία βίδα.

Τέταρτο και τελευταίο, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να κατα­φέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλή­γμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση, αλλά η λο­γική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων: η λογική του μέσου αυτονο­μείται, όπως αναφέραμε στις εισαγωγικές μας παρατηρήσεις, και προσ­διορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισμό της πολεμικής στρατηγικής. Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα», εννοεί ότι, φοβούμενη μή­πως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και  των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και  εκ προοιμίου την καταδίκη της. Με δεδομένη την τουρκική υπερο­πλία και  τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώ­το πλήγμα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και  ψυχολογικά την ελληνική πλευρά. Σε παλαιότερους πολέμους, διεξαγόμενους στην ξηρά, μπορούσε ενδεχομένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία ως ότου εξαντλήσει τις δυνάμεις του. Όμως αυτό προϋπέθετε ότι ο αμυνόμε­νος κατείχε θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρα­τήσει τις δικές του δυνάμεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην αντεπίθεση. Σήμερα, η δύναμη και το βεληνεκές του πυρός από κάθε κα­τεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η μετάθεση του πολεμικού κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την προϋπόθεση· δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάμεις, και το (μαζικό) πρώτο πλήγμα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των μέσων μιας αντεπί­θεσης σε ευρεία κλίμακα. 0ι ίδιοι αυτοί τεχνικοί παράγοντες καθιστούν τον χρόνο αποφασιστικό μέγεθος, με άλλα λόγια προσδίδουν στην εναρ­κτήρια φάση του πολέμου καθοριστική σημασία ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι δυσκολότατο ν’ αποκτηθεί ή να αναπληρω­θεί κατόπιν. Γι’ αυτό και το πρώτο πλήγμα, το οποίο εγκαινιάζει την κα­θοριστική εναρκτήρια φάση του πολέμου, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μαζικότερο και καιριότερο. Πρώτο πλήγμα, με τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο «θερμό επεισόδιο» μιας πολεμικής αντιπαράθεσης· είναι μια συν­τονισμένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμε­ων προς εκμηδένιση των ζωτικών σημείων του εχθρικού πολεμικού δυνα­μικού, ιδίως όσων εμφανίζονται κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού «Θέρ­μου επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστω­θεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση· το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος-πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από και­ρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθε­σμα συρρικνώνεται, ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έν­νοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία· ανεξάρτητα από εθνικές μυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει καμία σχέση με ηθικές ή φυλετι­κές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυ­νάμεων, και τα πράγματα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν και ο συ­σχετισμός των δυνάμεων. Αλλά όποιος, θέλοντας και μη, υιοθετεί αμυντι­κή στρατηγική στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο υποχρεωμένος να υιοθετήσει αμυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα δεν πρέπει να συγχέονται κα­τά κανένα τρόπο. Άλλο είναι ή άμυνα ως ιστορικοπολιτικός σκοπός και άλλο η άμυνα ως στρατιωτικό μέσο, άλλο ο αμυντικός χαρακτήρας ενός πολέμου και άλλο η αμυντική διεξαγωγή ενός πολέμου. Άλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αμυντική διεξαγωγή πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναμε στα σοβαρά, θα σήμαινε ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιμώρητα, διατρέ­χοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προ­ετοιμασθεί για να ξαναδοκιμάσει. Καμία άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοι­χείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος.

Στα  παραπάνω τέσσερα σημεία συνοψίσαμε τις προϋποθέσεις, υπό τις όποιες η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Προσοχή: δεν λέμε ότι είναι σε θέση να το κάμει η ότι θα το κάμει λέμε μόνον ότι, αν το πετύχει, μπορεί να το πετύχει υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις και μόνο. Με τη σειρά τους, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές προϋποθέτουν άλλα πράγματα, δηλαδή ορισμένο στρατιωτικό δυναμικό, ορισμένη δύναμη πυρός και ορισμένη δόμηση των ενόπλων δυνάμεων. Η τήρηση του κανόνα της συγκέντρωσης των δυνάμεων δεν έχει καμίαν αξία, όταν οι, δυνάμεις σου είναι πενιχρές· και το πρώτο πλήγμα επίσης δεν αποφέρει μεγάλα κέρδη, όταν το καταφέρεις μ’ ένα κυνηγετικό όπλο – γι’ αυτό άλλωστε και η υπογράμμιση της στρατηγικής σημασίας του πρώτου πλήγματος διόλου δεν εμπεριέχει κάποιαν έμμεση παρότρυνση να ξεκινήσει κανείς πόλεμο από λεβεντιά και στα καλά καθούμενα· σημαίνει μόνον ότι, αν ένας εμπόλεμος διαθέτει επαρκή μέσα για ένα καίριο πρώτο πλήγμα, πρέπει να τα χρησιμοποιήσει, εφ’ όσον θέλει να κερδίσει έναν πό­λεμο με δεδομένες τις σύγχρονες και υπερσύγχρονες τεχνολογικές συνθήκες. Aφού λοιπόν οι στρατηγικές προϋποθέσεις της νίκης δεν είναι καν δυνατόν να συγκεντρωθούν αν δεν υφίσταται το απαραίτητο στρατιωτικό δυναμικό, τίθεται αυτόματα το ερώτημα σε ποιάν κατάσταση βρίσκεται σήμερα από την άποψη αυτή ή ελληνική πλευρά, σε σύγκριση πάντα με την τουρκική. Και αφού το τουρκικό γεωπολιτικό δυναμικό (με τη γνω­στή μας ήδη τριπλή έννοια του όρου) είναι υπέρτερο του ελληνικού, ερω­τάται επίσης κατά πόσον η ελληνική πλευρά ισοφαρίζει τα οργανικά της μειονεκτήματα με την ανωτερότητα της στον οικονομικό και στον εξοπλι­στικό τομέα, κατά πόσον το ποιοτικό της προβάδισμα υπερκαλύπτει τις τυχόν ποσοτικές ελλείψεις. Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση σήμερα εί­ναι σαφής: η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή μέσα αποτροπής, εάν ορίσουμε την αποτροπή -όπως οφείλουμε να την ορίσουμε- ως ικανότητα να κατα­φέρεις ένα καίριο πρώτο πλήγμα και να παραλύσεις για μακρό χρονικό διάστημα τον εχθρό. Ούτε η ποιοτική υπεροχή της ελληνικής πλευράς αν­τισταθμίζει τα ποσοτικά της μειονεκτήματα, ούτε η ελληνική δύναμη πυ­ρός καλύπτει το σύνολο της τουρκικής επικράτειας, αδυνατώντας έτσι να προστατεύσει αποτελεσματικά και την Κύπρο. Και  το χειρότερο δεν είναι καν η σημερινή εικόνα καθ’ εαυτή είναι η δυναμική της εξέλιξης, αν την παρακολουθήσουμε στην τελευταία δεκαπενταετία και  αν κάνουμε τις  εύ­λογες προβολές στο μέλλον με βάση τις  ήδη παρούσες και  βαρύνουσες εν­δείξεις. Τότε θα δούμε ότι η διεύρυνση της απόστασης ανάμεσα στο στρατιωτικό δυναμικό της Ελλάδας και σ’ εκείνο της Τουρκίας αποτυπώ­νει λίγο-πολύ πιστά την επέκταση του τούρκικου γεωπολιτικού δυναμι­κού και τη συρρίκνωση του αντίστοιχου ελληνικού.

Οι αριθμοί είναι συντριπτικοί και καλύπτουν συμμετρικά όλους τους τομείς, από τους οικονομικούς με την ευρύτερη ίσαμε τους εξοπλιστικούς με τη στενότερη έννοια. Αν το 1980 το ελληνικό ακαθάριστο εθνικό προϊ­όν αποτελούσε σχεδόν το 80% του τουρκικού, το 1995 είχε πέσει στο 40% περίπου. Αν το 1980 η ελληνική βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε το 60% της τουρκικής, το 1995 δεν ήταν πάνω από το 30%, και ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού η σχέση πέρασε από το 70% του 1980 στο 35% του 1995. Ενώ το 1980 οι ελληνικές εξαγωγές ήσαν σχεδόν τριπλάσιες των τουρκικών, δεκαπέντε χρόνια αργότερα αποτελού­σαν μόλις το 60% εκείνων. Η επίπτωση της δραστικής αυτής μεταβολής των οικονομικών συσχετισμών πάνω στο ύψος των στρατιωτικών δαπα­νών ήταν γενικότατα η εξής: από το 1985 και μετά οι κατά κεφαλήν στρα­τιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 80% στην Τουρκία και μειώθηκαν κατά 20% στην Ελλάδα. Τα συνολικά μεγέθη εξελίχθηκαν ως εξής (σε σταθερές τιμές του 1990): η Ελλάδα ξόδεψε το 1980-1984 κατά μέσον όρον 3.820 εκ. δολλ. και το 1995 3.893 (περίπου τα ίδια), ενώ η Τουρκία ξεκινώντας από λιγότερα την περίοδο 1980-1984 (ήτοι 3.765 εκ. δολλ.) έφτασε τα 6.379. Αυτό σημαίνει: πριν από 15 χρόνια η Ελλάδα υπερτερούσε, έστω και κατά 1%, σήμερα υστερεί, και μάλιστα σχεδόν κατά 40%! Ακόμα πιο αισθητή είναι η διαφορά όχι πλέον στις γενικές στρατιωτικές, αλλά ειδικά στις νευραλγικές εξοπλιστικές δαπάνες. Στο διάστημα 1980-1984 η Ελ­λάδα έδινε για εξοπλισμούς 665 εκ, δολλ. κατά μέσον ορον, γιά να φτάσει τα 771 το 1995, ενώ η Τουρκία πέρασε στην ίδια δεκαπενταετία από τα 343 στα 2.405 εκ δολλ. -από το διπλάσιο υπέρ της Ελλάδας στο τριπλά­σιο υπέρ της Τουρκίας! (Το ίδιο από άλλη οπτική γωνία: το 1977 ή Ελλά­δα εισήγαγε όπλα αξίας 752 εκ. δολλ. και  η Τουρκία 245′ το 1987 τα ελ­ληνικά εισαγόμενα όπλα στοίχισαν 187 εκ. δολλ., ενώ τα τουρκικά 925!). Ίσως ακόμα σημαντικότερο μακροπρόθεσμα είναι το γεγονός ότι η Τουρ­κία συνέδεσε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα με την ανάπτυξη δικής της πολεμικής βιομηχανίας μέσω εκτεταμένων προγραμμάτων συμπαραγω­γής· έτσι, σήμερα είναι αυτάρκης κατά το 30% περίπου, με ανοδική τάση και με εξαγωγική κατεύθυνση (προ καιρού π.χ. η Αίγυπτος αγόρασε αε­ροπλάνα F-16 τουρκικής παραγωγής). Αντίθετα, ο ελληνικός βαθμός αυ­τάρκειας έπεσε από το 15-20%, όπου βρισκόταν στις  αρχές της δεκαετίας του 1980, στο 5% περίπου – και φοβούμαι ότι σ’ αυτό το 5% περιλαμβά­νονται στατιστικά και προϊόντα ουσιαστικώς άχρηστα, όπως λ.χ. το στα­τικό αντιαεροπορικό σύστημα ΑΡΤΕΜΙΣ 30, στο όποιο επί μία δεκαετία σπαταλήθηκαν αδίκως 110 δισ. δρχ. Πολιτικά σφάλματα εμπόδισαν να μετριασθεί κάπως η ελληνική οργανωτική και  τεχνική ανικανότητα μέσω προγραμμάτων συμπαραγωγής. Όταν η Ελλάδα αγόρασε το 1985 80 αε­ροπλάνα τρίτης γενεάς, διέσπασε την προμήθεια σε δύο τύπους και  σε δύο χώρες, οπότε δεν συνέφερε πλέον τους προμηθευτές η εγκατάσταση γραμμής συμπαραγωγής για 40 μόνον F-16. Και  όταν το 1992 αποφασί­σθηκε η αγορά άλλων 40, πάλι η ποσότητα ήταν ανεπαρκής για τον σκοπό αυτό, αφού η δεύτερη αγορά δεν συνδέθηκε με την πρώτη, αλλά έγινε εν είδει μεταγενέστερης «τσόντας». Αντίθετα, η Τουρκία αγόρασε απ’ ευ­θείας 160 F-16 και  εγκαινίασε αμέσως το πρόγραμμα συμπαραγωγής.

Εάν εξειδικεύσουμε περισσότερο τη συγκριτική μας ανάλυση και υπεισ­έλθουμε στους επί μέρους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, θα πρέπει να πούμε ότι, πέραν της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στο ελληνι­κό και στο τουρκικό ναυτικό, η πλάστιγγα γέρνει ήδη σοβαρά υπέρ της Τουρκίας στην ξηρά και στον αέρα. Ο συσχετισμός των χερσαίων δυνάμε­ων έχει βαρύνουσα σημασία, αν πάρουμε σοβαρά υπ’ όψιν όσα είπαμε προηγουμένως, ότι δηλαδή η Ελλάδα θα χρειασθεί επειγόντως μιαν επι­τυχία στον Έβρο και μιαν προέλαση προς την Ανατολική Θράκη προκει­μένου να αντισταθμίσει εδαφικές απώλειες στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Πέραν της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής του πεζικού της (πάνω από 4 προς 1), η Τουρκία διαθέτει τριπλάσια πυροβόλα (3.380 προς 1.130) και διπλάσια άρματα μάχης (3.615 προς 1,720). Στο μέτωπο του Έβρου, βε­βαίως, οι αναλογίες δεν θα είναι τόσο δυσμενείς για την ελληνική πλευρά, καθώς αυτή μπορεί να συγκεντρώσει εκεί ποσοστιαία μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων της δυνάμεων απ’ ό,τι η Τουρκία. Ενώ όμως προς το παρόν και οι δύο χώρες έχουν άρματα μάχης δεύτερης γενεάς, η Τουρκία αρχίζει ήδη την παραγωγή 1.500 αρμάτων τρίτης γενεάς με προφανείς συνέπειες, ιδιαίτερα σ’ ένα έδαφος περίπου «φτιαγμένο» για το όπλο αυτό, όπως είναι το έδαφος της Θράκης. Άλλα όση σημασία κι αν έχουν όλα αυτά, δεν χρειάζεται να είναι κανείς στρατηγική διάνοια για να γνωρίζει ότι η κρίσι­μη μάχη θα δοθεί στον αέρα κι ότι το κρίσιμο όπλο θα είναι η αεροπορία – και μάλιστα ακριβώς επειδή το πρώτο πλήγμα και η εναρκτήρια φάση του πολέμου θα βαρύνουν αποφασιστικά στην έκβαση. Τουλάχιστον ή τουρκική ηγεσία το έχει αντιληφθεί αυτό εγκαίρως. Τόσο στο δεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, το όποιο ήδη ολοκληρώθηκε, όσο και στο εικο­σαετές, το οποίο εγκαινιάζεται τώρα, τα μισά περίπου κονδύλια επενδύον­ται στην αεροπορία, είτε δηλαδή στην αγορά και στην παραγωγή νέων α­εροσκαφών είτε στον εκσυγχρονισμό των παλαιοτέρων (π.χ. των F-4, με τη βοήθεια του Ισραήλ). Έτσι, το 2.000 η Τουρκία θα διαθέτει, όπως υπολογίζεται, 430 μαχητικά αεροπλάνα δυο  τύπων (ενώ τα ελληνικά θα ανήκουν σε τέσσερις τύπους, με όσα μειονεκτήματα συνεπάγεται τούτο) υποστηριζόμενα από 7 αεροσκάφη εναερίου εφοδιασμού (αυτά προφανώς χρειάζονται μόνον εναντίον της Ελλάδας, όχι εναντίον της Συρίας ή του Ιράκ) και  πιθανότατα από αεροσκάφη-ραντάρ· επί πλέον τα τουρκικά μαχητικά διαθέτουν ή θα διαθέτουν σύντομα πολύ καλόν εξοπλισμό για βολές αέρος-εδάφους, ιδίως εναντίον στόχων όπως ραντάρ και πλοία. Η Ελλάδα θα μπορεί στην καλύτερη περίπτωση ν’ αντιπαρατάξει 180-200 μαχητικά τρίτης γενεάς (ίσως στην πραγματικότητα να μην είναι παρα­πάνω από 150),ήτοι ούτε την υπεροχή στον εναέριο χώρο του Αιγαίου θα κατέχει, ούτε το σύνολο της τουρκικής επικράτειας θα μπορεί να πλήξει, ούτε ένα καίριο πρώτο πλήγμα να καταφέρει. Και παράλληλα δεν θα έχει καν αξιόλογη αντιαεροπορική άμυνα. Το πυραυλικό σύστημα «Νίκη-Ηρακλής» παλαιώθηκε και ήδη αποσύρεται, ενώ τα σχέδια αγοράς πυραύ­λων Patriot φαίνεται να παραμένουν περιορισμένα λόγω του μεγάλου κό­στους. Διάφοροι σχολιαστές πρότειναν τον τελευταίο καιρό να δοθεί από­λυτη προτεραιότητα στην πολεμική αεροπορία, ώστε να εξισορροπηθεί ποιοτικά η τεράστια ποσοτική υπεροχή του αντιπάλου, π.χ. με την αγορά αεροσκαφών της τετάρτης γενεάς (αμερικανικών F-15E ή ρωσικών SU-27). Αυτό θα ήταν αναμφισβήτητα ένα πολύ ορθό πρώτο βήμα. Όμως δεν αρκεί. Όχι μόνο γιατί τα 3 ή 4 τρισ, δρχ. που πρόκειται να ξοδέψει η Ελ­λάδα για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων της δυνάμεων την προσεχή δε­καετία κάθε άλλο παρά θα εξαλείψουν τη στρατιωτική της κατωτερότητα.

Τις οικονομικές προϋποθέσεις μπορεί να τις κατονομάσει κανείς εύκο­λα και κατά τρόπο γενικά αποδεκτό, εφ’ όσον χρησιμοποιεί γενικό και α­όριστο λεξιλόγιο: «η άμυνα της χώρας απαιτεί μιαν ακμαία εθνική οικο­νομία». Όμως ποιά οικονομία δικαιούται να χαρακτηρισθεί ακμαία και με ποια κριτήρια; Επειδή ποικίλες οικονομολογικές αλχημείες συσκοτί­ζουν σήμερα τα πράγματα και τα πνεύματα στο σημείο αυτό, ας μου συγ­χωρεθεί να παραμείνω απλοϊκός και να πω: ακμαία είναι μια οικονομία όταν παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και για την εξ­αγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία ή εκάστοτε χώρα δεν μπορεί ή δεν θεωρεί σύμφορο να παραγάγει η ίδια, με όσο το δυνατόν με­γαλύτερο πλεόνασμα. Η οικονομία συνίσταται ουσιωδώς στην παραγωγή αγαθών και σε όσες υπηρεσίες προσφέρονται πάνω στη βάση αυτή (και στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι υπηρεσίες συμμετέχουν στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος με ποσοστό περίπου 60%, όμως άλλο είναι το 60% πάνω στην παραγωγική βάση της Ελλάδας και άλλο πάνω στην παραγωγική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών). Δεν συνίσταται ούτε σε δείκτες παντοειδών μεγεθών ούτε σε χρήμα. Δείκτες ανάπτυξης του 2 ή 3% δεν σημαίνουν πολλά πράγματα, όταν η ανάπτυξη σημαίνει την αύξηση των «υπηρεσιών» (όπερ προ παντός στην Ελλάδα ύποδηλοι τον φρέσκο αέρα)· και η μείωση του πληθωρισμού, δηλαδή το «υγιές χρή­μα», επίσης είναι μικρό επίτευγμα, όταν προκύπτει από τη συρρίκνωση της οικονομίας: οπού κανένας δεν αγοράζει τίποτε και κανένας δεν που­λάει τίποτε, εκεί δεν υπάρχει φυσικά ούτε πληθωρισμός. Πλείστοι όσοι χαίρουν, γιατί στην Ελλάδα ο πληθωρισμός περιορίσθηκε το 1997 στο ύψος του 5 ή 6%. Όμως η βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη πά­νω από μια δεκαπενταετία (δεν είναι τυπογραφικό λάθος), ενώ τα ετήσια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου φτάνουν πλέον τα 16, 17 και 18 δισ­εκατομμύρια δολάρια (ούτε αυτό είναι τυπογραφικό λάθος). Αμφιβάλ­λω τα μέγιστα αν αυτός είναι ο δρόμος πού θα οδηγήσει σε μιαν ακμαία οικονομία, ικανή να στηρίξει την άμυνα της χώρας. Η μείωση του πληθω­ρισμού διόλου δεν αποτελεί επαρκή όρο για την ενθάρρυνση παραγωγικών-βιομηχανικών επενδύσεων, και αυτό θα αποδειχθεί προσεχώς. Εδώ το δραστικό φάρμακο είναι ένα μόνο, και είναι οδυνηρό. Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονομούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού. και όσα κεφάλαια εξοικονομηθούν έτσι πρέπει με τη σειρά τους να επενδυθούν πράγματι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα  μιαν αξιόλογη σύγχρονη βιομηχανική υποδομή. Τέτοιες επενδύσεις είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερες από τις επενδύσεις σε παντοειδή «δημόσια έργα» συχνά αμφίβολης χρησιμότητας, γιατί θέτουν πολύ επιτακτικότερα το πρόβλημα της εκπαίδευσης, της τεχνογνωσίας και της παραγωγικότη­τας. Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού, με τον οποίο έχει συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, προσκρούει, πάλι, στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήμα­τος σε πελατειακή βάση. Τώρα όπου το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, επι­βλήθηκαν βέβαια με το εύσχημο άλλοθι της «ευρωπαϊκής σύγκλισης» ορι­σμένες οικονομίες, όμως ο πελατειακός χαρακτήρας του πολιτικού συστή­ματος διόλου δεν άλλαξε ουσιαστικά, παρά την αλλαγή της κυβερνητικής ρητορικής: γιατί οι  οικονομίες επιβλήθηκαν ακριβώς με πελατειακά κρι­τήρια (σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού) και παρέ­μειναν ανεπαρκείς επίσης από τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας.

Η ακμαία παραγωγική οικονομία σε σύγχρονη βιομηχανική βάση δίνει τη δυνατότητα της αποτροπής. Για να πραγματωθεί όμως η δυνατότητα αυτή, πρέπει μια χώρα ή πάντως η ηγεσία της να πιστεύει πραγματικά στην αναγκαιότητα της αποτροπής, δηλαδή να έχει διαγνώσει ορθά τον χαρακτήρα και την έκταση της επαπειλούμενης σύγκρουσης. Αν η διά­γνωση είναι εσφαλμένη και ελλιπής, αν αποδίδει τη σύγκρουση σε αίτια παροδικά ή δευτερογενή, τότε μειώνεται αντίστοιχα η πίστη στην αναγ­καιότητα της αποτροπής, κι αυτό, έστω κι αν δεν λέγεται ρητά, έχει ευνό­ητες πρακτικές επιπτώσεις. Έτσι, αποτελεί κεφαλαιώδες σφάλμα στρα­τηγικής εκτιμήσεως να μη θεωρείται ως πηγή της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα η συνεχής διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών, αλλά να αποδίδεται ο δυναμι­κός τουρκικός επεκτατισμός στον «οθωμανισμό», στον «ασιατικό χαρα­κτήρα» της Τουρκίας κ.τ.λ., οπότε εξάγεται το συμπέρασμα ότι μόλις η Τουρκία (ακολουθώντας το δικό μας φωτισμένο παράδειγμα) ξεπεράσει αυτούς τους «εθνικιστικούς άταβισμούς», πάρει τον «ευρωπαϊκό δρόμο» και υποκαταστήσει τις στρατιωτικές με τις οικονομικές δραστηριότητες, τότε αυτόματα θα εκλείψει και η απειλή εκ μέρους της. Όλο και περισσό­τεροι σκέφτονται στην Ελλάδα μ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας την εντύπω­ση ότι έτσι τάχα ξεπερνούν τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις και σε αντίθε­ση με τα αδιέξοδα εθνικιστικά ιδεολογήματα προτείνουν ρεαλιστικές λύ­σεις. Έχουν βέβαια δίκιο όταν λένε ότι οι εθνικιστές ξεκινούν από ένα α­φηρημένο μοντέλο περί έθνους, στο οποίο συχνά υποτάσσουν ακόμα και υπέρτερες επιταγές του πολιτικού ρεαλισμού· η πολιτικά επιζήμια μονο­πωλιακή διεκδίκηση του ονόματος της Μακεδονίας το έδειξε άλλωστε πρόσφατα. Όμως ό,τιβλέπει κανείς στον αντίπαλο του δεν το βλέπει στον εαυτό του. Οι πολέμιοι των εθνικιστικών ιδεολογημάτων δεν αντι­λαμβάνονται πώς τα όσα αντιπαραθέτουν οι ίδιοι στον εθνικισμό ή μάλ­λον στις καρικατούρες του είναι κι αυτά ιδεολογήματα, αφηρημένα ανιστορικά μοντέλα, και μάλιστα το κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικό σύμφυρμα οικουμενισμού και οικονομισμού, όπου ο κοσμοπολιτισμός των «ανθρω­πίνων δικαιωμάτων» και της «κοινωνίας των πολιτών» συμπλέκεται διαφοροτρόπως με τον ατομικισμό του καπιταλιστικού homo economicus και με την παλαιά φιλελεύθερη ουτοπία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο. Oπως ο εθνικισμός, έτσι και ο αντίπαλος του οικουμενισμός και οικονομισμός έχει συγκεκριμένους φορείς, εμπνευστές και προπαγαν­διστές, τόσο ιδιοτελείς όσο και αφελείς. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώ­σεις Όχι μόνον η ιδιοτέλεια, αλλά και η αφέλεια των δεύτερων ξεπερνά εκείνη των πρώτων. Έτσι συμβαίνει λ.χ. και ως προς την αποτίμηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα οι εθνικιστές πού πιστεύουν ότι ή αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε και να τελειώσει με την «ευρωπαϊκή» και οικονομιστική λύση – έστω κι αν οι πρώτοι οδη­γούνται στη διάγνωση τους από ψευδείς προϋποθέσεις. Ας σημειώσουμε, για να συμπληρωθεί ή εικόνα, ότι τόσο οι εθνικιστικές όσο και οι «ευρω­παϊστές» ή οικονομιστές συμφωνούν ως προς το ότι ο τουρκικός επεκτα­τισμός οφείλεται στο «οθωμανικό» και «ασιατικό» παρελθόν, στην «αν­τιδημοκρατική» ή «φασιστική» υφή του στρατιωτικού κράτους κ.τ.λ., με τη διαφορά ότι οι πρώτοι θεωρούν τα γνωρίσματα αυτά μόνιμα και ανυ­πέρβλητα, ενώ οι δεύτεροι τα βλέπουν ως μεταβλητά χαρακτηριστικά μιας ιστορικής φάσης ήδη παρωχημένης· δεν μας λένε βέβαια πότε θα με­ταβληθούν: γιατί αν αυτό γίνει σε έναν ή δύο αιώνες, τότε ή διαμάχη δεν έχει πρακτικό αντικείμενο.

Η ιδεολογική πίστη ότι η οικονομική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί αναγκαία σε άμβλυνση γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγμα. Αναφέρω ένα ιδιαίτερα αδρό παράδειγμα. Α­νάμεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κα­τά 137%, το γερμανορωσσικό κατά 121% και το γερμανοβρεταννικό κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα μισά τωρινά διεθνή καρτέλ παραγωγής αποτελούσαν κοινή γερμανοβρεταννική ιδιοκτησία (ένα απ’ αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εμπόδισαν τις παραπάνω χώρες να εμπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέμους από καταβολής κόσμου. Η οικονομική συνεργασία γεννιέται καθ’ εαυτή από οικονομικές ανάγκες και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση με φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολι­τική άποψη· συνιστά ένδειξη καλών πολιτικών σχέσεων μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν γεωπολιτικές εκκρεμότητες, δηλαδή το ζήτημα ποιός δικαιούται να έκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιόν χώ­ρο. Και όπως τα δεδομένα της οικονομικής συνεργασίας διόλου δεν καθο­ρίζουν νομοτελειακά (αν και επηρεάζουν συχνά) τη διαμόρφωση και την άσκηση μιας εθνικής εξωτερικής πολιτικής, έτσι δεν την καθορίζει αναγ­καστικά ούτε η μορφή και το ποιόν του εσωτερικού καθεστώτος. Η φιλε­λεύθερη και οικονομιστική λογική ισχυρίζεται: η ανάπτυξη μιας οικονο­μίας γεννά μια τάξη φιλελεύθερων επιχειρηματιών, αυτοί προωθούν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό, οπότε η χώρα γίνεται φιλειρηνι­κή, γιατί επεκτατικές είναι μόνον οι μη δημοκρατικές χώρες. Ο συλλογι­σμός αυτός είναι ιδεολογικός και εσφαλμένος σ’ όλη τη γραμμή. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η επιχειρηματική τάξη προτιμά παντού και πάντα το κοινοβουλευτικό καθεστώς από μιαν άμεση ή έμμεση δικτατορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της (αυτό είναι άκρως αμφίβολο, αλλά δεν ενδια­φέρει εδώ), και πάλι δεν έχει λόγο να ανασχέσει την εθνική επέκταση, αν την κρίνει συμφέρουσα. Ποια επιχειρηματική τάξη δεν έχει επωφεληθεί από τη διευρυνόμενη πολιτική και στρατιωτική ισχύ της χώρας της; Τι δείχνει ο ζήλος, με τον όποιο σήμερα οι Τούρκοι επιχειρηματίες στυλώ­νουν το μάτι εκεί όπου το στυλώνει και η διπλωματική-στρατιωτική ηγε­σία, π.χ. στον Καύκασο, στη Μ. Ανατολή, στην Κεντρική Ασία – στην Ελ­λάδα επίσης; Τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας τους τα χαιρετί­ζουν και αυτοί, όπως τα χαιρετίζουν παντού και πάντα οι επιχειρηματίες (και οι εργάτες), όταν συνδέονται με επενδύσεις, απασχόληση και κρατι­κές παραγγελίες. Γενικότερα, οι συνιστώσες του γεωπολιτικού δυναμικού, οι οποίες προσδιορίζουν τη διαχρονική συνισταμένη της εξωτερικής πολι­τικής, μόνον τυχαία και εξωτερικά συνδέονται με τη δημοκρατική ή ήμιδημοκρατική, δικτατορική η ήμιδικτατορική μορφή του εσωτερικού καθε­στώτος. Η Ιστορία δείχνει ότι οι δημοκρατίες μπορεί να είναι εξ ίσου ε­πεκτατικές και αξιόμαχες όσο και οι τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία συγκροτήθηκε ακριβώς παράλληλα με την εδραίωση και την εμβάθυνση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη μητρόπολη. Και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται σήμερα στη αποκορύφωση της παγκόσμιας ι­σχύος του κραδαίνοντας το λάβαρο της πανανθρώπινης δημοκρατίας και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Τα επίπεδα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής τα συγχέει ι­διαίτερα η «αριστερή» παραλλαγή του οικουμενισμού και του οικονομι­σμού, η οποία διατείνεται τα εξής: ο τουρκικός επεκτατισμός αποτελεί  κατά βάση προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισπάσει την προσοχή των μαζών από τα άλυτα εσωτερικά προβλήματα· θα υποχωρήσει όταν τα προβλήματα αυτά λυθούν από δημοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις, γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους. Η επιχειρηματο­λογία αυτή χωλαίνει από το πρώτο κιόλας βήμα. γιατί δεν εξηγεί τους λό­γους, για τους οποίους η περίσπαση του λαού μέσω του εθνικισμού και του επεκτατισμού έχει συνήθως τόσο καλά αποτελέσματα. Γιατί, αλήθεια, αφήνεται ο λαός να περισπαστεί ειδικά μ ‘ αυτόν τον τρόπο , τι του αρέσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περίσπαση, έτσι ώστε να επιλέγεται αυτή, και καμιά άλλη , προκειμένου να τον παραπλανήσει ; Προ του 1914 ισχυρότα­τα σοσιαλιστικά κόμματα κήρυσσαν στη Γερμανία και στη Γαλλία ότι θα ματαιώσουν τον πόλεμο κι ότι «οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους»· όταν όμως ο πόλεμος ξέσπασε πράγματι, τότε όχι μόνον οι, σοσιαλιστές, αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι εθνικιστές τα έχασαν μπροστά στον πατριωτικό ενθουσιασμό των μαζών εκατέρωθεν. Αν από τα ιστορικά παραδείγματα περάσουμε στην κοινωνιολογική γενίκευση μπορούμε να πούμε ότι – ανεξαρτήτως του τι κάνουν δημογραφικά φθίνοντες και καλομαθημένοι πληθυσμοί σε ανίσχυρες χώρες όπου οι εθνικιστικές κορώνες συχνά εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών υπεραναπληρώσεων – μάζες νεαρών ανθρώπων σε χώρες με μεγάλο γεωπολιτικό δυναμι­κό κατά κανόνα ενστερνίζονται αυθόρμητα και ειλικρινά τα επεκτατικά συνθήματα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1882 ο Engels έγραφε στον Kerensky από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νομίζουν οι Άγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική ; … το ίδιο ότι και οι αστοί… οι εργάτες τρώνε κι αυτοί πρόσχα­ρα από το μονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά και στις αποι­κίες». Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Δεν μου είναι γνωστή καμία ομαδική διαμαρτυρία για την εκδίωξη του ελλη­νικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, ούτε για τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ό­τι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως και διόλου δεν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το δικαίωμα να ονομάζει το κράτος του «Μακεδονία». Πρόκειται για δύο εν­τελώς διαφορετικά πράγματα, γι’ αυτό και υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μιαν εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μιαν κοινή μπουζουκο κατάνυξη με Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πο­λιτικά συμπεράσματα χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει από τους  συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μια δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσης.[2] Ή αρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουμένων, γι’ αυτό άλλω­στε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η αρχή. Ως γνωστόν, όταν το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να ποιό συμπέρασμα έβγαλαν οι Έλληνες από το γεγονός αυτό: ο Ετσεβίτ δεν είναι «γνήσιος» σοσιαλιστής, αλλά εξ ίσου «Οθωμανός» και «Αττίλας» όσο και οι Τούρκοι μη σοσιαλιστές (ως άτομο βέβαια ο Έτσεβίτ έχει θαυμάσια δυτική παιδεία, και μάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές επιδόσεις του έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες). Όμως το ορθό – και πολύ άνησυχητικότερο – πολιτικό συμπέρασμα θα όφειλε να είναι το εξής: στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής οι Τούρκοι σοσιαλιστές σκέφτονται όπως οι Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο συμβαίνει για λόγους πολιτικούς, όχι επειδή οι Τούρκοι σοσιαλιστές είναι κι αυτοί «Οθωμανοί»· στο κάτω-κάτω ο Έτσεβίτ δεν έκανε παρά ό,τι έκαναν και οι  Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν το 1956 διέταξαν ως κυβέρνηση την επέμβα­ση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο πρωτύτερα ξεκίνησαν τον άγριο α­ποικιακό πόλεμο στην Αλγερία, ενώ ακόμα ήσαν νωπά τα διδάγματα από την καταστροφή στην Ινδοκίνα.

Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της ένταξης της στην «Ευρώπη» συν­δέεται στενά με τις ελπίδες και με τα σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το ομολογεί συνεχώς και άθελα της η  ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μια μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «Ευρωπαϊκών Αξιών» θα κάνει την Τουρκία «πολιτισμένο» και  φιλει­ρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από την άλλη είναι υποχρεωμένη να διαπι­στώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις  μεταχειρίζον­ται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με άνεση οπότε το κρίνουν συμ­φέρον άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών άξιων» δεν φαίνεται να βελτιώ­νει καθ’ έαυτήν τα ήθη. Τα σφάλματα, πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» για την ανερχόμενη Τουρκία. Ε­πειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμέ­νει τα πλείστα ή τα πάντα από άλλους .τείνει εύλογα να προβάλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην κατάσταση και διάθεση άλλων, νομίζον­τας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για την Τουρκία την ίδια απόλυτη σημασία όσο για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να πάρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ό,τι περισσότερο μπορεί· όμως για την εύρασιατικήΤουρκία η Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριότη­τας ανάμεσα σε άλλα, ενώ για την Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά το μονα­δικό· γιατί στα Βαλκάνια δεν έχει ούτε την οικονομική ούτε τη στρατιωτι­κή δύναμη να παίξει ηγεμονικό ρόλο, κι αυτός βέβαια δεν επιτυγχάνεται επειδή δέκα ή είκοσι μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία ή τη Σερβία. Με άλλα λόγια, η σχέση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη άπ’ ό,τι η σχέση της Ελλάδας προς αυτήν και  μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα μιας Τουρκίας σήμερα 62 και αύριο 100 εκατομμυρίων κατοίκων, παράλληλα όμως τα ζωτικά της συμ­φέροντα δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευ­ρά· η Τουρκία παραμένει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την Ευρω­παϊκή Ένωση, παράλληλα όμως τα δικά της ζωτικά συμφέροντα της υπα­γορεύουν να διατυπώνει προς την Ένωση ποικίλα, κυρίως οικονομικά αι­τήματα. Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή θα διεξάγεται στις επόμενες μία ή δύο δεκαετίες ένα συνεχές παζάρι, με εντάσεις και με υφέσεις, όπου τα τουρκικά αιτήματα συχνά θα υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτεί­ες, οι όποιες άλλωστε μόλις πρόσφατα ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Έ­νωση να αποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος. Κατά πασά πιθανότητα, τα σπασμένα αυτού του παζαριού θα τα πληρώσει ή Ελλάδα. Γιατί η Ευ­ρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα, όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αν αυτό πράγματι συμβεί, όπως φοβούμαι εντονότατα, τότε θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις όποιες τόσο συνηθίζει ή Ιστορία. Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην «Ευρώπη» για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολι­σμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto  μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας. Η τουρκική επιρροή θα ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άμε­σα, αλλά -κάπως μετριασμένη- μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικα­νικών αγωγών, και δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά, ανίσχυρη κι ανα­ζητώντας παρηγοριές ή εκλογικεύσεις, ν’ αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και αυτο­νόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της αφού μάλιστα οι «πολιτισμέ­νοι άνθρωποι», που έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», δεν ξεκινούν πολέμους για πράγματα τόσο απαρχαιωμένα μέσα στον εκ­λεπτυσμένο μας κόσμο όσο είναι δα τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Μήπως αυτά σημαίνουν ότι ή Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις  ση­μερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρ­χει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι μό­νον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λια­νά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμία συμμαχία και καμία προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και «προ­γράμματα στήριξης». Η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότη­τας, όχι σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήματος πού προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν και να χρησιμοποιηθούν στο σύνολο τους (δεν μου είναι κατανοητό λ.χ. γιατί ή Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δεν  συμβάλλει οικονομικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα· όποιος αισθάνεται μέρος του ελληνισμού το αποδεικνύει σηκώνοντας εθνικά βάρη). Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απολεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και  θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν Ιστορική ανάσα. Αν όμως απολεστεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι ανεπανόρ­θωτες και πιθανότατα μοιραίες.

Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμί­σουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίε­σης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμε­σα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε αλλά πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται εναντιότροπες εξελίξεις.

Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων ή κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχω­ρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελω­νειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύοντας έ­τσι άθελα της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκί­ας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευ­ρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύ­τερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευ­δαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, έφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊ­κούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο πα­ρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικό­τητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τούρκικου δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικι­σμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντι­κειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποιηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ε­νός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, ύπομετριότητες και άνθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλή­ματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο γιατί, αν o πόλεμος είναι συνέχεια της πολι­τικής, ποιός πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτε­ρες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυ­τοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το κα­λεί ή περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και  τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα εύκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικό­τητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και  σ’ ό,τι κατα­ναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε ύπ’ όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσου­με εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστο­ρικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «έξευρωπαιστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις  κωμωδίες, που μπο­ρούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.


[1] Ήδη οι αριθμοί αυτοί δείχνουν γιατί ήταν πολιτικά απερίσκεπτη η άρνηση της ελλη­νικής πλευράς να στηρίξει από την πρώτη στιγμή το κράτος των Σκοπίων. αδιαφορώντας για τους τύπους. Ο μελλοντικός εκ Βορρά κίνδυνος για την Ελλάδα δεν θα προέλθει από τους Σλαβομακεδόνες, όπως πιστεύουν Έλληνες εθνικιστές αγκυλωμένοι σε έμφυλιοπολεμικές μνήμες, αλλά πιθανότατα από μια Μείζονα Αλβανία, ή οποία ενδεχομένως, σε αντισερβική συμμαχία με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας και με άλλες μουσουλμανικές δυ­νάμεις, θα απειλήσει εξ ίσου τους Σλαβομακεδόνες και για την αναχαίτιση της οποίας η συνεργασία της Ελλάδας με το κράτος των Σκοπίων θα καταστεί εκ των πραγμάτων αναγ­καία. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην αλβανική μειονότητα και στη σλάβο μακεδονική πλειο­ψηφία του κράτους των Σκοπίων έχουν ήδη αρχίσει. Και εύκολα μπορεί κανείς να φαντα­σθεί την πορεία τους σε περίπτωση εξέγερσης ή/και αυτονόμησης των Αλβανών του Κοσσυ­φοπεδίου.

[2] Ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία, με σημασία ίσως ενδεικτι­κή. Την τελευταία εικοσιπενταετία είχα πολλές φορές την ευκαιρία να συναναστραφώ, πάν­τοτε σε πολύ καλή ατμόσφαιρα, Τούρκους από διάφορα κοινωνικά και μορφωτικά στρώμα­τα, καθώς και πολύ διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Καθώς αδυνατώ να πω τίποτε άλλο εκτός από ό,τι σκέπτομαι, οι συνομιλητές μου γνώριζαν με βεβαιότητα ότι δεν έχω «ε­θνικιστικές προκαταλήψεις» και ότι ποτέ δεν δίστασα να επικρίνω ανοιχτά και παντού ό,τι μου φαινόταν εσφαλμένο από ελληνικής ή κυπριακής πλευράς. Όμως ποτέ δεν άκουσα από την πλευρά τους, ούτε καν εν ειδει αβρής ανταπόδοσης, μιαν αντίστοιχη ρητή παραδοχή για τη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης ή των Αρμε­νίων π.χ. Το ισχύον τουρκικό σύνταγμα του 1982 μιλά στο προοίμιο του για την «αιώνια τουρκική πατρίδα», το «άγιο τουρκικό κράτος» και τις «ιστορικές και πνευματικές αξίες του τουρκισμού και του εθνικισμού», ενώ ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται όχι στον Θεό κ.τ.λ., αλλά «στο μεγάλο τουρκικό έθνος και στην Ιστορία» (βλ. το κείμενο του όρκου στο άρθρο 103 του συντάγματος). Για να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να δεχθούμε ότι σε λέξεις σαν κι αυτές απηχούνται ειλικρινείς πεποιθήσεις, προκαταλήψεις ή φανατισμοί (όπως και να τις πούμε είναι πρακτικά-πολιτικά αδιάφορο) της μέγιστης πλειοψηφίας τον σημε­ρινών Τούρκων. (Χρησιμοποιώ τη γερμανική μετάφραση τού τούρκικου συντάγματος από τον Chr,Rumpf στο περιοδικό Βeitrage zur Konfliktforschung, 1983, τεύχος 1. σ. 105-175). […]