(Η εξάπλωση των ινδοευρωπαϊκών ομάδων από την Ποντική-Κασπική περιοχή
από το 4000 ες το 1000 π.Χ περίπου, συμφώνως προς το μοντέλο Κουργκάν)
Το ζήτημα της προελεύσεως των Ελλήνων είναι ένα θέμα, το οποίο φυσιολογικώς έχει απασχολήσει κατά πολύ τον ευρύτερο «εθνικιστικό χώρο». Πολλά άτομα του εν λόγω χώρου παρακινούμενα πολλές φορές από πατριωτισμό αρνούνται να δεχθούν το ενδεχόμενο εισόδου των προγόνων τους στον ελλαδικό χώρο από εξωελλαδικές περιοχές και απορρίπτουν την ύπαρξη των Ινδοευρωπαίων και της καθόδου τμημάτων αυτών, θεωρώντας ίσως πως αυτό θα μείωνε το πατρογονικό δικαίωμά τους πάνω στην ελληνική γη. Παραλλήλως προωθούνται θεωρίες οι οποίες παρουσιάζουν το ελληνικό έθνος ως ανάδελφο, ως μη έχοντα δηλαδή καμία φυλετική σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη, θεωρίες βεβαίως που έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με άλλες που υποστηρίζονται ταυτοχρόνως από τα ίδια άτομα και οι οποίες αποδίδουν ελληνική καταγωγή σε βορειοευρωπαϊκούς, κεντροευρωπαϊκούς ή ανατολικοευρωπαϊκούς λαούς. Οι αντιλήψεις αυτές είτε προέρχονται από ανιδιοτελή ή από ιδιοτελή κίνητρα, γεγονός είναι πως παρουσιάζουν μία σύγχυση στον τρόπο σκέψεως και στην αντίληψη περί της ουσίας της ελληνικότητος. Ανύπαρκτες τεχνολογικές ανακαλύψεις ή ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις χρεώνονται στους προγόνους μας, στην προσπάθεια να αποδειχθεί με κάθε τρόπο η προέλευση της συγχρόνου ευρωπαϊκής κοινωνίας και των συγχρόνων αντιλήψεων και ανακαλύψεων από αυτούς. Μίας κοινωνίας που βρίσκεται σε καθοδική πορεία και ενός συνόλου αντιλήψεων που θα γίνονταν σίγουρα αντικείμενα χλευασμού από τους δικούς μας προπάτορες, αλλά και από αυτούς των υπολοίπων ευρωπαϊκών εθνών. Επίσης επιστημονικά και στρατιωτικά επιτεύγματα αποδίδονται συλλήβδην σε όλους τους Έλληνες, ως να ήταν στο σύνολό τους επιστήμονες, εφευρέτες, φιλόσοφοι ή ικανοί στρατιωτικοί, φανερώνοντας τον ισοπεδωτικό, εξισωτικό και αντιαριστοκρατικό χαρακτήρα αυτού του τύπου εθνικισμού, ο οποίος εξυψώνει το σύνολο ( το οποίο και μετατρέπει σε μάζα) στην θέση που κατέχει μία μειοψηφία αρίστων. Ενός τύπου εθνικισμού που αγνοεί πως ανισότητες υπάρχουν και εντός των εθνών, καθώς κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και καταλαμβάνει την θέση που του αναλογεί στην κοινωνική διαστρωμάτωση· μία θέση που του δίνει την δυνατότητα να αναπτύξει πλήρως την προσωπικότητά του και τις δυνατότητές του, καθιστάμενος έτσι λειτουργικό και οργανικό τμήμα της κοινότητός του. Ενός εθνικιστικού χώρου που επικαλείται συνεχώς τον Πλάτωνα, αλλά που ξεχνά την αντιστοιχία των τριών τάξεων της Πλατωνικής πολιτείας, των τελείων φυλάκων, των επίκουρων φυλάκων και των δημιουργών με τα τρία τμήματα της ψυχής: του λογιστικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού. Ενός «καταγωγικού εθνικισμού» όπως θα έλεγε και ο Ιούλιος Έβολα, ο οποίος αντί να μάχεται για το πέρασμα από τον κόσμο του αστού (όπου κυριαρχεί το επιθυμητικό) σε έναν ανώτερο όπου θα κυριαρχεί ο νους συντονίζοντας τις άλλες δύο λειτουργίες, οδηγεί τελικώς στην ισοπέδωση.
Μία παρουσίαση λοιπόν της διαδικασίας εισόδου των ινδοευρωπαϊκών πληθυσμιακών ομάδων στον ελλαδικό χώρο, θα ήταν χρήσιμο να συνοδευτεί από μία αναφορά στην εξάπλωση αυτών τον ομάδων, από τις περιοχές τις Νοτίου Ρωσίας και της Ουκρανίας στην χερσόνησο του Αίμου και στις επαφές τους με τους πληθυσμούς που συνάντησαν στις περιοχές αυτές.
Κατά την ύστερη έβδομη χιλιετία π.Χ. αγροτικοί πληθυσμοί προερχόμενοι από την Ανατολία εξαπλώθηκαν στις ακτές του Βορείου Αιγαίου, στην Θράκη, στην ανατολική Μακεδονία, στη Θεσσαλία και προωθήθηκαν στο εσωτερικό των Βαλκανίων: στις κοιλάδες του Αξιού, του Μόραβα, του κάτω Δουνάβεως και βορείως του Δέλτα του Δουνάβεως (πολιτισμοί προ-Διμήνι, Καράνοβο Ι, Στάρτσεβο, Κρις-Κιόρος). Κατά την εξάπλωσή τους αυτή ήρθαν σε επαφή με τους παλαιότερους πληθυσμούς κυνηγών – τροφοσυλλεκτών, με τους οποίους κατά περιοχές ανεμείχθησαν και στους οποίους εξήσκησαν πολιτιστική επιρροή. Η αύξηση του πληθυσμού, η εξάπλωση και η πυκνότητα των οικισμών καθώς και η ανάπτυξη διαφόρων τεχνών, υποδεικνύουν πως για ένα διάστημα περίπου δύο χιλιάδων ετών, υπήρξε ανάπτυξη δίχως κάποια διακοπή ή αναστάτωση. Στην περίοδο αυτή εμφανίζεται ο πολιτισμός Κουκουτένι – Τριπολί στα εδάφη των σημερινών κρατών Ρουμανίας και Ουκρανίας και νοτιότερα, στην σημερινή Βουλγαρία ο πολιτισμός Γκουμέλνιτσα. Γύρω στο 4000 με 4500 π.Χ. φαίνεται πως υπάρχει διείσδυση στην περιοχή των Β.Α. Βαλκανίων, ομάδων που προέρχονται από τις στέπες που απλώνονται από τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου μέχρι την Κασπία, την επονομαζόμενη Ποντική-Κασπική περιοχή. Στην διαπίστωση αυτή συνηγορούν αρχαιολογικά ευρήματα όπως τα αλογόμορφα σκήπτρα (η σημασία του αλόγου στην ζωή, την οικονομία και την τελετουργία των φύλων της στέπας ήταν μεγάλη), καθώς και ένα νέο είδος ταφής, όπου ο νεκρός θάβεται μέσα σε ορθογώνιο ή κιβωτιόσχημο τάφο, σε ύπτια στάση με τα γόνατα ελαφρώς λυγισμένα και είναι χρωματισμένος με ώχρα. Άλλο στοιχείο είναι και η εμφάνιση μίας νέας τεχνοτροπίας στην κεραμική τέχνη, όπου χρησιμοποιούνται κομμάτια οστράκων και σχοινοειδής διακόσμηση. Και τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία είναι νέα χαρακτηριστικά που προηγουμένως συναντώνταν μόνο στην στέπα, όπως στην περιοχή του Δνείπερου κατά την περίοδο Σρέντνυ Στόγκ και Νοβοντανίλοφκα. Από τον τύπο ταφής προέρχεται και ο όρος «πολιτισμός Κουργκάν» που συμπεριλαμβάνει τους πολιτισμούς Σαμάρα, Κβάλυνσκ, Σρέντνυ Στογκ, Ντνίπερ-Ντόνετς, Ουσάτοβο, Μάικοπ-Ντερέιβκα και Γιάμνα ή Γιαμνάγια. Ο όρος «Κουργκάν» είναι τουρκικής προελεύσεως και δηλώνει τον τύμβο· με τύμβο καλύπτονταν οι τάφοι στους πολιτισμικούς ορίζοντες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, εκτός από τους τρεις πρώτους όπου δεν υπήρχε τύμβος (Σρέντνυ Στογκ) ή υπήρχε ένας επιτάφιος λίθος ή ένα πολύ χαμηλό τεχνητό ύψωμα (Σαμάρα και Κβάλυνσκ). Τα αντικείμενα τα οποία έχουν ανακαλυφθεί στους αγροτικούς οικισμούς των Βαλκανίων και τα οποία φαίνεται να προέρχονται από την Ποντική-Κασπική περιοχή, υποδηλώνουν την εγκατάσταση εκεί, ποιμενικών λαών από την στέπα. Η οικοδόμηση οχυρώσεων δε, δείχνει πως αυτή η συμβίωση, ίσως να μην ήταν πάντοτε ειρηνική. Γεγονός πάντως είναι, πως δημιουργήθηκαν υβριδικές κοινότητες από την ανάμειξη αυτή γεωργικών με ποιμενικούς/ημινομαδικούς λαούς (πολιτισμοί Ουσάτοβο -3500-3000 π.Χ.- και Τσερναβόντα Ι – 4000 π.Χ. περίπου).
(Οι τέσσερεις φάσεις Κουργκάν κατα την Marija Gimbutas)
Κατά την διάρκεια τις τέταρτης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται από τους επιστήμονες, μία αναδιοργάνωση στις κοινωνικές δομές σε όλη την έκταση της Ν.Α. Ευρώπης, η οποία σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη οικισμών, την εκτόπιση προηγουμένων πολιτιστικών προτύπων, την απόσυρση σε σπηλιές, νησιά ή εύκολα οχυρώσιμα υψώματα και την οπισθοδρόμηση σε τεχνολογικό επίπεδο. Παραλλήλως συνεχίζονται οι εισβολές από την στέπα ομάδων που είναι φορείς του πολιτισμού Γιαμνάγια (3600-2200 π.Χ.), ο οποίος αποτελεί εξέλιξη των πολιτισμών Σρέντνυ Στογκ (μέσα 5ης- μέσα 4ης χιλιετίας) και Κβάλυνσκ (5η χιλιετία π.Χ.). Οι ομάδες Γιαμνάγια ήταν αρκούντως ευκίνητες, λόγω της χρήσεως του αλόγου και των αμαξών που έσερναν βόδια, ενώ θεωρούνται και οι πρόγονοι πολλών ινδοευρωπαϊκών γλωσσικών ομάδων. Συνακολούθως έχουμε την ανάδυση ενός νέου συμπλέγματος πολιτισμών, το οποίο καλύπτει την περιοχή από τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου και την ενδοχώρα τους, την Α. Ευρώπη, μέχρι την Β.Δ. Ανατολία. Στο σύμπλεγμα αυτό περιλαμβάνεται ο πολιτισμός Εζερό (3300-2700 π.Χ.) στην Βουλγαρία, ο πολιτισμός Μπάντεν (3600-2800 π.Χ. Μοραβία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Δ. Ρουμανία, Α. Αυστρία) και πολιτισμός που αναδύεται αυτήν την περίοδο στην Τροία (Τροια Id-IIc).
Οι ενδείξεις για την μετακίνηση πληθυσμών από την στέπα προς τα Βαλκάνια, οι οποίες πριν την τρίτη χιλιετία ήταν σποραδικές, τώρα πληθαίνουν. Ταφές Κουργκάν που ανάγονται σε αυτήν την περίοδο, εμφανίζονται εκτός από την περιοχή του Δουνάβεως και στην Ρουμανία όπου οι νεκροί είναι πιο σωματώδεις και υψηλότεροι εώς και 10 εκ., στην Βουλγαρία και στην Γιουγκοσλαβία. Στην Ουγγαρία μόνο υπάρχουν πάνω από τρείς χιλιάδες Κουργκάν. Τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί στους τάφους και περιλαμβάνουν αργυρά ενώτια και χάλκινες χάντρες, μας είναι γνωστά από ταφές στην στέπα.
(Η εξάπλωση των προελληνικών ινδοευρωπαϊκών φύλων – από την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” Τόμος Α’ – Εκδοτική Αθηνών)
Όσον αφορά την είσοδο των ινδοευρωπαϊκών πληθυσμιακών ομάδων στον ελλαδικό χώρο, η πλειοψηφία των μελετητών θεωρεί ως παλαιότερη πιθανή χρονολογία το 3100/3000 π.Χ. περίπου για τις βορειότερες περιοχές και το 2800 π.Χ. για το νοτιότερο τμήμα, περιόδους κατά τις οποίες ξεκινά η Πρωτοελλαδική Ι, η ανάδυση της οποίας σηματοδοτεί και την έναρξη της εποχής του Ορειχάλκου στην Ελλάδα. Οι Ινδοευρωπαίοι που κατήλθαν στον ελλαδικό χώρο συνάντησαν τους προηγούμενους κατοίκους του, οι οποίοι ανήκαν στο λεγόμενο μεσογειακό υπόστρωμα γενικότερα και σε λαούς όπως οι Έκτηνες, οι Κυλικράνες, οι Τυρρηνοί, οι Ετεοκρήτες και οι Λέλεγες. Στους μη ελληνικούς ινδοευρωπαϊκούς λαούς ανήκουν οι Αίμονες, οι Δρύοπες, οι Πρωτο-Αχαιοί, οι Καύκονες, οι Τέμμικες και οι Ύαντες. Οι Αίμονες μνημονεύονται ως πανάρχαιοι κάτοικοι της Θεσσαλίας και ο Μ. Σακελλαρίου τους θεωρεί ως φορείς στον ελλαδικό χώρο, ενός πολιτισμού που άνθισε στην ευρύτερη περιοχή του Αίμου, ο οποίος σχετίζεται και ετυμολογικά με το εθνωνύμιό τους, του πολιτισμού της Γκουμέλνιτσας. Ο Μ. Σακελλαρίου αποδίδει ινδοευρωπαϊκή καταγωγή και στους Πελασγούς, αλλά και στους Φοίνικες του Κάδμου. Στους πρώτους ετυμολογεί το όνομα από την ρίζα bel “ακμάζω, ανθώ, βλαστάνω” και osg(h)o “κλαδί”, και συσχετίζει την ετυμολογία με τους μύθους που θέλουν τον Πελασγό να ανακαλύπτει την καλλιέργεια δημητριακών και την θρεπτική αξία των βελανιδιών. Στους δεύτερους αποδίδει Ηπειρωτική καταγωγή. Οι Δρύοπες αρχικά εντοπίζονται στην Ήπειρο, όπου και η περιοχή με την ονομασία Δρυοπίς, ενώ μετακινούνται κατά την μυκηναϊκή εποχή στην Κ. Ελλάδα, στην κοιλάδα του Σπερχειού από όπου σύμφωνα με τους μύθους θα εκδιωχθούν από τον Ηρακλή. Θα μεταναστεύσουν επίσης στο νότιο τμήμα της Εύβοιας και κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους θα κατοικήσουν και στην αργολική Ασίνη, την οποία κατά τις παραδόσεις τους παρεχώρησε ο Ευρυσθέας. Κατά τους ιστορικούς χρόνους θα εγκατασταθούν και στην Μεσσηνία, σε περιοχή την οποία τους παρεχώρησαν οι Σπαρτιάτες και θα ιδρύσουν και εκεί πόλη με την ονομασία Ασίνη. Οι Πρωτο-Αχαιοί θεωρείται πως είναι ο λαός που έδωσε στους ελληνόφωνους Αχαιούς το όνομά τους, καθώς και κάποιες λατρείες. Το εθνωνύμιό τους ετυμολογείται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw που σημαίνει νερό και λατρείες που μετέδωσαν πρέπει να ήταν αυτή του Αχιλλέως ως θεότητος του υγρού στοιχείου και της Αχαίας. Πρέπει να κατοικούσαν στην Κ. Ελλάδα, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδος, όπου το ελληνόφωνο φύλο τους απερρόφησε. Οι Καύκονες κατείχαν τμήμα της Δ. Πελοποννήσου, αλλά αργότερα θα πάψουν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο από την μυκηναϊκή ήδη εποχή. Μνημονεύονται στην Ιλιάδα όπως και στην Οδύσσεια, αλλά και από το Ηρόδοτο. Οι Τέμμικες και οι Ύαντες αναφέρονται ως παλιοί κάτοικοι της Βοιωτίας, πριν από την κατάκτησή της από τον Κάδμο και τους ακολούθους του.
Για την είσοδο των πρωτοελληνικών ομάδων έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες τόσο για την διαδρομή που ακολούθησαν, όσο και για την χρονολογία εισόδου τους. Ο J. P. Mallory στο βιβλίο του In Search of the Indoeuropeans – Language, Archaeology and Myth αναφέρει την πεποίθηση κάποιων επιστημόνων που συσχετίζουν την εμφάνιση των μυκηναϊκών βασιλείων με την προηγούμενη εισβολή κάποιου πληθυσμού από τον Βορρά, οποίος μετακινήθηκε νοτιότερα και ο οποίος έφερε το έθιμο της ταφής σε τύμβους, την χρήση του άρματος, ξιφών και της ολόσωμης ασπίδος, καθώς και την ταφή θυσιασμένων αλόγων στους τύμβους. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ταφικής συνηθείας μας είναι γνωστά και από ευρήματα στην Αλβανία (Pazhok, Vodhine) και στην Β. Ελλάδα (Σέρβια) και Δ. Ελλάδα (Λευκάδα). Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τον N. Hammond, ο οποίος στο τρίτομο έργο του «Ιστορία της Μακεδονίας» γράφει πως οι πρόγονοι των ηγεμόνων των Μυκηνών, πρέπει να έζησαν κατά την ύστερη νεολιθική περίοδο στο Ποροντίν της Πελαγονίας και πως τα πρωτοελληνικά φύλα πρέπει να ακολούθησαν δύο διαδρομές για την κάθοδό τους. Η μία ομάδα εξαπλώθηκε δια θαλάσσης από τα παράλια της σημερινής Αλβανίας και διαμέσου του Ιονίου στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, ενώ η άλλη κινήθηκε ακολουθώντας χερσαίους δρόμους, από την αλβανική ενδοχώρα προς νότον. Ο J.P. Mallory αναφέρει επίσης ότι πιο αποδεκτή είναι η άποψη που προτείνει ως χρονολογία ελεύσεως των Πρωτοελλήνων την περίοδο γύρω από το 2200 π.Χ., οπότε συντελείται η μετάβαση από την Πρωτοελλαδική ΙΙ (2650-2200 π.Χ.) στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ (2300-2100 π.Χ. ή 2200/2150-2050/2000 π.Χ.). Στοιχεία που υποδεικνύουν την εισβολή ενός νέου λαού, είναι η καταστροφή και εγκατάλειψη θέσεων, η εμφάνιση ενός νέου τύπου οικίας, η λεγόμενη αψιδωτή οικία (μακρόστενο και ορθογώνιο κτίσμα με την μία πλευρά να είναι καμπύλη), οι διάτρητοι πολεμικοί πελέκεις, τα πήλινα αγκυρόμορφα αντικείμενα, και ένας νέος τύπος αγγείων. Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι εισβολείς προέρχονταν από την ΒΔ Ανατολία, όπου υπάρχουν αντίστοιχα κεραμικά ευρήματα, ενώ κάποιοι άλλοι την προέλευση από βορειότερη περιοχή των Βαλκανίων, όπου χαρακτηριστικά δείγματα αψιδωτών κτιρίων υπάρχουν στον πολιτισμό Εζερό και στον πολιτισμό Μπάντεν. Αψιδωτά κτίρια, πήλινες «άγκυρες» και πελέκεις έχουν βρεθεί στην Ν. Βουλγαρία, Θράκη και ΒΔ Μικρά Ασία (Τροία), ΒΑ Αιγαίο (Πολιόχνη), Μακεδονία, Α. Θεσσαλία, Α. Στερεά και ΒΑ Πελοπόννησο στην Λέρνα. Τα ίχνη καταστροφής στον οικισμό της Λέρνης στην Αργολίδα που χρονολογούνται γύρω στο 2100 π.Χ., αποδίδονται στους Δαναούς οι οποίοι θεωρούνται και η πρώτη ελληνόφωνη ομάδα που καταφθάνει στον ελλαδικό χώρο. Το όνομα των Δαναών ετυμολογείται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα danu: «υγρασία, δροσιά, ποταμός, σταγόνα» (π.χ. Don, Dnjestr, Dnjepr, Ταναός, Ηριδανός, Απιδανός, Δούναβης), και πράγματι ο Δαναός και οι κόρες του σχετίζονται μυθολογικά με την Αργολίδα και την λίμνη της Λέρνης, δίπλα στην οποία βρισκόταν ο προαναφερθείς οικισμός. Σύμφωνα με την μυθολογία κατέστησαν το Άργος «εύυδρον», ενώ στην λίμνη έθαψαν οι Δαναïδες τα κεφάλια των μνηστήρων και εξαδέλφων τους, των γιων του Αιγύπτου. Μαζί με το κύμα των Δαναών πρέπει να κατέφθασε και ένα τμήμα Αβάντων, το όνομα των οποίων επίσης σχετίζεται με το υγρό στοιχείο και προέρχεται από την ρίζα ab- «νερό, ποτάμι». Εγκατεστάθησαν σε περιοχές της Ευβοίας, του Άργους και της Φωκίδος.
Η διαδρομή που ακολούθησαν αυτά τα πρώτα τμήματα ελληνοφώνων, αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας όπως ειπώθηκε. Μία άποψη είναι πως αντικείμενα που έχουν βρεθεί στην Λέρνα και σχετίζονται με τους εισβολείς, παρουσιάζουν αιγαιακά και τρωϊκά χαρακτηριστικά, οπότε οι εισβολείς προέρχονταν από ομάδες που μετακινήθηκαν από την ουκρανική στέπα προς την Θράκη και από εκεί στην Μικρά Ασία, από όπου στην συνέχεια διεκπεραιώθησαν μέσω Αιγαίου στην Ν. Ελλάδα. Αργότερα όμως διατυπώθηκε η άποψη πως οι εισβολείς φαίνεται να προέρχονται από την Κ. Ελλάδα και όχι απευθείας έξω από τον ελλαδικό χώρο. Το ποια ήταν η ακριβής διαδρομή, μένει να διαπιστωθεί από την αρχαιολογική έρευνα.
Κατανομή των Πρωτοελληνικών φύλων μεταξύ 2300-1900 π.Χ περίπου (από το βιβλίο του Δ.Ευαγγελίδη: “Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περί-Ελλαδικών Φυλών”, εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005)
Ένα δεύτερο τμήμα ακολούθησε διαφορετική πορεία, εγκαθιστάμενο στην ΝΔ Ιλλυρία, στην Δ. Μακεδονία, στην Ήπειρο και στην ΒΔ Θεσσαλία. Η έλευσή τους πρέπει να έγινε γύρω στο 2300 π.Χ. και σίγουρα όχι αργότερα από το 2100 π.Χ., καθώς η διαδικασία διαχωρισμού της πρωτοελληνικής γλώσσης σε διαλέκτους, οι οποίες εμφανίζονται το 1900 π.Χ. περίπου απαιτεί σίγουρα ένα διάστημα δύο αιώνων. Κατά την περίοδο αυτή Άβαντες εγκαθίστανται βορείως του Γράμμου και του Αώου, ενώ στις περιοχές Γράμμου, Αώου και Τύμφης βρίσκουμε φύλα που θα ομιλήσουν διαλέκτους της Βορειοδυτικής ομάδος (ή κατά άλλους Δυτικής). Ανατολικά τους έχουμε τα φύλα της λεγόμενης Κεντρικής διαλεκτικής ομάδος και νοτίως των Χασίων τους ομιλούντες διαλέκτους της Νοτίου ομάδος. Οι περαιτέρω διαφοροποιήσεις των Πρωτοελλήνων καθώς και οι ζυμώσεις μεταξύ τους, αλλά και με τους προελληνικούς πληθυσμούς θα οδηγήσουν κατά την περίοδο 1900-1150 π.Χ. στην γένεση των διαφορετικών ελληνικών φύλων της Μυκηναϊκής περιόδου. Η Βορειοδυτική ομάδα περιλαμβάνει τους Αιτωλούς, τους Λοκρούς, τους Φωκείς, τους Κεφαλλήνες, τους Μακεδνούς, τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς. Η Κεντρική διαχωρίζεται μετά το 1900 π.Χ. στην Αρκαδική και τις διαλέκτους των Πρωτο-Αιολικών φύλων των Αχαιών, Μινύων, Λαπίθων, Φλεγύων, Περραιβών και Αινιάνων. Η Νότια ομάδα αποτελείται από τους Πρωτο – Ίωνες και υπάρχουν τέλος και φύλα όπως οι Αθαμάνες, οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί οι οποίοι διαλεκτικά κατέχουν θέση ενδιάμεση των αιολοφώνων και των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, η οποία αντικατοπτρίζει και την γεωγραφική τους θέση μετά το 1900 π.Χ.
Γύρω στο 1900 π.Χ. ένα τμήμα ελληνικών πληθυσμών μετακινείται προς την Θεσσαλία και την Ν. Ελλάδα. Ένα άλλο κατευθύνεται νοτίως ακολουθώντας την οροσειρά της Πίνδου προς νότον και τους χερσαίους δρόμους που οδηγούν από την Ήπειρο προς την Δ. Στερεά Ελλάδα, ενώ κάποια άλλα φύλα καταλαμβάνουν τις εγκαταλειφθήσες πλέον περιοχές.
Οι Ίωνες που αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στην ΒΔ Θεσσαλία, νοτίως των Χασίων θα μετακινηθούν νοτιότερα και θα φτάσουν στην Δ. Λοκρίδα, στην Α. Στερεά, στην Πελοπόννησο στις περιοχές της Αργολίδος, της Κυνουρίας, της Αχαϊας, της Πισάτιδος και της Τριφυλίας. Επίσης θα εγκατασταθούν στην Αττική. Στις περιοχές εκτός της Αττικής θα υποκύψουν τελικά ή θα εκδιωχθούν από άλλα ελληνικά φύλα. Στην Αττική θα απορροφήσουν προϋπάρχοντες πληθυσμούς, γεγονός στο οποίο μάλλον οφείλονται και οι παραδόσεις περί καταγωγής τους από τους Πελασγούς και περί αυτοχθονίας. Το όνομά τους ετυμολογείται κατά πάσα πιθανότητα από την ρίζα is που σημαίνει ίαση και θεραπεία, αλλά και ορμή, δύναμη και βία. Οι τρεις τελευταίες λέξεις σχετίζονται σίγουρα με περιγραφές ορμητικών ποταμών οι οποίοι ονομάζονται Ίων, όπως α) ποταμός στην ΒΔ Θεσσαλία όπου και η αρχική κοιτίδα των Ιώνων β) ο Αλφειός ποταμός. Επίσης ο γενάρχης Ίων πιστευόταν πως έχει ταφεί στον αττικό δήμο του Ποταμού και οι προσφορές προς αυτόν ήταν παρόμοιες με αυτές προς ποταμούς.
Οι Αρκάδες των οποίων η φυλογένεση είχε ολοκληρωθεί πριν το 1900 π.Χ., όπως και των Ιώνων, θα μετακινηθούν από την Δ. Μακεδονία νοτιότερα προς την περιοχή των Αθαμανικών ορέων (Τζουμέρκα) και στην Κεντρική Στερεά, γύρω από και στην ενδοχώρα του Μαλιακού κόλπου, κατά μήκος του ρου του Σπερχειού. Η μυθολογικές παραδόσεις εντοπίζουν τους Αρκάδες στην Κ. Ελλάδα ως συμμάχους του Ηρακλέους, ενώ κάποιες από αυτές θεωρούν μητέρα του Αρκάδος την Θεμιστώ, κόρη του βασιλιά των Λαπίθων Υψέως και σύζυγο του Αθαμάνος. Στην συνέχεια συνεπικουρούμενοι από τους Αζάνες και το μη ελληνικό ινδοευρωπαϊκό φύλο των Λυκαόνων, θα εισβάλουν και θα κατακτήσουν την Αρκαδία. Το τμήμα των Αρκάδων που δεν θα κατέλθει προς την Πελοπόννησο, αλλά θα παραμείνει στην Αθαμανία θα αποτελέσει τους Αρκτάνες.
Οι Αχαιοί γύρω στο 1900 π.Χ. έφθασαν στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδος, όπου όπως προείπαμε επεβλήθησαν των Πρωτο-Αχαϊών, τους οποίους αφεμοίωσαν μαζί με ένα τμήμα Αθαμάνων. Κατά το 1600 π.Χ. μετανάστευσαν νοτιότερα, προς την Πελοπόννησο και εγκατεστάθησαν στην Αργολίδα. Από εκεί δύο αιώνες αργότερα τμήμα τους μετακινήθηκε στην Μεσσηνία, όπως φανερώνει και η διαλεκτική συγγένεια της γλώσσης των Πινακίδων της Πύλου με αυτή των Μυκηνών και της Κνωσσού. Αχαιοί της Μεσσηνίας κατέλαβαν την περιοχή της Τριφυλίας, της Ολυμπίας και της Πισάτιδος. Την πορεία των Αχαιών από την Ν. Θεσσαλία εώς την Πελοπόννησο φανερώνει και η ύπαρξη παραδόσεων για τον Νηλέα, τον Πέλοπα και τον Αγαμέμνονα κατά μήκος των περιοχών εξαπλώσεώς τους.
Οι Λαπίθες αρχικά κατοικούσαν στην Δ. Θεσσαλία στις υπώρειες της Πίνδου. Από εκεί θα μετακινηθούν στην Β.Θεσσαλιώτιδα, στην Πελασγιώτιδα, στην Ιστιαιώτιδα και την Περραιβία. Επίσης θα εγκατασταθούν και στη περιοχή του Σπερχειού. Τη παρουσία τους και στην Αττική μαρτυρεί η ύπαρξη πολλών παραδόσεων σχετικά με αυτούς. Είναι γνωστή η σχέση του Θησέα με τον βασιλιά των Λαπιθών Πειρίθου, ενώ ο ίδιος ο Θησέας αναφέρεται ως Λαπίθης από τον Ησίοδο. Αττικά γένη όπως οι Βουτάδες και οι Κορωνίδες έχουν επώνυμους γενάρχες τους Λαπίθες Βούτη και Κόρωνο. Ομάδες τους έφτασαν και στην Πελοπόννησο, όπως γίνεται αντιληπτό από την ύπαρξη του Λαπιθαίου όρους στην Λακωνία, των παραδόσεων για τον Κόρωνο και τον Έλατο στην Σικυώνα και την τοποθέτηση των Κενταύρων, αντιπάλων των Λαπιθών, εκτός από το Πήλιο και στο όρος Μαλέας. Οι Κένταυροι επίσης μνημονεύονται και ως κάτοικοι του όρους Φολόη στην Ηλεία, γεγονός που μαζί με την αναφορά για μετανάστευση του Λαπίθη Φόρβαντα από την Θεσσαλία στον Ώλονο στην Ήλιδα, φανερώνει την μετακίνηση Λαπιθών στην Πελοπόννησο.
Ένα άλλο αιολόφωνο φύλο το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στις μυθολογικές παραδόσεις είναι οι Μινύες. Το όνομά τους πιθανώς προέρχεται από μία ρίζα η οποία έχει δώσει λέξεις με την έννοια του μικρός και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Μινύες ονομάζονται σύμφωνα με κάποιες πηγές και οι Αργοναύτες. Στην Ιλιάδα αναφέρεται πως κατέχουν μέρος της Βοιωτίας με πόλεις όπως ο Ορχομενός και η Ασπληδών. Παράδοση του Ορχομενού που αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά του, μνημονεύει ως πρώτο οικιστή τον Ανδρέα, γιο του Πηνειού ποταμού. Αυτό το στοιχείο μαζί με την ύπαρξη τοπονυμίων όπως Ορχομενός, Μινύα και Άλμων (κώμη του βοιωτικού Ορχομενού) στην ΒΑ Θεσσαλία, σε περιοχή που διασχίζει ο Πηνειός, συνηγορεί στην άποψη περί μετακινήσεως Μινύων από την Θεσσαλία στην Βοιωτία πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Τμήματα Μινύων πρέπει να εγκατεστάθησαν και σε περιοχές της Πελοποννήσου όπως φανερώνουν οι αναφορές για τον γάμο του Νηλέως, βασιλέως της Πύλου ο οποίος επίσης καταγόταν από την Θεσσαλία, με την Χλωρίδα, κόρη του Μινύος βασιλέως του βοιωτικού Ορχομενού, Αμφίωνος, αλλά και ο Μινυήιος ποταμός στην Τριφυλία, που αναφέρεται από τον Όμηρο.
Τα φύλα των Βοιωτών και των Θεσσαλών πριν κατοικήσουν κατά τους ιστορικούς χρόνους στις περιοχές που μέχρι και σήμερα φέρουν το όνομά τους, ήταν εγκατεστημένα σε κάποιες περιοχές της Πίνδου, μεταξύ της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι μεν Βοιωτοί στο Βόιον όρος, από όπου στην συνέχεια μετακινήθηκαν στην Θεσσαλία, στην περιοχή της Άρνης, από όπου αργότερα συμφώνως με τον Θουκυδίδη θα εκτοπιστούν μετά τα Τρωϊκά από τους Θεσσαλούς, για να βρεθούν στην περιοχή που ονομάστηκε από αυτούς Βοιωτία. Οι Θεσσαλοί κατά τον Ηρόδοτο εισέβαλαν στην Θεσσαλία προερχόμενοι από την περιοχή της Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα από την Θεσπρωτία.
(Τα ελληνικά φύλα γύρω στο τέλος του 13 π.Χ. αιώνος)
Από τα φύλα της Βορειοδυτικής διαλεκτικής ομάδος, οι Λοκροί φαίνεται να έχουν μετακινηθεί στην Λοκρίδα πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, γεγονός που αντανακλάται και από τις παραδόσεις που ανάγουν την καταγωγή των αριστοκρατικών γενών τους σε ήρωες της Μυκηναϊκής περιόδου. Την σύνδεσή τους με την περιοχή της Πίνδου υποστηρίζει και η συνωνυμία του Λοκρού Αίαντος με τον ποταμό της Ηπείρου που είναι γνωστός και ως Αώος. Άλλα φύλα της ίδιας ομάδος που μετακινήθηκαν νοτιότερα ήταν οι Φωκείς, οι Κεφαλλήνες και οι Αιτωλοί. Ο ήρωας των Κεφαλλήνων Οδυσσέας παρουσιάζεται μάλιστα να ηγείται των Θεσπρωτών σε συγκρούσεις με τους Βρύγες στην Ήπειρο.
Όσον αφορά το φύλο των Δωριέων που μαζί με τους Ίωνες, τους Αχαιούς, τους Αιολείς αποτελούσαν μία από τις κύριες φυλετικές υποδιαιρέσεις των Ελλήνων των ιστορικών χρόνων, φαίνεται πως σχηματίστηκε κατά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, στην Στερεά Ελλάδα, από την συνένωση Μακεδνών και άλλων φύλων της περιοχής που ονομάζεται Δωρίδα (στο βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Φωκίδος) και από την οποία πήρε το όνομά του και το νέο φύλο. Οι Δωριείς κατά τον Ηρόδοτο κατοικούσαν παλαιότερα, κατά την εποχή του Δώρου στην Φθιώτιδα. Στην συνέχεια μετοίκησαν στην ΒΑ Θεσσαλία, μεταξύ Ολύμπου και Όσσης, στη περιοχή της Ιστιαιώτιδος (εδώ λανθάνει καθώς η περιοχή αυτή προσδιόριζε την ιστορική Περραιβία), από όπου εκδιώχθησαν από τους Καδμείους προς την περιοχή της Πίνδου. Εκεί κατοίκησαν με το όνομα Μακεδνοί. O N. Hammond ταυτίζει τους Μακεδνούς/Δωριείς με τους φορείς του πολιτισμού Κουργκάν και καταληψίες των περιοχών του Τσαγκλίου (Φθιώτιδα) και Σέσκλου (σημερινή Μαγνησία, πλησίον του Βόλου) κατά την Μεσοελλαδική περίοδο (2100-1550 π.Χ.). Η διαδρομή λοιπόν που ακολουθήθηκε από τους προγόνους των μετέπειτα Δωριέων μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Ήπειρος, περιοχή Πίνδου – ΝΑ Θεσσαλία (Φθιώτιδα) – ΒΑ Θεσσαλία (Περραιβία) – Πίνδος/Λάκμος – Κ. Στερεά (Δωρίδα). Στο βόρειο τμήμα της Θεσσαλίας (Ιστιαιώτιδα) ή στη Στερεά Ελλάδα, τοποθετούν τους Δωριείς και οι μυθολογικές παραδόσεις, συμφώνως προς τις οποίες, συγκρούστηκαν με τους Λαπίθες την εποχή που βασιλιάς και νομοθέτης τους ήταν ο Αιγίμιος γιος του Δώρου. Προς βοήθειά τους προσέτρεξε τότε ο Ηρακλής, ο οποίος σύμφωνα με κάποιες πηγές επικεφαλής Αρκάδων, συνέτριψε τους Λαπίθες.
Το φύλο των Μολοσσών το οποίο κυριαρχούσε στην Ήπειρο των ιστορικών χρόνων, κατά τον N. Hammond αποτελούσε τμήμα του λεγόμενου λαού Ποροντίν, το οποίο μετακινήθηκε από την περιοχή της Πελαγονίας προς την Ήπειρο, διασχίζοντας την οροσειρά της Πίνδου. Παραλλήλως προς τους Μακεδνούς οι οποίοι κατέρχονταν από την Πίνδο προς την Κ. Στερεά, μετακινήθηκαν και τμήματα Μολοσσών προς τα νότια. Αυτό γίνεται φανερό από την ύπαρξη ομοίων ή παρομοίων ονομάτων σε Ήπειρο και Αττική ή Πελοπόννησο. Στην Αττική συναντούμε τον ήρωα Αφείδα και το γένος των Αφειδαντιδών, ενώ στην Ήπειρο έχουμε τους Αφείδαντες, μία υποδιαίρεση των Μολοσσών. Ο ήρωας Αφείδας λατρευόταν επίσης στην αρκαδική Τεγέα, ενώ το όνομα Αφείδαντες φέρει και ένας δήμος της. Τα ονόματα Άλκων, Φιλαίας και Μούνιχος παρατηρούνται τόσο στην Αττική όσο και στην Ήπειρο. Μάλιστα το όνομα Φιλαίας σχετίζεται ετυμολογικώς με αυτό του Αίαντος, όνομα που έφερε ο Αώος, γύρω από τον οποίο κατοικούσαν προγενέστερα οι Μολοσσοί. Τέλος την περίοδο αυτή, δηλαδή πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, φαίνεται να έχουν σχηματιστεί ως φύλο και οι Θεσπρωτοί. Παραδόσεις μάλιστα τους παρουσιάζουν να κατοικούν από τα παράλια της Ηπείρου εως και τα όρια μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας, οπού συνόρευαν με τους Βρύγες. Στις συγκρούσεις εναντίον των Βρυγών όπως προαναφέρθηκε, επικεφαλής τους τέθηκε κάποια στιγμή ο Οδυσσέας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, πως σε γενικές γραμμές αυτό είναι το περίγραμμα των μετακινήσεων των Ινδοευρωπαϊκών ομάδων – από τις οποίες θα προκύψουν αργότερα τα ελληνικά φύλα – από την Ποντική-Κασπική περιοχή μέχρι το νότιο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου. Οι ομάδες αυτές ήταν οι φορείς παραδόσεων και θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων, οι οποίες απετέλεσαν και τον πυρήνα του φαινομένου της Μυκηναϊκής και Αρχαϊκής Ελλάδος με τους μύθους και το ήθος τους. Αυτές οι παραδόσεις καθώς προέρχονται από το αρχικό πρωτοινδοευρωπαϊκό στοιχείο, συναντώνται σε όλο το εύρος εγκαταστάσεως των παρακλαδιών του, από την Ιρλανδία εως την Κ. Ασία και την Ινδία όπου και κατοίκησαν οι λαοί αυτοί. Χαρακτηριστική είναι η τριμερής και ιεραρχική διαίρεση της κοινωνίας σε πολιτική-μαγικοθρησκευτική, πολεμική και παραγωγική λειτουργία, η οποία μελετήθηκε και αναλύθηκε από τον Ζωρζ Ντυμεζίλ ή η ανάδειξη της αλήθειας και της δικαιοσύνης σε θρησκευτικές έννοιες καθώς και η επιδίωξη της δόξης μέσω κατορθωμάτων. Φυσικά οι παραδόσεις αυτές δεν διατηρήθηκαν παντού με την ίδια μορφή καθώς οι ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί αναμειγνύονταν και αφομοίωναν στοιχεία των προηγούμενων πληθυσμιακών ομάδων των περιοχών στις οποίες εγκαθίσταντο.
ΠΗΓΕΣ
J. P. Mallory “In Search of the Indo-Europeans: Language, Archaeology and Myth. London: Thames & Hudson” (1989)
Mallory, J.P.; Douglas Q. Adams (1997). Encyclopedia of Indo-European Culture. London: Fitzroy Dearborn Publishers
Δ.Ευαγγελίδης: “Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και Περί-Ελλαδικών Φύλων”, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005
“Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” Τόμος Ά, Εκδοτική Αθηνών
Jean Haudry “Ινδοευρωπαίοι” Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα
N.G.L. Hammond, G.T. Griffith “Ιστορία της Μακεδονίας” Τόμος Ά, Μαλλιάρης Παιδεία
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΑ