“Κάποτε θα γίνω και εγώ γιαγιά, έτσι θα είναι και εμένα η ζωή μου τότε”, σκέφτηκε η 17χρονη κοπέλα.
Έξι δεκαετίες μετά, η άλλοτε 17χρονη είναι πλέον 77 ετών και έχει γίνει και αυτή γιαγιά. Η πολυκατοικία στην οποία ζει έχει αυλή, όμως δεν έχει λουλούδια και γιασεμιά αλλά αποτελεί προθάλαμο για το πάρκινγκ των αυτοκινήτων. Έξω από το σπίτι δεν θα μπορούσε να καθήσει ούτε για 10 λεπτά, καθώς δεν αντέχει στην ηλικία της τον καύσωνα που δημιουργεί το πυρακτωμένο μπετόν σε συνδυασμό με το νέφος και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Στο σπίτι οι επισκέψεις είναι ελάχιστες και σπάνιες. Η τηλεόραση δεν δείχνει πια ειδήσεις, μονάχα κουτσομπολιά για κάτι ξεβράκωτες που τις αποκαλούν “τραγουδίστριες” και ανάμεσα σε αυτά κάποια πράγματα που χρησιμοποιούν περίεργες λέξεις που η γιαγιά δεν καταλαβαίνει. Όταν εκείνη πήγαινε σχολείο, στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών της έκτης δημοτικού τα κείμενα τα διάβαζαν από το πρωτότυπο, ενώ τις σχολικές εργασίες τους τις έγραφαν στην καθαρεύουσα. Η γιαγιά ξέρει εκατοντάδες Ελληνικές λέξεις που δεν τις ακούει ποτέ στην τηλεόραση, ακούει όμως νέες παράξενες λέξεις και έννοιες όπως “πολυπολιτισμικότητα” , “αντιρατσισμός” και “ανθρώπινα δικαιώματα” που αντίθετα με τα σημερινά σχολεία, εκείνη την εποχή δεν διδάσκονταν τέτοια πράγματα και ούτε υπήρχαν στην παράδοση και τον πολιτισμό που είχε διδαχθεί από τις δικές της γιαγιάδες. Έτσι όταν ακούει στην τηλεόραση αυτές τις νέες, άγνωστες λέξεις, αναρωτιέται για το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν.
Ήταν Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012 απόγευμα. Η γιαγιά νιώθει μόνη και η τηλεόραση δείχνει μονάχα Τουρκικά σήριαλ που έχει βαρεθεί να τα βλέπει. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να βρει έναν ζωντανό άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί του , που να μιλάει Ελληνικά και όχι Τουρκικά. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να είχε και εκείνη την ίδια ζωή με τις γιαγιάδες που έβλεπε μικρή , που έκαναν επισκέψεις η μια στην άλλη τα απογεύματα του Αυγούστου. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να χτυπήσει κάποιος την πόρτα και να την επισκεφθεί και να του ανοίξει γεμάτη χαρά και να τον κεράσει τα γλυκά όπως είχε μάθει από τα παιδικά της χρόνια ότι κάνουν οι γιαγιάδες.
Και εκείνη την στιγμή η πόρτα χτυπάει. Η γιαγιά δίχως να το καλοσκεφθεί ανοίγει την πόρτα γεμάτη χαμόγελο.
Ξαφνικά νιώθει ένα χέρι να σφίγγεται στον λαιμό της και να την πνίγει. Βλέπει μπροστά της κάποιους μαυριδερούς αγνώστους , ο ένας της πιάνει και τα δύο χέρια μαζί και τα σφίγγει και ο άλλος της φράζει με δύναμη το στόμα. Ένας τρίτος κρατά πάνω του σκοινί.
Την σπρώχνουν σε μια καρέκλα και την δένουν σφιχτά. Κάποιος της δένει όλο της το πρόσωπο και την μυτη με πανί, τόσο σφιχτά που δεν μπορεί να ανασάνει.
Αρχίζουν και ψάχνουν το σπίτι κάνοντάς το άνω κάτω. Συρτάρια, ντουλάπια, κρεβάτια… Η γιαγιά προσπαθεί να τους μιλήσει για να τους πει ότι δεν μπορεί να πάρει αέρα, και να τους παρακαλέσει να της δέσουν μονάχα το στόμα αλλά να αφήσουν την μύτη ελεύθερη για να αναπνέει. “Άνθρωποι είναι και αυτοί και αν τους παρακαλέσω θα με λυπηθούν”, σκέφτεται. Μάταια. Οι άγνωστοι δεν μιλούν Ελληνικά και δεν ενδιαφέρονται για το τι έχει να τους πει. Κάθε φορά που προσπαθεί να τους μιλήσει, αυτοί την κλοτσούν και την χτυπούν στο πρόσωπο.
Βρίσκουν και παίρνουν τα 100 Ευρώ που έμειναν από την σύνταξή της και φεύγουν τρέχοντας αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.
Η ίδια πνίγεται και δεν μπορεί να ανασάνει. Νιώθει σιγά σιγά να σβήνει. Σκέφτεται τα παιδικά και νεανικά της χρόνια και θυμάται ότι αυτοί που τότε κατοικούσαν την Ελλάδα είχαν στον πολιτισμό τους το στοιχείο να σέβονται τους ηλικιωμένους και να τους βοηθούν… Στο μυαλό της έρχονται στιγμές από ολόκληρη την ζωή της. 77 χρόνια ζωής σβήνουν μονάχα μέσα σε λίγα λεπτά, μονάχα για 100 Ευρώ. Σκέφτεται ότι στην ζωή της ποτέ δεν είχε κάνει κάτι κακό και δεν είχε πειράξει κανέναν και αναρωτιέται το γιατί θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο τέλος. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της και συνεχίζει να σκέφτεται ότι πριν πεθάνει θα ήθελε να γνωρίζει απλώς και μόνο αυτό “το γιατί”. Τότε έρχονται στο μυαλό της οι λέξεις που είχε ακούσει στην τηλεόραση: “Αντιρατσισμός”, “πολυπολιτισμικότητα”, “ανθρώπινα δικαιώματα”. Το βρήκε αυτό “το γιατί”. Τώρα πια κατάλαβε τι σήμαιναν αυτές οι παράξενες λέξεις.
“Πολυπολιτισμικότητα” σημαίνει όταν γεράσεις και ακούσεις την πόρτα σου να χτυπάει, να είναι εντελώς αδύνατον να προβλέψεις το ποιάς εθνικότητος, φυλής, χρώματος και θρησκείας θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος που σου ζητά να του ανοίξεις.
“Αντιρατσισμός” σημαίνει να μην σε ενδιαφέρει ποια είναι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα και να μην έχεις και κάποια συγκεκριμένη προτίμηση… Από οποιαδήποτε από τις 154 διαφορετικές χώρες της γης που έχουν εποικίσει την Ελλάδα και αν προέρχεται ο δολοφόνος , την στιγμή που σε δολοφονεί σου φαίνεται ακριβώς το ίδιο…
Και “ανθρώπινα δικαιώματα” σημαίνει όχι απλώς το να μην έχει το δικαίωμα να βγεις έξω από το σπίτι σου, αλλά και το να μην έχεις δικαίωμα ούτε να μείνεις μέσα και να ανοίγεις την πόρτα… Και τελικά να μην έχεις ούτε το δικαίωμα να μην την ανοίξεις, καθώς και πάλι θα την σπάσουνε και θα μπούνε.
Καθώς κανείς δεν έχει ακόμα συλληφθεί κατά μια έννοια είναι άγνωστο ποιας εθνκότητος ήταν οι δράστες. Είτε προέρχονται από τις ζούγκλες της Αφρικής , είτε από τα δάση της Νέας Γουϊνέας, είτε από φυλές φανατικών ισλαμιστών του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, είτε ήταν πειρατές στην Σομαλία, είτε δραπέτες των φυλακών οποιασδήποτε χώρας των Βαλκανίων που επέλεξαν να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα καθώς είναι γνωστό στους κύκλους τους ότι “στην Ελλάδα μπορείς να κλέβεις και να ληστεύεις όσο θέλεις και ό,τι θέλεις και αν σε πιάσουν σε αφήνουν ελεύθερο αμέσως δίχως ποτέ να σε απελάσουν”, είτε αποτελούσαν μέλη της γνωστής “ευαίσθητης και ευπαθούς κοινωνικής ομάδος Ρομά”, το βέβαιο είναι ένα:
Αυτοί που χτύπησαν την πόρτα της 77χρονης ήταν “ο αντιρατσισμός”, η “πολυπολιτισμικότητα” και τα “ανθρώπινα δικαιώματα”. Και όποιος τους ανοίγει την πόρτα είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα καταλήξει να έχει τραγικό τέλος, ανεξάρτητα με το εάν αυτός που την ανοίγει είναι μια 77χρονη γιαγιά, το Ελληνικό κράτος, είτε ολόκληρη η Ευρώπη…
Ας ξανακλείσουμε την πόρτα όσο προλαβαίνουμε..
Όσο για το τέλος της ιστορίας με την γιαγιά… γύρω στις 8 το βράδυ κάποιος γείτονας που είδε τις πόρτες του διαμερίσματός της ορθάνοιχτες μπήκε να δει τι συμβαίνει και ανακάλυψε το πτώμα. Την επόμενη ημέρα η συγκεκριμένη είδησις καταλάμβανε μόλις 6 γραμμές στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων (Δείτε την εδώ). Αντιθέτως ολόκληρες σελίδες μιλούσαν για “τον κίνδυνο που διέρχεται η κοινωνία μας από τις ρατσιστικές επιθέσεις Ελλήνων εναντίον αλλοδαπών”, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχει μια τέτοια επίθεση ούτε για δείγμα!
Καλό ταξίδι γιαγιά. Εκεί που πας τουλάχιστον δεν θα φοβάσαι πια, καθώς “πολυπολιτισμός” και “αντιρατσισμός” εκεί δεν υπάρχουν. Και δεν θα είσαι πια μόνη. Εκεί που πας θα έχεις παρέα τους υπόλοιπους εκατοντάδες ανυπεράσπιστους ηλικιωμένους Έλληνες που δολοφονήθηκαν τα τελευταία χρόνια μέσα στα σπίτια τους, και θα έρχονται συνεχώς ολοένα και περισσότεροι…Και εάν δεν προλάβουμε εμείς να κλείσουμε το συντομότερο την πόρτα, σε λίγο θα έχεις παρέα και την ίδια την Ελλάδα, την Ελλάδα που τους άνοιξε την πόρτα όπως και εσύ. Νεκρή και δολοφονημένη όπως και εσύ, σβησμένη από τον χάρτη.