Η αυριανή ημέρα συμπίπτει με μια πολύ σημαντική εθνική επέτειο, μια επέτειο την οποίαν το σύγχρονο ελλαδικό κράτος – που αποδεικνύεται καθημερινά όλο και περισσότερο ανθελληνικό ως προς την ουσία της πολιτικής του – κρατά σκοπίμως υποτιμημένη. Πρόκειται για την επέτειο θανάτου του Παύλου Μελά, η οποία συμβολικώς επεκράτησε να τιμάται ως ημέρα μνήμης του Μακεδονικού Αγώνος, του οποίου ο Παύλος Μελάς υπήρξε πρωτεργάτης και πρωταγωνιστής.
Ας θυμηθούμε τα γεγονότα εν συντομίᾳ: την 13η Οκτωβρίου του 1904 , κατόπιν μάχης που διεξήχθη στην Στάτιστα των Κορεστίων, στην Δυτική Μακεδονία, μια τουρκική σφαίρα πληγώνει θανάσιμα τον Παύλο Μελά. Ο νεαρός εκείνος αξιωματικός καταγόταν από ιδιαίτερα ευκατάστατη και διακεκριμένη οικογένεια. Ο άνδρας αυτός είχε το θάρρος να πάρει μια γενναία απόφαση, να εγκαταλείψει την ασφάλεια ενός άνετου αστικού βίου στην Αθήνα όπου ζούσε με την γυναίκα και τα παιδιά του και να περάσει στη τουρκοκρατούμενη, τότε, Μακεδονία, με σκοπό να βοηθήσει στην οργάνωση της αντιστάσεως του Ελληνισμού κατά των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων που είχαν διεισδύσει και οι οποίες, τρομοκρατώντας το ελληνικό στοιχείο, επεδίωκαν τον βίαιο εκβουλγαρισμό του. Το μεγαλείο της θυσίας του Μελά έγκειται στην ίδια την απόφασή του· άφησε δηλαδή οικογένεια, καριέρα, πλούτη και ανέσεις εξ ενός αγνού, ανιδιοτελούς αισθήματος φιλοπατρίας και της συναισθήσεως του καθήκοντος προς την Πατρίδα. Έτσι ο Παύλος Μελάς συνειδητώς υπέβαλε τον εαυτόν του σε μια περιπέτεια εξ αρχής αβέβαιη ως προς την έκβασή της και η οποία τελικά του στοίχισε τη ζωή, του χάρισε όμως την αιώνια δόξα, αφού ο θάνατός του συγκίνησε βαθιά τους Έλληνες, κινητοποίησε δυνάμεις του Ελληνισμού που ως τότε παρέμεναν ανενεργές, λειτουργώντας ως πραγματικός καταλύτης για την τότε αφύπνιση του Ελληνισμού, που με τους αγώνες του κατάφερε να κρατήσει την Μακεδονία Ελληνική. Έγινε έτσι ο Παύλος Μελάς ένα πανεθνικό σύμβολο που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας, της Μακεδονίας μας που δεν έχει πάψει να απειλείται.
Τι ήταν με λίγα λόγια ο Μακεδονικός Αγώνας:
Επρόκειτο για μια ένοπλη αντιπαράθεση η οποία διεξήχθη στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνος μεταξύ κυρίως Βουλγάρων και Ελλήνων και διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908). Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ ολόκληρο τον χώρο της σημερινής Μακεδονίας.
Πώς ξεκίνησε η αντιπαράθεση;
Ας θυμηθούμε τα γεγονότα εν συντομίᾳ: την 13η Οκτωβρίου του 1904 , κατόπιν μάχης που διεξήχθη στην Στάτιστα των Κορεστίων, στην Δυτική Μακεδονία, μια τουρκική σφαίρα πληγώνει θανάσιμα τον Παύλο Μελά. Ο νεαρός εκείνος αξιωματικός καταγόταν από ιδιαίτερα ευκατάστατη και διακεκριμένη οικογένεια. Ο άνδρας αυτός είχε το θάρρος να πάρει μια γενναία απόφαση, να εγκαταλείψει την ασφάλεια ενός άνετου αστικού βίου στην Αθήνα όπου ζούσε με την γυναίκα και τα παιδιά του και να περάσει στη τουρκοκρατούμενη, τότε, Μακεδονία, με σκοπό να βοηθήσει στην οργάνωση της αντιστάσεως του Ελληνισμού κατά των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων που είχαν διεισδύσει και οι οποίες, τρομοκρατώντας το ελληνικό στοιχείο, επεδίωκαν τον βίαιο εκβουλγαρισμό του. Το μεγαλείο της θυσίας του Μελά έγκειται στην ίδια την απόφασή του· άφησε δηλαδή οικογένεια, καριέρα, πλούτη και ανέσεις εξ ενός αγνού, ανιδιοτελούς αισθήματος φιλοπατρίας και της συναισθήσεως του καθήκοντος προς την Πατρίδα. Έτσι ο Παύλος Μελάς συνειδητώς υπέβαλε τον εαυτόν του σε μια περιπέτεια εξ αρχής αβέβαιη ως προς την έκβασή της και η οποία τελικά του στοίχισε τη ζωή, του χάρισε όμως την αιώνια δόξα, αφού ο θάνατός του συγκίνησε βαθιά τους Έλληνες, κινητοποίησε δυνάμεις του Ελληνισμού που ως τότε παρέμεναν ανενεργές, λειτουργώντας ως πραγματικός καταλύτης για την τότε αφύπνιση του Ελληνισμού, που με τους αγώνες του κατάφερε να κρατήσει την Μακεδονία Ελληνική. Έγινε έτσι ο Παύλος Μελάς ένα πανεθνικό σύμβολο που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας, της Μακεδονίας μας που δεν έχει πάψει να απειλείται.
Τι ήταν με λίγα λόγια ο Μακεδονικός Αγώνας:
Επρόκειτο για μια ένοπλη αντιπαράθεση η οποία διεξήχθη στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνος μεταξύ κυρίως Βουλγάρων και Ελλήνων και διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908). Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ ολόκληρο τον χώρο της σημερινής Μακεδονίας.
Πώς ξεκίνησε η αντιπαράθεση;
Το 1893 ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη η οργάνωση Ε.Μ.Ε.Ο (Ι.Μ.R.Ο.) με επίσημο σκοπό τον συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αυτή αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του “Μακεδονικού λαού” χωρίς τάχα εθνικές ή θρησκευτικές διακρίσεις. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για μία Βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφό πρόγραμμα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με την Βουλγαρία, που ήταν ο πραγματικός της σκοπός. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε σχεδιασθεί προσεκτικά, ώστε σταδιακώς να κλιμακωθεί, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) Εκκλησία αντί σε εκκλησίες οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη την Μακεδονία πολυάριθμες εξαρχικές εκκλησίες. Εκεί ο εκκλησιασμός γίνονταν στην βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα ήταν βουλγαρικά.
Σε δεύτερη φάση η ΕΜΕΟ, που ήταν γνωστή ως «Κομιτάτο», άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία, στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν την βουλγαρική γλώσσα, ώστε με την κατάλληλη κατήχηση να διαμορφωθεί αναλόγως η εθνική τους συνείδηση. Η δράση του Κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (οι λεγόμενοι κομιτατζήδες) άρχισαν να τρομοκρατούν και συχνά να δολοφονούν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες αλλά και απλούς πολίτες που αντιστέκονταν.
Αυτά τα γεγονότα αφύπνισαν την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας στην περιοχή της Καστοριάς και της Φλώρινας, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ακολούθησαν αποστολές Ελληνικών ενόπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στην Μακεδονία, οι οποίες όμως πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνιο συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
Υπό τις συνθήκες εκείνες πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί, προσφέρθηκαν εθελοντικά να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επί κεφαλής ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων που συγκροτήθηκαν με σκοπό την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Τον αγώνα στο πολιτικό και οργανωτικό του σκέλος συντόνισαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως: ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδος στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα. Στο ένοπλο σκέλος σημαντικοί Μακεδονομάχοι ανεδείχθησαν οι Τέλλος Άγρας, Γεώργιος Μόδης, Γκόνος Γιώτας, Κώττας Χρήστου, Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, Κωνσταντίνος Γαρέφης κ.ά.
Από τον Σεπτέμβριο του 1904 με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά και ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει. Στις μνήμες των περισσοτέρων νεοελλήνων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Τα Μυστικά του Βάλτου», με τις οποίες μεγάλωσαν συναπτές γενεές Ελλήνων.
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ώς το 1908, οδηγώντας σε ναυάγιο τα σχέδια για βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Η φάση αυτή της αντιπαραθέσεως Ελλήνων και Βουλγάρων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία διακόπηκε παροδικά με την επικράτηση των Νεοτούρκων, λαμβάνοντας όμως νέα μορφή, με την ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση των βαλκανικών πολέμων λίγα χρόνια αργότερα.
Το μεγαλείο του Μακεδονικού Αγώνος έγκειται στην δυσκολία του εγχειρήματος, που υπό τις σημερινές συνθήκες είναι δύσκολο να αντιληφθούμε. Σε μιαν εποχή κατά την οποία το επίσημο ελληνικό κράτος ήταν αρκετά αποδυναμωμένο, καθώς ήταν πρόσφατη η ατυχής κατάληξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, και δεν μπορούσε να αναμιχθεί ανοιχτά, σε μιαν εποχή κατά την οποία σε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας υπήρχαν έντονες εθνογλωσσικές αντιθέσεις και η συνείδηση τμήματος του πληθυσμού ήταν αρκετά ρευστή, σε μια τέτοια λοιπόν εποχή πλήθος εθελοντών από κάθε γωνιά της Ελλάδος, υπό την ιδεολογική και οργανωτική καθοδήγηση λαμπρών Ελλήνων διανοουμένων, με τον φλογερό πατριώτη Ίωνα Δραγούμη ως την πλέον εξέχουσα μορφή, κατάφεραν να συνεργασθούν με τα πιο δυναμικά στοιχεία των ντόπιων Ελλήνων πατριωτών της Μακεδονίας, επιτυγχάνοντας να οργανώσουν την αντίσταση απέναντι στην τρομοκρατία των κομιτατζήδων, έχοντας παράλληλα απέναντί τους και τις τουρκικές αρχές, οι οποίες εφήρμοζαν την πονηρή τακτική του διαίρει και βασίλευε – αλλά και τις αντιξοότητες των βάλτων του Μακεδονικού τοπίου που απετέλεσε το κυρίως θέατρο συγκρούσεων.
Βεβαίως στην πραγματικότητα ο Μακεδονικός Αγώνας των ετών 1904-08 δεν ήταν παρά μια σύντομη αλλά καθοριστική φάση της ιστορικής εξελίξεως του λεγομένου Μακεδονικού Ζητήματος, του προβλήματος δηλαδή της διανομής (μεταξύ των βαλκανικών λαών) των εδαφών της ώς τότε υπό Οθωμανική διοίκηση Μακεδονίας, εν όψει της διαφαινομένης διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και οι βαλκανικοί πόλεμοι που ακολούθησαν λίγα χρόνια μετά και εν συνεχείᾳ και ο Α΄ και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος οριστικοποίησαν το σημερινό εδαφικό καθεστώς της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορικής και γεωγραφικής Μακεδονίας περιελήφθη εν τέλει στο Ελληνικό κράτος, κατοικούμενο μάλιστα, μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Βουλγαρίας, αποκλειστικά από εθνικώς ελληνικά στοιχεία, λίγο μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου και πολύ οξύτερα στο πρόσφατο παρελθόν, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια νέα πτυχή του Μακεδονικού Ζητήματος ήλθε ξανά στην επιφάνεια με ιδιαίτερη οξύτητα. Ως ιστορικοί κληρονόμοι των άλλοτε βουλγαροκομιτατζήδων εμφανίστηκαν κάποιοι ψευδο-μακεδόνες, οι σκοπιανοί, πλαστογραφώντας με τον χειρότερο τρόπο την ιστορία, διεκδικώντας χωρίς κανένα ιστορικό, γλωσσικό ή εθνολογικό έρεισμα την ιστορική ταυτότητα των αρχαίων Μακεδόνων που, ως γνωστόν, ήσαν όχι απλώς ένα κομμάτι αλλ᾿ ακρογωνιαίος λίθος και πυλώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου, επί των οποίων είναι αδιανόητον και πέραν ακόμη και γελοιότητος να εγείρονται εθνολογικές αξιώσεις από τα κύματα των Σλάβων που εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ.!
Σήμερα οι σκοπιανοί ψευδο-μακεδόνες, διαθέτοντας εμφανώς ισχυρή διπλωματική στήριξη από μεγάλες δυνάμεις (π.χ. ΗΠΑ) καθώς και από σκοτεινούς συνωμοτικούς χρηματοδότες (π.χ. Σόρος), επιμένουν να αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας, να πλαστογραφούν τερατωδώς την ιστορία, να καπηλεύονται προκλητικά την ελληνική ιστορική ταυτότητα της Μακεδονίας και να απεργάζονται εμφανώς την αναθεώρηση του εδαφικού status quo. Μπροστά στις εντεινόμενες αυτές προκλήσεις απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση απ’ όλους τους Έλληνες, προκειμένου να αποτραπούν μελλοντικά δεινά. Οι πάντοτε επίκαιρες ιδέες του Δραγούμη και προ πάντων ο αγώνας του Παύλου Μελά και των άλλων Μακεδονομάχων δείχνουν τον Δρόμον του εθνικού καθήκοντος, όσες δυσκολίες και θυσίες και αν συνεπάγεται αυτός. Ας θυμηθούμε όλοι ότι ο Παύλος Μελάς θα μπορούσε τότε να είχε επιλέξει τον εύκολο δρόμο, τον δρόμο του εφησυχασμού και της επαναπαύσεως, θα μπορούσε να συνεχίσει να περιφέρεται στους κοσμικούς κύκλους των Αθηνών, στις αστικές δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες του κύκλου του. Προτίμησε όμως τον δύσκολο, τον ηρωικό και συνάμα μαρτυρικό δρόμο, τον δρόμο του Καθήκοντος. Για να έλθουμε στο σήμερα, εγκυμονεί μεγάλον κίνδυνο η αδιαφορία και ο εφησυχασμός σε μιαν εποχή που γκρίζα σύννεφα έχουν πυκνώσει απειλητικά, σκιάζοντας την ανεξαρτησία της Ελλάδος ένδοθεν και έξωθεν, απειλώντας ακόμα ίσως και την εδαφική της ακεραιτότητα αλλά και αυτήν καθ᾿ αυτήν την ύπαρξή της.
Αυτά τα γεγονότα αφύπνισαν την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας στην περιοχή της Καστοριάς και της Φλώρινας, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ακολούθησαν αποστολές Ελληνικών ενόπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στην Μακεδονία, οι οποίες όμως πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνιο συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
Υπό τις συνθήκες εκείνες πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί, προσφέρθηκαν εθελοντικά να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επί κεφαλής ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων που συγκροτήθηκαν με σκοπό την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Τον αγώνα στο πολιτικό και οργανωτικό του σκέλος συντόνισαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως: ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδος στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα. Στο ένοπλο σκέλος σημαντικοί Μακεδονομάχοι ανεδείχθησαν οι Τέλλος Άγρας, Γεώργιος Μόδης, Γκόνος Γιώτας, Κώττας Χρήστου, Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, Κωνσταντίνος Γαρέφης κ.ά.
Από τον Σεπτέμβριο του 1904 με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά και ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει. Στις μνήμες των περισσοτέρων νεοελλήνων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Τα Μυστικά του Βάλτου», με τις οποίες μεγάλωσαν συναπτές γενεές Ελλήνων.
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ώς το 1908, οδηγώντας σε ναυάγιο τα σχέδια για βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Η φάση αυτή της αντιπαραθέσεως Ελλήνων και Βουλγάρων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία διακόπηκε παροδικά με την επικράτηση των Νεοτούρκων, λαμβάνοντας όμως νέα μορφή, με την ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση των βαλκανικών πολέμων λίγα χρόνια αργότερα.
Το μεγαλείο του Μακεδονικού Αγώνος έγκειται στην δυσκολία του εγχειρήματος, που υπό τις σημερινές συνθήκες είναι δύσκολο να αντιληφθούμε. Σε μιαν εποχή κατά την οποία το επίσημο ελληνικό κράτος ήταν αρκετά αποδυναμωμένο, καθώς ήταν πρόσφατη η ατυχής κατάληξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, και δεν μπορούσε να αναμιχθεί ανοιχτά, σε μιαν εποχή κατά την οποία σε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας υπήρχαν έντονες εθνογλωσσικές αντιθέσεις και η συνείδηση τμήματος του πληθυσμού ήταν αρκετά ρευστή, σε μια τέτοια λοιπόν εποχή πλήθος εθελοντών από κάθε γωνιά της Ελλάδος, υπό την ιδεολογική και οργανωτική καθοδήγηση λαμπρών Ελλήνων διανοουμένων, με τον φλογερό πατριώτη Ίωνα Δραγούμη ως την πλέον εξέχουσα μορφή, κατάφεραν να συνεργασθούν με τα πιο δυναμικά στοιχεία των ντόπιων Ελλήνων πατριωτών της Μακεδονίας, επιτυγχάνοντας να οργανώσουν την αντίσταση απέναντι στην τρομοκρατία των κομιτατζήδων, έχοντας παράλληλα απέναντί τους και τις τουρκικές αρχές, οι οποίες εφήρμοζαν την πονηρή τακτική του διαίρει και βασίλευε – αλλά και τις αντιξοότητες των βάλτων του Μακεδονικού τοπίου που απετέλεσε το κυρίως θέατρο συγκρούσεων.
Βεβαίως στην πραγματικότητα ο Μακεδονικός Αγώνας των ετών 1904-08 δεν ήταν παρά μια σύντομη αλλά καθοριστική φάση της ιστορικής εξελίξεως του λεγομένου Μακεδονικού Ζητήματος, του προβλήματος δηλαδή της διανομής (μεταξύ των βαλκανικών λαών) των εδαφών της ώς τότε υπό Οθωμανική διοίκηση Μακεδονίας, εν όψει της διαφαινομένης διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και οι βαλκανικοί πόλεμοι που ακολούθησαν λίγα χρόνια μετά και εν συνεχείᾳ και ο Α΄ και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος οριστικοποίησαν το σημερινό εδαφικό καθεστώς της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορικής και γεωγραφικής Μακεδονίας περιελήφθη εν τέλει στο Ελληνικό κράτος, κατοικούμενο μάλιστα, μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Βουλγαρίας, αποκλειστικά από εθνικώς ελληνικά στοιχεία, λίγο μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου και πολύ οξύτερα στο πρόσφατο παρελθόν, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια νέα πτυχή του Μακεδονικού Ζητήματος ήλθε ξανά στην επιφάνεια με ιδιαίτερη οξύτητα. Ως ιστορικοί κληρονόμοι των άλλοτε βουλγαροκομιτατζήδων εμφανίστηκαν κάποιοι ψευδο-μακεδόνες, οι σκοπιανοί, πλαστογραφώντας με τον χειρότερο τρόπο την ιστορία, διεκδικώντας χωρίς κανένα ιστορικό, γλωσσικό ή εθνολογικό έρεισμα την ιστορική ταυτότητα των αρχαίων Μακεδόνων που, ως γνωστόν, ήσαν όχι απλώς ένα κομμάτι αλλ᾿ ακρογωνιαίος λίθος και πυλώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου, επί των οποίων είναι αδιανόητον και πέραν ακόμη και γελοιότητος να εγείρονται εθνολογικές αξιώσεις από τα κύματα των Σλάβων που εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ.!
Σήμερα οι σκοπιανοί ψευδο-μακεδόνες, διαθέτοντας εμφανώς ισχυρή διπλωματική στήριξη από μεγάλες δυνάμεις (π.χ. ΗΠΑ) καθώς και από σκοτεινούς συνωμοτικούς χρηματοδότες (π.χ. Σόρος), επιμένουν να αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας, να πλαστογραφούν τερατωδώς την ιστορία, να καπηλεύονται προκλητικά την ελληνική ιστορική ταυτότητα της Μακεδονίας και να απεργάζονται εμφανώς την αναθεώρηση του εδαφικού status quo. Μπροστά στις εντεινόμενες αυτές προκλήσεις απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση απ’ όλους τους Έλληνες, προκειμένου να αποτραπούν μελλοντικά δεινά. Οι πάντοτε επίκαιρες ιδέες του Δραγούμη και προ πάντων ο αγώνας του Παύλου Μελά και των άλλων Μακεδονομάχων δείχνουν τον Δρόμον του εθνικού καθήκοντος, όσες δυσκολίες και θυσίες και αν συνεπάγεται αυτός. Ας θυμηθούμε όλοι ότι ο Παύλος Μελάς θα μπορούσε τότε να είχε επιλέξει τον εύκολο δρόμο, τον δρόμο του εφησυχασμού και της επαναπαύσεως, θα μπορούσε να συνεχίσει να περιφέρεται στους κοσμικούς κύκλους των Αθηνών, στις αστικές δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες του κύκλου του. Προτίμησε όμως τον δύσκολο, τον ηρωικό και συνάμα μαρτυρικό δρόμο, τον δρόμο του Καθήκοντος. Για να έλθουμε στο σήμερα, εγκυμονεί μεγάλον κίνδυνο η αδιαφορία και ο εφησυχασμός σε μιαν εποχή που γκρίζα σύννεφα έχουν πυκνώσει απειλητικά, σκιάζοντας την ανεξαρτησία της Ελλάδος ένδοθεν και έξωθεν, απειλώντας ακόμα ίσως και την εδαφική της ακεραιτότητα αλλά και αυτήν καθ᾿ αυτήν την ύπαρξή της.
Η εθνοφυλετική συνειδητοποίηση, εγρήγορση και συν-αγερμός αποτελεί την πλέον επίκαιρη ιστορική αποκρυστάλλωση του Μακεδονικού Αγώνος, ως ανεξιτήλου υποδείγματος και φωτεινοῦ παραδείγματος για τον δικό μας συνολικό Αγώνα εθνοφυλετικής συνειδητοποιήσεως, επιβιώσεως, αναπλάσεως, αναγεννήσεως.
Η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνος ας μένει λοιπόν ζωντανή και επίκαιρη στην μνήμη και την ιστορική συνείδηση του λαού μας, μάλιστα δε στις κρίσιμες μέρες που διανύουμε.
Η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνος ας μένει λοιπόν ζωντανή και επίκαιρη στην μνήμη και την ιστορική συνείδηση του λαού μας, μάλιστα δε στις κρίσιμες μέρες που διανύουμε.
Η σημασία του παραμένει άλλωστε εντυπωσιακά επίκαιρη δεδομένων των συνεχών προκλήσεων των σκοπιανών. Φέτος μάλιστα πλησιάζει μια ακόμη πολύ σημαντική επέτειος για την Μακεδονία μας: Συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε που ο ελληνικός στρατός κατά την διεξαγωγή των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων απελευθέρωσε την Μακεδονία από τους Οθωμανούς.
Θα πρέπει να τονισθεί και πάλιν ότι, χωρίς το έπος του Μακεδονικού Αγώνος που προηγήθηκε, η απελευθέρωση της Μακεδονίας λίγα μόλις χρόνια μετά πιθανότατα θα ήταν αδύνατη.
Η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνος πρέπει παραμείνει ζωντανή στην μνήμη και την συλλογική συνείδηση του λαού μας ακριβώς επειδή τα διδάγματά του είναι περισσότερο επίκαιρα παρά ποτέ. Στ᾿ αυτιά μας αντηχεί το παλιό συγκινητικό εμβατήριο που δυστυχώς δεν πολυακούγεται πια σήμερα, εκείνο που αρχίζει με τα λόγια: «ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ – ΤΗΝ ΓΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ…»
Η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνος πρέπει παραμείνει ζωντανή στην μνήμη και την συλλογική συνείδηση του λαού μας ακριβώς επειδή τα διδάγματά του είναι περισσότερο επίκαιρα παρά ποτέ. Στ᾿ αυτιά μας αντηχεί το παλιό συγκινητικό εμβατήριο που δυστυχώς δεν πολυακούγεται πια σήμερα, εκείνο που αρχίζει με τα λόγια: «ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ – ΤΗΝ ΓΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ…»