ΟΙΑΚΙΣΜΟΙ (8)

Ἀπεικόνισις Ἀρίου ἀπελευθεροῦντος ἑαυτὸν ἐξ ἀλλοφύλων αὐτοχθόνων, ποὺ τὸν προσήγαγαν πρὸς θυσίαν (ἀγγεῖον ἐκ Καρίας, 500 π.Χ.)

 

 

Κατὰ Πλάτωνα, «(φαμὲν ἀγαθὸν εἶναι) τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν καὶ μεμνῆσθαι καὶ τὰ τούτων αὖ συγγενῆ, δόξαν τε ὀρθὴν καὶ ἀληθεῖς λογισμούς, τῆς γε ἡδονῆς ἀμείνω καὶ λῴω γίγνεσθαι σύμπασιν ὅσαπερ αὐτῶν δυνατὰ μεταλαβεῖν: δυνατοῖς δὲ μετασχεῖν ὠφελιμώτατον ἁπάντων εἶναι πᾶσι τοῖς οὖσί τε καὶ τοῖς ἐσομένοις.» (Φίληβος 11…)

Ἤτοι, τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν καὶ μεμνῆσθαι καὶ τὰ συγγενῆ αὐτῶν ἐπίσης προσδιορίζουν τὸ ἀγαθὸν, ὅπως καὶ ἡ ὀρθοφροσύνη καὶ οἱ ἀληθεῖς λογισμοί, ποὺ γιὰ ὅσουν ΔΥΝΑΝΤΑΙ νὰ μετέχουν αὐτῶν, τώρα καὶ πάντοτε, εἶναι τὸ ὠφελιμώτατον ἁπάντων, πάσης δὲ ἡδονῆς ἀνώτερα.

Ἄλλως τε τὰ τρία αὐτά, τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν καὶ μεμνῆσθαι, εἶναι ἀληθῶς ἀδιαχώριστα – προσέχοντες δὲ καλλίτερον εἰς τὴν διατύπωσιν, βλέπομεν ὅτι ἀναφέρονται ὡς δύο, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸ φρονεῖν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ νοεῖν καὶ μεμνῆσθαι  ὡς ἑνιαῖον.

Τὸ μεμνῆσθαι, λοιπόν, ἡ μνήμη, ἡ Μνημοσύνη, ἡ ἐνεργὸς ἀ-λήθεια συνέχεται ἀδιασπάστως πρὸς τὸ ἀληθῶς νοεῖν, ὅπερ ταὐτόσημον τοῦ Εἶναι κατὰ Παρμενίδην, ἡ δὲ ἀμνησία, ἡ Λήθη, ἡ αὐτο-λήθη μάλιστα, ὑπόκειται τελικῶς εἰς τὸ δεινὸν κράτος τῆς παρανοήσεως, τῆς παρανοίας, τῆς συγχύσεως, τῆς ἀδιακρισίας, τῆς ποσότητος ἀντικαθιστώσης τὴν ποιότητα, ἡ ὁποία οὕτω ἀλλοιοῦται μὴ ἀναγνωριζομένη καὶ δεινῶς ἀντιστρέφεται.

Ἡ Ἀντιστροφὴ αὐτὴ εἶναι πλέον σήμερον, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον βεβαίως καὶ κατὰ τὴν διακριτικὴν ἑκάστου ἱκανότητα, τοῖς πᾶσι σαφής, ὅπως καὶ ἂν παρατηρήσῃ τις. Ὁμοίως φυσικὰ καὶ ἡ ἀδιακρισία καὶ ἡ σύγχυσις ·  τὸ ἐξόχως ἴδιον, ὅμως, τῆς ἐποχῆς μας εἰδικῶς εἶναι ὅτι ἡ Ἀδιακρισία, ἡ Σύγχυσις καὶ ἡ Ἀντιστροφὴ ἔχουν ὀργανωθῆ εἰς Σύστημα πλήρους ἐξουσίας, ἐφ᾿ ὅλων τῶν πεδίων καὶ ἐπιπέδων,   καὶ δὴ εἰς Ἀντί-πολον τοῦ Ἀληθοῦς, κέντρον  παραφροσύνης, αὐταναιρέσεως, ὕβρεως καθ᾿ ὑπερθετικὸν βαθμόν. Τὸ δὲ δακτυλικὸν ἀποτύπωμα τῆς βλακώδους ταύτης αὐθαδείας ἀνευρίσκεται παντοῦ, τὴν πολεμῶ δὲ καὶ κατὰ τὴν πληκτρολόγησιν, ὡς ἄλλην Μἐδουσαν ἀπονεκροῦσαν τὰ πάντα εἰς τὴν ὑπὸ ἀσπονδύλων προφεσόρων προεπιλεγμένην της ἀπολίθωσιν, ἀφοῦ ἡ ἠλεκτρονικῶς ἐπιβεβλημένη ἀκαδημαϊκὴ Βλακεία τῆς γνωστῆς συνομοταξίας παπαγαλίσκων τοῦ Συστήματος ἐπέβαλεν π.χ. ὅποτε γράφω τοῦ νὰ τὸ διορθώνῃ εἰς «ταοῦ»,  τὸ εἰς «ταὸ»,  τῆς εἰς «ταῆς», κυβέρνησις εἰς «κυβέρνησης», ἀποφάσεών του  εἰς «ἀποφάσεων του», τὰ δὲ ἑλληνικὰ νὰ ἐξαλλοιώνῃ καὶ δι᾿ αὐτῆς τῆς ἐπιβολῆς εἰς προπομπὸν μιᾶς ἀνελληνίστου γραικυλικῆς greeklish-esperanto… Ἡ Ὀργουελιανὴ φαντασία ἀποδείκνυται ἀσθενὴς πρὸ τῆς ἐπισκηψάσης δεινῆς πραγματικότητος, καθ᾿ ἣν τὸ αὐτονόητον ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ὡς ἐπιλογή ·  ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΑ!!!

Σημεῖα τῶν καιρῶν ·   οἱ δὲ «εἰδικοὶ ἐπιστήμονες», τῶν ὁποίων οἱ πλεῖστοι εἶναι ἀνίκανοι νὰ συντάξουν κείμενον εἰς ἁπλῆν καθαρεύουσαν ποιότητος ἀνωτέρας ἑνὸς ἐνωμοτάρχου τῆς χωροφυλακῆς πρὸ 40 ἐτῶν, ἀπεφἀνθησαν ὡς γνωστὸν προσφάτως ὅτι δικαίως προωθεῖται εἰς τὰ σχολεῖα ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τόσον ἐπίπεδος καὶ πενιχρά, ὥστε τὰ η, ι, υ, ει, οι, υι, ὅπως καὶ τὰ ε, αι ἢ τὰ  ο, ω νὰ εἶναι ἅπαντα ὁμόηχα, περιοριζομένων τῶν φωνηέντων φθόγγων τῶν καλιαρντοποιημένων νεογραικυλικῶν, μετὰ τῶν α καὶ ου, εἰς πέντε, ὅπου πονηρῶς ὑποβάλλεται καὶ ἡ ἀνάγκη γράμματος διὰ τὸ ου, ὅπως καὶ τὸ περιττόν, «προφανῶς», τῆς πολλαπλότητος συμβόλων διὰ τὰ «ὁμόηχα»!!! Ἀκόμη, συνεχίζει ἡ «ἐπιστήμη», τὰ μπ, γκ, ντ ἀποτελοῦν φθόγγους, ὥστε νὰ μὴ μᾶς ἀρκοῦν τὰ νεοαστικὰ «καλιαρντά», πρέπει νὰ μάθωμεν νὰ προφέρωμεν καὶ γύφτικα, ἤτοι sindonismos (κατὰ τὸ τουρκικὸν ντουλάπ) ,  simbarastasi (κατὰ τὸ μπαρούφα ἢ τὸ μπουμπούνας),  sigrafeas (κατὰ τὸ γκαρύζω)… Μακρῶν δὲ ἢ βραχέων φωνηεντικῶν φθόγγων, οὐδεμία παρ᾿ αὐτοῖς ὑφίσταται διάκρισις.

Πῶς νὰ διδάξωμεν εἰς τοὺς παραφουσκωμένους αὐτοὺς ἀκαδημαϊκοὺς φωστῆρας ὅτι τὸ συγγραφεὺς προφέρεται μὲ οὐρανικὸν ν (συνγραφεύς, ὅπως καὶ τὸ συγχωρῶ, ὅπου μάλιστα καὶ τὸ ἐξουρανικευμένον ν γράφεται – καὶ περίπου προφέρεται – ὡς γ, ἐπίσης ἡ συγγνώμη, ἡ συγκατάβασις, ἡ ἐγκατάστασις, … ), ὁ συγγενὴς μὲ ὑπερωικὸν ν (συγγενής); Ὅσον ἐπίσης ἔμαθεν ὁ ἀγράμματος ἐκεῖνος ἄλλος «γλωσσολόγος» «Μανόλης» περὶ τοῦ φαινομένου τῆς Sandhi, παρατηρουμένου εἰς ὅλας τὰς γλώσσας καὶ γνωστοῦ εἰς ὅσους ἔχουν παρακολουθήσει τὸ πρῶτον δίμηνον γλωσσολογικῶν σπουδῶν ἢ Σανσκριτικῶν (ἀφοῦ οἱ ἀρχαῖοι Ἄριοι Ἰνδοὶ γραμματικοὶ ὡς πρῶτοι – καὶ καλλίτεροι – ἐμελέτησαν συστηματικῶς τὸ γλωσσικὸν τοῦτο φαινόμενον), ὁ καὶ κατασφάξας τὴν ἑλληνικὴν αἰσθητικὴν/γλῶσσαν;

Ὅταν ἐπιχειρῆται ἀναίρεσις ὕβρεως ἢ ἀτοπήματος ἐπιβάλλεται ἡ ἀναγωγὴ εἰς τὴν πρώτην ῥίζαν τοῦ κακοῦ – εἰ  δ᾿ ἄλλως, αὐτὸ ἁπλῶς θὰ ἀναδιπλωθῇ καὶ ἀναδιοργανωθῇ καλλίτερον, ἀντὶ νὰ ἐκριζωθῇ! Ἔτσι καὶ οἱ ἐπιπόλαιοι «ἐπικριταὶ» παρέσχον εἰς τοὺς φαιδροὺς ἐκείνους, πομπώδεις ἀλλὰ κενοὺς ἐτητύμου περιεχομένου, ἀκαδημαϊκοὺς ἀρουραίους ἐφαλτήριον ἀντεπιθέσεως… Διότι οἱ ἀνόητοι «ἐπικριταὶ» ἐπεκαλέσθησαν τὸν … μανόλην – κι ἐκεῖνοι τοὺς κατέδειξαν ἀνταπαντῶντες τὰ … «μανουάλια» (…ποὺ λιβανίζουν τὰ ἴδια εἴδωλα)  ἐκείνου, ὡς αὐτοὺς μάλιστα δικαιοῦντος,  ὡς προπομποῦ, ἀσφαλῶς, καὶ «πρωτομακελάρη τῆς γλώσσας»!

Διότι ἤδη ἐκεῖνος λέγων (καὶ ἐπιβάλλων λέγειν!) «το γαλατά, το γιατρό, τη δεσποινίδα, τη βράβευση» ΣΦΑΓΙΑΖΕΙ ΤΟ Ν, διὰ δὲ τοῦ ν (λόγῳ τῆς Sandhi προσηρμοσμένου εἰς τὰ προηγούμενα παραδείγματα ὡς οὐρανικοῦ, ὑπερωικοῦ, ὀδοντικοῦ καὶ χειλικοῦ ν, ἀντιστοίχως – τὸ ὁποῖον καὶ εἰς τὴν, γραμματικῶς ἀνυπέρβλητον, σανσκριτικὴν ἐγράφετο ἑκάστοτε διὰ ξεχωριστοῦ συμβόλου, μάλιστα) σφαγιάζει τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ αἰσθητικῆς, διατέμνων τὴν συνέχειαν τῆς ἐπιδερμίδος της διὰ μιᾶς πληγῆς χαινούσης ἀσχήμως καὶ ἐκθετούσης εἰς ἐπιμολύνσεις καὶ προσβολὰς ἀπείρους – καὶ καταλυτικάς. Καὶ ὁ Ἄγγλος ἐπίσης, π.χ., λέγων ταχέως « on guard, in case, in the …, in person», μετατρέπει τὸ n ἀκριβῶς ἀναλόγως (ἤτοι εἰς οὐρανικόν, ὑπερωικόν, ὀδοντικόν καὶ χειλικόν ν (n) ) – καὶ εἰς ὅλας τὰς γλώσσας ·   ὅμως οὔτε Ἄγγλοι οὔτε Γερμανοὶ οὔτε Ρῶσοι «ηὐτύχησαν» νὰ ἔχουν μπουρδολόγον τριανταφυλιδείου ὑποδιαμετρήματος διὰ νὰ τοὺς καταργήσῃ ἐκεῖ τὰ ν – ἢ καὶ τὰ λοιπὰ γράμματα, ὅσα ὑφίστανται μὲν παρόμοια πάθη φυσιολογικῶς καὶ εὐφωνικώτατα, ἐν τούτοις ὅμως ΔΕΝ ἐκτελοῦνται εἰς κακόφωνα τριανταφυλίδεια σφαγεῖα!!! Νὰ τοὺς καταργῇ δὲ τὰ τριτόκλιτα καθιστώντας τα συλλήβδην πρωτόκλιτα, χωρὶς ὅμως πλέον νὰ δυνάμεθα νὰ γνωρίζωμεν π.χ., διατὶ μὲν λέγομεν «τῶν θυρῶν, τῶν κατοικιῶν», ὅμως «τῶν δεσποινίδων, τῶν θυρίδων», ἀφοῦ ὅλα εἶναι θηλυκὰ εἰς –α; Καὶ ὧν οὐκ ἔστι ἀριθμὸς ἀνοησίαι, βιασμοὶ καὶ κατακρεουργήσεις ἀκόμη…

Καὶ δὲν «ηὐτύχησαν» οἱ λοιποὶ λαοὶ ἀκόμη νὰ ἔχουν τοιούτους «γλωσσικοὺς ἐπιστήμονας», οἵτινες ἀντὶ καθαιρέσεως καὶ διασυρμοῦ μετ᾿ ἐπαίνων νὰ τοὺς ἀνεκήρυσσαν εἰς «μεγάλους», μὲ ὁμώνυμα ἱδρύματα κ.λπ.!!!

Βεβαίως δὲν φέρει μόνος τὸ κρῖμα ὁ μανόλης – γιατὶ καὶ δὲν ἔπεσε μιὰ μόνον τουφεκιὰ εἰς τὸ νεοτραγελαφικὸν γραικυλοκηφηνεῖον  (/μανολοταβέρναν) ἀπὸ συστάσεώς του, ὑπὸ τὴν  ἐπισκέπουσαν μαυροκορδάτην σκιὰν ἀγγλοεβραϊκῶν τερατώδους κοροϊδίας δανείων, ὅπως καὶ τὸ ὅλον καθεστὼς καὶ σύνταγμα τοῦ κηφηνείου… Διότι ἡ Ἑλλὰς ὑπῆρξεν ἡ μόνη χώρα τῆς ὁποίας δάσκαλοι, φιλόλογοι καὶ «εἰδικοὶ ἐπιστήμονες» μελέτης τῆς γλώσσης, δημώδους τε καὶ λογίας, ἦσαν ἀνέκαθεν κωφοὶ καὶ βαρήκοοι!!! Διαισθάνομαι,  λόγῳ προειλημμένων ἐννοιῶν καὶ δεδομένων δεοντολογιῶν καὶ ἠθικισμῶν, ὑπὸ εὐρυτάτην ἔννοιαν.

Οἱ δάσκαλοι ἔκαναν ὅ,τι ἠδύναντο (: δυστυχῶς πάρα πολλά) διὰ νἀ ξερριζώσουν τὶς ἑλληνικὲς διαλέκτους, τὶς ντοπιολαλιές – ἤτοι τὴν ἀληθῆ δημώδη, εἰς τὴν φυσικήν της πολλαπλότητα, ἀντικαθιστῶντες ταύτην μὲ μίαν κακήν-κακῶς ἰταλοποιημένην, θηλυπρεπῆ, κακοτέχνως τετραγωνισμένην καὶ ἄζωον τεχνητὴν «δημοτικήν», ποὺ «ἔπρεπε» νὰ μὴ διακρίνῃ διάρκειαν (μακρῶν-βραχέων) οὔτε λεπτὰς ἀποχρώσεις (π.χ. ἱστορία, κρίσις, τῖσις – ὕστερα, κρύσταλλο, βράδυ, ψῦχος – ἠλεκτρική, μπῆκα – εἶδος, δίδει – οἶστρος, προῖκα : ὅλα διαφορετικὰ «ι»! , τονωτικὸν: σαφὴς ἡ διάκρισις καὶ χροιᾶς ἀλλὰ καὶ διαρκείας τῶν ο, ω!!!, – ἐπίσης, τονικῶς/μουσικῶς: τὸ «τώρα» ὀξύνεται, ἡ «πρῷρα» περισπᾶται, κυματίζει, πλαταγίζει!). Γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν ἀπόλυτον ἐκπιθηκισμὸν μαϊμούδων (καὶ δὴ … «πατριωτικῶν»!) μὲ «ἑλληνικὰ» ὅπως τὸ ἑξῆς θλιβερὸν διαδικτυακόν μου «ἁλίευμα»:  pata liakopoulos giati ton fagane ton ΣΩΚΡΑΤΗ.episis tixon den pisteueis likopoulo(giati den ginete oloi na piteuoun oloi)mporeis na vreis mono s plirofories sto google.pata sokratis filosofos kai 8a sto vgalei.to 8anato toy opws anefera parakatw den to anaferei etsi.8a katalabeis omws oti pou leei pio katw einai alitheia!na sai kala!

Πόσον εἶναι ἀπερίγραπτος ἡ τραγελαφικὴ μοναδικότης τοῦ νεοελληνικοῦ Χατζηαβατισμοῦ!

Οἱ πολιτικοὶ μηχανικοί της διέφθειραν τὰς πόλεις καὶ τὰ ἐνδιαιτήματα, οἱ παπάδες τὴν κοσμικὴν εὐσέβειαν καὶ μετροέπειαν, οἱ διδάσκαλοι κι οἱ φιλόλογοι τὴν γλῶσσαν, οἱ ἰατροὶ τὴν παραδοσιακὴν θεραπευτικὴν, ὑγιεινὴν καί, τελικῶς, τὴν ὑγείαν, οἱ πολιτικοὶ τὰ πάντα, οἱ «ἐθνικόφρονες» ἑλληνοχριστιανοὶ τὴν φιλοπατρίαν καὶ τὸν αὐθεντικῶς ἐθνικόν μας καὶ λαϊκὸν χαρακτῆρα, οἱ δὲ «ἐθνικισταὶ» τώρα ἐπὶ τέλους καὶ τὰ τελευταῖά του ὑπολείμματα, διακωμῳδοῦντες καὶ διασύροντες οἰκτρῶς ὅ,τι ψευδῶς ἐπικαλοῦνται – καὶ ἀναποφεύκτως, διότι αὐτὸ εἶναι, αὐτὸ δίδουν ·   πῶς νὰ ἠδύναντο ἄλλως;

Τοὐλάχιστον ἔγιναν καὶ ἀληθῶς, πλέον, χρυσο-κάνθαροι, ἀπὸ κάνθαροι διαδικτυακῶν κ.λπ. ὑπονόμων τοῦ αἰσχροῦ ἄστεος, ὥστε καὶ νὰ μὴ χρειάζεται ἄλλο νὰ παλινδρομοῦν ἐκδιδόμενοι ἔναντι πενταροδεκάρων τοῦ κάθε καρ-ἂν-τα-φέρη (κι ἂν δὲν τὰ φέρῃ … θὰ τὸν βρίζουμε ὥσπου νὰ συνετισθῇ!) ἢ τῆς κάλπικης ἀγοραίας «ἐλευθερίας» εἴτε κάποιας μοιχαλοπουλίδος Ὥρας εἴτε κάποιου πλουσίου γόνου (: προαγωγίμου!) – τοῦ ψευδωνύμως, πάλιν, «ἐλευθέρου» Κόσμου… Ἀξιοπρέπεια καὶ χλιδὴ τώρα λοιπόν ἐπὶ τέλους (… – «ἔ ρὲ οἰκογένεια, … – γειά σου μπαμπᾶκο!»)…  Εἴθε νὰ χρυσώσουν δὲ καὶ τοὺς ἔνδοθεν σεσηπότας ὀδόντας των, κατὰ τὰ ἔθιμα τῶν συνεπιστέγων των φύλων, καθὼς στέγη ἡ κορυφή. «Ὁ Ἀγώνας τώρα δικαιώνεται»!

…Καὶ εἰς ἀνώτερα!

…Ὅμως καὶ τὸ μεμνῆσθαι ἐν προκειμένῳ, ἐπίσης, διαλευκαίνει ἐπιπροσθέτως, τοὐλάχιστον, τὴν Διάκρισίν μας – ἐν μέσῳ τόσης, παντοῦ δὴ καὶ πανταχόθεν καὶ καθ᾿ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, εἰσβαλούσης μαυρίλας! Μεμνῆσθαι πολλαπλῶς καὶ παραλλήλως, κατ᾿ ἐπίπεδα καὶ ἐκφάνσεις ποικίλας.

Οἱ Λαϊκοὶ Μῦθοι ἐπίσης ἀποτελοῦν ἔκφρασιν τῆς θείας Μνημοσύνης καὶ Διακρίσεως ·  ἀναβλέπων δὲ εἰς τὴν τόσον ἐπίκαιρον ὡς ἄνω ἀρχαίαν ἀπεικόνισιν Ἀρίου κατατροποῦντος μιαρὸν ἑσμὸν ἀνθρωποειδῶν δεσμωτῶν του, ἀνακαλῶ τὸν περὶ Καλλικαντζάρων καθοδηγητικώτατον συναφῆ Λαϊκὸν Μῦθον – καθὼς καὶ τὸ Ἀνίκητον Φῶς ποὺ τοὺς καταστρέφει (ἀπόλλυσι>Ἀπολλύων, ἐναλλακτικὸν ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος).

Καὶ τὶ δὲν ἀνακεφαλαιοῖ καὶ ἐμπερικλείει ὡς ἐπικαίρους ἐκφάνσεις του ὁ Μῦθος οὗτος – ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπέροχος ὡς ἄνω ἀρχαία εἰκών, μὲ πολλοὺς καὶ ἀμετρήτους πιὰ ἀποδέκτας! Ἡ ἐκ τοῦ πλήθους των, ὅμως, ἀπορρέουσα ἰσχὺς, αὐτοπεποίθησις καὶ παρηγορία τῶν ὁποίων θὰ ἀποδειχθῇ ἅπαξ ἔτι, ὅπως καὶ προεικονίζεται, ἐπισφαλὴς καὶ ἀπατηλή.

Δύναμαι ἀκόμη ζωηρῶς ν᾿ ἀναπαραστήσω εἰς τὴν μνήμην μου τὴν παιδιόθεν ἔντονον ἐντύπωσίν μου ἐκ τοῦ ὡς ἄνω Κοσμικοῦ Μύθου περὶ τοῦ Δένδρου τοῦ Κόσμου, ποὺ τὰ εἰδεχθῆ ἐκεῖνα ἀνθρωποειδῆ συνεχῶς πριονίζουν, μέχρις οὗ, μόλις κατὰ τὸ τέλος τοῦ (ἐτησίου) Κύκλου, αἱ φωτειναὶ δυνάμεις τὰ διασκορπίσουν τρομερῶς – ἀλλ᾿ οὐδέποτε ὁριστικῶς…

Ἔβλεπα δὲ εἰς τοὺς περιοδικῶς πλησίον τοῦ χωρίου τῆς τότε διαβιώσεώς μου κατασκηνοῦντας περιφερομένους Ἀθιγγάνους τὴν μιαρῶς ζῶσαν ἐνσάρκωσιν τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων πλασμάτων τοῦ Διαβόλου, τοῦ ἀντι-κόσμου, τοῦ ἀντι-ὄντος – τῶν Καλλικαντζάρων. Εὐτυχῶς, τότε, πάντοτε ἡ ἐκεῖ παραμονή των ἦτο παροδικὴ καὶ συνήθως βραχεῖα – 2-3 λυσσώδεις πετροπόλεμοί μας μὲ τὰ πολυπληθῆ γυφτάκια, ποὺ πάντοτε εὕρισκαν καταφύγιον εἰς τὰ ρυπαρά των τσαντήρια, μὲ τοὺς θρασυτάτους ἐνηλίκους κατσιβέλους νὰ ἐξέρχωνται πρὸς καταδίωξίν μας, κατὰ μίαν ἀνεξήγητον ἀνεκτικότητα τοῦ «φοβεροῦ καὶ στυγνοῦ» στρατιωτικοῦ καθεστῶτος τῶν «Ἑλλήνων Χριστιανῶν», ὁ περιβόητος ὑποτιθέμενος ἔντονος ἐθνικὸς χαρακτὴρ τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε τὴν ἐλαχίστην ἰδέαν περὶ τῆς ὑποκειμένης φυλετικῆς πραγματικότητος – προφανῶς καταλυτικῶς ἐπεσκιασμένης ὑπὸ τοῦ ἐθνοδιαλυτικοῦ δηλητηρίου τοῦ «ἐθναποστόλου» Σαούλ… -Ὄχι ἁπλῶς ὀρθάνοιχτες, λοιπόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐντελῶς ᾿ξηλωμένες ἦσαν ἤδη ἔκτοτε οἱ Κερκόπορτες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ Ἐθνους!

Ὅμως τώρα πλέον τὰ τρωκτικὰ τῆς «δημοκρατίας» ἐξήλωσαν πρῶτον τὶς κεντρικὲς «πορτάρες» τοῦ Ἔθνους, κατόπιν δὲ κατεδάφισαν καὶ τὰ πάσης φύσεως τείχη του, τὰ δὲ πλούτη του, τὰ ὁποῖα ἐκεῖνα ἀντιλαμβάνονται ὡς λάφυρα, ἐπικαλούμενα τὴν στρεβλὴν καὶ γελοιοτάτην «λαϊκὴν ἑτυμηγορίαν», τῆς ὁποίας ποιὸν, ἀξία καὶ συνθῆκαι πλέον ἔχουν καταστῆ κοινὸν μυστικόν, ἔχουν παραδοθῆ βορὰ ἐπίσης τῶν ἐν τῷ μεταξὺ πανταχόθεν τῆς οἰκουμένης συρρευσάντων παντοίων ἀνθρωπιδῶν…

Καὶ τὰ τείχη ὅλα τοῦ Ἔθνους ἤδη πλέον κατάκεινται κατὰ γῆς ῥημαγμένα, τείχη δὲ πρώτιστα ἡ συνείδησις, τὰ πρότυπα, ἡ γλῶσσα, ὁ χαρακτήρ, ἡ ἑλληνικὴ εὐγένεια καὶ Παράδοσις, ἡ καθαρότης καὶ ἰσχὺς τῶν ὑγιῶν καὶ ῥωμαλέων ἐνστίκτων, συναισθημάτων καὶ διανοημάτων, μάλιστα δὲ καὶ καθοδηγητικῶς τῆς ἀνδρικῆς Βουλήσεως καὶ μαχητικῆς Ἐπιγνώσεως… Ἀντ᾿ αὐτῶν ἐπικρατεῖ μία ἀπόλυτος χυδαιότης ·  ὁ ἐκγυφτισμὸς εἶναι πλέον τόσον δεδομένος, ὥστε τὸ νὰ ἐπέτρεπε κανεὶς στὸν ἑαυτό του νὰ τὸν ἀμφισβητήσῃ συχνὰ θὰ ἠδύνατο καὶ νὰ ἐκληφθῇ ὡς σημεῖον ἀδυναμίας προσαρμογῆς ἢ καὶ ἀντιλήψεως…

Ἡ χώρα εἶναι πολλαπλῶς συμμοριτόπληκτος ·  καὶ δὲν ἐννοῶ μόνον τὰς προφανεῖς συμμορίας τῶν κομμάτων, τῶν ἀπατεώνων, κερδοσκόπων, τραπεζῶν καὶ κατωτέρων στοιχείων, τῶν ἐν γένει κεντρικῶς κινουμένων :  ὁ καρκίνος ἒχει διασπαρῆ παντοῦ, μάλιστα δὲ ἐντὸς τῶν ψυχῶν καὶ ἐντὸς τῶν κακεκτύπων νοητικῶν στοιχείων πού, συντραυλιζόμενα ὑπὸ ἡμι-ηλιθίων μιμητικῶν χρηστῶν, ἀνακυκλοῦνται εἰς ἐν εἴδει μεταστάσεως μεταδιδομένας συσσωματώσεις καὶ συμπεριφορὰς ἀναιδείας, ἀλαζονίας, ἐγωπαθείας καὶ ἐπιθετικῆς ἀκαθέκτου βλακείας. Ἐπίκαιρον καὶ ἐξέχον παράδειγμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀναρχικὰ καλόπαιδα τοῦ Συστήματος, καὶ αἱ «καταλήψεις» τῶν σχολείων, καθ᾿ ἃς «οἱ ἔσχατοι (τῶν μαθητῶν) γίνονται πρῶτοι», ἡ ἐκτροπὴ παράδειγμα, ἡ ἀναίδεια καὶ ἀμετροέπεια στοιχεῖον ἄξιον ὑπερηφανείας, καθὼς καὶ ἡ πλέον ἀντικοινωνικὴ κακοήθεια καὶ ἀλητεία, τουρκιστὶ τσογλαναρία, προσηκόντως συσχετιζόμενα πρὸς τὴν δημοκρατίαν, τὰ δεκαπενταμελῆ διαβούλια, τὰς αὐθαιρεσίας τῶν ἑκασταχοῦ πρωταθλητῶν τῆς αὐθαδείας, τῆς νωχελείας, τοῦ εὐτελοῦς μιμητισμοῦ καὶ τῆς βλακείας, ἀνηγμένης εἰς λάβαρον καὶ ἀξίωμα Τοιουτοτρόπως τὰ σχολεῖα ἐπαξίως τελειοῦνται εἰς τὸν «καταχτημένον» των ῥόλον τῆς ἐσωτερικῆς διαλύσεως, τῆς ἐκπαιδεύσεως ἀνουσίων κελυφῶν καὶ ἀλαλαζόντων κυμβάλων, τῆς προτυπώσεως ἐν ὀλίγοις τῆς ὅλης δημοκρατικῆς κακοηθείας καὶ ἀσχημίας – ἄνευ ὁρίων:  τὸ τελευταῖον τοῦτο καὶ ἀποτελεῖ τὴν εἰδοποιὸν διαφορὰν τῆς ἐγχωρίου δημοκρατικῆς ἀσχημίας ἐκ τῆς διεθνοῦς, καθ᾿ ὅσον οἱ ἐδῶ κοπρῖται εἶναι τόσον «προκεχωρημένοι», ὥστε νὰ «ὑπερέχουν» μακρὰν παντὸς συναγωνισμοῦ…

Ἡ χυδαία αὐτὴ «παιδεία» συνταιριάζει ἄριστα μὲ μίαν χυδαίαν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ διεφθαρμένοι «ποιμενάρχαι» καὶ κήρυκες περιβάλλουν τὰ πλαδαρά των σώματα, κινούμενα αἴσχη, ἐντὸς τῆς ἀμορφοποιοῦ ἐπικαλύψεως τοῦ ῥάσου, παρέχοντος μεταφυσικὰ προσχήματα καὶ κῦρος εἰς τά, διαλυτικὰ πάσης ῥώμης καὶ κάθε ἀλκίμου σκέψεως καὶ συναισθήματος/ἐνστίκτου, μεσανατολίζοντα κηρύγματά των … – τὰ ὁποῖα καὶ  «διησφάλισαν» τὸν βαθμιαῖον ὑποβιβασμὸν τοῦ Ἕλληνος εἰς ἀσπόνδυλον… Κατόπιν πέταξαν τὰ ῥάσα καὶ μετήλλαξαν τὸ δηλητήριόν των εἰς νεόκοπον ἀνάρετον ἠθικισμὸν – τῆς αὐτῆς, ὅμως, ὑφῆς, κληθείσης ὁτὲ μὲν φιλελευθέρας, ὁτὲ δὲ μαρξιστικῆς, ἀναρχικῆς, προοδευτικῆς καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Παρόμοια, λοιπόν, ἀσπόνδυλα δὲν δύνανται παρά, τελικῶς, πάντοτε νὰ ἐνδίδουν: εἰς τὸν Τοῦρκον, εἰς τὴν «μοῖραν»/κακομοιριάν, εἰς τὴν «πρόοδον», τὸν ἐξαστισμὸν καὶ ἐκρίζωσιν, τὸν ἐκγυφτισμὸν καὶ ὁλικὴν ἐξαχρείωσιν, τὴν συμμόρφωσιν, τὸν ἀπόλυτον εὐτελισμὸν καὶ ἐξαχρείωσιν ίδεωδῶν καὶ προτύπων καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Καὶ τὸ δηλητήριον ἐν συνεχείᾳ οὕτω μεταλλάσσεται καὶ χρωματίζεται ποικιλλοτρόπως, κατὰ τὸν ἀντίστοιχον τρόπον καὶ μέτρον. Καὶ τόμοι δασκαλίστικης ἠθικολογίας καὶ ἀζώου δεοντολογίας ἀδυνατοῦν νὰ ἀντισταθοῦν ἢ νὰ φέρουν εἰς πέρας τόσον, ὅσον μία μόνον αὐθεντικὴ ἀνάτασις ἢ ἐξανάστασις ἐνεργοῦ βουλήσεως καὶ ὑγιοῦς ὑψηλόφρονος συναισθήματος.

Διότι δὲν ἀνθίσταται τελικῶς ἡ ἐπικαλυπτικὴ ἠθικὴ τῶν ἀσπονδύλων ἀλλ᾿ ἡ ἀρετή τῶν ἐκ τοιούτων δηλητηρίων σχετικῶς ἀλωβήτων πολεμιστῶν-φιλοσόφων – ἀλλὰ καὶ ἐκείνου τοῦ θυμοσόφου ἐρριζωμένου ᾿ξωμάχου τῆς ὑπαίθρου, ἀκρίτου τῆς Παραδόσεως, φορέως αὐθεντικῆς Ἑλληνικῆς εὐγενείας – εἴδους ὑπὸ ἐξαφάνισιν… Ἤτοι, δὲν ἀνθίστανται τὰ ἐπιφανειακὰ πομφολυγώδη ἠθικοπλαστικὰ ἐπιγράμματα ἢ συνθήματα ἀλαλαζόντων ἠχηρῶν κυμβάλων – ἀλλὰ «ἡ ἀληθὴς φωνή», τῶν ἀληθῶν εὐγενῶν τοῦ Αἵματος καὶ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ οἱ θυμόσοφοι οὗτοι ἀριστεῖς, φιλόσοφοι ἢ ᾿ξωμάχοι, ἦσαν μὲν δυσεύρετοι πάντοτε – πολλῷ δὲ μᾶλλον κατὰ τὴν ἐρεβώδη ἐποχήν μας τῆς ἀπολύτου Συγχύσεως καὶ τοῦ ψευδεπιγράφου «διαφωτισμοῦ», ἀποκεκομμένην ἐκ τῶν ζῳογόνων ναμάτων τῆς Παραδόσεως: Κατὰ τὴν σοφίαν τοῦ μεγάλου πυρφόρου ἐφεσίου, «χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι (γνωρίζοντες καὶ ζητοῦντες), γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον.» Οὐδέποτε δὲ τὰ ἐπίχρυσα κίβδηλα ὑποκατάστατα τοῦ χρυσοῦ θὰ ἐπετύγχανον ἄλλο τι ἢ προσεπικιβδήλωσιν καὶ ἐπίτασιν τῆς Συγχύσεως καὶ Ἀντιστροφῆς, ἵνα μὴ εἴπω καὶ παγίωσίν της – δι᾿ εὐτελισμοῦ, γελοιοποιήσεως καὶ ἀποκελυφώσεως τῆς προσεπικαλουμένης «ἀνανήψεως» τοῦ τὰ λοίσθια πνέοντος Ἔθνους! Διαπίστωσις ἡ ὁποία καί, εὐλόγως, τὰ ἀνάγει εἰς ΤΕΛΙΚΟΝ ΟΠΛΟΝ τοῦ Συστήματος, ἀναγωγὴ ποὺ στὰ γουρλωμένα τους ἀλλοίθωρα μάτια φαντάζει ὡς προαγωγή, φυσικά – προαγωγὴ περὶ τῆς ὁποίας εἶχον ἤδη εἰς ἀνύποπτον χρόνον προϊδεάσει (30/12/2010, βλ. «Οἰακισμοὺς 1», https://www.armahellas.com/?p=3128). Ἀποτελεῖ, ἄλλως τε, θεμελιώδη ἀναγνώρισιν τῆς πλέον στοιχειώδους ἐθνοφυλετικῆς ἀφυπνίσεως/συνειδητοποιήσεως τὸ γεγονὸς ὅτι οὐδέποτε ὑποκαθιστᾷ ἡ ποσότης τὴν ποιότητα – ἀλλ᾿, ἀπεναντίας, ὅτι «πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβάλλειν».

Ἡμεῖς, τὸ ΑΡΜΑ, ἐμμένομεν, ἀπεναντίας καὶ ἀντιδιαμετρικῶς, στερρῶς καὶ ἀδιαλλάκτως εἰς τὸ πρωταρχικὸν τῆς Ἐθνοκοινοτικῆς Ἀριστοκρατικῆς μας Ἀρχῆς ἡρακλείτειον ἐπίταγμα «εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι».

Τῶν ὁποίων (ἀρίστων) ὁ χρόνος προφανῶς δὲν ἔχει ἀκόμη ὡριμάσει, καθὼς ἡ Γυφτοκρατία παραμένει ἀκάθεκτος, παρὰ πᾶσαν «κρίσιν»: διότι ἡ Ψυχὴ καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ χάθηκαν δὲν ἀνακτῶνται τόσον φθηνά!   ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΧΡΕΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΛΑΟΥ – ΚΙ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ…

Κι εἶναι ἀλλοῦ ἡ κυρία καὶ πρωταρχικὴ κρίσις του – κι ὄχι ἐκεῖ ποὺ τὸ ἀλλοίθωρον βλέμμα τῶν μοντέρνων ἁσπαλάκων θωρεῖ  κι ἐκεῖ ποὺ κυρίως πονεῖ , ἤτοι εἰς τὴν οἰκονομίαν καὶ δὴ ἐγωιστικῶς καὶ ἀτομιστικῶς θεωρουμένην.

                Ὁ διὰ τῶν ἀρίστων, ἀνασυντασσομένων καὶ ἀναβαθμιζομένων εἰς τὰ ὕπατα τῶν δυνατοτήτων τους, ῥιζικὸς ἀγερμὸς καὶ ὁλικὴ ἀνέγερσις τοῦ κυρίως καὶ πρώτιστα ψυχονοητικῶς κατεσπαραγμένου λαοῦ μας ἀποτελεῖ μονόδρομον ·    δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἡ ἀπόρριψις αὐτῆς μας τῆς ἀδιασαλεύτου ἐνοράσεως, δὲν ζητοῦμεν ἄλλως τε οὔτε τὴν ὑπὸ τῶν μαζῶν ἀποδοχήν μας οὔτε τὴν ψῆφόν τους. Διότι ἡ φαιὰ μᾶζα τῶν πτωχῶν τῷ πνεύματι καὶ λοιπῶν μακαρίων ποὺ ἐγγενῶς ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀναγνωρίσουν ἔστω ἐλάχιστον ἐκ τοῦ βάθους αὐτῆς τῆς ἀληθείας δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, μάλιστα δὲ κατὰ τὴν παροῦσαν φάσιν ·  κι οὔτε ποτὲ θὰ στρέξουμε στὴν ἐγκατάλειψιν ἢ ποιοτικὴν ὑποβάθμισιν τοῦ ὀντικοῦ εὕρους τῆς ἀποστολῆς μας, τῆς ὁποίας μάλιστα ἡ πρώτη φάσις, ἤτοι ἡ τρέχουσα, εἶναι μᾶλλον καὶ ἡ πλέον ἐνδιαφέρουσα, παρ᾿ ὅσην ἀντιξοότητα! Καὶ τὴν ὁποίαν κατὰ γλαφυρὸν καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀκριβῆ, ἐν τούτοις, τρόπον, ἤδη ἀπὸ τοῦ 1924 προσδιώρισε ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἕλλην Ἄγγελος Σικελιανὸς εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Ν. Καζαντζάκην:

«Συμμαζεύω τοὺς ἀνθρώπους μου, τοὺς λίγους, στοὺς Δελφούς. Ἡ γῆ ἐτούτη μοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν γῆ ἀκέρια, ὄχι ἀπὸ άνάμνηση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ἴδιας μου τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ξαναβρίσκουμε τὸ μυστικὸ ποὺ ὁ Ἡσίοδος λέει πὼς ὁ Δίας ἔκρυψε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τῆς ἀπόλυτης λιτότητας ποὺ ὀφείλει νὰ ξανάβρῃ μ᾿ ὅλη τὴν ἐνέργεια ποὺ τὴν περιζώνει μὲ τὴν ἄμετρη ἀκτινοβολία τῆς Γῆς ἀκέριας μὲ τὴν ἐξαγίωση κι ἀνύψωσή της  ‘’καὶ ποὺ κράτησεν ὣς σήμερα κρυμμένο, γιατὶ ἂν τὤβρισκαν οἱ ἀμύητοι ἄνθρωποι θὰ νἄμεναν ἀδιάφοροι κι ὀκνοί.’’  Ἀλλὰ ποὺ εἶν᾿ ὥρα νὰ ξανάβρουμεν ἀκέραιο. Καὶ μέσ᾿ στὴν ἀτμόσφαιρά του, φωτισμένην ἀπὸ τὴν ἴδια ταπεινὴν ἐνέργειά μας, νὰ γίνῃ ἡ σύνθεση ὅλη καὶ νὰ ἐκραγῇ ὁ πνευματικὸς δυναμισμὸς ποὺ μέλλει ν᾿ ἀφανίσῃ πιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ πιθήκου ἀπ᾿ ὁλόκληρη τὴν γῆ. Ἡ  πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποίαν τὸ λούζω εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ γυρεύεις, εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ γυρεύουν, εἶμαι βέβαιος, οἱ λαμπρότερες ψυχές. Τὸ λέω αὐτὸ μὲ δέος – ἀλλὰ καὶ μὲ πίστη. Τὸ νὰ δώσω τὴν ζωή μου ἀλλιῶς θἆταν εὔκολο, πολὺ εὔκολο, γιά ᾿μέ.»

Τέτοια εἶναι τὰ ἱερά μας νάματα κι οἱ γάργαρες Πηγές μας – τίποτε λιγώτερο, καὶ δὴ κυρίως ἐν τῇ πράξει!  Κι οὔτε ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ καθόλου, κι οὔτε φυσικὰ καὶ μᾶς ξαφνιάζει, ἡ ἐκ νέου ἐπαλήθευσις τῆς διαπιστώσεως ὅτι «ὕες (:χοῖροι) βορβόρῳ μᾶλλον χαίρουσιν ἢ καθαρῷ ὕδατι».

Ἕκαστος λαμβάνει τελικῶς ὅ,τι τοῦ ἀξίζει – οἱ δὲ ὄνοι, φυσικώτατα, αἱροῦνται (ἐπιλέγουν) μᾶλλον τὰ ἄχυρα παρὰ τὸν χρυσόν, ἔφη Ἡράκλειτος (…ὄνους σύρματ᾽ ἂν ἑλέσθαι ἢ χρυσόν): ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν οὕτως ἢ ἄλλως τὶ χρυσός μὴ διζήμενοι, ἄρα καὶ τὸ τὰ ἄχυρα χρυσᾶ βαπτίζειν εὐκοπώτατον, ἀφ᾿ ἑτέρου δ᾿ ὁ ἀληθὴς χρυσὸς ΔΕΝ τρώγεται!

Καὶ ἄλλοτε ἔγραψα ὅτι προσυπογράφω εἰς τὸ φυσικὸν δικαίωμα τῆς ἠλιθιότητος νὰ ἐκδηλοῦται ἀνεμποδίστως μέν, ἀλλ᾿ ὄχι κατακλυσμικῶς – πρᾶγμα ὅμως ἀναπόφευκτον σήμερον, ἀφοῦ ζοῦμεν ὑπὸ τὸ στυγνὸν καὶ ἀσφυκτικὸν κράτος τῆς ἠλιθιότητος καὶ τῆς ποσότητος.

Εἰς δὲ τὸν ἰδικόν μας μας Πόλεμον, τὰ «ἤθεα» καὶ τὶς ἀθάνατες Τάξεις τοῦ Ἀγῶνός μας δὲν χωροῦν οὔτ᾿ ἄχυρα μηδὲ φρούκαλα,  οὔτ᾿ ὄνοι μηδὲ ἡμίονοι :  εὑρίσκουν οὗτοι ἀλλοῦ, ἄλλως τε, καὶ ἄχυρα καὶ οἰκείους των ἀχυρανθρώπους … «κι ἡ κοπριὰ στὰ λάχανα», λέγει ὁ θυμόσοφος λαός μας!  Δὲν ὑφίσταται οὐδεμία σύγχυσις, συγκοινωνία ἢ ἀλληλεπικάλυψις, εὐτυχῶς!!!  Διὸ καὶ οἱ εὐτελισμοὶ καὶ διασυρμοὶ ψευδωνύμων ὑποκαταστάτων τῆς Ἰδέας καὶ τῶν Λαβάρων μας, ὄχι ἁπλῶς δὲν μᾶς ἀγγίζουν ἀλλὰ μᾶς δικαιώνουν πολλαπλῶς.

Ἔρρωσθε ἐν ἐγρηγόρσει!

ΣΤΕΦΑΝΟΣ  ΓΚΕΚΑΣ