ΓΕΝΙΚΑ
Διάττοντες αστέρες, γενικότερα, μπορούμε να παρατηρήσουμε σχεδόν οποιαδήποτε νύχτα του χρόνου. Ωστόσο, υπάρχουν φορές κατά τις οποίες μια ομάδα μετεώρων (γενικός όρος που περιγράφει και τους διάττοντες αστέρες και τις βολίδες) συναντούν την γη μαζικά από την ίδια διεύθυνση. Τότε έχουμε την λεγόμενη βροχή διαττόντων ή βροχή μετεώρων. Οι περισσότερες βροχές διαττόντων είναι περιοδικές, άρα προβλέψιμες, και συμβαίνουν την ίδια περίπου ημερομηνία κάθε χρόνο. Ωστόσο, ενώ κάποιες από αυτές έχουν την ίδια ένταση κάθε φορά, κάποιες άλλες μπορεί να παρουσιάζονται με μεγάλες διαφορές στην έντασή τους από χρόνο σε χρόνο, δίνοντας ενίοτε λίγους διάττοντες αστέρες ενώ άλλες φορές εντυπωσιακές βολίδες. Το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό που περιγράφει την ένταση μιας τέτοιας βροχής είναι ο μέγιστος αριθμός των διαττόντων (ο αριθμός αυτός είναι γνωστός και ως ZHR -Zenithal Hourly Rate ), οι οποίοι είναι ορατοί μέσα σε μία ώρα από έναν παρατηρητή που τις κοιτάζει, υπό ιδανικές συνθήκες, στο ζενίθ τους. Όπως συμβαίνει και με τις άλλες βροχές διαττόντων, τα μετέωρα κινούνται τόσο γρήγορα καθώς εισέρχονται στην γήινη ατμόσφαιρα και πυρακτώνονται, γι’ αυτό η παρατήρηση είναι προτιμότερη με γυμνά μάτια, παρά με τηλεσκόπια ή κιάλια.Μία βροχή μετεώρων ή ορθότερα βροχή διαττόντων αστέρων, λοιπόν, αποτελεί ένα ουράνιο φαινόμενο το οποίο συμβαίνει όταν η Γη διέρχεται μέσα από σμήνη σωματιδίων μετεωρικής ύλης. Η ύλη αυτή προέρχεται συνήθως από κομήτες οι οποίοι έχουν μερικώς ή ολικώς διαλυθεί. Στην περίπτωση των Τεταρτιδών, οι αστρονόμοι δεν είναι ακόμα σίγουροι ποιος ήταν ο διερχόμενος κομήτης, που άφησε πίσω του την ουρά σκόνης και σωματιδίων, τα οποία μετατρέπονται σε μετέωρα (πεφταστέρια), κάθε φορά που ο πλανήτης μας διασταυρώνεται με την τροχιά τους. Είναι πιθανό να πρόκειται για ένα κομήτη (2003 ΕΗ1), που παρατήρησαν πρώτοι Κινέζοι, Ιάπωνες και Κορεάτες αστρονόμοι το 1490.
Κάθε βροχή διαττόντων φαίνεται ότι ξεκινά από ένα συγκεκριμένο σημείο στον ουρανό που ονομάζεται ακτινοβόλο σημείο (radiant) και παίρνει το όνομά της από τον αστερισμό στον οποίο ανήκει αυτό το ακτινοβόλο σημείο. Στην περίπτωση του φαινομένου το οποίο παρουσιάζουμε, ως ακτινοβόλο σημείο θεωρείται ο παλαιός αστερισμός Quadrans Muralis ή Επιτοίχιος Τετράς, όνομα προερχόμενο από ένα αρχαίο αστρονομικό εργαλείο, ωστόσο σήμερα η πηγή προέλευσης των μετεώρων φαίνεται να είναι ο αστερισμός του Βοώτη.
Ο Βοώτης (λατινικά: Bootes) είναι ένας αστερισμός ο οποίος σημειώθηκε για πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον σπουδαίο φυσικό φιλόσοφο Πτολεμαίο και αποτελεί έναν από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θεσπίστηκαν από την Διεθνή Αστρονομική Ένωση. Ο μεγάλος αυτός αστερισμός, δέκατος τρίτος στην κατάταξη, έχει έκταση 906,8 τετραγωνικές μοίρες και βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, πλην όμως είναι αμφιφανής στην Ελλάδα ενώ πλήρως ορατός παρατηρείται σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 90°N – 35°.
Από ετυμολογικής απόψεως η ονομασία Βοώτης, κατά μία εκδοχή, προέρχεται από το ουσιαστικό βους (βόδι) και το ωθείν (καθοδήγηση, σπρώξιμο). Η εκδοχή αυτή εμφανίζεται στην Οδύσσεια όπου παρουσιάστηκε ως ο οδηγός της ομηρικής Άμαξας (Μεγάλη Άρκτος). Μάλιστα, η πρότυπη μορφή του αστερισμού χρειάζεται οκτώ ολόκληρες ώρες για να δύσει από τα γεωγραφικά πλάτη της νότιας Ευρώπης και ακόμα και τότε το χέρι του δεν εξαφανίζεται κάτω από τον ορίζοντα, γεγονός το οποίο εξηγεί το χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Όμηρος: «οψέ δύων», αργός στη δύση του.
Κατά μία άλλη εκδοχή εικάζεται ότι η ονομασία προέρχεται από το βοητής (βουερός, θορυβώδης), εξαιτίας των κραυγών του οδηγού προς τα ζώα του ή του κυνηγού καθώς κυνηγά γεγονός που επιβεβαιώνεται μέσω των απεικονίσεων της μορφής στους ιστορικούς άτλαντες των ουρανών όπου τον συναντάμε, συνήθως, με την μορφή ενός κυνηγού ο οποίος είναι εξοπλισμένος με κυνηγετικά όπλα, κρατά με το δεξί του χέρι τα λουριά των Θηρευτικών Κυνών και κυνηγά την `Αρκτο γύρω από το βόρειο ουράνιο πόλο.
Ο Αργκελάντερ απέδιδε στον Βοώτη 85 αστέρες ορατούς με γυμνό μάτι, ενώ ο Heis 140, εκ των οποίων οι κυριότεροι είναι φωτεινοί και φέρουν δικά τους ιδιαίτερα ονόματα.