Λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι θεωρητικώς τα συντάγματα (ακόμη και τα υπάρχοντα αμφιλεγόμενα συντάγματα που προέκυψαν υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες) υπάρχουν για τους λαούς και όχι οι λαοί για τα συντάγματα, ότι το δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί ένα θελκτικό σύνθημα με περιεχόμενο που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, αλλά και ότι η πίστη στα κοινοβούλια και κατ’ ακολουθία στο δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας, πάνω στο οποίο εδράζονται, έχει σήμερα αναντιρρήτως καταλήξει προσχηματικό σύνθημα. Γνωρίζοντας ότι η διαφθορά στον χώρο της πολιτικής, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού αποτελεί μια διαχρονική πραγματικότητα, ότι η διαπλοκή της οικονομίας με την πολιτική και οι παρεπόμενες πελατειακής μορφής σχέσεις, απαξίωσαν βαθειά κάθε πολιτειακό θεσμό στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής απάτης, θα πρέπει εξετάσουμε ποιοι είναι οι πυλώνες αυτού του (κατ’ ουσίαν ηθικιστικού δόγματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) και εάν αυτό το δόγμα εφαρμόζεται ουσιαστικώς εκεί που τύποις υποτίθεται ότι λειτουργεί – γιατί αξίζει να αναρωτηθούμε τι σχέση έχουν οι κοινοβουλευτικοί ηγέτες με τον λαό που του εκλέγει… Ακόμα και πρακτικά αν προσεγγισθεί, μπορεί να εξετάσει κανείς την πορεία των τέκνων των «ηγετών», αριστερών ή δεξιών, από τότε που γεννιούνται μέχρι τότε που πεθαίνουν. Εύκολα θα αντιληφθεί κανείς ότι έχουν διαφορετική – σκανδαλωδώς ευνοϊκή – αντιμετώπιση από το Σύστημα, ότι θεωρούνται «ανώτεροι» και ότι έχουν εξασφαλίσει το δικαίωμα να αποφασίζουν αυθαίρετα για όλα όσα αφορούν τους «απλούς πολίτες». Σε ιδιωτικά και απρόσιτα για τον λαό σχολεία στέλνουν τα παιδιά τους (αυτοί οι οποίοι αποφασίζουν για την παιδεία «του λαού»), σε ιδιωτικά και απρόσιτα για τον λαό πανεπιστήμια με εντελώς διαφορετικές προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν (αυτοί οι οποίοι αποφασίζουν για την εκπαίδευση «του λαού»), σε ιδιωτικά νοσοκομεία νοσηλεύονται (αυτοί οι οποίοι αποφασίζουν για την υγεία «του λαού»), ακόμα και οι μεταξύ τους διαπροσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται σε χώρους απρόσιτους για τον λαό.
Αντιλαμβανόμαστε ότι καμία ασφαλώς σχέση δεν μπορεί να έχει με την δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας (της οποίας καπηλεύθηκε καταχρηστικώς την ονομασία) η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήτοι το ολιγαρχικό πολίτευμα της νεοφιλελεύθερης αριστερίζουσας παγκοσμιοποιημένης Νέας Τάξης. Πρόκειται για ολιγαρχία διότι εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι στο σύστημα αυτό η δύναμη συγκεντρώνεται στους κόλπους μιας πολύ ειδικής και περιορισμένου μεγέθους ομάδας, αποτελούμενης από άτομα συγκεκριμένου ήθους, χαρακτήρος και τύπου, η οποία μονοπωλεί την εξουσία και της οποίας τα μέλη απολαμβάνουν ταυτοχρόνως απίστευτα προνόμια, που τους διαφοροποιούν τελείως από τους «κοινούς θνητούς» υπηκόους. Τι σχέση έχει ο μέσος Έλληνας πολίτης με έναν βουλευτή; Ο βουλευτής δεν είναι μόνον υπεράνω νόμου, με την βουλευτική ασυλία-ατιμωρησία, αλλά σχεδόν υπεράνθρωπος! Με τέσσερα χρόνια εργασίας καταφέρνει σε οικονομικό επίπεδο ό,τι για τον μέσο πολίτη δεν μπορεί να αποκτηθεί με εργασία μιας ολόκληρης ζωής… Όποτε δεν είναι ικανοποιημένος με τον μισθό του, κάνει την ανάλογη αύξηση στον εαυτό του… Όποτε θέλει να βολέψει το παιδί του, φροντίζει επίσης να το κάνει – τι άλλο; – βουλευτή! Όποτε θέλει καταφέρνει να χρησιμοποιεί τη δημόσια περιουσία κατά βούλησιν. Επομένως ο κοινοβουλευτισμός και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει καταλήξει ένα σύστημα ανελεύθερο, με ειδοποιά χαρακτηριστικά την ψυχολογική βία, την εξαγορά συνειδήσεων, το ψεύδος, την νοθεία των εκλογών, τις περίεργες αλλοιώσεις των εκλογικών καταλόγων και την ψυχολογική επιρροή, που μοιραία ασκεί η διεξάγουσα τις εκλογές κυβέρνηση, στις συνειδήσεις των εκλογέων, κρατώντας υπό εργασιακή ομηρία εκατοντάδες χιλιάδες νέους, διαμορφώνοντας (παραμορφώνοντας επί της ουσίας) την «κοινή γνώμη» και νοθεύοντας κάθε εκδήλωσή της. Τα ΜΜΕ, επιχειρήσεις χρηματοδοτούμενες όχι μόνον από τα διάφορα κόμματα, αλλά, ακόμα χειρότερα, από κεφάλαια που υπηρετούν ακόμα και ξένα κέντρα και δυνάμεις, έχουν τον τρόπο να κατευθύνουν την γνώμη των λαϊκών μαζών.
Οι διαρκώς ψευδείς προεκλογικές δηλώσεις των διαφόρων κομμάτων και οι υποσχέσεις παροχών στα στελέχη τους, συντελούν ακόμα περισσότερο στην νόθευση του λαϊκού φρονήματος. Είναι εξακριβωμένο, ότι ο αριθμός των πολιτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις κρατικές υποθέσεις είναι περιορισμένος, πράγμα που εύλογα ερμηνεύεται λόγω του καλλιεργούμενου ατομικισμού που αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου τύπου που ανατρέφεται σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας, όπου ο κάθε ένας φροντίζει για την ατομική του ευημερία, χωρίς να αντιλαμβάνεται, ότι αυτή καθίσταται άτοπη και αυτοαναιρούμενη καθώς υπονομεύει την γενική ευημερία από την οποία φυσιολογικά εξαρτάται. Η πλειοψηφία των πολιτών είναι παθητική και αυτό διευκολύνει την κυριαρχία μιας διεφθαρμένης μειοψηφίας επιτηδίων καιροσκόπων, της τάξεως δηλαδή των επαγγελματιών πολιτευτών, οι οποίοι για την ικανοποίηση εγωιστικών, ως επί το πλείστον, συμφερόντων τους, ενδιαφερόμενοι εντελώς υποκριτικά και προσχηματικά για τα δημόσια πράγματα και επωφελούμενοι της παροιμιώδους ηλιθιότητος και παθητικότητος του λαού, κατορθώνουν να τον καθιστούν όργανο των κομματικών τους ποταπών μεθοδεύσεων. Αυτό συμβαίνει, διότι απουσιάζει πάσα έννοια πολιτικής διαπαιδαγωγήσεως, η οποία να καθιστά τον κάθε ένα πολίτη ικανό να διακρίνει και να υπερασπίζει το γενικό εθνικό συμφέρον, υπεράνω του ατομικού. Η τάξη αυτή επιβάλλει τις απόψεις της στον λαό, ώστε πράγματι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι σε καθεστώς «δημοκρατίας» η εξουσία στην πραγματικότητα ασκείται από μια μειοψηφία, την τάξη των πολιτευομένων, που έχει ως αποκλειστική ενασχόληση την εξασφάλιση της κυριαρχίας ακόμα και στους κληρονόμους της με τρόπο ώστε, παρά τις προβλέψεις του Συντάγματος, το οποίο δεν αναγνωρίζει τίτλους ευγενείας ή άλλες διακρίσεις, να έχει αναδειχθεί σε ρυθμιστή της δημόσιας ζωής ως μια πραγματική ολιγαρχία των φαύλων που μονοπωλεί κάθε φορά υπέρ της την δημόσια ζωή. Η τάξις αυτή διαιρεμένη σε αντίπαλες μερίδες δεν έχει άλλον σκοπό παρά το πώς να επικρατήσει εντός του κόμματος που η ίδια εξυπηρετεί, ανεξαρτήτως των γενικών ζωτικών συμφερόντων του Έθνους. Σχεδόν οι πάντες το αναγνωρίζουν και πλείστοι όσοι εξ αυτών τονίζουν την ανάγκη εξευρέσεως ενός συστήματος με το οποίο θα ελαττώνονταν οπωσδήποτε το μεταξύ των κυβερνώντων και κυβερνωμένων χάσμα. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να πραγματοποιηθεί δια της λεγομένης «αμέσου διακυβερνήσεως» η οποία όμως προκειμένου περί μεγάλων χωρών είναι εξ ορισμού όπως η κοινή λογική υπαγορεύει, απολύτως απραγματοποίητος. Αυτό που είναι σίγουρα δύσκολο, είναι ότι δεν έχει ο λαός το μέσον για να ανακαλέσει τους αντιπροσώπους του, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν έχουν καμιά υποχρέωση λογοδοσίας έναντι των εκλογέων των, προς τους οποίους δεν συνδέονται με καμία σχέση πραγματικής ευθύνης και χαίρουν πλήρους ανεξαρτησίας, η όποια δε «εμπιστοσύνη» διατυμπανίζεται, μόνον με μεγάλη δόση φαντασίας δύναται να θεωρηθεί πραγματική εμπιστοσύνη ολοκλήρου του λαού.
Πολύ ορθώς λοιπόν αντελήφθησαν ορισμένοι οξυδερκείς, ότι η «εξουσία» του λαού δεν συνίσταται παρά μόνο στο δικαίωμα του να διορίζει τυπικώς μια ήδη προεπιλεγμένη από αφανή κέντρα, ολιγαρχία, ώστε να τον κυβερνά. Η μόνη εξουσία της λεγομένης πλειοψηφίας του λαού περιορίζεται στην περιοδική «άσκηση κυριαρχίας», η οποία συνίσταται στην εκλογή για μια νέα ορισμένη χρονική περίοδο των νέων πατρώνων του και δεν έχει άδικο όποιος αντιληφθεί ότι η «κυριαρχία της λαϊκής θελήσεως» δεν συνίσταται πράγματι, παρά μόνο στην περιορισμένη «εξουσία» του λαού να εκλέξει τους τυράννους του. Είναι δε απείρως πιο επικίνδυνη και καταπιεστική η κοινοβουλευτική τυραννία διότι, η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας δύναται να οδηγήσει μέχρι του σημείου της απολύτου μονοπωλήσεως της εξουσίας. Διότι η πίστης ότι κάθε νομοθέτημα της Βουλής είναι θέλησης του λαού πνιγεί οποιαδήποτε διαμαρτυρία κατά της νομίμου αδικίας! Καταργεί την ευθύνη των μελών του κοινοβουλίου και υποκαθιστά την απατηλή ευθύνη της ανωνύμου μάζης των εντολέων. Γεννάται έτσι η αυταπάτη, ότι αυτοί (οι λαϊκοί εκπρόσωποι) δύνανται να πράττουν τα πάντα ατιμώρητοι, διότι ο δεσποτισμός των έχει πάντοτε εις την διάθεσή του το εύκολο πρόσχημα της «συλλογικής βούλησης του λαού»! Οποία πλάνη και κοροϊδία! Και η κοινοβουλευτική κυβέρνηση στηριζόμενη επί της πλειοψηφίας της βουλής, καταλήγει κάποιες φορές σε μια κατ’ ουσίαν δικτατορία. Διότι το κοινοβούλιο υποτάσσεται δουλικώς στον αρχηγό της εκάστοτε πλειοψηφίας, ψηφίζοντας νόμους ακόμα και τέτοιους που αντίκεινται στην συνείδησή του, εκβιαζόμενο δια της αναγκαιότητος τάχα παροχής εμπιστοσύνης στην εκάστοτε κυβέρνηση (όπως η πρόσφατη επικαιρότης θεαματικώς δεικνύει) η οποία υπερψηφίζεται υπό τον φόβο ότι σε περίπτωση που θα διέρρεαν ορισμένα «πιόνια» από το πλειοψηφούν κόμμα, η κυβέρνηση θα κινδυνεύσει να περιέλθει στα χέρια άλλων κομματικών μερίδων, ή διότι τρομάζει προ του κινδύνου διαλύσεως της βουλής. Κατά συνέπεια η αρχή της πλειοψηφίας δεν είναι παρά μια φενάκη, ένα απλό, πρακτικό και εμπειρικό τέχνασμα, για να μη «κουράζεται» η σκέψη των κυβερνωμένων προς εξεύρεση καλύτερου συστήματος. Είναι λοιπόν βέβαιον ότι αποτελεί απατηλή και ψευδή «λύση». Επομένως η αρχή της πλειοψηφίας είναι μια «αρχή» της οποίας η παραβίαση όχι μόνο δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί «ιεροσυλία», αλλά οφείλει να καταργηθεί, εφόσον στην πράξη αποδεικνύεται εσφαλμένη, άχρηστη, απολύτως ανεπαρκής και ατελέσφορη.
Η αρχή της καθολικότητος αφ’ ενός και της ισοπεδωτικής ισότητας της ψηφοφορίας αφ’ ετέρου, (κάθε άνθρωπος, οιοσδήποτε και αν είναι, οσοδήποτε φαύλος ή κρετίνος και αν είναι δικαιούται ισοτίμως μια ψήφο) είναι ασφαλώς από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα τα οποία παρουσιάζει το σύστημα της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δεν μπορεί να παραβλεφθεί διότι επί της ουσίας φαλκιδεύει κάθε διαδικασία ορθής αποφάσεως και προεξοφλεί την αποτυχία κάθε πολιτικής. Μειονεκτήματα τα οποία δεν μπορεί να δει κανείς πώς δύνανται να διορθωθούν χωρίς ν’ ανατραπεί άρδην το όλο σύστημα. Πρέπει λοιπόν ολόκληρο το κοινοβουλευτικό σύστημα να καταργηθεί; Πρέπει άραγε ν’ αναζητηθεί κάποιος άλλος τρόπος διακυβερνήσεως και υποδείξεως των αρχόντων; Ίσως. Εκείνο το οποίο είναι βέβαιο, είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε να καταρρίψουμε ορισμένα παγιωμένα στερεότυπα και πολιτικο-ιδεολογικά ταμπού. Η απαλλαγή μας από αυτά, θα είναι ένα πρώτο θετικό βήμα που θα μας οδηγήσει σε μια διαυγέστερη κατανόηση – απαραίτητη προϋπόθεση για να προσδιορίσουμε τις δομές και διαδικασίες εκείνες που θα εξασφαλίσουν την επικράτηση μιας αρχής και ενός πολιτεύματος που πραγματικά θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα όχι απλώς του λαού αλλά του Έθνους.