Δυστυχέστατα, όμως, αποδεικνύεται εν τέλει ότι απελευθερώσαμε την Ελλάδα (όσο, τέλος πάντων, την απελευθερώσαμε) για να την διοικήσουν οι αχρείοι και να την παραδώσουν τελικώς στις διεθνείς Τράπεζες και στις ατελείωτες ορδές όχι του Δράμαλη πια, αλλά των, ομοίας αφροασιατικής κατατομής, επιγόνων τους!!!
Αναδημοσιεύουμε από την σελίδα http://www.epirus-ellas.gr/2010/02/21-1913.html το επόμενο άρθρο καθώς και φωτογραφίες για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Κάθε χρόνο τα θρυλικά Γιάννινα γιορτάζουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα την Επέτειο της Απελευθέρωσης από το πολύχρονο Τούρκικο Ζυγό. Όπως είναι γνωστό οι Τούρκοι ανέλαβαν τα Γιάννινα το 1431 και παρά τις κατά καιρούς σημαντικές ελληνικές εξεγέρσεις, έμειναν σκλαβωμένα μέχρι το 1913.
Από την 7η Ιανουαρίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός υποστηριζόμενος από πεδινό και βαρύ πυροβολικό, άρχισε συντονισμένες επιθέσεις κατά των οχυρών που κατείχαν οι Τούρκοι στην Ήπειρο. Ο Ελληνικός Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε και με νέες Μονάδες Ιππικού και Πυροβολικού. Μάλιστα είχε έρθει στην Ήπειρο (τέλος Ιανουαρίου) και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος σε σχετικές συζητήσεις με τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, προσδιόρισε τους τρόπους με τους οποίους οι Στρατιωτικές Επιχειρήσεις θα εξυπηρετούσαν αποτελεσματικά τις πολιτικές προθέσεις της Κυβέρνησης.
Το τελικό σχέδιο επίθεσης (που καταρτίστηκε την 16η Φεβρουαρίου) προέβλεπε εκτός των άλλων και παράλληλες αποβατικές επιχειρήσεις στους Αγίους Σαράντα για να αποκλειστεί μετακίνηση της 13ης Τουρκικής Μεραρχίας προς τα Γιάννινα. Η γενική επίθεση των Ελληνικών Δυνάμεων εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου,. Η 2η
Μεραρχία κατέλαβε επίκαιρες θέσεις και η 1η με την 3η φάλαγγα του Α΄ Τμήματος Στρατιάς τα υψίστης στρατηγικής σημασίας υψώματα του. Την 19η Φεβρουαρίου το Ελληνικό Πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά των εχθρικών πυροβολείων Καστριού, του Προφήτη Ηλία και της Τσούκας, ύστερα από μεγάλο και σκληρό αγώνα. Η 2η φάλαγγα κινήθηκε διαμέσου της Μανωλιάσης καταδιώκοντας τους υποχωρούντες και κατέλαβε την κοιλάδα Δωδώνης, φτάνοντας μέχρι τον ¶γιο Νικόλαο. Συνεχίζοντας την προέλαση, έφτασε στην Πεδινή και μάλιστα δύο γενναίοι και τολμηροί
Αξιωματικοί, επικεφαλής των Ταγμάτων της, (Βελισαρίου και Ιατρίδης) καταδιώκοντας τους Τούρκους, έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη Ανατολής, όπου εγκατέστησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία Ιωαννίνων και Μπιζανίου. Ο Εσάτ Πασάς αναγκάστηκε τότε (8 το βράδυ) να ζητήσει τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Γερβάσιου και των Προξένων για την παράδοση της πολυθρύλητης πόλης των Ιωαννίνων. Οι Πρόξενοι ανακοίνωσαν στον Κωνσταντίνο το μεσολαβητικό τους ρόλο με έγγραφο που στάλθηκε με τους Αξιωματικούς Ρεούφ και Ταλαάτ, τους οποίους συνόδευε ο Επίσκοπος Δωδώνης Πανάρετος (ως εκπρόσωπος της Μητρόπολης). Μαζί με τον ατρόμητο Ταγματάρχη Βελισαρίου οδηγήθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου στο Γενικό Στρατηγείο Εμίν Αγά. Ύστερα από σύντομη συζήτηση συμφώνησαν την παράδοσή της πόλης και των Τούρκικων δυνάμεων και δόθηκαν οι σχετικές Διαταγές.
Τα θρυλικά Γιάννινα ήταν πλέον ελεύθερα, όπως ελεύθερη ήταν σε λίγο και ολόκληρη η πολύπαθη Ήπειρος. Ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη των Ιωαννίνων και η υποδοχή ήταν πράγματι αποθεωτική. Τα χαρμόσυνο και πολυπόθητο αυτό γεγονός της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων χαιρετίστηκε επάξια με πανηγυρισμούς από όλους τους Έλληνες, ιδιαίτερα όμως από τους Ηπειρώτες, των οποίων τα όνειρα και οι πόθοι αιώνων για απελευθέρωση επί τέλους πραγματοποιήθηκαν. Η δημοτική μούσα επάξια τραγούδησε:
«Τα πήραμε τα Γιάννινα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε όπου γεννούν και κλαίνε. Το λεν΄ τα πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου, όπου τα σκίαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λεν΄ οι χτύποι και οι βροντές, το λένε και οι καμπάνες, το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες. Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου, το λένε και οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου».
Επίσης πολύ χαρακτηριστικό και συγκινητικό είναι και ένα ποίημα του Μπιζανομάχου Γεωργίου Ν. Γάκη (από την Αρκαδία) του οποίου απευθύνεται στη μητέρα του:
«Μανούλα μ΄ σε παρηγορώ από χιλιάδες μίλια,
γιατί εχθές στον ύπνον μου δυσάρεστη σε είδα.
Ο «Τόμαρος» αντιλαλεί των κανονιών τους ήχους
και χαίρεται που σύντριψαν του Μπιζανίου τους τοίχους.
Στο Πεζικόν το 11ον οφείλεται η νίκη,
η τόσον ολιγόωρος πράγματι είναι φρίκη.
Από Αρκάδας σύγκειται που πήραν πυροβόλα
και δη το 1ον Τάγμα του τον Άγιο Νικόλα.
Η ώρα είναι 12 σχεδόν το μεσημέρι,
ως τότε εβαστάχθηκε το τουρκικόν ασκέρι.
Κι εβγήκε από τα προχώματα στα Γιάννινα να πάει,
όπλα, φυσίγγια, γυλιούς στον δρόμον τα πετάει.
Επίσης και το φρούριον το τρομερόν Μπιζάνι,
εσίγησε κ΄ εκάθετο, σκέπτεται τι να κάνει.
Διότι το εκύκλωσαν εύζωνοι με την λόγχην
και ο Εσάτ ευρίσκεται στου ποταμού την όχθην.
Την επομένην το πρωί στέλνει στο Στρατηγό μας
πως το Μπιζάνι σήμερον λογίζεται δικό μας.
Τριάντα χιλιάδες είμεθα εκτός των πυροβόλων
κι όλοι παραδιθόμεθα στο Νικητή «άνευ όρων».
Και τότε ο Στρατηλάτης μας στα Γιάννινα πηγαίνει
και από τα χέρια του Εσάτ το ξίφος του το παίρνει.
Μόνος του παρέδωσε το ξίφος του ο καημένος,
ωσάν γενναίος Στρατηγός, αλλά όμως ηττημένος.
Τα βάσανά μου, μάνα μου, σώθηκαν πια
και όλοι περιμένουμε ειρήνη για να γένει.
Για νάλθουμε στα σπίτια μας ίνα ξεκουρασθούμε,
γιατί εχθρόν δεν έχουμε πλέον να πολεμούμε».