Μέ τόν όρο «Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία» εννοούμε τήν μελέτη μιάς ομάδος γλωσσών, οί οποίες είναι συγγενείς μεταξύ τους καθώς αποτελούν απογόνους τής ίδιας μητρικής γλώσσας, τής ινδοευρωπαϊκής (ΙΕ) ή τής πρωτοινδοευρωπαϊκής (ΠΙΕ). Ο όρος «ινδοευρωπαϊκός» εξηγεί κατά κάποιον τρόπο καί τό περιεχόμενό του, καθώς αναφέρεται σέ γλώσσες πού εκτείνονται σέ μιά γεωγραφική περιοχή από τήν Ινδία μέχρι τήν Ευρώπη. Πράγματι, οί ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κατά τήν αρχαιότητα καταλαμβάνουν μία ευρύτατη περιοχή, καλύπτοντας λίγο ως πολύ όλην τήν ευρωπαϊκή ήπειρο καί εκτεινόμενες στήν ευρύτερη περιοχή τής Ανατολίας, στό Ιράν μέχρι τήν Ινδία καί τό κινεζικό Τουρκεστάν.
Ως όρος μέ τήν συγκεκριμένη σημασία, η λέξη «ινδοευρωπαϊκός» (Indo-European), αποδίδεται στον άγγλο φυσιογνώστη καί αιγυπτιολόγο Thomas Young, ο οποίος τήν πρωτοχρησιμοποίησε τό 1813 σέ μιά συζήτηση γιά τό βιβλίο Mithridates τού Adelung. Η γερμανική παράδοση συνήθως χρησιμοποιεί τόν όρο «ινδογερμανικός», ενώ κατά καιρούς έχουν επινοηθεί διάφορα ονόματα, όπως ιαπετικός, άριος κ.ά..
Η γνώση μας γιά αυτήν τήν πρόγονη γλώσσα είναι όχι άμεση αλλά μόνον έμμεση, καθώς προέρχεται μέσα από τήν ιστορική αποκατάσταση στήν οποία καταλήγουμε μέ βάση τήν σύγκριση τών μαρτυρημένων απογόνων γλωσσών μέ ειδικές τεχνικές μεθόδους, τήν ιστορικοσυγκριτική μέθοδο καί μιά σειρά άλλων τεχνικών.
Η γνώση μας γιά αυτήν τήν πρόγονη γλώσσα είναι όχι άμεση αλλά μόνον έμμεση, καθώς προέρχεται μέσα από τήν ιστορική αποκατάσταση στήν οποία καταλήγουμε μέ βάση τήν σύγκριση τών μαρτυρημένων απογόνων γλωσσών μέ ειδικές τεχνικές μεθόδους, τήν ιστορικοσυγκριτική μέθοδο καί μιά σειρά άλλων τεχνικών.
Η έννοια τής αποκαταστάσεως οδηγεί στό συμπέρασμα ότι αυτή η γλώσσα υπήρξε κάποτε στό μακρινό παρελθόν η γλώσσα συγκεκριμένων ομιλητών, τών ινδοευρωπαίων, πού έζησαν καί έδρασαν σέ κάποια περιοχή, ως γλωσσική καί πολιτισμική οντότητα. Πρέπει νά διευκρινίσουμε εξαρχής ότι η ΠΙΕ είναι μόνον μία αποκατεστημένη, όχι πραγματική γλώσσα, δηλαδή είναι μία γλώσσα όχι όπως πραγματικά υπήρξε, αλλά προσεγγιστικά όπως πρέπει νά ήταν, κρίνοντας από τά χαρακτηριστικά τών απογόνων τών γλωσσών, οι οποίες μαρτυρούνται καί μέ τήν βοήθεια τών οποίων φτάνουμε στήν θεωρητική εικόνα τής μητρικής πρωτογλώσσας.
Η αποκατάσταση τής ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας δίνει μία σειρά απαντήσεων σέ πολλά ερωτήματα σχετικά μέ τήν φύση, τόν τύπο καί τά χαρακτηριστικά της.
Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί άλλα ερωτήματα, πολλά από τά οποία δέν έχουν βρεί ακόμη οριστική ή ικανοποιητική απάντηση. Ετσι, γιά παράδειγμα, κατανοούμε καλύτερα πολλά χαρακτηριστικά τών διαφόρων γλωσσών πού προήλθαν από τήν πρωτογλώσσα, παρακολουθούμε τήν ιστορική τους εξέλιξη μέσα στόν χρόνο καθώς καί τήν γεωγραφική τους κατανομή, καί μπορούμε νά προχωρήσουμε μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα στίς επιμέρους ομαδοποιήσεις καί υποομαδοποιήσεις μέ βάση γεωγραφικά ή γλωσσικά κριτήρια. Μπορούμε, επίσης, νά διαπιστώσουμε καί νά εξηγήσουμε ομοιότητες στό επίπεδο τής γλώσσας αλλά καί στό επίπεδο πολιτισμικών καί λοιπών στοιχείων καί νά αποδώσουμε ορισμένα από αυτά στήν κοινή κληρονομιά από τήν πρωτογλώσσα. Από τήν άλλην μεριά, δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά μέ τόν χρόνο καί τόν τόπο υπάρξεως αυτής τής κοινής πρωτογλώσσας, τήν θέση τών ομιλητών τής γλωσσικής κοινότητος σέ σχέση μέ άλλους λαούς κατά τήν προϊστορική περίοδο, γιά τούς λόγους, τόν τρόπο καί τόν χρόνο τής αποσχίσεως τών διαφόρων κλάδων, καθώς καί τήν στήριξη τών απαντήσεων σέ αυτά τά ερωτήματα μέ συγκεκριμένα καί απτά τεκμήρια.
Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργεί άλλα ερωτήματα, πολλά από τά οποία δέν έχουν βρεί ακόμη οριστική ή ικανοποιητική απάντηση. Ετσι, γιά παράδειγμα, κατανοούμε καλύτερα πολλά χαρακτηριστικά τών διαφόρων γλωσσών πού προήλθαν από τήν πρωτογλώσσα, παρακολουθούμε τήν ιστορική τους εξέλιξη μέσα στόν χρόνο καθώς καί τήν γεωγραφική τους κατανομή, καί μπορούμε νά προχωρήσουμε μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα στίς επιμέρους ομαδοποιήσεις καί υποομαδοποιήσεις μέ βάση γεωγραφικά ή γλωσσικά κριτήρια. Μπορούμε, επίσης, νά διαπιστώσουμε καί νά εξηγήσουμε ομοιότητες στό επίπεδο τής γλώσσας αλλά καί στό επίπεδο πολιτισμικών καί λοιπών στοιχείων καί νά αποδώσουμε ορισμένα από αυτά στήν κοινή κληρονομιά από τήν πρωτογλώσσα. Από τήν άλλην μεριά, δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά μέ τόν χρόνο καί τόν τόπο υπάρξεως αυτής τής κοινής πρωτογλώσσας, τήν θέση τών ομιλητών τής γλωσσικής κοινότητος σέ σχέση μέ άλλους λαούς κατά τήν προϊστορική περίοδο, γιά τούς λόγους, τόν τρόπο καί τόν χρόνο τής αποσχίσεως τών διαφόρων κλάδων, καθώς καί τήν στήριξη τών απαντήσεων σέ αυτά τά ερωτήματα μέ συγκεκριμένα καί απτά τεκμήρια.
Η μακρά, επίπονη καί συστηματική ερευνητική παράδοση πού καλλιεργήθηκε στόν χώρο αυτόν κατά τίς τελευταίες δύο εκατονταετίες οδηγεί στό πιό αποδεκτό καί πιθανό σήμερα συμπέρασμα ότι οι ινδοευρωπαίοι εντοπίζονται κατά τήν περίοδο μεταξύ 5ης καί 4ης π.χ. χιλιετίας στίς στέπες τής Νοτίου Ρωσίας στήν περιοχή τής Υπερκαυκασίας καί πιό συγκεκριμένα στό αχαιολογικό συγκρότημα γνωστό ως «Κουργκάν». Γιά άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους, από τό 3.000 π.χ. παρατηρείται μιά κινητικότητα αυτού τού λαού, ο οποίος, ύστερα από διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα πρός διάφορες κατευθύνσεις κατά τίς επόμενες δύο χιλιετίες, εγκαταστάθηκε στίς περιοχές όπως είναι αυτές γνωστές κατά τήν ιστορική περίοδο. Αυτές οι μετακινήσεις τεκμηριώνονται μέ μαρτυρίες από αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά αντανακλώνται καί στά γλωσσικά χαρακτηριστικά τών επιμέρους κλάδων.Από τό βιβλίο « ΟΙ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ» τού καθηγητού γλωσσολογίας κ.Γεωργίου Κ. Γιαννάκη.