Τα αίτια του εθελούσιου θανάτου μου
Είμαι σωματικά και πνευματικά υγιής και γεμάτος από αγάπη για την σύζυγο μου και τα παιδιά μου. Αγαπώ την ζωή και δεν προσδοκώ τίποτε περισσότερο από την διαιώνιση της φυλής και του πνεύματός μου. Όμως κατά το ηλιοβασίλεμα της ζωής μου ευρισκόμενος μπροστά σε τεράστιους κινδύνους για την Γαλλική και την Ευρωπαϊκή μου πατρίδα, αισθάνομαι το καθήκον να δράσω, όσο έχω ακόμα δυνάμεις. Αισθάνομαι το καθήκον να θυσιάσω τον εαυτό μου για να διακόψω τον λήθαργο που μας κατακλύζει. Θυσιάζω το υπόλοιπο της ζωής που μου απομένει, με πρόθεση να θεμελιώσω την διαμαρτυρία μου. Επιλέγω έναν ιδιαίτερα συμβολικό τόπο, τον Καθεδρικό ναό Νοτρ Νταμ στο Παρίσι (σ.τ.μ.: «Παναγία των Παρισίων»), που σέβομαι και θαυμάζω, διότι χτίστηκε από την μεγαλοφυΐα των προγόνων μου, σε τοποθεσία αρχαιότερων λατρειών που μας υπενθυμίζουν την αμνημόνευτη προέλευσή μας.
Ενώ πολλοί άνθρωποι είναι σκλάβοι του βίου τους, η χειρονομία μου ενσαρκώνει μία ηθική της βουλήσεως. Παραδίδω τον εαυτό μου στο θάνατο με σκοπό να αφυπνίσω τις κοιμισμένες συνειδήσεις. Επαναστατώ ενάντια στην μοιρολατρία. Διαμαρτύρομαι ενάντια στα δηλητήρια της ψυχής και ενάντια στην εισβολή των επιθυμιών του ατομισμού που καταστρέφουν την ταυτότητα και τις ρίζες μας, συμπεριλαμβανομένης της οικογενείας, της πιο οικείας βάσεως του προαιώνιου πολιτισμού μας. Ενώ υπερασπίζομαι την ταυτότητα όλων των λαών που ζούν στις πατρίδες τους, επαναστατώ ενάντια στο έγκλημα της αντικατάστασεως του δικού μας πληθυσμού.
Ενώ ο καθεστωτικός κυρίαρχος λόγος δεν μπορεί να ξεπεράσει τις τοξικές του ασάφειες, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που καλούνται να υποστούν τις συνέπειες. Δεν έχουμε τώρα πια μια κοινή θρησκευτική ταυτότητα για να μας δένει μεταξύ μας, μοιραζόμαστε όμως από την Ομηρική εποχή μια δική μας ιδιαίτερη μνήμη, ως αποθήκη όλων των αξιών από τις οποίες θα επαναθεμελιώσουμε την μελλοντική μας αναγέννηση, μόλις ξεπεράσουμε την μεταφυσική της ασυδοσίας, πηγή όλων των σύγχρονων αρνητικών υπερβάσεων.
Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων από όλους όσους θα υποφέρουν από τον θάνατό μου, και πρώτα από την συζυγό μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, όπως και από τους φίλους μου και από όσους με ακολουθούν. Αλλά μόλις ξεθωριάσουν το σοκ και ο πόνος, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα κατανοήσουν το νόημα της χειρονομίας μου και θα μετατρέψουν την λύπη τους σε υπερηφάνια. Ελπίζω ότι θα εργαστούν όλοι μαζί μέχρι το τέλος. Θα βρουν στα τελευταία μου γραπτά το υπόβαθρο και τις εξηγήσεις της πράξεώς μου.
Dominique Venner.
Les raisons d’une mort volontaire
« Je suis sain de corps et d’esprit, et suis comblé d’amour par ma femme et mes enfants. J’aime la vie et n’attend rien au-delà, sinon la perpétuation de ma race et de mon esprit. Pourtant, au soir de cette vie, devant des périls immenses pour ma patrie française et européenne, je me sens le devoir d’agir tant que j’en ai encore la force. Je crois nécessaire de me sacrifier pour rompre la léthargie qui nous accable. J’offre ce qui me reste de vie dans une intention de protestation et de fondation. Je choisis un lieu hautement symbolique, la cathédrale Notre Dame de Paris que je respecte et admire, elle qui fut édifiée par le génie de mes aïeux sur des lieux de cultes plus anciens, rappelant nos origines immémoriales.
Alors que tant d’hommes se font les esclaves de leur vie, mon geste incarne une éthique de la volonté. Je me donne la mort afin de réveiller les consciences assoupies. Je m’insurge contre la fatalité. Je m’insurge contre les poisons de l’âme et contre les désirs individuels envahissants qui détruisent nos ancrages identitaires et notamment la famille, socle intime de notre civilisation multimillénaire. Alors que je défends l’identité de tous les peuples chez eux, je m’insurge aussi contre le crime visant au remplacement de nos populations.
Le discours dominant ne pouvant sortir de ses ambiguïtés toxiques, il appartient aux Européens d’en tirer les conséquences. À défaut de posséder une religion identitaire à laquelle nous amarrer, nous avons en partage depuis Homère une mémoire propre, dépôt de toutes les valeurs sur lesquelles refonder notre future renaissance en rupture avec la métaphysique de l’illimité, source néfaste de toutes les dérives modernes.
Je demande pardon par avance à tous ceux que ma mort fera souffrir, et d’abord à ma femme, à mes enfants et petits-enfants, ainsi qu’à mes amis et fidèles. Mais, une fois estompé le choc de la douleur, je ne doute pas que les uns et les autres comprendront le sens de mon geste et transcenderont leur peine en fierté. Je souhaite que ceux-là se concertent pour durer. Ils trouveront dans mes écrits récents la préfiguration et l’explication de mon geste.
*Pour toute information, ont peut s’adresser à mon éditeur, Pierre-Guillaume de Roux. Il n’était pas informé de ma décision, mais me connaît de longue date. »