Για τον Παλαμά, η Ελλάδα ήταν κάτι το πολύ πιο μεγάλο από όσο είναι και η πιο τρανή χώρα. Ήταν το απόλυτο. Ήταν όλα. Έτσι σκεφτόταν και, προ παντός, έτσι στοχάζονταν και οραματίζονταν οι άνθρωποι της εποχής του, η γενιά του.
Ήταν η μεγάλη γενιά που ένοιωθε ακόμη γύρω της ζεστό το Εικοσιένα. Έβλεπε πως το Εικοσιένα είχε μείνει μισό, πως είχε αρχίσει μόνο. Έπρεπε το Εικοσιένα να πραγματωθεί ολόκληρο. Από την Ελλάδα του ’21 είχε μείνει έξω η Μακεδονία. Όλα τείναν προς τα εκεί. Η μικρή Ελλάδα, η ατροφική Ελλάδα του 1850, του 1860, του 1870, του 1880, του1890, αν έμενε με το σώμα που είχε, θα πέθαινε. Ή θα έπρεπε να μεγαλώσει εδαφικά και σωματικά, ή θα πάθαινε ατροφία πλήρη και θα έσβηνε από τον χάρτη. Απότοκος αυτής της αναγκαιότητας ήταν ο άτυχος πόλεμος του 1897. Σήμερα, την ατυχία εκείνη που τόσο την επέκριναν σαν ολέθριο λάθος, εμείς την βλέπουμε σαν ένα θλιβερό επεισόδιο μέσα στο σύνολο και την εξέλιξη ενός μεγάλου αγώνα. Το θλιβερό εκείνο επεισόδιο, είχε και μερικά καλά αποτελέσματα. Δημιούργησε μια αντίδραση, μια προσγείωση, μια ανάγκη «ρεβάνς». Στις συνειδήσεις των εκλεκτών και των νέων δημιούργησε το αίσθημα της «ευθύνης» – επειδή ακριβώς το ’97 υπήρξε μια εκδήλωση ανευθυνότητας. Και το αίσθημα αυτό της ευθύνης, αίσθημα βαθύτερα ηθικό, μας έφερε σε δύο θαυμαστά και παράλληλα αποτελέσματα και επιτεύγματα: στην ποίηση και στον μακεδονικό αγώνα.
Η ποίηση και ο εθνικός αγώνας (δηλαδή ο μακεδονικός) ήταν τότε κάτι το κρυφό, το παράνομο, το ανεπίσημο και το καταδιωγμένο από τις συμβατικές ελληνικές συνειδήσεις. Η ήττα του ’97, η καθαρεύουσα και η προγονοπληξία, δεν επέτρεπαν την πολυτέλεια του να έχουμε αληθινή επική και εποικοδομητική ποίηση, ποίηση εθνική, μήτε και έφεση προς την απολύτρωση των αλύτρωτων Ελλήνων. Κι όμως, τα δυο αυτά, σε πείσμα της κάθε αντιξοότητας, υπήρχαν. Δρούσαν. Ενεργούσαν. Και τόσο πιο έντονα και πιο πεισματικά, όσο πιο τυφλή και πιο άκαμπτη ήταν η αντίδραση. «Ἡ φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» δεν βγαίνει μόνο από ελληνικότητα και από επική έμπνευση. Βγαίνει κι από θέληση, βγαίνει κι από πείσμα. Από το πείσμα της ελληνικής ζωής που θέλει να ζήσει, και που γι’ αυτό διαλέγει μεγάλα ιστορικά σύμβολα, σαν κι αυτό του Μακεδονίτη Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Αυτός στοίχειωσε την πεισματωμένη ψυχή και φαντασία του Κωστή Παλαμά. Αυτός εμψύχωσε το «τραγούδι τῶν ἡρώων» που ένοιωσε την ανάγκη να γράψη ο Παλαμάς, για να ξυπνήσει με τους τραχειούς τόνους του τις κοιμισμένες και φοβισμένες συνειδήσεις των συγκαιρινών του. Τις συνειδήσεις που τις κατέτρυχε σαν εφιάλτης η φυγή των νικημένων Ελήνων του ’97, και που, πτοημένες απ’ αυτή τη φυγή, δεν μπορούσαν πια να φαντασθούν την ιστορία μας παρά σαν μια διαρκή υποχώρηση κι ένα σκόρπισμα του ελληνισμού – πράγμα εντελώς αντίθετο με την Ελλάδα του μακεδονίτη Βουλγαροκτόνου, όπου αυτός εξανάγκαζε τα πάντα να σκορπιούνται και να υποχωρούν μπροστά στην ακατανίκητη ορμή του.
Η « φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» αρχίζει μ’ έναν πρόλογο όπου ο ποιητής εξηγεί έμμετρα το σκοπό και την φύση του έπους που ακολουθεί. Το έπος χωρίζεται σε δώδεκα λόγους. Μα πριν αρχίσει το κύριον έπος, ανάμεσα στον πρόλογο και σ’ αυτό, μεσολαβεί ένα αυτόνομο ποίημα, ένα «ἐπεισόδιο», τιτλοφορούμενο « Ὁ γιὸς τῆς χήρας». Το αφηγηματικό αυτό ποίημα αναπτύσσει έναν μύθο σχετικό με την παράδοση, την καταγωγή και τη μοίρα της Μακεδονικής Δυναστείας. Ένας τσάρος Βούλγαρος, ο Κρούταγος, αποφασίζει να τους απελευθερώσει. Οι δούλοι περνάν από ᾿μπρός του και τον ευχαριστούν για τη μεγάλη του χειρονομία, γονατίζοντας και σκύβοντας. «Μόνο ἕνας μπρός του σάν περνᾶ δέ γονατᾶ, δέ σκύβει». Ποιός είναι; Ένας λεβέντης νιος αρχοντικός, περήφανος, γνωστός στο στρατόπεδο σαν «ὁ γιός τῆς χήρας». Ο γιός της χήρας είναι το κρυφό καμάρι των σκλάβων. Τον έχουν για αρχηγό τους, για δύναμη τους, επειδή σαν μικρός, μια μέρα καλοκαιρινή μέσα στον μακεδονίτικο κάμπο, καθώς κοιμούνταν και τον χτυπούσε ο αλύπητος ήλιος με κίνδυνο να τον θανατώσει κι η μάνα του προσπαθούσε να του βρει λίγο ίσκιο :
κι οἱ ἀχτίδες του κατάσταυρα τό ἀγόρι της χτυπᾶνε ·
καί τ’ ἀγναντεύει· πααίνοντας γιά νά τό πάρει, βλέπει
κάτι σά μέγα σύγνεφο πού γοργοχαμηλώνει
καί παίρνει καί ζυγιάζεται ἴσο ᾿πάνου ἀπ᾿ τό βρέφος,
καί νά το κρύψει πολεμᾶ καί νά τό πάρει τοῦ ἥλιου
κοιμίζοντάς το πιό βαθιά στήν πυκνεράδα τοῦ ἴσκιου.
Ξαφνιάζεται καί λαχταρᾶ καί ξεφωνίζει ἡ χήρα.
Δέν εἶναι μέγα σύγνεφο, δέν εἶναι ἀχνοῦ μαυρίλα.
Νάτος ! ἀητός κυνηγητής, ἀητός καμαρομύτης,
μέ τά τετράπλατα φτερά, τά κλαδωμένα πόδια,
καί τό κορμί τό παρδαλό, τό κίτρινο, ἄσπρο, μαῦρο.
Στῆς γυναικός τ’ ἀνάκρασμα τρέχουν κι ἀκόμα τρέχουν
θερίστρες, θεριστάδες, λαός, ἀπό παντοῦ κι οἱ ἀργάτες,
κι ἀνάφτουν πετροπόλεμο νά διώξουν τ’ ἀγριοποῦλι,
καί τ’ ἀγριοποῦλι φεύγει μιά καί μιά ξανασιμώνει
κι ἑφτά φορές τό κυνηγᾶν κι ἑφτά φορές γυρίζει
πάνου ἀπ’ τόν ὕπνο τοῦ παιδιοῦ ν’ ἁπλώσει τά φτερούγια.
Καί νά! ἕνας γέρος δουλευτής πού κάτεχε ἀπό μάγια
κι ἀπό μαντέματα ἔννοιωθε πρόβαλε καί εἶδε καί εἶπε :
” Μεγάλη ἡ χάρη τοῦ θεοῦ καί δόξα στ’ ὄνομά του
κι ὁ σταυραητός εἶναι σταλτός ἀπό τό θέλημά του.
Τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης μᾶς δείχνει τό λελέκι,
κι ἐσύ, χινόπωρο, μᾶς λές ἡ κυκλαμιά πώς ἦρθε,
μᾶς λέει τήν μοίρα τήν τρανή κι ὁ ἀϊτός ὁ μακρομύτης
ἡ κουκουβάγια ὅπου ἀκουστεῖ τή συμφορά μηνάει,
τό χελιδόνι ὅπου ἀκουστεῖ τήν εὐτυχία μοιράζει,
κι ὅποιον ἰσκιώσει σταυραϊτός, αὐτός θά βασιλέψει.”
Κάτω από τα μεγαλόπρεπα φτερούγια του θρυλικού αετού προσδιορίστηκε η μοίρα του μεγάλου μακεδονίτη βασιλιά :
ὅμως τό μάγεμα ἔστεκε τοῦ ἴσκιου του γιά πάντα.
Κι ἔτσι ἀπό ᾿κείνη τή στιγμή κι ἀπό τή μέρα ᾿κείνη
τό νιό τόν εἶχαν κόνισμα καί τόνε προσκυνοῦσαν.
Το προλογικό αυτό επεισόδιο που μας βάζει τόσο έμμεσα μέσα στην αίγλη της Μακεδονικής δυναστείας, τελειώνει με τους θαυμάσιους τούτους θριαμβευτικούς στίχους :
κι ἐσύ Κωνσταντινόπολη βάλε τά γιορτερά σου:
Γένος Μακεδονίτικο φυτρώνει καί καρπίζει,
βλαστούς καί παραβλάσταρα ξαπλώνει βασιλιάδες,
κι εἶναι τῆς Χήρας τό παιδί τό πρωτοβλάσταρό του.
Ἀνοίγει καί ἡ Χρυσόπορτα διάπλατη καί προσμένει
τούς βασιλιάδες νά διαβοῦν μέ τίς χρυσές κορῶνες.
Σκίστε τή γῆ καί μέσα της κρυφτεῖτε ντροπιασμένοι
Σαρακηνοί καί Νορμανδοί καί Βούλγαροι καί Ροῦσσοι!
Το αντισλαυϊκό και αντιβαρβαρικό μακεδονικό μήνυμα έχει δοθεί. Το ενσαρκώνει ο αετογέννητος μέσα στον μακεδονίτικο κάμπο, Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Η νέα κορυφή της Ρωμιοσύνης, η συνέχεια του Αχιλλέα και ο ταυτόσημος του Διγενή Ακρίτα.
Στο ίδιο αυτό ποίημα ο Παλαμάς μας δίνει μια ομηρικά πλούσια και ζωντανή ζωγραφιά του μακεδονίτικου κάμπου, σε ώρα καλοκαιρινού μεσημεριού:
ὁ κάμπος ὁ κατάσπαρτος μόλις γλυκοσαλεύει,
σάν ἕνα κοίμισμα παιδιοῦ ξανθότατου στήν κούνια.
Τό κόψανε γιά μιά στιγμή τό θέρισμα κι οἱ ἀργάτες
καί δέν ἀκούγεται λαλιά καί δέ γροικιέται γοῦσλα,
τῆς μέρας εἶναι ἡ ζωγραφιά, τῆς νύχτας ἡ γαλήνη.
Τά περιστέρια ταιριαστά φωλιάζουν καί κοιμοῦνται
καί κάποια σά χιονόβολα πού δέν τά λυώνει ἡ φλόγα.
Μέσ᾿ στά χωράφια ποῦ καί ποῦ καί οἱ παπαροῦνες γέρνουν
στεγνές τίς πορφυρόμαυρες θωριές τους πρός τό χῶμα,
σά νά ζητᾶν ἀπό τή γῆ τό δρόσος πού δέ βρίσκουν,
κι ἀπό τή λαύρα στέκονται σωμένες οἱ ἀγελάδες
μέ τά μεγάλα μάτια τους τά μαῦρα πού γιαλίζουν,
κι ἀπό μακρυά σάν πλάσματα φαντάζουνε πετρένια
κι ἀπό τό διάβα τοῦ καιροῦ μαυροκιτρινιασμένα.
Τόν ἴσκιο τους ἀνώφελο ξαπλώνουν τά πλατάνια
καί σά νά καρφωθήκανε τά φύλλα στά κλαδιά τους.
Στυλώνει ὁ ἥλιος τή ματιά, ματιά πυρή φειδίσια,
τή γῆ, τό μυριοπλούμιστο πουλί, γιά νά βασκάνει,
καί κάθε τι καλό γερό καί λυγερό καί μέγα
σωπαίνει καί ὀνειρεύεται καί δένεται ἀπό μάγια.
Στον τρίτο λόγο της «Φλογὲρας τοῦ Βασιλιᾶ» ο Παλαμάς υφαίνει την πολεμική και την κατακτητική του δόξα, από τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των πόλεων και των τόπων που τον είδαν τροπαιούχο και θριαμβευτή, απελευθερωτή και εκδικητή. Στην κορυφή τους, στέκεται η Θεσσαλονίκη, «νευραλγικόν σημεῖον τῆς ἐθνικής ψυχῆς», κοινή λαχτάρα των αλλοφύλων, από τα χρόνια εκείνα ώς τα σημερινά. Πόσο καίριοι, και σαν ποίηση μα και σαν εθνική τοποθέτηση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, είναι τούτοι οι στίχοι :
τό Παγγαῖο τό λογάρι της κι εἶναι ἡ Θεσσαλονίκη
βασίλισσά της, κι ἡ Ἔδεσσα μάννα της, βρυσομάννα,
κι εἶναι τοῦ Σλαύου τ’ ὄνειρο και τοῦ Ρωμιοῦ ἡ λαχτάρα.
Ἁπλώνεται καί ὀργώνεται κι ἀνθίζει καί πατιέται
στή μέση τοῦ Ἀλιακμονα καί τοῦ Ἀξιοῦ πού πάντα
ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι καί Βιστρίτσα,
δέ στέκουν, ὅλο ξεχειλᾶν κι ἀγριεύουνε καί τρέχουν,
καί τή φυλάγουν καί τή ζοῦν τή χώρα, μά τοῦ κάκου,
γιατί νεροσυρμές λαῶν κι ἐθνῶν καταποτῆρες
κυλᾶνε πάντα ἀπάνου της καί τήνε πλημμυρίζουν
πολιτισμένοι, βάρβαροι, παλιές καινούργιες φάρες,
καί τιποτένιοι καί ἀκουστοί γοργά καί ἀργά διαβαίνουν,
ψάχνουν ἐδῶ, σκάφτουν ᾿κεῖ, χτυπᾶν, παραμονεύουν,
καί τούς θαμπώνει τ’ ὅραμα, κι ἡ χώρα κι ἡ ἴδια στέκει
σάν ὅραμα θαμπωτικό τή φαντασία χτυπώντας.
Στον Τέταρτο Λόγο γίνεται η απαρίθμηση των λαών και των φυλών που συνέθεταν τον βυζαντινό στρατό, με τις ιδιαίτερες φορεσιές τους, τον οπλισμό τους και τα πολεμικά τους και θρησκευτικά συνήθεια. Ελληνικές οι πιο πολλές καταβολές. Περνάν από ᾿μπρός μας, σαν σε πλαστικό όνειρο, όλες οι ελληνικές ράτσες. Κι έρχεται και η σειρά της Θεσσαλονίκης :
βλαστοί, πρωτοπαλλήκαρα καί πολεμάρχοι, μέσα
κι ἀπό τή γῆ πού ἱέρισσα καί καπετάνισσα εἶναι,
στὄνα της χέρι τό σπαθί καί στ ‘ ἄλλο το βαγγέλιο,
καί τοῦ πελάου καί στεριανή καί στό ρωμαίικο Γένος
ἀφρός ἀπό τή δόξα του κι ἀπό τή δύναμή του.
Μακεδονίτες ποταμοί, μακεδονίτες ἄντρες
ἀνταμωμένοι ἀπάνω της θεριεύουνε καί στέκουν
κι ἀντρειεύονται τοῦ Βούργαρου καί τόν κρατᾶν τό Σλαῦο.
Όλο το ποίημα της «Φλογέρας τοῦ Βασιλιᾶ» είναι κατάσπαρτο από εικόνες που αναφέρονται στη Μακεδονία, εκτός βέβαια από τα κομμάτια που παραθέσαμε. Μα ποτέ δεν έπαψε ο Παλαμάς να θερμαίνεται από τη σκέψη, από την αίσθηση, από την ιστορία, από το μέγεθος, από τη σημασία της μεγάλης αυτής και πολυσήμαντης ελληνικής περιοχής. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τη «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» την έγραφε επί πολλά χρόνια. Νεώτατος είχε συλλάβει την ιδέα της. Σε ηλικία 51 χρονών την πρωτοπαρουσίασε στον ελληνισμό. Δηλαδή την δούλευε στο διάστημα του «μακεδονικοῦ ἀγώνα». Στα 1904 σκοτώθηκε η ψυχή του αγώνα, ο Παύλος Μελάς. Την εποχή εκείνη ήταν συνεπαρμένος ο Παλαμάς από το έπος που προετοίμαζε και που το προώριζε για ξυπνητήρι του ελληνισμού. Ο ηρωϊκός θάνατος του ευγενικού και αριστοκράτη μακεδονομάχου τον συγκινεί βαθειά. Κι ένα σύντομο μα συναρπαστικό και επιγραμματικό ελεγείο πετιέται από τη συγκίνησή του. Το καλλίτερο μνημείο για τον Παύλο Μελά.
στόν τόπο πού σέ πλάγιασε τό βόλι, ὦ παλληκάρι!
Πανάλαφρος ὁ ὕπνος σου, τοῦ Ἀπρίλη τά πουλιά
σάν τοῦ σπιτιοῦ σου νά τ’ ακοῦς λογάκια καί φιλιά.
Καί νά σοῦ φτάνουν τοῦ χειμώνα οἱ καταρράχτες
σάν τουφεκιοῦ ἀστραπόβροντα καί σάν πολέμου κράχτες.
Πλατειά τοῦ ὀνείρου μας ἡ γῆ καί ἀπόμακρη. Καί γέρνεις
ἐκεῖ καί σβεῖς γοργά.
Ἱερή στιγμή. Σάν πιό πλατειά τή δείχνεις, καί τή φέρνεις
σάν πιό κοντά!
σάν πιό σιμά». Κι ο Παλαμάς κατανυκτικά τονίζει μια δεητική προσευχή προς τον τροπαιοφόρο Άγιο Δημήτριο, τον προστάτη της μοναδικής πόλης:
Μακεδονίτη Ἀκρίτα καβαλλάρη,
φώτισέ μας τό δρόμο πρός τή νίκη,
τοῦ μήνα πού γιορτάζει Σε εἶναι ἡ χάρη.
Βάρβαρος τότε ὀχτρός Σου· Τοῦρκος τώρα.
Μά τό βαρβαροφάγο Σου κοντάρι
χίλιασέ το κι ἁρμάτωσε τή χώρα.
Ἄς ἀκουστεῖ ξανά τό πρόσταγμά Σου
στά καράβια μας τά θησαυροφόρα :
Ἁρμενῖστε καράβια! Μά ἡ χτυπιά Σου
ἄς χτυπήσει, ὄχι πιά μέ τή σφεντόνα,
μέ τό βόλι ἄς θερίσει. Δεόμεθά Σου.
Βάλε μας τοῦ θριάμβου τήν κορώνα.
Ό θρίαμβος επακολούθησε γοργός. Η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη ξαναδόθηκαν στην Ελλάδα, ξαναβρήκαν την τροχιά τους. Με το πέρασμα του καιρού και την γενική πρόοδο του ελληνισμού, γίναν «κορῶνες τῆς Ἑλλάδας». Η Θεσσαλονίκη, στα 1928, θέλοντας να τιμήσει τον μεγάλο ποιητή που τόσο την είχε υμνήσει, τον καλεί σε επίσημο γιορτασμό. Ο αταξίδευτος ποιητής αποφασίζει να κάνει το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής του. Επιχειρεί αυτό το ταξίδι με τρόπο αντίστροφο από τον τρόπο που το έκανε ο παλαιός του ήρωας, ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Εκείνος το έκαμε από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα. Ο ποιητής, το κάνει από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη. Μέσα από τα παράθυρα του τραίνου, βλέπει για πρώτη φορά τα τοπία που οραματικά ύμνησε και ανάστησε στη «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ»: την Βοιωτία, τη Θήβα, τη Λιβαδιά, τη Θεσσαλία, τον αγαπημένο του Όλυμπο. Συγκινημένος βαθειά από την υποδοχή των Μακεδόνων, περνάει μέρες λατρείας στη Θεσσαλονίκη. Μα δεν έχει πάει έτσι προς αυτήν με γυμνά χέρια. Έχει ετοιμάσει μια εξαιρετική ομιλία για την ποίησή του, μέσα στην οποία προβάλλονται θέματα ιστορικά και θρησκευτικά της βασίλισσας του Θερμαϊκού. Κι έχει μαζί του κι ένα καινούργιο, συνοψιστικό ποίημα για την πρωτεύουσα της «πλατειᾶς καί ἀπόμακρης γῆς» του 1904. Είναι η τελευταία του λυρική προσφορά προς την πόλη του Αγίου Δημητρίου – μια προσφορά γιομάτη εθνική και ιστορική συγκίνηση, τεχνικώτατα συνθεμένη και τραγουδημένη :
τ ‘ ὄνομά της
ποιός ξέρει! ἀπό τά μάγια θά μέ μοίρανε
τά δικά της.
Ἀνάβρα ἐσύ δοξοπηγῆς, ἀνάμεσα
στούς αἰῶνες!
Τή δόξα δέ μοιράζουν μόνο οἱ ἄφταστοι
Παρθενῶνες!
Θεριά, σαϊτιές, φωτιές, κουρσάροι, πόλεμοι
σέ ρημάζουν,
λαοί τήν ἄνομη λύσσα τους ἐπάνω σου
δοκιμάζουν.
Σέ τραντάζουν, δέ σέ βουλιάζουν οἱ ὄργητες
τῶν κλυδώνων,
σέ θεμελιώνουν τά ὅπλα τῶν Ἀλέξαντρων
Μακεδόνων.
Πάντα γιά σέ οὐρανός γαλάζιος ὁ Ὄλυμπος
λαμπροφόρος,
καί πάντα σ’ εὐλογεῖ ἀσκητής θεοφρούρητος
τ’ Ἁγιονόρος.
Ἐσένα, ἤ ρόδα σοῦ γελοῦν ἤ ἀγέλαστα
δέρνουν χιόνια,
ὁ ἥλιος σου βγαίνει ἤ γέρνει, θεός πεντάμορφος
παναιώνια.
Καί πάντα πρωτοστάτης παραστάτης σου
θεῖος ὁπλίτης,
γιά τό μάτωμα τρόμος, γιά τό θρίαμβο
Μυροβλήτης.
Ἤσουνα, σβεῖς, ξαναγεννιέσαι, απάτητη
τώρ’ ἀκόμα
μιά χλόη φυτρώνει ἀπό το πατημένο σου,
νά! τό χῶμα.
Ὁ ποιητής πού ξαγνάντεψε καλότυχος
τή θωριά σου
καί γεύτηκε σέ λίγα σου δαφνόφυλλα
τά φιλιά σου,
γονατιστός, γιά σένα ἀνάφτει τοῦ ὕμνου του
τη λαμπάδα,
καί λαχταρᾶ σ’ ἐσένα ξεσκεπάζοντας
τήν Ἑλλάδα!