Κατὰ τὸν Ernst Wagemann, «ἡ φιλελευθέρα οικονομία εἶναι σῶμα στερούμενον εγκεφάλου. Ἡ μαρξιστικὴ οἰκονομία εἶναι ἐγκέφαλος στηριγμένος εἰς ἰκριώματα ( τὸ πρόγραμμα )· καὶ αἱ δύο εἶναι ἀσυμβίβαστοι πρὸς τοὺς νόμους τῆς ζωῆς». Πράγματι, κατὰ τοὺς ὑποστηρικτὰς τῆς ὀργανικῆς ἀντιλήψεως, ἡ οἰκονομικὴ λειτουργία παράγει ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ ἀξίας.
Ὅπως τὸ στράτευμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστολὴν ὑπερασπίσεως τῆς κοινότητος, ἐνσταλλάζει ὡρισμένας ἀρετὰς καὶ εἰς τὸ σύνολον τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, οὕτω καὶ οἱ παραγωγοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ειδικωτέραν λειτουργίαν των, ἐνσταλλάζουν τὰς ἀρετὰς αἱ οποῖαι χαρακτηρίζουν τὸ ἐπάγγελμά των. Δι᾿ αὐτὸ πρέπει, κατὰ τὴν ὀργανικὴν ἀντίληψιν, νὰ ἐπανατεθῇ ἑκάστη λειτουργία εἰς τὴν δέουσαν θέσιν της εἰς τὸ κοινωνικὸν σῶμα.
Ἡ καταστροφὴ τῆς παραγωγικῆς καὶ ἐμπορικῆς λειτουργίας, ἡ κατάργησις τοῦ κέρδους, ἰσοδυναμοῦν μὲ αὐτοκαταδίκην ὡς ἐκ τῆς ἀγνοίας ὡρισμένων βασικῶν ψυχολογικῶν νόμων (ἔνστικτον τῆς ἰδιοκτησίας, ὑπεράσπισις τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος) καὶ μὲ ἀποστέρησιν μιᾶς ἐκ τῶν βασικῶν προϋποθέσεων οἰκονομικῆς ἐπιτυχίας.
Ἡ ἐκχώρησις, ἀφ᾿ ἑτέρου, εἰς τὴν παραγωγικὴν καὶ ἐμπορικὴν λειτουργίαν τῆς δυνατότητος νὰ ἐπιβάλλῃ τὰς ἐπαγγελματικὰς ἀξίας της δίκην καθολικῶν ἀρχῶν εἰς ὁλόκληρον τὴν κοινωνίαν, ἰσοδυναμεῖ μὲ δημιουργίαν μιᾶς μορφῆς βασικῶς ἐμπορικῆς κοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ συμφέρον τῆς κοινότητος ὑποτάσσεται εἰς τὰς συγκρούσεις ἀτόμων «κοσμοπολιτικοῦ» φυράματος. Ἐξ ἄλλου αὐτὸ θὰ ἦτο ἰσοδύναμον μὲ «οἰκονομικὴν ἀτελεσφορίαν» (τὸ ἀσύμφορον) εἰς τὸν χῶρον τῆς παραγωγῆς συλλογικῶν ἀγαθῶν μὴ μεταφραζομένων εἰς ὅρους τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι: ποιότης εἰς τὴν πολεοδομίαν, χῶροι πρασίνου, παιδεία (ὄχι ἐπαγγελματικὴ ἐκπαίδευσις), ἀσφάλεια καὶ ἐθνικὴ ἄμυνα κ.λπ. .
Ἡ ὀργανικὴ ἀντίληψις ἐπιμένει εἰς τὸν ἐγγενῆ ἄρρηκτον δεσμὸν μεταξὺ τῆς ἱστορίας, τῆς ἐθνότητος, τῆς νοοτροπίας καὶ τῆς οἰκονομίας ( βλ. τὰ ἔργα τοῦ Schmoller καὶ τὰς μελέτας τῶν πνευματικῶν βάσεων τῶν οἰκονομικῶν συστημάτων ὑπὸ τοῦ Sombart ).
Ἡ εὐρωπαϊκὴ παραδοσιακὴ κοινωνία εἶχε τριαδικὴν ὀργάνωσιν: εἰς τὴν βασιλικὴν-κυριαρχικήν (πνευματικὴν καὶ πολιτικήν) καὶ τὴν πολεμικὴν (στρατιωτικὴν καὶ διοικητικὴν) λειτουργίαν ὑπετάσσετο ἡ παραγωγικὴ καὶ ἐμπορικὴ λειτουργία. Ἤτοι, εἰς τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον αἱ ἡρωϊκαὶ ἀξίαι (ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ Sombart) ἐκυριάρχουν εἰς τὴν κοινωνίαν, χάρις εἰς τὸ παράδειγμα μιᾶς ἐξειδικευμένης ἀριστοκρατίας.
Εἰς τὸ ὑλικὸν ἐπίπεδον, τὸ Κράτος εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ προσανατολίσῃ τὴν οἰκονομίαν ἐπὶ τῇ βάσει κριτηρίων γενικοῦ συμφέροντος (τὸ σύγχρονον κριτήριον δι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι τοῦ περισσεύματος), ὅταν πρόκειται διὰ συλλογικὰ ἀγαθά.
Ἡ ὀργανικὴ ἀντίληψις τῆς κοινωνίας καὶ ἡ τριαδικὴ ἀντίληψις εἶναι στενῶς συνδεδεμέναι. Τὸ ὀργανικὸν κράτος δὲν εἶναι οὔτε φιλελεύθερον (λιμπεραλιστικὸν) οὔτε κολλεκτιβιστικόν, ἀλλὰ προσανατολίζει καί παρεμβαίνει μὲ σκοπὸν νὰ πειθαρχηθῇ ἡ οἰκονομία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κλασικὸν laisser faire. Ὁ προσανατολισμὸς τῆς οἰκονομίας γίνεται «ἀριστοκρατικὸς » (ὑπὸ τῶν ἀρίστων) καὶ ὄχι μαζικός ( ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς μαζικῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας), ὅπως διακηρύσσουν οἱ θιασῶται τῆς (κοσμικῶς καὶ θεμελιωδῶς Ὑβριστικῆς!) χρηματοκρατίας καὶ τῆς «ἐλευθέρας οἰκονομίας» της.
Ὅπως τὸ στράτευμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστολὴν ὑπερασπίσεως τῆς κοινότητος, ἐνσταλλάζει ὡρισμένας ἀρετὰς καὶ εἰς τὸ σύνολον τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, οὕτω καὶ οἱ παραγωγοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ειδικωτέραν λειτουργίαν των, ἐνσταλλάζουν τὰς ἀρετὰς αἱ οποῖαι χαρακτηρίζουν τὸ ἐπάγγελμά των. Δι᾿ αὐτὸ πρέπει, κατὰ τὴν ὀργανικὴν ἀντίληψιν, νὰ ἐπανατεθῇ ἑκάστη λειτουργία εἰς τὴν δέουσαν θέσιν της εἰς τὸ κοινωνικὸν σῶμα.
Ἡ καταστροφὴ τῆς παραγωγικῆς καὶ ἐμπορικῆς λειτουργίας, ἡ κατάργησις τοῦ κέρδους, ἰσοδυναμοῦν μὲ αὐτοκαταδίκην ὡς ἐκ τῆς ἀγνοίας ὡρισμένων βασικῶν ψυχολογικῶν νόμων (ἔνστικτον τῆς ἰδιοκτησίας, ὑπεράσπισις τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος) καὶ μὲ ἀποστέρησιν μιᾶς ἐκ τῶν βασικῶν προϋποθέσεων οἰκονομικῆς ἐπιτυχίας.
Ἡ ἐκχώρησις, ἀφ᾿ ἑτέρου, εἰς τὴν παραγωγικὴν καὶ ἐμπορικὴν λειτουργίαν τῆς δυνατότητος νὰ ἐπιβάλλῃ τὰς ἐπαγγελματικὰς ἀξίας της δίκην καθολικῶν ἀρχῶν εἰς ὁλόκληρον τὴν κοινωνίαν, ἰσοδυναμεῖ μὲ δημιουργίαν μιᾶς μορφῆς βασικῶς ἐμπορικῆς κοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ συμφέρον τῆς κοινότητος ὑποτάσσεται εἰς τὰς συγκρούσεις ἀτόμων «κοσμοπολιτικοῦ» φυράματος. Ἐξ ἄλλου αὐτὸ θὰ ἦτο ἰσοδύναμον μὲ «οἰκονομικὴν ἀτελεσφορίαν» (τὸ ἀσύμφορον) εἰς τὸν χῶρον τῆς παραγωγῆς συλλογικῶν ἀγαθῶν μὴ μεταφραζομένων εἰς ὅρους τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι: ποιότης εἰς τὴν πολεοδομίαν, χῶροι πρασίνου, παιδεία (ὄχι ἐπαγγελματικὴ ἐκπαίδευσις), ἀσφάλεια καὶ ἐθνικὴ ἄμυνα κ.λπ. .
Ἡ ὀργανικὴ ἀντίληψις ἐπιμένει εἰς τὸν ἐγγενῆ ἄρρηκτον δεσμὸν μεταξὺ τῆς ἱστορίας, τῆς ἐθνότητος, τῆς νοοτροπίας καὶ τῆς οἰκονομίας ( βλ. τὰ ἔργα τοῦ Schmoller καὶ τὰς μελέτας τῶν πνευματικῶν βάσεων τῶν οἰκονομικῶν συστημάτων ὑπὸ τοῦ Sombart ).
Ἡ εὐρωπαϊκὴ παραδοσιακὴ κοινωνία εἶχε τριαδικὴν ὀργάνωσιν: εἰς τὴν βασιλικὴν-κυριαρχικήν (πνευματικὴν καὶ πολιτικήν) καὶ τὴν πολεμικὴν (στρατιωτικὴν καὶ διοικητικὴν) λειτουργίαν ὑπετάσσετο ἡ παραγωγικὴ καὶ ἐμπορικὴ λειτουργία. Ἤτοι, εἰς τὸ πνευματικὸν ἐπίπεδον αἱ ἡρωϊκαὶ ἀξίαι (ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ Sombart) ἐκυριάρχουν εἰς τὴν κοινωνίαν, χάρις εἰς τὸ παράδειγμα μιᾶς ἐξειδικευμένης ἀριστοκρατίας.
Εἰς τὸ ὑλικὸν ἐπίπεδον, τὸ Κράτος εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ προσανατολίσῃ τὴν οἰκονομίαν ἐπὶ τῇ βάσει κριτηρίων γενικοῦ συμφέροντος (τὸ σύγχρονον κριτήριον δι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι τοῦ περισσεύματος), ὅταν πρόκειται διὰ συλλογικὰ ἀγαθά.
Ἡ ὀργανικὴ ἀντίληψις τῆς κοινωνίας καὶ ἡ τριαδικὴ ἀντίληψις εἶναι στενῶς συνδεδεμέναι. Τὸ ὀργανικὸν κράτος δὲν εἶναι οὔτε φιλελεύθερον (λιμπεραλιστικὸν) οὔτε κολλεκτιβιστικόν, ἀλλὰ προσανατολίζει καί παρεμβαίνει μὲ σκοπὸν νὰ πειθαρχηθῇ ἡ οἰκονομία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κλασικὸν laisser faire. Ὁ προσανατολισμὸς τῆς οἰκονομίας γίνεται «ἀριστοκρατικὸς » (ὑπὸ τῶν ἀρίστων) καὶ ὄχι μαζικός ( ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς μαζικῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας), ὅπως διακηρύσσουν οἱ θιασῶται τῆς (κοσμικῶς καὶ θεμελιωδῶς Ὑβριστικῆς!) χρηματοκρατίας καὶ τῆς «ἐλευθέρας οἰκονομίας» της.
Ἐκ τοῦ Συλλογικού ἔργου τῆς Γραμματείας τῆς Ἐπιθεωρήσεως Études et Recherches «Ἡ ὀργανικὴ οἰκονομία» (1980), Ἑταιρεία παραδοσιακῶν σπουδῶν.