Η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞ ΑΥΤΗΣ ΑΝΑΒΡΥΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ, ΥΓΙΟΥΣ ΚΑΙ ΩΡΑΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ – Ἄρθρον τοῦ Γ. Βρασιβανοπούλου ἐκ τῆς μηνιαίας ἐπιθεωρήσεως «Νέα Πολιτική» (1937)

Η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞ ΑΥΤΗΣ
ΑΝΑΒΡΥΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ, ΥΓΙΟΥΣ ΚΑΙ ΩΡΑΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ

Ἄρθρον τοῦ Γ. Βρασιβανοπούλου ἐκ τῆς μηνιαίας ἐπιθεωρήσεως
«Νέα Πολιτική» (1937)

Ἡ ἐκ τῆς φυσικῆς αἰσθητικῆς κινήσεως προερχομένη χαρὰ καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένη πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία παρήγαγον τὴν περίφημον Ἑλληνικὴν φαιδρότητα, ἥτις ἐν ἁρμονικῇ συναφείᾳ μετὰ τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πνεύματος τῆς Ἑλληνικῆς μεγαλοψυχίας διακρίνει τὸ καθαρὸν Ὀλυμπιακὸν πνεῦμα.
Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἡ ὀλυμπιακὴ εὐγένεια ἀναφέρεται εἰς τὴν ὑψίστην βαθμίδα τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας καὶ συνενώνει τὰς δύο ἠθικὰς ἀρχὰς τοῦ Καντίου περὶ προσωπικῆς τιμιότητος καὶ «ξυνῆς» (καθ᾿ Ἡρακλείτειον ὁρολογίαν, ἤτοι κοινῆς) εὐδαιμονίας ἐν τῇ προσωπικότητι ἑνὸς ἐλευθέρου, ὡραίου καὶ ἰσχυροῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἐλεύθερος Ἕλλην τῆς μυθολογικῆς εὐδαιμονίας δὲν ἐδίσταζε νὰ συγκρίνῃ καὶ νὰ παραβάλλῃ ἑαυτὸν μὲ τοὺς θεοὺς ὅσον ἀφορᾷ τὴν ζωϊκὴν ἐνέργειαν καὶ τὴν βιοτικὴν εὐδαιμονίαν. Πρὸς τοῦτο τὸν παρώτρυνε τὸ πνεῦμα τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, οἱ δὲ ἀναδεικνυόμενοι Ἥρωες τῆς ὀλυμπιακῆς ἀριστοκρατίας τοῦ ἐχρησίμευον ὡς πρότυπα παραδείγματα καὶ ὁδηγοί.
Βασιζόμενοι, λοιπόν, ἐπὶ τῆς μυθολογικῆς ὑποστάσεως τῆς ἀληθείας, δὲν ἀμφιβάλλομεν ὅτι οἱ ἥρωες τῶν προϊστορικῶν ἑλληνικῶν χρόνων δὲν ἦσαν ἀποκυήματα φαντασίας ἀλλ᾿ ἀντικείμενα καθαρῶς ἱστορικά, ἔξοχοι προσωπικότητες αἵτινες ἀπετέλεσαν τὰ ἀκροθίνια ἄνθη τῆς εὐγενεστάτης βλαστήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ὁποίαν ποτὲ ἀνέδειξεν ἡ γῆ. Ἡ θεωρία αὕτη εἶναι εὐλογοφανὴς, ὡς ἀποδεικνύεται ἐξ ἀναλόγων παραδειγμάτων τῶν νεωτέρων χρόνων. Οἱ ἅγιοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι, ἰδίως εἰς τὴν ὀρθόδοξον καὶ καθολικὴν ἐκκλησίαν, ἀντιπροσωπεύουσι διάμεσα πρόσωπα μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ μὲ εἰδικὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὰ μυθολογικὰ πρόσωπα τῶν προϊστορικῶν χρόνων τὰ ὁποῖα ασφαλῶς ὑπῆρξαν καὶ ἔζησαν ἀληθινά. Ἡ διαφορά, ἐννοεῖται, μεταξὺ μυθολογικῶν ἡρῴων καὶ χριστιανικῶν ἁγίων εἶναι μεγάλη, ἐδῶ ὅμως ἀνεφέρθησαν ἁπλῶς ὥστε νὰ ἐξηγήσωμεν τὴν ὕπαρξιν τῶν ἀναλόγων ἱστορικῶν περιστάσεων αἵτινες κατὰ τὴν προϊστορικὴν ἐποχὴν ἐκαλοῦντο μυθολογικαί, κατόπιν δὲ ἱστορικαί.

Ἀκριβῶς δὲ ἡ ἰδία ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια μᾶς ἐπιβάλλει νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ὕπαρξιν ἡρῴων ὡς ἀναγκαίαν καθ ‘ ὅλας τὰς ἐποχὰς καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λαοῖς τοῦ κόσμου. Ἡ παγκόσμιος ἱστορία δὲν ἀναφέρει τοὺς ἥρωας σχεδὸν καθόλου. Τὸ ἐλάττωμα τοῦτο τῆς ἱστορίας ἀνυψώνει τὴν ἀξίαν τῶν μυθολογικῶν παραδόσεων, αἱ ὁποῖαι μᾶς ἀποκαλύπτουν μετὰ περισσῆς σαφηνείας ἕνα ὁλόκληρον κόσμον, τὸν κόσμον τῶν ἡρῴων. Σπουδαῖοι ἱστορικοὶ συγγραφεῖς, ὅπως π.χ. ὁ Ἡρόδοτος καὶ ὁ Θουκυδίδης, ἐπίστευον ἀκραδάντως εἰς τοὺς ἀληθεῖς ἐκείνους ὑπερανθρώπους τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων καὶ συχνότατα ἐπεκαλοῦντο αὐτῶν (ἴδε Ἡρόδοτον 8, 109. 7, 43 / Θουκυδίδην 2, 74, 2. 4, 87, 2. 5, 30,2. κ.α)
Ἡ παγκόσμιος ἱστορία δὲν ἐγνώρισεν, ὅμως, καὶ δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ γένος ἡρῴων εὐγενέστερον τοῦ μοναδικοῦ ὀλυμπιακοῦ ἀνθρωπίνου γένους τῶν μυθικῶν ἡρῴων, τοὺς ὁποίους ἡμεῖς οἱ ἔκφυλοι ἱστοριόπληκτοι οὐδὲ κἂν δυνάμεθα νὰ φαντασθῶμεν.
Ἡ ἀνθρωπότης αἰσθάνεται νοσταλγίαν καὶ πόθον δι᾿ ἕνα τοιοῦτον πρότυπον ἡρωϊσμοῦ καὶ ἐξετάζει τὰ ἴχνη τοῦ χρυσοῦ ἐκείνου ὑπερ-ανθρωπίνου παρελθόντος μὲ ζωῴδη σοβαρὰ βλέμματα.
Τοιοῦτον ἡρωϊσμὸν προβάλλει ὁ Πίνδαρος κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Ὀλυμπιονικῶν διαφωτίζων τὸ παρὸν μὲ τὴν μυθολογικὴν λαμπάδα. Εἶναι τὸ μέγα κεφάλαιον τοῦ «καθαρῶς ἀνθρωπίνου» εἰς τὸ ὁποῖον φιλόσοφοι, ποιηταί, καλλιτέχναι, διαβλέπουν ἀνέκαθεν τὴν ἀρχικὴν πηγὴν τοῦ «ὑπερανθρώπου» δηλαδὴ τοῦ «ὑπεριστορικοῦ».
Τοιοῦτον ἰδεῶδες ἀληθοῦς ἀριστοκρατίας ἀνθρωπίνου γένους εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν ὁ Ριχάρδος Βάγκνερ ὅταν συνέλαβε καὶ συνέγραψε τὴν γιγαντιαίαν κοσμοτραγωδίαν, τὸν «Δακτύλιον τῶν Νιμπελοῦγκεν». Ὁ ἥρως τοῦ «Δακτυλίου» Siegfried, τὸ ἀνθρώπινον καθαρῶς τέκνον τῆς φύσεως, εἶναι συγχρόνως ὁ ὀλύμπιος ἀντιπρόσωπος, εἰς τὴν φυλὴν τῶν Ἀρείων Γερμανῶν, τοῦ προϊστορικοῦ ἥρῳος. Ὀλυμπία καὶ Bayreuth ἔχουν κοινὸν τὸν εὐγενῆ χαρακτῆρα τῆς Ὀλυμπιακῆς ἀριστοκρατίας. Ἡ ἀναρπαστικὴ δύναμις τῆς καλλονῆς, ἡ αἰσθητική ζωϊκὴ σοβαρότης ἥτις απορρέει ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Bayreuth καὶ δρᾷ δυναμικῶς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν χαρακτηριστικὴν καὶ οὐσιώδη ἐκδήλωσιν τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ἥτις ἦτο ἀξιοπρεπὴς καὶ ὡραία κίνησις.
Ἡ δὲ ὅλη ὑπέρβασις ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν φαινομενικῶς εἰς τὸ καθαρῶς φυσικὸν ἐπίπεδον ἐξελισσομένη, ἐν ἀληθείᾳ διαδραματίζεται μὲν ἀφ᾿ ἑνὸς εἰς τὸ πνευματικὸν κατ᾿ ἀρχὴν ἐπίπεδον, ἐξ οὗ καὶ ἡ συναφὴς ἡρωικὴ ὀλυμπιακὴ εὐσέβεια, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ καὶ τόσον συμβολίζει ὅσον καὶ συνεπάγεται ἀντίστοιχον καὶ ἀνάλογον κίνησιν καθ᾿ ὅλην τὴν κοσμικὴν κλίμακα, ἄρα καὶ κατὰ τὴν κλίμακα τῆς ἀνθρωπίνης πνευματικότητος.