Σκέψεις στο κατώφλι του νέου έτους: Υπερβαίνοντας “εθνοκοινωνικά” την διαίρεση “δεξιά-αριστερά”

68 χρόνια έχουν περάσει από την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, 45 χρόνια από τον Μάη του ᾿68 και 40 από την επιβολή στην Ελλάδα της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και, καθώς φαίνεται, οι δυνάμεις που επεκράτησαν και διαμόρφωσαν το υπάρχον Σύστημα εξουσίας έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση ενός ιδιάζοντος (μεταμοντέρνου) καπιταλισμού στον οποίο, ενώ η καθεστωτική πολιτική εξουσία ασκείται κυρίως από την «Δεξιά», στην «Αριστερά» έχει «ανατεθεί» να ασκεί μια ιδιότυπη πολιτιστική δικτατορία. Το Σύστημα είναι πράγματι δικέφαλο!
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η μετεμφυλιοπολεμική «εθνικόφρων» Δεξιά κατέρρευσε με τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο που οδήγησαν στην επιβολή του νέου «δημοκρατικού» καθεστώτος· η κρίση του Συστήματος υπήρξε ωστόσο ακόμα πιο έντονη και οι συσχετισμοί δυνάμεως εντός του καθεστώτος αρκετά σύνθετοι και αντιφατικοί αφού, σε αντίθεση με την πρόσφατη ιστορία άλλων χωρών, στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ακόμα και η οικονομική εξουσία έφτασε να συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με την Αριστερά – π.χ. Κόκκαλης, Μπόμπολας, κ.λπ. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη στα μεγάλα συγκροτήματα τύπου, στις εφημερίδες, τα κανάλια, στους εκδοτικούς οργανισμούς, στα πανεπιστήμια, την τέχνη κ.ο.κ.. Από τη μία πλευρά προωθείται ο οικονομικός φιλελευθερισμός και από την άλλη οι σάπιες ψευδο-ελευθεριακές «αξίες» της Αριστεράς. Αμφότερες οι διαδικασίες προέρχονται βεβαίως από τη μεγάλη μήτρα της Αριστεράς. Ακόμα και στην θεωρούμενη ως συντηρητική φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Καθημερινή», ξεκινώντας από τον νυν διευθυντή (Παπαχελά) ή τον πρώην διευθυντή (Καρκαγιάννη) και φθάνοντας μέχρι τον τελευταίο αρθρογράφο, σχεδόν άπαντες οι συντάκτες και συνεργάτες – αν όχι όλοι – προέρχονται από την Αριστερά και συχνότατα την εξωκοινοβουλευτική, ενώ ορισμένοι εξακολουθούν να παραμένουν σε αυτή!
Κρίσιμο σημείο παρατηρήσεως είναι ότι τόσο η (νεο-)φιλελεύθερη Δεξιά όσο και η «ελευθεριακή» Αριστερά, παρά τις όποιες επιφανειακές μικροδιαφορές τους, ταυτίζονται απολύτως σε ένα φάσμα συναφών ειδοποιών ιδεολογικών ζητημάτων: στην απόρριψη του εθνικισμού, στην αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του πολυφυλετικού μπασταρδέματος, στην λογική της προνομιακής υπεράσπισης των «δικαιωμάτων» των «μειονοτήτων» και βεβαίως στην μεταναστολαγνεία, στην καταδίκη του «ρατσισμού», στην αποδοχή της ελευθεριότητας των ηθών, την απόρριψη κάθε εννοίας θρησκευτικότητος και, τελευταίως, και στην προβολή μιας «λάιτ» ψευδο-οικολογίας. Βέβαια, έρχονται σε αντιπαράθεση προς ορισμένα άλλα ζητήματα (κοινωνική προστασία, μισθοί), αλλά, στην καθημερινότητα των χωρών της Δύσης, αυτή η αντίθεση είναι μάλλον ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με τα σημεία ταύτισής τους, αφού οι κοινωνικές αντιθέσεις αμβλύνονται εξ αιτίας της παρουσίας των λαθρομεταναστών και της «εξαγωγής» της βιομηχανικής δραστηριότητος στον Τρίτο Κόσμο.

Είναι χαρακτηριστικές οι διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην παγκοσμιοποίηση στην Ευρώπη, το Ισλάμ, τη Λατινική Αμερική. Όσον αφορά την Ευρώπη είναι πρόσφατο το παράδειγμα της Ιταλίας. Στην χώρα αυτή το ζήτημα επικεντρώνεται στο μεταναστευτικό και τείνει να εκφραστεί από μια Δεξιά – λαϊκιστική ή ακραία – συχνά φιλοαμερικανική και αντιμουσουλμανική. Η σημερινή Αριστερά είναι καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν εκτός του πολιτικού παιγνιδιού, αφού έχει πλήρως αποδεχτεί τους πολιτιστικούς και πολιτικούς κώδικες της πολυπολιτισμικότητος και του πολυφυλετισμού ως οραμάτων της «νέας ανοιχτής κοινωνίας», εντούτοις εξακολουθεί να ηγεμονεύει (όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα) στα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, την τέχνη. Εκφράζονται βέβαια κατά καιρούς κάποιες σποραδικές επισημάνσεις της κραυγαλέας αντινομίας: η «Αριστερά» προφανώς δεν εκφράζει πλέον την αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στον καπιταλισμό, αλλά αποτελεί έκφραση ενός είδους ηγεμονίας των αριστερών ψευτοδιανοούμενων επί τα των προδομένων λαϊκών στρωμάτων. Και αν στο παρελθόν αυτή η οιονεί συμμαχία μπορούσε να έχει και ορισμένες θετικές διαστάσεις και κατακτήσεις, στον όψιμο μεταμοντέρνο αμερικανοσιωνιστικό καπιταλισμό η όποια συμμαχία έχει πλήρως διαρραγεί. Η σύγχρονη Αριστερά έχει παύσει να εκπροσωπεί, έστω και τυπικώς, τα λαϊκά και εργατικά στρώματα των ευρωπαϊκών λαών.
Στη Λατινική Αμερική απ΄ την άλλη, η αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση προσλαμβάνει πιο επαναστατικό χαρακτήρα εξαιτίας της υφής των προβλημάτων, δηλαδή της απόπειρας εξόδου από την αμερικανική εξάρτηση. Γι’ αυτό ως κύρια αιχμή προβάλλει η αντιϊμπεριαλιστική και αντιαμερικανική διάσταση. Δεδομένης δε της προϊστορίας της Λατινικής Αμερικής και της κοινής πολιτισμικής παράδοσης με τη Δύση, ανάλογες εκφράσεις κοινωνικού ριζοσπαστισμού εκφράζονται αναγκαστικά μέσω πολιτικών παραλλαγών με κατά βάσιν αριστερίζοντα χαρακτηριστικά.
Στον μουσουλμανικό κόσμο, τέλος, η αντίδραση λαμβάνει κυρίως την μορφή του ριζοσπαστικού και φονταμενταλιστικού Ισλάμ.

Η ελληνική ιδιαιτερότης

Η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα. Ως προς την μορφή και τον βαθμό της κατανάλωσης φαίνεται δυτική χώρα, αλλά, ταυτοχρόνως, ως προς την ανύπαρκτη βιομηχανική και αγροτική της παραγωγή, αποτελεί παρασιτική και δυσώδη απόφυση της Δύσεως, γεωπολιτικώς δε, αποτελεί χώρα στην μεθόριο μεταξύ της Δύσεως και της Ευρασιατικής περιοχής.
Τα τελευταία χρόνια, οι κύριες εστίες αντιπαραθέσεων στην παγκοσμιοποίηση είναι αφ᾿ ενός τα εθνικά ζητήματα και οι τριβές με τις γείτονες χώρες (Σκόπια, Τουρκία) αφετέρου ο αντιαμερικανισμός, ως αντικαπιταλιστική έκφραση απορρίψεως της παγκοσμιοποίησης καθώς επίσης και το οξύτατο ζήτημα της λαθρομεταναστεύσεως.
Η πρώτη περίοδος διαμορφώσεως ενός μη «Δεξιού» πατριωτικού αντιπαγκοσμιοποιητικού χώρου σημαδεύτηκε από την αντιιμπεριαλιστική και πατριωτική παράδοση της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Πρόκειται για την περίοδο της δεκαετίας του 1980 και του 1990, όταν η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και η κριτική στις διαδικασίες αποδυναμώσεως της εθνικής ταυτότητος προέρχονταν κυρίως από το λεγόμενο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ – π.χ. Χαραλαμπίδης, Τσοβόλας, Παπαθεμελής κ.α. Όμως αυτός ο χώρος υπονομεύτηκε από την αδυναμία του να συνδέσει την ούτως ή άλλως ρηχή πατριωτική διάσταση με το σύγχρονο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, πράγμα που συναρτάται κατ᾿ εξοχήν με την προϊούσα παρασιτοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την συνεχόμενη αποβιομηχανοποίηση της χώρας – κυρίως με ευθύνη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – και την ουσιαστική αποδυνάμωση, αν όχι και εξάλειψη, της ελληνικής εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα, ελέω αριστεράς, καθώς τους Έλληνες εργάτες σταδιακώς αντικατέστησαν οι μάζες των λαθρομεταναστών. Η κοινωνική βάση της «πατριωτικής» και «δημοκρατικής» Αριστεράς δέχτηκε καίριο πλήγμα από τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε συνδυασμό με την αδυναμία της να κατανοήσει τις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες.
Η δεύτερη περίοδος σημαδεύεται από την ανάδυση του λαθρομεταναστευτικού ζητήματος, ιδιαίτερα μετά το 1995. Σ’ αυτή την περίοδο εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν διάφορα ρεύματα, ομάδες και οργανώσεις είτε με αρχαιολατρικό-ελληνοκεντρικό, είτε εθνικιστικό ή και φυλετικό προσανατολισμό (τουλάχιστον ως προς τις διακηρύξεις τους) όπου εμφανιζόταν κατά περίπτωση και μια σαφής αντικαπιταλιστική διάσταση, παύοντας έτσι η αντικαπιταλιστική ρητορική να μονοπωλείται από την Αριστερά, όπως συνέβαινε έως τότε. Πρόκειται για την ίδια περίοδο κατά την οποία εμφανίζονται και οι διάφοροι έξαλλοι φιλειρηνιστές «αρχαιολάτρες» αλλά και οι μαινόμενοι παπα-Τσάκαλοι, οι «παπαροκάδες» κ.λπ. Παραλλήλως στον χώρο της παρασιτικής άκρας αριστεράς, του «αριστερού» παρακολουθήματος μιας παρασιτικής κοινωνίας, θα αρχίσει να αναπτύσσεται ένα βίαιο αντεθνικιστικό ρεύμα, επικεντρωμένο στην μεταναστολαγνεία, τον άκρατο «αντιρατσισμό», και την έκφραση ενός αρρωστημένου μίσους ενάντια σε κάθε τι ελληνικό.
Στην Ελλάδα, εφεξής, καθώς φαίνεται, η όποια διάθεση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση θα εκφράζεται μόνο μέσα από τον εθνικιστικό χώρο ή ενδεχομένως από ομάδες κινούμενες σε παρεκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ, από την πλευρά της Αριστεράς, το κάποτε θεωρούμενο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα εξελίσσεται, με βάση την πολιτιστική και ιδεολογική του έκφραση, σε κίνημα κατ᾿ εξοχήν φιλικό και συμβατό με την παγκοσμιοποίηση, έστω και αν οι εκφραστές του επιμένουν να το παρουσιάζουν ως μια δήθεν «εναλλακτική» πρόταση παγκοσμιοποίησης ή διεθνοποίησης όπως αρέσκονται να την βαπτίζουν.
Ακόμα και αν το γεγονός ότι η αμερικανική υπερδύναμη συντάσσεται με τους αντιπάλους της Ελλάδας και τους υποστηρίζει ανοικτά, υποχρεώνει ένα μέρος της Αριστεράς (βλέπε ΚΚΕ), με εντελώς στρεβλό τρόπο, να στρέφεται κατά κάποιων πτυχών της παγκοσμιοποίησης, ένα άλλο μέρος της άκρας αριστεράς οδηγείται σε τραγικές αντιφάσεις (αντιαμερικανισμός στο Ιράκ ή το… Μεξικό και συμπόρευση με τους Αμερικανούς στο … Σχέδιο Ανάν)…
Αυτή η νέα πραγματικότητα της δεκαετίας του 2000 καταγράφθηκε και στο εκλογικό πεδίο. Το ΔΗΚΚΙ αντικαταστάθηκε από το ΛΑΟΣ, ενώ το λοιπό «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» οδηγήθηκε στην περιθωριοποίηση και την εξαφάνιση.
Το ΛΑΟΣ επιχείρησε να επιβιώσει στο πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών της Ελλάδας, ακροβατώντας επικίνδυνα, καθώς ήταν φανερό ότι πατούσε σε δύο βάρκες, τόσο την κλασική αντιμεταναστευτική και επιθετική έναντι των Τούρκων και των «γυφτοσκοπιανών», όσο και την αντιϊμπεριαλιστική, κατά των Αμερικανών – με βαριά όμως καρδιά αφού στην ουσία αποτελούσε κόμμα προερχόμενο από τους κόλπους του παλαιοκομματισμού, σάρξ εκ της σαρκός του Συστήματος. Τελικά, προσχωρώντας στην συγκυβέρνηση και αποδεχόμενο αναγκαστικά το φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας που επέβαλε η τρόικα, οδηγήθηκε σε απεμπόληση και της ελάχιστης υπόνοιας εκφράσεως πατριωτικού ύφους, ανοίγοντας διάπλατα, με την παταγώδη κατάρρευσή του, που ήρθε ως φυσικό επακόλουθο των θεαματικών παλινῳδιών, το δρόμο στην Χρυσή Αυγή, η οποία εύλογα εισέπραξε ως προίκα-μαγιά τις ψήφους των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΛΑΟΣ που τον εγκατέλειψαν αηδιασμένοι από τον τσαρλατανισμό και τις κωλοτούμπες του αριβίστα προέδρου του. Αυτή η προίκα-μαγιά ήταν καθοριστική για την αλματώδη περαιτέρω εκλογική και δημοσκοπική εκτίναξη της Χ.Α., η οποία ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από την συγκυρία της εντεινόμενης οικονομικής καταρρεύσεως με τα πολλαπλά κοινωνικά παρεπόμενά της και τελικά ενισχύεται εσχάτως και από τις σπασμωδικές εξώφθαλμα αντισυνταγματικές ενέργειες της ξενόδουλης και εμπνεόμενης από ταλμουδικό φθόνο μνημονιακής συγκυβέρνησης η οποία, προσπαθώντας να αναχαιτίσει την διευρυνόμενη λαϊκή υποστήριξη προς την Χ.Α., ανέδειξε και “φούσκωσε” ακόμη περισσότερο το φαινομενολογικό εκείνο στοιχείο, στο οποίο η Χ.Α. κυρίως οφείλει την έως τώρα επιτυχία της: την προβολή επιθετικής αντισυστημικής φυσιογνωμίας, που φαντάζει δυνάμει απειλητική για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Ένας αυτόνομος πόλος

Αυτές οι συνθήκες οδηγούν σε ορισμένες διαπιστώσεις που αφορούν το ιδεολογικό και το πολιτικό πεδίο.
Για όσους προτάσσουν το στοιχείο της εθνικής ταυτότητος δεν έχει ασφαλώς κανένα νόημα η διάθεση συναγελασμού σε πολιτικό πεδίο με την αριστερά και τον αριστερισμό, μ’ εκείνον δηλαδή τον χώρο που αρχίζει από το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του ορθόδοξου χώρου και φτάνει μέχρι τις αντιεξουσιαστικές και ελευθεριακές αντιλήψεις. Ούτε η διάθεση συγκλίσεως με απόψεις που, ενώ υποτάσσονται στα δόγματα της αριστεράς στον οικονομικό τομέα, προσπαθούν να τα συνδέσουν με την έννοια της Πατρίδος, του εδάφους, της ταυτότητας κ.λπ.. Το ζήτημα είναι βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό. Η «μεταρρυθμιστική» άλλοτε «ευρω-αριστερά» (του σαλονιού) και του ευρωπαϊκού ᾿68 έχει ολότελα απαξιωθεί και εξευτελιστεί, ενώ το ΚΚΕ εξακολουθεί να παραμένει προσκολλημένο σε «προκατακλυσμιαίους» σταλινικούς δογματισμούς, παρ᾿ ότι σε κάποια θέματα – στα εργασιακά επί παραδείγματι – οι θέσεις του δείχνουν πιο υγιείς.
Δεν έχει επί του παρόντος κανένα νόημα να σχολιασθεί ο σάπιος αστοπατριωτικός δημοκρατικός χώρος, διότι το κριτήριό του είναι απελπιστικά αμβλυμένο. Συζήτηση για απόπειρα συγκλίσεως θα είχε νόημα μόνον εάν υπήρχε εκ των προτέρων ένας ισχυρός διακριτός πόλος. Ακόμα και στην άλλοτε συντηρητική και ευαίσθητη σε ζητήματα εθνικής ταυτότητας Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταπολιτευτικώς, αναπτύσσονται με μεγάλη ταχύτητα «εκσυγχρονιστικές» διεθνιστικές αντιλήψεις που την αποξενώνουν οριστικά από τα ρεύματα που αντιστρατεύονται ουσιωδώς την παγκοσμιοποίηση.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να οικοδομηθή ένας χώρος αν παραπαίει ανάμεσα σε ριζικώς αντιθετικούς πόλους· απεναντίας, απαιτείται ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό έρεισμα, που προϋποθέτει έντυπα, βιβλιοπωλεία, εκδόσεις, στέκια, διαδικτυακούς κόμβους, ώστε να συγκροτηθεί βαθμιαία ένας μικρός έστω πόλος ο οποίος, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, θα καταστεί εφικτό να διευρυνθεί. Ένας ιδεολογικός και πολιτικός πόλος με δυνάμει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά και στόχευση. Σε κάθε περίπτωση προϋποτίθεται η συγκρότηση! Και η συγκρότηση απαιτεί ρήξεις, όσο επίπονες και αν είναι και όσος χρόνος και αν χρειαστεί για να οικοδομηθούν.
Αν μη τι άλλο, χρειάζεται ένας σπινθήρας που θα γονιμοποιήσει και ενεργοποιήσει κοινωνικοπολιτικές διεργασίες. Θα ήταν πολύ ελπιδοφόρα η συγκρότηση, στο πλαίσιο του – ούτως ειπείν – εθνοκρατικού χώρου, ενός σχήματος που θα υπερβαίνει τον παραδοσιακό (τεχνητό και εν πολλοίς ψευδή) διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς, που θα αποτελεί αφετηρία για την ανάπτυξη ενός ρεύματος με ευαισθησίες και προτάγματα οικολογικά, εθνικά, κοινωνικά, συντηρητικά αλλά ταυτοχρόνως και προοδευτικά, σε αντίθεση με τα διάφορα θνησιγενή και εκ προοιμίου αποτυχημένα σχήματα και απόπειρες του παρελθόντος, που επιχείρησαν ανεπιτυχώς να ξεπεράσουν την αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς από την πλευρά του αστοδεξιού χώρου. Αυτό που ακριβώς χρειαζόμαστε είναι κάτι επαναστατικό, ανάλογο με ό,τι συνέβη με επιτυχία κατά την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ιταλία και την Γερμανία.
Το εάν κάτι τέτοιο τελικώς θα επιτευχθεί και πόσο σύντομα, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αν, τα επόμενα χρόνια, τα εθνικά ζητήματα βρεθούν στο προσκήνιο και η σύγκρουση με τον ανερχόμενο νέο-οθωμανισμό και την Αμερικανική κηδεμονία οξυνθεί, οι πιθανότητες για την ανάδυση ενός τέτοιου πόλου αυξάνουν. Καθοριστικής σημασίας είναι το ερώτημα αν το μεταναστευτικό θα αναδειχθεί και στην Ελλάδα σε κυρίαρχο ζήτημα, όπως έγινε στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, διότι σταδιακά αλλάζουν οι δημογραφικές, πολιτιστικές και κοινωνικές πραγματικότητες της χώρας… Ο παρασιτισμός, η εγκληματικότητα κ.λπ. των τριτοκοσμικών αλλοδαπών εισβολέων καθιστούν πιο εύκολη την συγκρότηση ενός πόλου με εθνοφυλετικές τάσεις που θα οδηγήσει τον ελληνικό λαό στην εγκατάλειψη της παρασιτικής αριστερίζουσας λογικής της «ανεκτικότητας», των «ανοικτών συνόρων», της «αποδοχής» και της «αφομοίωσης».
Σε κάθε περίπτωση, πρώτιστος στόχος καθίσταται η διαμόρφωση μιας νέας εναλλακτικής ιδεολογικής και πολιτικής αντιλήψεως, που θα υπερβαίνει την παλαιά αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς, υπέρβαση που σε καμία περίπτωση μπορεί να εκκινεί ούτε από την πλευρά της αστοφιλελεύθερης συντηρητικής Δεξιάς ούτε από εκείνη της δήθεν «πατριωτικής» αριστεράς, αλλά από έναν νέο ριζοσπαστικό εθνοκοινωνικό εναλλακτικό χώρο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση απαιτείται συνειδητοποίηση, ιδεολογική και βιωματική εμβάθυνση, διερεύνηση ζητημάτων που έχουν μείνει ανεξερεύνητα ή αποτελούν ταμπού – καθώς και πολιτική δραστηριότητα με στοχευμένες παρεμβάσεις, τόσο στα μεγάλα εθνικά ζητήματα όσο και στα οικολογικά, τα πολιτιστικά και τα κοινωνικά ζητήματα, με βασικό κριτήριο προτεραιότητος το μή εφήμερο, την μακρά, εθνοφυλετική προοπτική: που, εν τέλει, είναικαι το μόνο που μένει και μετράει, όταν κατακάθεται ο κουρνιαχτός της πλατείας…
Αλκιβιάδης