Ὁ Βιλφρέντο Παρέτο ἐπεξειργάσθη τὴν διάκρισιν τοῦ Μακιαβέλλι. Ἂν καὶ ἀπαριθμεῖ 7 τάξεις, ἡ προσοχή του ἐστράφη κυρίως πρὸς τὰς δύο πρώτας. Ἡ τάξις Ι χαρακτηρίζεται ἀπὸ «ἔνστικτον συνδυασμῶν» καὶ οἱ ἀνήκοντες εἰς αὐτὴν ἔχουν τὴν τάσιν νὰ συνδυάζουν ὅλα τὰ εἴδη τῶν πηγαζόντων ἐκ τῆς ἐμπειρίας στοιχείων. Ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, διὰ τοῦ «χειρισμοῦ» τῶν λέξεων, ἐπεξεργάζονται συνθέτους θεωρίας καὶ ἰδεολογίας. Χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσίν των ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ ἔθνος καὶ τὴν παράδοσιν, ἂν καὶ ἐνίοτε ἐκμεταλλεύονται τὸν δεσμὸν τῶν ἄλλων πρὸς τὴν οἰκογένειαν, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ ἔθνος καὶ τὴν παράδοσιν. Εἶναι προικισμένοι μὲ ἐπινοητικότητα, εἰς δὲ τὸν οἰκονομικὸν καὶ πολιτικὸν τομέα ρέπουν πρὸς τὸν νεωτερισμὸν καὶ τὰς ἀλλαγάς. Ἡ πρακτικὴ συμπεριφορά των χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔλλειψιν ἐπεξεργασίας μακροπνόων προγραμμάτων· ἔχουν ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ἱκανότητά των νὰ αὐτοσχεδιάσουν ἀπαντήσεις ἤ λύσεις διὰ τὰς περιπλόκους καταστάσεις, αἱ ὁποῖαι δυνατὸν νὰ ἀνακύψουν. Πρόκειται, μὲ ὀλίγας λέξεις, διὰ τὰς ἀλώπεκας τοῦ Μακιαβέλλι.Οἱ λέοντες εἶναι τὰ ἄτομα τῆς δευτέρας τάξεως, βάσει τῆς ὁρολογίας τοῦ Παρέτο, χαρακτηριζόμενα, ἀντιθέτως, ἀπὸ «ἐμμονὴν εἰς τὴν ὁμάδα». Ἡ στάσις των εἶναι συντηρητικὴ καὶ ἔχουν βαθύτατον δεσμὸν πρὸς τὰς ἀξίας τῆς οἰκογενείας, τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ ἀντιλήψεις περὶ «ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα», περὶ «ὑπερηφανείας διὰ τὴν οἰκογένειαν» κ.λπ. ἀποκτοῦν ἰδιαιτέραν ἰσχύν. Εἰς τὸν οἰκονομικὸν τομέα τὰ ἄτομα τῆς δευτέρας τάξεως, οἱ λέοντες, τείνουν εἰς τὸ νὰ εἶναι περισσότερον προνοητικοί, περισσότερον σώφρονες καὶ περισσότερον ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὰς ἀλώπεκας. Ἐπιδοκιμάζουν καὶ ἀποδίδουν μεγαλλιτέραν ἀξίαν καὶ βαρύτητα εἰς τὸν «χαρακτῆρα» καὶ εἰς τὸ «χρέος». Εἶναι πρόθυμοι νὰ χρησιμοποιήσουν δύναμιν διά νὰ ὑπερασπίσουν τὸ σύνολον, τὴν οἰκογένειαν, τὸ ἔθνος, τὴν πίστιν – τὰς ἀξίας μὲ τὰς ὁποίας εἶναι συνδεδεμένοι.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ αἰῶνός μας ἡ λιμπεραλιστικὴ ἰδεολογία ηὔξησε τὴν δύναμιν ἐπιρροῆς της εἰς τὸν σχηματισμὸν τῆς δημοσίας γνώμης εἰς τὰς Ἡνωμένας Πολιτείας, εἰς τὴν Ἀγγλίαν, εἰς τὴν Ἰταλίαν καί, ὀλιγώτερον ἢ περισσότερον, εἰς ὅλας σχεδὸν τὰς δυτικὰς χώρας· ταυτοχρόνως οἱ λιμπεραλισταί, ἢ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται καὶ ὑποστηρίζουν τὰς λιμπεραλιστικὰς ἰδέας, κατέλαβαν θέσεις-κλειδιὰ εἰς τὴν κυβέρνησιν καὶ τὴν κοινωνικὴν διοίκησιν. Αὐτὴ ἡ κατάστασις προεκάλεσε θεμελιώδη ἀλλαγὴν εἰς τοὺς σχηματισμοὺς τῶν κυβερνήσεων εἰς τὰ πλαίσια τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ : Αἱ ἀλώπεκες ἐξετόπισαν τοὺς λέοντας καὶ ἡ τάξις Ι ἔφθασεν, ὀλίγον κατ ‘ ὀλίγον, νὰ κυριαρχήσῃ σχεδὸν ἀπολύτως ἐπὶ τῆς τάξεως ΙΙ εἰς τὴν κυβερνητικὴν ἡγεσίαν. Ὁ Παρέτο ἐμφανίζει τὴν κατάστασιν ὡς ἑξῆς:
Α) Μία δρὰξ πολιτῶν ἀποφασισμένη νὰ χρησιμοποιήσῃ βίαν δυνατὸν νὰ δικαιωθῇ, ἐὰν ἡ ἀπάντησις εἰς τὴν βίαν δὲν εἶναι ἡ βία. Ἐὰν ἡ ἐπιφύλαξις τῶν ἀντιπροσώπων προέρχεται κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ ἀνθρωπιστικὰ αἰσθήματα, ἡ ἐπιτυχία εἶναι σχεδὸν βεβαία· ἀλλ᾿ ἐὰν ἀποφύγουν τὴν βίαν ἁπλῶς καὶ κυρίως ἐπειδὴ θεωροῦν σωφρονέστερον νὰ προσφύγουν εἰς ἄλλα μέσα, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι συχνὰ τὸ ἑξῆς:
Β) Πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἀποφυγῆς τῆς βίας, οἱ ἐν γένει κυβερνῶντες καταφεύγουν εἰς τὴν «διπλωματίαν», τὸν δόλον, τὴν διαφθοράν, ἐν ὀλίγοις, ἡ ἐξουσία περνᾷ ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν λεόντων εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀλωπέκων. Οἱ κυβερνῶντες συμπτύσσουν μέτωπον ἔναντι τῆς ἀπειλῆς τῆς βίας, ἀλλὰ ἐγκαταλείπουν τὸν ἀγῶνα μόνον φαινομενικῶς· ἀναζητοῦν νὰ ἐξαπατήσουν κι ἐκφυλίσουν ὅ,τι δὲν δύνανται νὰ νικήσουν διὰ τῆς κατὰ μέτωπον ἐπιθέσεως. Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐπιδρᾷ ὅλο καὶ περισσότερον εἰς τὴν ἐπιλογὴν τῶν κυβερνώντων, οἱ ὁποῖοι τώρα ἐπιλέγονται μόνον μεταξὺ τῶν ἀλωπέκων, ἐνῷ οἱ λέοντες ἔχουν παραμερισθῆ. Ὁ κατέχων καλλίτερον τὴν τέχνην τοῦ νὰ ἐπανακτᾷ διὰ τῆς ἀπάτης καὶ τοῦ δόλου ὅ,τι ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ χαθῆ ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς δυνάμεως, εἶναι τώρα ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀρχηγῶν. Καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προκαλεῖ τὴν στάσιν καὶ τὴν ἐξέγερσιν καὶ δὲν γνωρίζει νὰ ἑλιχθῇ τὴν κατάλληλον στιγμήν, εἶναι ὁ χείριστος τῶν ἡγετῶν· ἡ παρουσία του εἶναι ἀνεκτὴ μόνον ἐὰν ἔχῃ ἄλλα χαρίσματα, ὥστε νὰ καλύπτουν αὐτὴν τὴν ἔλλειψιν.
Γ) Κατὰ συνέπειαν τὰ «ὑπολείμματα» τῆς τάξεως I συγκεντρώνονται εἰς τὴν κυβερνῶσαν τάξιν καὶ τῆς τάξεως II ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀποκλείονται· τὰ ἄτομα τῆς τάξεως I ἀποδεικνύουν ὅτι ἔχουν τὰς δυνατότητας νὰ καλύψουν θετικῶς μὲ σοφίσματα καὶ ὑποκατάστατα τὴν ἐξέγερσιν καὶ τὴν ἀντίστασιν, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ ἄτομα τῆς τάξεως II εὐνοοῦν καὶ στηρίζουν τὴν ἐξέγερσιν.
Δ) Αἱ πολιτικαὶ κατευθύνσεις τῶν κυβερνώντων δὲν εἶναι μακρόπνοοι. Τὸ «ἔνστικτον τῶν συνδυασμῶν» καὶ ἡ ἀποδυνάμωσις τοῦ αἰσθήματος τῆς ὁμάδος συντελοῦν, ὥστε οἱ κυβερνῶντες νὰ εἶναι περισσότερον ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ νὰ ἀσχολοῦνται ὀλιγώτερον μὲ τὸ μέλλον… Τὰ ὑλικὰ συμφέροντα καὶ τὰ συμφέροντα τοῦ παρόντος ἤ τοῦ ἀμέσου μέλλοντος ὑπερισχύουν ἔναντι τῶν ἰδανικῶν τῆς κοινότητος ἤ τοῦ ἔθνους καὶ ἔναντι τῶν μακροπροθέσμων συμφερόντων…
Ε) Ὡρισμένα ἐξ αὐτῶν τῶν φαινομένων δυνατὸν νὰ παρατηρηθοῦν καὶ εἰς τὰς διεθνεῖς σχέσεις…Καταβάλλονται πράγματι προσπάθειαι ἀποφυγῆς τῶν συγκρούσεων μὲ τοὺς ἰσχυροτέρους καὶ ἐπιδεικνύονται τὰ ὅπλα μόνον εἰς τοὺς ἀδυνάτους… Ἡ χώρα σπανίως ὁδηγεῖται συνειδητῶς εἰς τὸ χεῖλος τοῦ πολέμου ἀπὸ τὴν προσπάθειαν νὰ ἐξομαλυνθοῦν αἱ διαστάσεις, προσπάθεια ἡ ὁποία θεωρεῖται ὅτι δὲν πρέπει νὰ διαφύγῃ τοῦ ἐλέγχου καὶ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς ἐνόπλους συγκρούσεις. Ὄχι σπανίως, ὡστόσον, πόλεμος εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκραγῇ εἰς ἀναπτυσσομένας χώρας, ὁ ὁποῖος καὶ ὁδηγεῖ πάλιν εἰς τὴν ἐξουσίαν ἄτομα τῆς τάξεως I.