Τα περί ων ο λόγος ψευδοηθικιστικά υπερπλαίσια λειτουργούν συχνά ως ένας μόνιμος παράγων σιωπηρά συμπεφωνημένης προληπτικής αυτολογοκρισίας των επιστημόνων (τουλάχιστον όσων ενδιαφέρονται στοιχειωδώς για την ακαδημαϊκή τους καριέρα…), οσάκις τα πορίσματα των ερευνών τους συμβαίνει να αγγίζουν «επικίνδυνες» για τα θεμελιώδη μεταπολεμικά δόγματα γνωστικές περιοχές. Στο ιδιότυπα νεοσκοταδιστικό αυτό περιβάλλον αναφύονται αλλεπάλληλα ανορθολογικά συμπλέγματα και ταμπού που υπονομεύουν και ακυρώνουν την ίδια την έννοια της επιστημονικής γνώσεως και δεοντολογίας. Ένα από τα πλέον κοινότυπα στερεότυπα-ταμπού στο χώρο των επιστημών, εμπεδωμένo ως αποτέλεσμα πολυετούς οπτικοακουστικού σφυροκοπήματος, είναι η έννοια της κληρονομικότητος, η οποία έχει διαστρεβλωθεί και κακοποιηθεί με όσο καμία άλλη από τους ινστρούχτορες της μεταπολεμικής ψευδολογίας. Σύμφωνα με τα θεμελιώδη δόγματα της κυρίαρχης ιδεολογίας του μεταπολέμου, η κληρονομικότης – η ίδια η φύσις δηλαδή – έχει ελάχιστη, ασήμαντη ή ανύπαρκτη συμβολή στην ανάπτυξη των ικανοτήτων και την εκδήλωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Σύμφωνα με τις νοσηρά δογματικές αυτές αντιλήψεις, η ανάπτυξη του ανθρώπου και η διαμόρφωση της ανθρωπίνης συμπεριφοράς είναι προϊόν αυστηρά περιβαλλοντικών επιδράσεων. Μόνον όταν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά, αναγκάζονται να δεχθούν την παρουσία και του κληρονομικού παράγοντος, δηλαδή των εγγενών, κληρονομούμενων – σωματικών και πνευματικών – χαρακτηριστικών, προσπαθούν ωστόσο να πείσουν ότι έχει αμελητέα συμβολή σε σύγκριση με την απόλυτο τάχα ισχύ των περιβαλλοντικών επιδράσεων! Μάλιστα, η αποδεδειγμένη επιστημονική αλήθεια περί του γενετικού (γονιδιακού) ελέγχου σύνθετων και κρισίμων για την εκδήλωση της ανθρωπίνης συμπεριφοράς, παραμέτρων όπως, π.χ. η ευφυΐα, βρίσκεται μεταξύ των πιο ισχυρών μεταπολεμικών αντιεπιστημονικών ταμπού. Χαρακτηριστική είναι η τακτική που μπορεί να παρατηρήσει κανείς οσάκις σχετικές ειδήσεις δημοσιεύονται στα μ.μ.ε: δίπλα σε κάθε πληροφορία η οποία επί της ουσίας αποδεικνύει το προβάδισμα της κληρονομικότητος ως του παράγοντος εκείνου που θέτει τα όρια των δυνατοτήτων ανάπτυξης κάθε ζωντανού οργανισμού, επί των οποίων επιδρούν τα όποια περιβαλλοντικά ερεθίσματα, μη μπορώντας όμως να τα υπερβούν, προστίθενται κάποιες φράσεις του τύπου: «η σημασία των περιβαλλοντικών επιδράσεων παραμένει ωστόσο καθοριστική» ώστε να μετριάζονται κάπως οι εντυπώσεις και να επιτείνεται η σύγχυση…
Έχοντας εκ των προτέρων προβεί στις αναγκαίες αυτές διευκρινήσεις, αναδημοσιεύουμε εν συνεχεία μια πολύ ενδιαφέρουσα είδηση από τις αρκετές παρόμοιες που εμφανίζονται κατά καιρούς, οι οποίες, καίτοι μεγάλες σε σημασία (ακριβώς επειδή αποδεικνύουν την βαρύτητα του κληρονομικού παράγοντος, γκρεμίζοντας τους χιλιοειπωμένους μύθους της μεταπολεμικής ιδεολογίας), περνούν ωστόσο «στα ψιλά», εμφανιζόμενες συνήθως κατάλληλα «λογοκριμένες» ως προς τα «επικίνδυνα» σημεία και τα συμπεράσματά τους, έτσι ώστε να παραμένει στο ευρύ κοινό περί του θέματος η σύγχυση.Μεταφέρουμε ενδεικτικά μια τέτοια πρόσφατη είδηση όπως δημοσιεύθηκε στην αξιόλογη ιστοσελίδα defencenet.gr
<<Ίδια σε μεγάλο βαθμό είναι τα γονίδια που κάνουν ένα παιδί ικανό στα μαθηματικά με εκείνα που τους δίνουν ικανότητα και στην ανάγνωση, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Βάσει αυτής τα παιδιά διαφέρουν γενετικά όσον αφορά στο πόσο εύκολα ή δύσκολα τα καταφέρνουν τόσο στα μαθηματικά, όσο και στα γλωσσικά μαθήματά τους. Η μελέτη φωτίζει το – κοινό σε σημαντικό βαθμό (έως 50%)- γενετικό υπόβαθρο των μαθηματικών και της ανάγνωσης, αλλά επίσης δείχνει ότι, πέρα από τα γονίδια, το σχολείο και η βοήθεια από τους γονείς, δηλαδή γενικότερα το περιβάλλον, παίζουν καθοριστικό ρόλο στο κατά πόσο ένα παιδί θα τα καταφέρνει με τους αριθμούς και τις λέξεις. Οι ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Οξφόρδης, University College και King’s College του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων ο ελληνικής καταγωγής Πάνος Δελούκας του Ινστιτούτου γενετικής Wellcome Trust Sanger Institute, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature Communications, με επικεφαλής τον γενετιστή Όλιβερ Ντέιβις, σύμφωνα με το BBC και το Γαλλικό Πρακτορείο, μελέτησαν στοιχεία για 12χρονους διδύμους από σχεδόν 2.800 οικογένειες, καθώς και από παιδιά που δεν ήσαν δίδυμα. Για όλα τα παιδιά ελήφθησαν υπόψη οι επιδόσεις τους στις εξετάσεις μαθηματικών και γλώσσας. Η σύγκριση μεταξύ διδύμων και μη αποκάλυψε ότι ένα ποσοστό από 10% έως 50% των γονιδίων που εμπλέκονται στην ανάγνωση, σχετίζονται επίσης με τις επιδόσεις στα μαθηματικά. Ανάλογα με τις παραλλαγές σε αυτά τα κοινά γονίδια, επηρεάζεται το επίπεδο των επιδόσεων των παιδιών στο σχολείο. Από την άλλη, όπως είπε ο Ντέηβις, «είναι εξίσου σαφές πόσο σημαντικές είναι οι εμπειρίες της ζωής στο να μας κάνουν καλύτερους στο ένα ή στο άλλο πράγμα. Είναι αυτή η πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ φύσης και ανατροφής, καθώς μεγαλώνουμε, που διαμορφώνει το ποιοι είμαστε». Η έρευνα, όπως είπε ένας από τους ερευνητές, ο καθηγητής συμπεριφορικής γενετικής Ρόμπερτ Πλόμιν, δείχνει ότι υπάρχει ένας πολύπλοκος γενετικός μηχανισμός, στον οποίο πολλά επιμέρους γονίδια (εκατοντάδες και πιθανώς χιλιάδες) ασκούν το καθένα μια μικρή διακριτή επίδραση στην μαθησιακή ικανότητα, σε συνδυασμό πάντα με τα υπόλοιπα γονίδια – και με την επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος. «Το ότι βρήκαμε μια ισχυρή γενετική επιρροή, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, αν ένα παιδί εμφανίζει μαθησιακές δυσκολίες. Η κληρονομικότητα δεν συνεπάγεται ότι όλα είναι προδιαγεγραμμένα – απλώς χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια από τους γονείς, τα σχολεία και τους δασκάλους για να βελτιώσουν τις επιδόσεις του παιδιού», δήλωσε ο Πλόμιν. Άλλοι ερευνητές επεσήμαναν ότι η νέα έρευνα, ενώ έδειξε πως η μάθηση έχει σε αξιοσημείωτο βαθμό ένα γενετικό υπόβαθρο, δεν κατάφερε να επισημάνει συγκεκριμένα γονίδια που παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό.>>