Η δουλεία κατά τον Αριστοτέλη ενυπάρχει φύσει. Ξεκινώντας από την Πλατωνική έννοια του φύσει δούλου, κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο δέον να διακριθεί σαφώς και διαχωρισθεί το άρχον του αρχομένου. Στον Κόσμο, συνεχόμενο διά της αρμονικής τάξεως και, συναφώς, κάποιας εγγενούς οντικής ιεραρχίας, είναι το φυσικόν, «πέφυκεν», το ανώτερον να άρχει του υποδεεστέρου του· το οποίον πρέπει να υπακούει στις επιταγές του υπερτέρου του όντος, προς επιτέλεσιν του έργου το οποίο η φύση προέβλεψε και για τους δύο, συμφώνως προς την Κοσμικήν Τάξιν. Ο νόμος αυτός διέπει και την σχέση κυρίου και δούλου στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Η τάξις αυτή επιτρέπει την επίτευξη της ιδίας φύσεως και στα δύο μέρη, εφ᾿ όσον και καθ᾿ όσον η σχέσις των αντανακλά την αρχική τους φύσι. Είναι δε εντελώς εσφαλμένη η διαδεδομένη, κυρίως μετά τους χριστιανικούς χρόνους, διαστρέβλωσις ότι οι δούλοι στην αρχαία Ελλάδα αντεμετωπίζοντο ως «αντικείμενα» και δεν ετύγχανον κανενός σεβασμού: απεναντίας. Τούτο μάλλον απετέλει ίδιον των βαρβάρων δουλοκτητών. Εκεί, όμως, δεν δύναται καθόλου να γίνει λόγος περί κοσμικής τάξεως αλλά περί περιστασιακής και στρεβλής σχέσεως δυνάμεως. Αυτό συμβαίνει, μάλιστα, στον ύψιστο βαθμό ακριβώς στην εποχή μας, όπου οι ευγενέστεροι υποδουλώνονται ολικώς στους αυθάδεις υπανθρωπίνους μεγιστάνας του χρήματος και των λοιπών στρεβλών κριτηρίων δυνάμεως της σκοτεινής μας εποχής.
Η εκ των φύσει δούλων και των βαρβάρων διάκρισις και διαχωρισμός του Έλληνος ήταν, βεβαίως, ανεγνωρισμένος πολύ προ του Αριστοτέλους, εκφρασθείς και στους τραγικούς, τους ρήτορες και τον Πλάτωνα, οι οποίοι εξήραν την μεταξύ ελευθέρου και δούλου, Έλληνος και βαρβάρου οντολογικήν απόσταση.
Κατά τον Αριστοτέλη ο ορισμός του φύσει δούλου ισχύει και για τον βάρβαρο. Το γεωγραφικό περιβάλλον και οι κλιματολογικοί όροι διά μέσου αμετρήτων γενεών κατέστησαν τους βαρβάρους νωθρούς και «αθύμους», συνεχώς υποδούλους. Λόγω της αθυμίας τους αυτής οι βάρβαροι στερούνται του πάθους της ελευθερίας και της ικανότητος να άρχουν και να άρχονται πολιτικώς. Ορθώς, λοιπόν, αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι» : «βαρβάρων δ᾿ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός» και δικαιολογεί το συμπέρασμα της κοινής φύσεως βαρβάρου και δούλου. Η δουλική αυτή φύση των βαρβάρων έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία πολιτικής τάξεως σ’ αυτούς. Τἀνάπαλιν δε, το αποτέλεσμα αυτό σταθεροποιεί και ενισχύει την δουλική τους φύση. Αντί, λοιπόν, να μετέχουν οι βάρβαροι πολιτικής «κοινωνίας», ὡς «ζῷα πολιτικά», υφίστανται δουλικώς και παθητικώς δεσποτική εξουσία, την οποίαν ο Αριστοτέλης ταυτίζει προς την τυραννία – σαν αγελαία ζωντανά (παράβαλε και την σύγχρονη αγελαία δημοκρατία). Κατά τον φιλόσοφο σκοπός της υπάρξεως της πολιτικής «κοινωνίας» είναι πρώτιστα η ειρήνη και ο «ἐν σχολῇ» βίος και όχι ο πόλεμος ή η «ἀ-σχολία». Γι‘ αυτό ψέγει, όπως και ο Πλάτων, τον μονομερώς φιλοπόλεμο χαρακτήρα της νομοθεσίας των Λακεδαιμονίων. Ο πόλεμος όμως δικαιολογείται, ἀφ᾿ ἑτέρου, όχι μόνον στην περίπτωση αμύνης κατ’ απροκλήτου επιθέσεως αλλά και όταν δι’ αυτού πρόκειται να υποδουλωθούν οι άξιοι αυτής της τύχης, οπότε και διά του πολέμου αποκαθίσταται η «αρχική» κοσμική τάξις. Η έννοια της αναφερομένης «αρχικότητος» δεν εἶναι, φυσικά, χρονική αλλά οντολογική.
Είναι, λοιπόν, ο πόλεμος μέσον ανακλήσεως της φυσικής και ηθικής τάξεως, η οποία απαιτεί οι φύσει δούλοι να είναι υποταγμένοι στους ελευθέρους. Έτσι δικαιολογείται προφανώς ο κατά των βαρβάρων αλλά όχι και ο κατά των Ελλήνων πόλεμος. Εκ της αρχής αυτής και της διαπιστώσεως ότι οι βάρβαροι είναι φύσει δούλοι, ο Αριστοτέλης προτρέπει τον Αλέξανδρο να είναι δεσπότης για τους βαρβάρους αλλά ηγεμών για τους Έλληνες. Ο Σταγειρίτης ενέκρινε τον κατά των βαρβάρων πόλεμο ως πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση και όχι ως πολιτιστική ενέργεια. Ασφαλώς δεν ενέκρινε ούτε κάποιαν υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίση μεταχείριση Ελλήνων και βαρβάρων, ούτε κάποιαν αφομοιωτική πολιτική, που θα επέφερε τα ακριβώς αντίθετα της Κοσμικής Τάξεως αποτελέσματα. Πάντως η πολιτική εύνοια του μεγάλου Στρατηλάτου προς υποτελείς, εν μέρει υπαγορευθείσα από την ανάγκη ελέγχου μιας ταχύτατα αναδυομένης αχανούς αυτοκρατορίας, κυρίως απευθύνετο προς τους Αρίας καταγωγής λαούς, όπως τους ευγενείς των Περσών. Και της οποίας, πάντως, η επέκτασις, εκ των πραγμάτων προκύψασα βαθμηδόν μετά τον πρώιμο θάνατό του, εσήμανε την αρχή των ελληνιστικών χρόνων και το άδοξο τέλος της Ελλάδος ως πολιτικής, πνευματικής και πολιτιστικής δυνάμεως, εχούσης ακεραία την εθνική της ιδιοτυπία.
Γενικώς ο Αριστοτέλης σκεπτόταν πολιτικώς σύμφωνα με τις κατηγορίες της «οικίας» και της «πόλεως». Δεν αντιμετώπισε την δυνατότητα υπάρξεως πολυεθνικής κοσμοκρατορίας όχι από στενότητα αντιλήψεως αλλά διότι ορθώς αντιλαμβανόταν ότι, αν μια τέτοια κοσμοκρατορία δημιουργούνταν κατά την εποχή του, θα στερούνταν βαθυτέρων και ουσιωδών ηθικών και πνευματικών δεσμών, άρα και αληθούς πολιτικής τάξεως.
Δύναται, λοιπόν, να λεχθεί ότι το πρόβλημα αυτό το οποίο έθεσε ο Αριστοτέλης παραμένει επίκαιρο και για τον σύγχρονο κόσμο.
Ἡ σύμφωνη πρὸς αὐτὲς τὶς ἀρχὲς λύσις.
Η α-ληθής, ήτοι σύμφωνος προς την Κοσμική, πολιτική Τάξις δύναται μόνον να εδράζεται στο έμφυτο πνεύμα της Κοινότητος, Κοινότητος συνυφασμένης και συνεχομένης με υπαρξιακούς δεσμούς Αίματος, Πνεύματος και Πεπρωμένου, Κοινότητος εναργούς κι εγρηγορώσης, έτοιμης να υποτάσσει και, όπου είναι ανάγκη, να θυσιάζει το μερικό στο ολικό, το ατομικό στο εθνικό, το κατώτερο στο ανώτερο – ως μια συνεκτική ανωτροπική πυραμίδα που εναρμονίζει εσωτερική και εξωτερική τάξη και διαβάθμιση: εντελώς κατ᾿ αντιστοιχία προς την ανώτερη Κοσμική αλήθεια, όπως δηλαδή ακριβώς «πέφυκεν», ήτοι κατά την αρχικήν των πραγμάτων τάξιν.
Τοιουτοτρόπως πράγματι αποκτά η έννοια του «Ἕλληνος», όπως και εκείνη του βαρβάρου, κοσμική διάστασι.
Η δε αληθινή και κοσμο-ιστορικῶς εμπεδωμένη Ἑλλὰς δεν μπορεί παρά να αναστηλωθεί από τέτοιους αληθινούς και πλήρεις Ἕλληνες, που θα αποτελούν τον αντίποδα του βαρβάρου, του δειλού, του νωθρού, του «ραγιά», του γεννημένου δούλου.
Διότι η αληθινή Ελευθερία αποτελεί την φυσική εντελέχεια του κοσμικού Ἕλληνος.
Η έννοια αυτή γενικεύεται στην ευγένεια που εκφράζεται από την ουσία της Αριανικότητος, αφού αυτή ακριβώς συνοψίζει τον πόλο της Ελλάδος απέναντι των ανατολιτών βαρβάρων που αυτή αντιμετώπισε κατά την αρχαιότητα.