Φέτος για ακόμη μία χρονιά θα ακούσουμε και θα δούμε αφιερώματα και επετειακές εκδηλώσεις αφιερωμένες στα προ 40 ετών διαδραματισθέντα, ὴ μάλλον κυρίως στα εντέχνως προβαλλόμενα ως διαδραματισθέντα, στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973. Η αλήθεια είναι ότι, λόγω και της παρούσης δυσπραγίας του και της βαθμιαίας αποφθοράς της δυναμικής του ολεθρίου και τρισαθλίου κοινοβουλευτικού θιάσου, του οποίου το «Πολυτεχνείο» προπαγανδίζεται ως ο … «ηρωικός προάγγελος», η ένταση της προπαγάνδας θα είναι μειωμένη εν σχέσει προς παλαιότερα χρόνια, ενώ αδιάφορη θα είναι πιθανότατα και η στάση της πλειονότητος των πολιτών.
Γεγονός όμως είναι ότι 41 έτη μετά συνεχίζει να εξαίρεται από το κράτος και τα μ.μ.ε καθώς και να επιβάλλεται ο εορτασμός στα ελληνικά σχολεία μιάς έξωθεν κατευθυνομένης εξεγέρσεως που, κατά παραγγελίαν ξένων κέντρων που ήθελαν ν᾿ ἀπαλλαγοῦν από τον Γ. Παπαδόπουλο, του οποίου την εξωτερική πολιτική αδυνατούσαν πια να ελέγξουν και καθυποτάξουν στις τρέχουσες επείγουσες επιταγές του Σιωνισμοῦ, οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε από στρατευμένα μέλη του ευρυτέρου αριστερού χώρου.
Παρεκβαίνοντες τα εσκαμμένα, θα προσπεράσουμε εδώ τον συγκεχυμένο ιστό ψευδουργηματικής προπαγάνδας που περιτυλίγει την όλη κακόγουστη «σεάνς», μὲ τους ανυπάρκτους νεκρούς, τον δακρύβρεκτο μνηστήρα της … αδικοχαμένης … «Ηλένιας» που, μαζί με «το γελαστό παιδί», ανάθεμα την ώρα, «σκοτώσαν οι φασίστες» – κ.ο.κ. … Ὑπάρχει, άλλως τε, ικανό σχετικό υλικό στο διαδίκτυο – και, εκτός από τα ατυχή νέα παιδιά, που εξακολουθούν να είναι καταδικασμένα να υφίστανται και αυτήν την πλύση εγκεφάλου από τα «σχολεία» και τα δημοκρατικά μέσα μαζικής εξαπατήσεως των αληθινών σκοταδιστών, όποιος ενήλικος εξακολουθεί να πέφτει θύμα της σχετικής παραμυθολογίας δεν μας αφορά, ως αποδεδειγμένως ανήκων είτε στην κατηγορία των ηλιθίων, είτε των κατ᾿ άλλον τρόπο γεννημένων αβοηθήτων θυμάτων παραπληροφορήσεως και τηλεκατευθύνσεως, αν δεν συμπεριλαμβάνονται στα διεστραμμένα ανθρωπάρια που συμμετέχουν στην παραπληροφόρηση.
Μια απλή ματιά στην λίστα με τις οργανώσεις στις οποίες ανήκαν τα μέλη της συντονιστικής επιτροπής του Πολυτεχνείου αρκεί για να επιβεβαιώώσει το γονιδίωμα της όλης θλιβεράς συνωμοσίας: Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση, ΚΟ Μαχητής, Ρήγας Φεραίος κ.ά. Κάθε λογικώς σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί πως μία τέτοια κίνηση δεν θα μπορούσε παρά να εκφράζει κοσμοείδωλα, αντιλήψεις και πολιτικούς στόχους της Αριστεράς – και ότι η επιβολή εορτασμών προς τιμήν της αποτελεί μία ιδεολογική νίκη της Αριστεράς.
Εδῶ απλώς θα επισημάνουμε κάτι που δεν θα τονισθεί από τους άλλους κατά την άσκηση κριτικής στην εν λόγω γενιά. Η αρνητική κριτική συνήθως εστιάζεται: (α) στο “αυτοξεπούλημα” πολλών εκ των πρωταγωνιστών, στην εξαργύρωση δηλαδή της συμμετοχής τους στα γεγονότα με την ανάληψη κάποιας θέσεως εξουσίας και την απόκτηση πλούτου κατά τα μετέπειτα χρόνια – και (β) στο ότι “η γενιά του Πολυτεχνείου μας κατέστρεψε”, εννοώντας πως ευθύνεται για την παρούσα δεινή οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους και των πολιτών του. Και οι δύο κατηγορίες είναι ασφαλώς βάσιμες και αναμφιβόλως αληθείς – όμως παραμένουν στην επιφάνεια, προσπερνώντας την ουσία…
Σίγουρα η ασυνέπεια μεταξύ πολιτικών αρχών και πράξεων των συγκεκριμένων ατόμων, που ενετάχθησαν πλήρως στο πολιτικοκοινωνικό σύστημα το οποίο υποτίθεται πως αντιμάχονταν, όπως και ο «ανεξήγητος» πλουτισμός τους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου που υποτίθεται πως υπερασπίζονταν, τους εκθέτουν ριζικώς και ανεπανορθώτως. Επίσης είναι αληθές ότι πολλά από αυτά τα άτομα ως μέλη κυβερνήσεων συνέβαλαν στην λήψη καταστροφικών για την ελληνική κοινωνία και οικονομία αποφάσεων.
Το υποκρυπτόμενο, όμως, σφάλμα συλλογισμού στην πρώτη περίπτωση συνίσταται στην, δυστυχώς ευρέως διαδεδομένη, υποκειμένη αντίληψη πως “αριστερά = κοινωνική δικαιοσύνη”: διότι ακόμη και αν υποθέσουμε πως όλοι οι μετέχοντες στην εξέγερση είχαν μείνει μακριά από την εξουσία ή ότι όσοι ανέλαβαν την διακυβέρνηση του κράτους παρέμεναν συνεπείς προς τις αριστερές τους αντιλήψεις, ποιο θα ήταν τότε το, «απολεσθέν» κατά τον έωλο συλλογισμό, όφελος για την ελληνική κοινωνία; Μήπως κάτι σαν την προπαγάνδιση εντός και εκτός του κοινοβουλίου (κάτι το οποίο βεβαίως έγινε ούτως η άλλως) αριστερών δογμάτων και η βιαστική λήψη μέτρων για την επιβολή αποφάσεων που θα μας οδηγούσαν στην δημιουργία ενός κολλεκτιβιστικού, πολυφυλετικού, ισοπεδωτικού μορφώματος;
Στην δε περίπτωση της δευτέρας διατυπουμένης μομφής, διαφαίνεται ξεκάθαρα η ρηχότης και αδυναμία του νεοέλληνος να αντιληφθεί τα πράγματα πέρα από όρους οικονομίας και να απαγκιστρωθεί από μία καθαρώς υλιστική θεώρηση. Χαρακτηριστικό είναι πως και ο αντίλογος που προέρχεται από τον συντηρητικό δεξιό χώρο αλλά και τους απολογητές της Επταετίας κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, εστιάζοντας πρωτίστως, κατ᾿ αντιπαραβολήν, στην οικονομική ανάπτυξη των χρόνων εκείνων.
Αδυνατεί, λοιπόν, ο νεοέλληνας να αντιληφθεί ότι η μεγαλύτερη κι ουσιαστικότερη, η αρχική ζημιά που αποτελεί ολέθριο έργο εκείνης της «ηρωικής» γενιάς ήταν το πνευματικό και ψυχικό δηλητήριο που εγχύθηκε στις φλέβες της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού λαού – και ότι η οικονομική κατάρρευση δεν είναι παρά σύμπτωμα πολύ βαθυτέρας νόσου και θνησιγενούς καχεξίας, ένα συνεπακόλουθο της ριζικής εκτροπής και δηλητηριάσεως. Αδυνατεί να καταλάβει ότι η οικονομία αποτελεί ένα μέσον και όχι τον αυτοσκοπό, φαίνεται δε να είναι έτοιμος να επανέλθει στις προ ολίγων ετών παρεκτροπές του αν του εδίδετο η οικονομική δυνατότητα, εθελοτυφλώντας μάλιστα μπροστά στους θεμελιακούς υπαρξιακούς του κινδύνους, όπως αυτόν της φυσικής του εξαφανίσεως και αντικαταστάσεως από άλλες, δυναμικότερες πληθυσμιακές/εθνοφυλετικές συλλογικότητες. Η αδυναμία αυτή βεβαίως είναι απολύτως κατανοητή εφ᾿ όσον ακόμη και το υποτιθέμενο «αντίπαλο» της αριστεράς στρατόπεδο, αυτό της δεξιάς, αυτοχαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερο, δηλαδή κατ᾿ ουσίαν υλιστικών και ατομιστικών αντιλήψεων. Αμφοτέρων δε κοινό γνώρισμα είναι η λατρεία των φαινομένων και των οφθαλμαπατών, η θυσία του μέλλοντος στα δελεάζοντα «κέρδη και οφέλη» του «εδώ και τώρα», αφού μάλιστα και ο «λαός» στην μαρξιστοφιλελεύθερη οπτική χάνει την εθνοφυλετική του διαχρονικότητα, δηλ. την ανθρώπινη ταυτότητά του, για να μετατραπεί σ᾿ ένα τυχαίο συνονθύλευμα «ψηφοφόρων», μια πολτώδη κι εύπλαστη αλλ᾿ αθεραπεύτως αναξίαν φαιάν αγέλη χωρίς χρώμα, ρίζες και εγγενή χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Το ότι το ανάξιο αυτό κοπάδι τελικώς χάνεται, διαλύεται, χρεωκοπεί, υποτάσσεται δεν εκφράζει παρά θείαν ή κοσμική δίκη ως προς αυτό το ίδιο, έστω κι αν τοιουτοτρόπως η συνολική στρεβλότης, επί παγκοσμίου κλίμακος, με τους τοκογλύφους και τις πολυεθνικές να υποκαθιστούν τα εθνικά κράτη, στον βαθμό που, τέλος πάντων, υπήρχαν τέτοια, γίνεται πολύ μεγαλύτερη: ώς ότου κάποια στιγμή, με απολύτως προδιαγεγραμμένη βεβαιότητα, το μπαλόνι της Ύβρεως σπάσει, κατά τρόπον οπωσδήποτε οδυνηρό αλλά και, ενδεχομένως, σωτήριο: χάριν δε αυτού ακριβώς του τελευταίου ενδεχομένου κατά την κρίσιμη στιγμή και υπάρχουμε και ενεργούμε ως ΑΡΜΑ!
Η δε τυχόν μη υπέρβαση της τοιαύτης περιωρισμένης και μυωπικής αντιλήψεως των πραγμάτων θα έχει, δυστυχώς, ως αποτέλεσμα την τελικήν οριστική και πλήρη καταστροφή και αφανισμόν ως τοιούτων όχι μόνον του ελληνικού αλλά και των υπολοίπων ευρωπαϊκών εθνών, καθώς ο κοινός στρεβλός και ανεπαρκής νους που δεν βρίσκεται σε επαφή με την πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε σήψη και αποσύνθεση το όλον οργανικό σύνολο, όπως άλλως τε βιώνουμε καθημερινώς.
Οι περιωρισμένοι, άρα, πνευματικοί ορίζοντες είναι αρρήκτως συνυφασμένοι με την καλώς κρατούσα Απάτη και Παρακμή: όσοι δε ευαγγελίζονται υπέρβασή της όντας περιωρισμένων πνευματικών οριζόντων και, άρα, ουσιαστικώς υποταγμένοι στα πλαίσια και τους όρους της Παρακμής, το πολύ που μπορεί να είναι ικανοί να κατορθώσουν είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να την ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΟΥΝ!!!
Πράγμα που, βεβαίως, επίσης βιώνουμε στις κρίσιμες ημέρες μας, συχνά μάλιστα κατά τρόπον ιλαροτραγικό….