Ὁ ἰνδοευρωπαϊκὸς θεσμὸς τῆς *Koryos.


*Koryos εἶναι ἡ ἀναδομημένη λέξις τῆς Πρωτο-Ἰνδοευρωπαϊκῆς γλώσσης ποὺ δηλώνει τὴν ὁμάδα τῶν νεαρῶν, ἀνηλίκων, ἀνυπάνδρων καὶ ἀκτημόνων πολεμιστῶν γιὰ τὴν ὁποία, καθὼς καὶ γιὰ τὶς ἐξ αὐτῆς ὁμάδες προερχόμενες, χρησιμοποιεῖται ἀρκετὰ συχνὰ στὴν διεθνὴ βιβλιογραφία ὁ γερμανικὸς ὅρος Männerbund (, πληθ.:) Männerbünde. Παράγωγα αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς λέξεως ἀνευρίσκονται στὶς γλῶσσες ποὺ ἐκπήδησαν μέσῳ τῆς βαθμιαίας διαφοροποιήσεως ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ΠΙΕ, ὅπως τὰ ἀκόλουθα, ὅλα ἀρσενικοῦ γένους, ποὺ σημαίνουν “στρατός” ἢ στρατιωτικὴ ὁμάς/συγκρότηση”: Λιθουανικὸ Kᾱriαs, Παλαιο-Περσικὸ Kᾱrα-, Παλαιο-Ιρλανδικὂ cuire, Παλαιο-Γερμανικὸ harja, Γοτθικὀ harjis, Παλαιο-Νορδικὸ herr, Παλαιο-Αγγλικὸ here, Μέσο Ιρλανδικὸ cuire. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπεβίωσε ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ τίτλου ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπονυμίου Κοίρανος· ὑπὸ μὲν τὴν πρώτη δηλώνει τὸν ἀρχηγό, διοικητὴ στρατοῦ ἢ ἡγεμόνα: « οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν· » (Ἰλιάς Β487), ἐν ὧ ὑπὸ τὴν δεύτερη συναντᾶται ἐκ νέου στὴν Ἰλιάδα ὡς ὄνομα ἑνός Λυκίου πολεμιστοῦ ποὺ φονεύεται ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα (Ε667) καὶ ἑνὸς Κρητὸς ὁδηγοῦ ἅρματος, ὁ ὁποῖος πέφτει νεκρὸς ἀπὸ τὸ δόρυ τοῦ Ἕκτορος ( 612-620). Παράγωγά της ἀποτελοῦν ἐπ’ ἴσης τὸ Θεσσαλικὸ ὄνομα Κόρρος καὶ τὸ μακεδονικὸ Κόρραγος.
 Ὅπως προανεφέρθη, *Koryos ἦτο μία νεανικὴ ἀδελφότης. Οἱ ἀπαρχές της χάνονται στὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ κοινότητες ἦσαν ἀκόμη διαμερισμένες σὲ ἡλικιακὲς ὁμάδας, ἑκάστη τῶν ὁποῖων εἶχε τὸν ἰδικό της ρὸλο, λειτουργίαν καὶ τελετουργίες. Ὁ χαρακτήρ της ἦτο διττός: πολεμικὸς καὶ λατρευτικός. Ἀποτελοῦνταν ὑπ’ ἀνηλίκων ἀγοριῶν, τὰ ὁποία πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἐφηβεία ἀπεμακρύνοντο ἀπὸ τὶς μητέρες των καὶ τὶς οἰκογένειές των γιὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴν πολεμικήν τους ἀρετή. Καθὼς ὅμως ἡ λατρεία ἔπαιζε καθοριστικὸν ρόλο στὴν ζωὴ ὅλων τῶν παραδοσιακῶν κοινωνιῶν, ἀπητεῖτο ὡς ἐνήλικοι νὰ γνωρίζουν ἀμφότερες τὶς προσευχὲς καὶ τὰ τυπικὰ τῶν τελετουργιῶν πρὸς τιμὴν τῶν προστατῶν τοῦ γένους καὶ τῆς Φυλῆς. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς *Koryos ἦτο ὁ *Koryonos, ὅρος ποὺ παράγεται μὲ πρόσφυση τῆς καταλήξεως -nos, ὅπως π.χ. στὸ Ἑλληνικὸ κοίρα-νος ἢ στὸ Παλαιο-Ἰσλανδικὸ herja-nn, καὶ ὁ ἴδιος ὅπως καὶ οἱ ἀκόλουθοί του εὐρίσκοντο ὑπὸ τὴν προστασίαν ἑνὸς συγκεκριμένου θεοῦ. Ἡ ἕτερη ἡλικιακὴ ὁμὰς στὴν ὁποίαν ἀνῆκαν οἱ ἐνήλικοι πολεμιστὲς, οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς, ἀποδίδεται μὲ τὸν ὅρον *teuta, παράγωγα τοῦ ὁποίου ἐπ’ ἴσης ἀνευρίσκουμε σὲ πλεῖστες ΙΕ γλῶσσες. Ἡ *teuta ἔχει ἀντιστοίχως τὸν ἰδικόν της ἀρχηγό, τὸν * hrēǵs, ἡ ὀνομασία τοῦ ὁποίου προέρχεται ὑπ’ ἑνὸς ρήματος ποὺ σημαίνει “ἰσιώνω, θέτω σε τάξη/διατάσσω, ἄρχω”, καθὼς καὶ τὸν ἰδικόν της θεό – καὶ, γενικότερα, τὰ χαρακτηριστικά της εἶναι τὰ ἀντίθετα ἐκείνων τῆς *Koryos: ἐνήλικες, νυμφευθέντες καὶ γεωγκτήμονες πολεμιστές. Ἐπανερχόμενοι, λοιπόν, στὸ θέμα τῆς ἐκπαιδεύσεω, σὲ μία περιοχὴ ἐκτὸς τοῦ οἰκισμοῦ τους θὰ κυνηγοῦσαν, θὰ μάθαιναν νὰ στήνουν ἐνέδρες καὶ νὰ ἐπιδράμουν τὶς νύχτες πρὸς λεηλασία· κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐσκληραγωγοῦντο καὶ προετοιμάζοντο ὥστε νὰ λειτουργήσουν ὡς πολεμιστὲς τῆς κοινότητός τους, ὅταν καὶ θὰ καλοῦντο νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν γῆ τους ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ ἄλλων κοινοτήτων ἤ νὰ ἐπιδράμουν οἱ ἴδιοι σε γειτονικὰ ἐδάφη, ὥστε νὰ ἀποκομίσουν λεία καὶ νὰ κατακτήσουν γῆ. Ἡ λεία καὶ οἱ κατακτήσεις ἀπετέλουν τὸ λεγόμενον “γέρας” τοῦ πολεμιστοῦ, δῆλα δη τὸ ἔπαθλο , τὴν ἐπιβράβευση τῆς ἀνδρείας του καὶ συνδέοντο στενῶς μὲ τὴν Τιμῆ του, ὅπως ἀποδεικνύει καὶ ὁ κομπασμὸς τοῦ Ἀχιλλέως γιὰ τὴν ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἅλωση διαφόρων πόλεων καὶ τὴν συνεπακόλουθο ἀποκομιδὴ πολυτίμων ἀγαθῶν (λείας), κοπαδιῶν, κτηνῶν καὶ δούλων. Τὸ ἴδιο ἐπ’ ἴσης φαίνεται καὶ στὴν ὑπὸ τοῦ Νέστορος ἀναπόληση τῶν ἡμερῶν τῆς νεότητός του, ὅπου δυνατὸς καὶ ἀκμαῖος εἶχε λάβει μέρος στὶς συγκρούσεις μὲ τοὺς Ἑπειούς (Ἰλιάς Β 706-761). Ὁ Θουκυδίδης καταγράφει ὅτι σὲ ἀρχαιότερες ἐποχὲς δὲν ἦταν ντροπὴ νὰ εἶναι κάποιος ληστὴς ἤ πειρατὴς καὶ παραπέμπει ἐπ’ ἴσης στὸν Ὅμηρο γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὴν ἄποψή του, ἐν ὦ ὁ ἐπιθετικὸς πόλεμος καθόλου δὲν ἀποκλείεται οὔτε καὶ στὸν ὅρκο τῶν ἐφήβων Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι ὁρκίζοντο «τήν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί άρείω ὅσης άν παραδέξωμαι». Παρομοίως στὴν Ἀρχαία Ἰνδία ἡ σανσκριτικὴ λέξις ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐπανειλλημένως γιὰ τὴν μάχη εἶναι gavisti, ποὺ σημαίνει ἐπιθυμία «ἐπιθυμία γιὰ ἀγελάδες», ἐν ὦ ὁ ἐπιτυχημένος πολεμικὸς ἡγέτης ὀνομάζεται gopa, δηλᾶ δη «κύριος τῶν κοπαδιῶν». Τὸ Παλαιο-Αγγλικὸ ρῆμα hergian τὸ ὁποῖο συνδέεται μὲ τὴν λέξη here «στράτευμα», ἐκ τῆς αὐτῆς ρίζης τοῦ koryos πού σχολιάσαμε εἰσαγωγικός, σημαίνει κυριολεκτικῶς «ἐπιδράμω, καταστρέφω, λεηλατῶ», ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιονορδικὸν herja, το παλαιογερμανικὸ heeren (ὅπου ἀκόμη Heer εἶναι ὁ στρατός), τὸ ἀκόμη ἐν χρήσει δανικὸ hærge (ὅπου hær σημαίνει στρατός). Στὸ ἔργο ἐπ’ ἴσης τοῦ Τίτου Λιβίου, ὅπου παρατίθεται ἡ ἀρχαϊκὴ ἱστορία τῆς Ρώμης καὶ οἱ συγκρούσεις μὲ τοὺς γείτονές της, γίνεται συνεχῶς ἀναφορὰ στὴν λεηλασία καὶ τὴν λαφυραγωγία ἐκ μέρους ὅλων τῶν πλευρῶν. Τὰ ὡς ἄνω μας δίδουν μίαν εἰκόνα περὶ τῆς μορφῆς πολέμου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ὁμιλούντων τὴν ΠΙΕ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμέσως ἑπομένη, τῶν θυγατρικῶν ἐθνῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὶς δραστηριότητες τῆς *Koryos.
Οἱ νεαροὶ ὡς μελλοντικοὶ πατέρες καὶ οἰκογενειάρχες θὰ ἔπρεπε ἐπ’ ἴσης νὰ γνωρίζουν τὸν ὀρθὸ τρόπο τελέσεως τῶν τελετῶν καὶ τῶν προσευχῶν, μέσῳ τῶν ὁποίων ἀπέδιδαν τιμὲς στοὺς νεκροὺς προγόνους, γενάρχες καὶ προστάτες θεούς, οἱ ὁποῖοι ἐξασφάλιζαν τὴν εὐημερία τοῦ γένους ἤ τοῦ οἰκισμοῦ ὅπου κατοικοῦσαν τὰ συνασπισμένα γένη τῆς φυλῆς. Θὰ ἔπρεπε δῆλα δη νὰ κατέχουν τὶς φυλετικὲς λατρευτικὲς παραδόσεις, ἡ μεταφορά τῶν ὁποίων ἀπὸ τὴν μία γενιά στὴν ἄλλη ἐγίνετο μὲ τὴν χρήση τῆς ποιήσεως καὶ τοῦ τραγουδιοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν ἰρλανδικὸ θεσμὸ τῶν fianna, τῶν πολεμικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες κατὰ ἕνα μέρος τοῦ χρόνου εἶχαν ὥς καθῆκον τὴν ἐπιβολὴ τῆς τάξεως καὶ τοῦ νόμου καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο ζοῦσαν μέσῳ τοῦ κυνηγιοῦ καὶ τῶν ἐπιδρομῶν, ἕνα ἀπὸ τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου μέλους ἦτο ἡ ἀπόδειξις τῆς καταρτίσεώς του σὲ δώδεκα εἴδη παραδοσιακῆς ποιήσεως. Κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἀντιλήψεις, ἡ ποιητικὴ ἱκανότητα συνεδέετο στενῶς μὲ τὴν μανία καὶ ὁ Πλάτων διακρίνει ἀνάμεσα σὲ τέσσερα εἴδη μανίας σταλθέντα ἀπὸ τοὺς θεούς, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ἡ ποιητική, ἐν ὧ τὰ ἄλλα τρία εἶναι ἡ προφητική, ἡ τελεστική καὶ ἡ ἐρωτική (Φαῖδρος 244a-245a).
 Ἡ διασύνδεσις αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῶν νεαρῶν μαχητῶν τῆς **Koryos τὴν ἐκστατικὴ καὶ μανιώδη συμπεριφορὰ κατὰ τὴν μάχη ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους εἰρήνης, κατὰ τὴν τέλεση τελετουργιῶν, ὅπου οἱ ἀδελφότητες αὐτὲς διεδραμάτιζαν πρωταγωνιστικὸ ρόλο. Ὁ Ἄνταμ τῆς Βρέμης γράφει στὸ Descriptio insularum aquilonis, τὸ τέταρτο μέρος τοῦ ἔργου του Gesta Hammaburgensis ecclesiae pontificum : «Wodan id est furor», ποὺ σημαίνει «Βόνταν, δῆλα δη ὁ ἐνθουσιώδης», δῆλα δη ὁ Odin τῶν Σκανδιναυῶν εἶναι ὁ θεός ποὺ ἡγεῖται τῶν Einherjar, τῶν νεκρῶν πολεμιστῶν οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὶς Βαλκυρίες στὴν Βαλχάλλα. Τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ αὐτοῦ (ὁ ὁποῖος θεός ἐμφανίζεται, μὲ διάφορα ὀνόματα ὅπως Woden, Godan κ.ά. καὶ μὲ κάποιες διαφοροποιήσεις ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητές του, σὲ ὅλα τὰ γερμανικὰ φῦλα) ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ΠΙΕ *uat «ἔμπνευση», τὸ ὁποῖο δίδει τὸ Λατινικό vates, τὸ Κελτικὀ ουάτεις καὶ τὀ Παλαιο-Ιρλανδικό faith, λέξεις ποὺ καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις σημαίνουν τὀν μάντη, προΦΗΤη, αὐτὸν ποὺ προλέγει. Συγγενῆ εἶναι ἐπ’ ἴσης τὸ Γοτθικὸ wods «κατεχόμενος, δαιμονισμένος» καὶ τὸ Παλαιο-Σκανδιναβικὸ Óðr «τραγούδι, ποίηση» ἀλλὰ καὶ «μανία». Ἔχουμε, ἑπομένως, τὴν λατρεία ἑνός θεοῦ ὁ ὁποῖος ἡγεῖται μίας στρατιᾶς νεκρῶν καὶ ἐμπνέει τοὺς λατρευτές του περιάγοντάς τους σὲ μία ἐκστατικὴ κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποίαν εἴτε μάχονται λυσσωδῶς ἤ, σὲ εἰρηνικὴ περίοδο, μὲ τὴν χρήση ἐμμέτρου ποιητικοῦ λόγου προλέγουν τὰ μελλούμενα. Ἡ στρατιὰ αὐτὴ τῶν νεκρῶν εἷναι πιὸ συγκεκριμένα ἡ στρατιὰ τῶν νεκρῶν προγόνων, οἱ ὁποῖοι ὅπως στὴν ζωὴ ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατον μεριμνοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀπογόνων. Οἱ νεαροὶ τῆς *Koryos μαζὶ μὲ τὸν ἀρχηγό τους ἀποτελοῦν τὴν προβολὴ καὶ ἐνσάρκωση στὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν τοῦ στρατοῦ τῶν νεκρῶν προγόνων καὶ τοῦ θεϊκοῦ ἡγέτου του.
 Ἀποβλέποντας στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, καὶ συγκεκριμένα στὶς περιοχὲς ἐγκαταστάσεως δωρικῶν πληθυσμῶν ὁμιλούντων τὶς βορειοδυτικὲς διαλέκτους, ὁ θεὸς ποὺ συνδέεται μὲ τὴν μυητικὴ ἐκείνη διαδικασία, ποὺ εἰσάγει καὶ ἐνσωματώνει τοὺς ἐφήβους στὸν κόσμο τῶν ἀνδρῶν εἶναι ὁ Ἀπόλλων. Ἡ παλαιότερη μορφὴ Ἀπέλλων τοῦ ὀνόματός του σχετίζεται μὲ τὴν τριήμερη ἐτήσια ἑορτὴ τῶν Ἀπελλῶν, κατὰ τὴν ὁποία συναθροίζοντο οἱ ἑνώσεις φυλῶν καὶ γενῶν καὶ ἐγίνετο ἡ ἐνσωμάτωσις τῶν νέων μελῶν στὸν κόσμο τῶν ἐνηλίκων ἀνδρῶν. Ὁ Ἀπόλλων εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἔφηβος μὲ τὰ ἀκούρευτα μαλλιά, “Φοῖβος ἀκερσεκόμης”, ὁ “Μέγιστος Κούρος”καὶ εἷναι ὁπλισμένος μὲ τόξο καὶ βέλη, τὸ ὅπλο τῶν ἐφήβων, τῶν κυνηγῶν καὶ αὐτῶν ποὺ μάχονται ἐκτὸς τῆς παρατάξεως. Εἷναι ἐπ’ ἴσης ἕνας περιπλανώμενος θεὸς ὅπως καὶ ὁ Odin, καθὼς τὴν περίοδο τοῦ χειμῶνος ἀνεχώρει γιὰ τὴν χώρα τῶν Ὑπερβορείων.
 Ἕνας χαρακτῆρας τῶν ἑλληνικῶν μύθων τοῦ ὁποίου οἱ περιπέτειες ἔχουν ἑρμηνευθεῖ μέσῳ τοῦ συσχετισμοῦ του μὲ τὶς νεανικὲς λατρευτικο-πολεμικὲς ὁμάδες καὶ τὸν θεό τους εἶναι ὁ Ὀρέστης, ἡ ἱστορία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὰ ἀττικὰ δράματα τῶν Αἰσχύλου, Σοφοκλέους καὶ Εὐριπίδου. Εἶναι ἕνας ἥρως συνδεδεμένος κατ᾿ ἄμεσο τρόπο μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν θεὸ τῶν νεανικῶν μυήσεων, καθὼς ἠλικιακῶς βρίσκεται στὸ μεταίχμιο μεταξὺ ἐφηβείας καὶ ἐνηλικιώσεως, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ἡλικίας του: αὐτὲς εἶναι παῖς, τέκνον καὶ ἀνήρ· ἐπ’ ἴσης στὴν τραγωδία “Χοηφόροι” προσφέρει ὡς θυσία μία μπούκλα ἀπὸ τὰ μαλλιά του, ξεκάθαρη ἐνδείξη ὅτι τελεῖ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἀπόλλωνος. Τὸ ἴδιο του τὸ ὄνομα Ὀρέστης, “ἄνθρωπος τῶν ὀρέων”, ὑποδεικνύει τὴν διαβίωσή του σὲ περιθωριακὸ χῶρο, ἐκτὸς τῆς μονίμου ἐγκατεστημένης κοινότητος ἐν ὧ ἐπὶ πλέον σὲ μικρὴ ἡλικία ἔχει ἐξορισθεῖ ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ φυγαδευθεῖ στὸν Παρνασσό, ὀρός συνδεδεμένο ἐπ’ ἴσης μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, καθ᾿ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τὸ δελφικὸ μαντεῖο. Ἂν καὶ ἔφηβος θὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἄργος, στὸν τελετουργικῶς δῆλα δη καθωρισμένο χῶρο ἐγκαταστάσεως, ὅπου ἄρχουν οἱ ἐνήλικες ἄνδρες ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ θεοῦ τους· ἐν τούτοις ἡ ἐπιστροφή του δὲν γίνεται σὲ ἁρμονικῶς διατεταγμένο χῶρο ἀλλὰ σὲ περιοχὴ ποὺ ἔχει καταστεῖ ἄγρια, δίχως πλέον ἱερὴ τάξη, ὅπως οἱ ἐρημιὲς καὶ ἡ ὕπαιθρος, λόγῳ τοῦ φόνου τοῦ πατρός του ἀπὸ τὴν μητέρα του Κλυταιμνήστρα. Ὁ φόνος τῆς μητρός του θὰ ὁδηγήσει στὸ δεύτερο κομμάτι τοῦ μυητικοῦ του ταξειδίου, ὅπου κυνηγημένος ἀπὸ τὶς Ἐρινύες καὶ προστατευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα, φέροντας καὶ τὸ τόξο ποὺ τοῦ ἔχει χαρίσει ὁ θεός, θὰ καταφύγει στὴν Ἀθήνα. Ἡ τελικὴ φάση τῆς μυητικῆς διαδικασίας καὶ τῆς ἐνσωματώσεως στὴν ὁμάδα τῶν ἐνηλίκων ἀνδρῶν συνίσταται στὴν ἀθώωσή του καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ πατρικὸ παλάτι ὡς διαδόχου τοῦ Ἀγαμέμνονος. Παραμένοντας στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ πώς, κατὰ τὸν Γάλλο κλασικὸ φιλόλογο καὶ ἱστορικὸ τῶν θρησκειῶν Henri Jeanmaire, οἱ ρίζες τοῦ σπαρτιατικοῦ θεσμοῦ τῆς κρυπτείας ἀνάγονται στὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ κοινοτικὴ ὀργάνωση ἐβασίζετο σὲ διακριτὲς ἡλικιακὲς ὁμάδες, προηγουμένην κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν τῆς στρατιωτικῆς ὀργανώσεως τῶν ἱστορικῶν χρόνων. Ὁ Jeanmaire τονίζει τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα ἀφ᾿ ἑνός στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ ἐκπαιδευομένου στὴν ὕπαιθρο καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, τὴν πειθαρχημένη καὶ λεπτομερῶς ἐντὸς τῆς κοινότητος ὡργανωμένη ζωή τοῦ ἐνήλικος Σπαρτιάτου ὁπλίτου/πολίτου· ὡς αἰτία δὲ τῆς διατηρήσεως ἑνὸς τέτοιου θεσμοῦ θεωροῦσε τὸν θρησκευτικὸ συντηρητισμὸ τῆς Σπάρτης. Οἱ νεαροὶ κρυπτοί, ὅπως ἀναφέρεται στοὺς “Νόμους” τοῦ Πλάτωνος, διὰ στόματος τοῦ Λακεδαιμονίου Μεγίλλου, ζοῦν ἀνυπόδητοι μέσα στὸν χειμῶνα, κοιμώμενοι δίχως στρῶμα, ἐξυπηρετοῦντες οἱ ἴδιοι τὶς ὅποιες ἀνάγκες τους, περιερχόμενοι ὅλην τὴν χώρα ἐντὸς τῆς νυκτὸς καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας.
 Στὴν ἀρχαία Ἰταλία ἕνας θεὸς ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν *Koryos φαίνεται νὰ εἶναι ὁ Mars, ὁ ὁποῖος στὴν Ρώμη ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγομένης Ἀρχαϊκῆς Τριάδος Jupiter-Mars-Quirinus. Εἶναι θεὸς μὲ διπλὴν ὄψι, πολεμικὴ καὶ ἀγροτική, κατ᾿ ἀπορροήν ἀπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς προστάτου τῶν λατρευτῶν του, προστάτου τόσον ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἀπειλὲς ὅσον καὶ ἀπὸ τὸν κίνδυνο κακῶν σοδειῶν ἢ καταστροφῶν στὶς καλλιέργειες. Ὅπως τὸ πεδίο δράσεως τῆς *Koryos εὑρίσκεται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς μονίμως ἐγκατεστημένης κοινότητος, ἔτσι καὶ τὸ κύριο ἱερὸ τοῦ Mars εὐρίσκετο ἐκτὸς τοῦ pomerium, τοῦ τελετουργικῶς χαραγμένου συνόρου τῆς Ρώμης. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερά του ζῶα εἶναι ὁ λύκος, ποὺ στὴν θηλυκή του μορφὴ θὰ ἀναθρέψει τοὺς δύο γιούς του Ρωμύλο και Ρέμο. Ὁ ἀρχιερέας του εἶναι ὁ Flamen Martialis, ποὺ κράδαινε τὰ ἱερὰ ὅπλα τοῦ Mars κατὰ τὴν διάρκεια τελετῆς, ὅταν ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς προετοιμάζετο γιὰ πόλεμο, ἐν ὧ ὑπηρετεῖτο καὶ ἀπὸ τοὺς Salii, τοὺς δώδεκα νεαροὺς πατρικίους ποὺ εἶχαν στὴν φύλαξή τους τὶς ancilia, τὶς δώδεκα ἀσπίδες, μία ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν τὸ ἱερὸ παλλάδιο τῆς Ρώμης καὶ οἱ ὁποῖοι κάθε Μάρτιο ἐνδεδυμένοι ὡς πολεμισταὶ τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου χόρευαν τελετουργικοὺς χοροὺς. Ἄλλοι θεοὶ τῶν ἰταλικῶν λαῶν ποὺ συνδέονται μὲ τὴν *Koryos εἶναι οἱ ἤδη ἀναφερθέντες Faunus και Apollo Soranus καθώς καὶ ὁ Veiovis. Ὁ Faunus ὑπηρετεῖται ἀπὸ τοὺς Λουπέρκους, στοὺς ὁποίους μάλιστα ἀνιχνεύουμε ξανὰ τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν συμπεριφορὰ καὶ τὶς πρακτικὲς τῶν ἀνηλίκων λατρευτῶν-πολεμιστῶν καὶ τῶν ἐνηλίκων λατρευτῶν, τῶν ἐνσωματωμένων πλέον στὴν κοινότητα. Οἱ Λουπέρκοι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Λουπερκαλίων, στὴν ὁποίαν, ὅπως σημειώνει ὁ Dumezil, “σταματοῦσε ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸν χωρισμένο, καλλιεργημένο καὶ συγκροτημένο κόσμο ἀπὸ τὴ μία καὶ στὸν ἄγριο κόσμο ἀπὸ τὴν ἄλλη”, θυσιάζουν σκύλους καὶ τράγους, πρᾶγμα ἀπαγορευμένο στὸν Flamen Dialis, τὸν ἀρχιερέα τοῦ Jupiter, τοῦ ὑπερτάτου θεοῦ τῆς κοινότητος, καὶ ἀλείφονται στὸ μέτωπο μὲ τὸ αἷμα τοῦ θυσιασμένου ζώου. Στὴν συνέχεια, μετὰ τὴν βρώση τοῦ κρέατος, ζώνονταν μὲ λωρίδες τοῦ δέρματος τῶν σφαγίων καὶ γυμνοί ἄρχιζαν νὰ τρέχουν γύρω ἀπὸ τὸν Παλατίνο λόφο, ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ Λουπερκάλιο σπήλαιο καὶ καταλήγοντας πάλι ἐκεῖ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διαδρομῆς μαστίγωναν τὶς γυναῖκες ποὺ συναντοῦσαν μὲ τὶς λωρίδες τραγίσιου δέρματος ποὺ κρατοῦσαν. Ἡ γύμνια τους ἐρχόταν ἐπ’ ἴσης σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη στὸν Flamen Dialis ἀπαγόρευση νὰ ἐμφανίζεται γυμνὸς σὲ δημόσια θέα.
 Κατευθυνόμενοι βορειότερα στὴν Εὐρώπη εἰσερχόμαστε στὶς περιοχὲς τῶν γερμανικῶν φυλῶν. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ γερμανικὰ φῦλα, σημαντικὴ πηγὴ πληροφορήσεως ἀποτελεῖ τὸ ἔργο Germania (De origine, situ, moribus ac populis Germanorum) τοῦ Ρωμαίου Γαΐου Κορνηλίου Τακίτου, γραφὲν περὶ τὸ 98 μ.Χ., ὅπου ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ περιγραφές του γιὰ τὴν πολεμικὴ ὀργάνωση τῶν γερμανικῶν φυλῶν καὶ πιὸ συγκεκριμένα γιὰ τοὺς Χαρίους καὶ τοὺς Χάττους. Στὸ κεφ. 31 ἀναφέρει τὴν, γενικὴ σὲ ὅλους τοὺς Γερμανοὺς παράδοση ἀλλὰ εἰδικῶς χαρακτηριστικὴ των Χάττων, νὰ παραμένουν ἀκούρευτοι καὶ ἀξύριστοι κατὰ τὴν ἐφηβεία τους ὡς τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φονεύσουν γιὰ πρώτη φορὰ ἀντίπαλο σὲ μάχη, ἀποδεικνυόμενοι ἔτσι ἀντάξιοι τῆς πατρίδος καὶ τῶν προγόνων τους. Ἐπ’ ἴσης φοροῦν ἕνα δακτυλίδι γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό τους, σημάδι ὑποδουλώσεως, μέχρις ὅτου ἀπελευθερώσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν φόνο ἑνὸς ἐχθροῦ. Ἐν τούτοις ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι διατηροῦν τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἐφήβου καὶ φοροῦν τὸ δακτυλίδι γιὰ ὅλη τους τὴν ζωή, ἀπασχολούμενοι μόνον μὲ τὰ πολεμικά ἔργα, μαχόμενοι πάντα στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ συντηρούμενοι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κοινότητα, καθὼς δὲν κατέχουν ἰδιοκτησία. Ὅσον ἀφορᾶ στοὺς Χαρίους, μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἔχουν τρομακτικὸ παρουσιαστικὸ κατὰ τὴν μάχη, πὼς βάφουν μαῦρες τὶς ἀσπίδες καὶ τὰ σώματά τους καὶ πὼς ἐπιλέγουν τὶς σκοτεινὲς νύχτες γιὰ νὰ πολεμήσουν, μοιάζοντας ἔτσι μὲ μία στρατιὰ νεκρῶν (feralis exercitus). Ἄν καὶ ὁ Τάκιτος προσπαθεῖ νὰ δώσει μία ὀρθολογική ἑρμηνεία, παρουσιάζοντας τὴν τακτικὴ αὐτὴ ὡς μέσον ψυχολογικοῦ πολέμου, σύγχρονοι μελετητὲς διαβλέπουν τὴν δράση ὁμάδων πολεμιστῶν ἀφιερωμένων στὴν λατρεία ἑνὸς συγκεκριμένου θεοῦ πίσω ἀπὸ τὴν περιγραφὴ αὐτή. Εἰδικότερα ἔχει προταθεῖ ἡ ἐτυμολογικὴ συγγένεια ἀνάμεσα στὸ εθνωνύμιο Harii καὶ τοὺς Einherjar τῶν βορειογερμανικῶν παραδόσεων. Ἐπιστρέφοντας στοὺς Χάττους, ἡ μόνη λογικὴ ἐξήγηση γιὰ τοὺς ἐνήλικους πολεμιστὲς ποὺ διατηροῦν τὰ ἐμφανισιακὰ χαρακτηριστικὰ τοὐ ἐφήβου εἶναι τὸ λατρευτικὸ ὑπόβαθρο. Καμμία κοινότητα δὲν θὰ δεχόταν νὰ συντηρεῖ ἄνδρες ποὺ δὲν εἶχαν σκοτώσει στὴν μάχη, δῆλα δη ἄνδρες δειλούς, ἄν δὲν τοὺς θεωροῦσε ἱερούς, ἀφιερωμένους ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς σὲ κάποιον θεό.
 Στὶς περιοχὲς τῆς Ἀσίας ὅπου ἐξαπλώθησαν λαοὶ τῆς ΙΕ (ἰνδοευρωπαϊκῆς) ὁμογλωσσίας ἐπ’ ἴσης ἀπαντοῦμε ἀπηχήσεις τῆς *Koryos. Στὸν ἰρανικὸ κόσμο ἔχουμε τοὺς Mairya, τοὺς νεαροὺς μαυροντυμένους πολεμιστὲς ποὺ στὰ ζωροαστρικὰ κείμενα παρομοιάζονταν μὲ δίποδες λύκους καὶ οἱ ὁποῖοι συγκαταλέγοντο στὴν ἀκολουθία τοῦ daeva Aeshma, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς karapan καὶ τοὺς ἄρχοντες Kavi. Τὸ ὄνομα τοῦ Aeshma σημαίνει “ὀργή, φρενίτιδα” (πρβλ. τὰ περὶ Odin/Wotan), ἐν ὦ οἱ daevas στοὺς ὁποίους ἀνήκει, ὑπερφυσικὲς ὀντότητες ποὺ προάγουν τὸ χάος καὶ τὴν ἀταξία καὶ εἶναι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ ζωροαστρικοῦ θεοῦ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σοφίας Ahura Mazda, ἔχουν μακριὰ μαλλιά, μαῦρα ροῦχα καὶ ὁπλισμὸ καὶ ἐπιτίθενται καὶ ρημάζουν τὴν γῆ τῶν πιστῶν τοῦ Ahura Mazda· τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μᾶς δίνουν μία ξεκάθαρη εἰκόνα γιὰ τὶς δραστηριότητες τῶν Mairya. Ἡ θεϊκὴ ὀντότητα ποὺ ἀντιπαρατίθεται στὸν Aeshma εἶναι ὁ Shraosha, ποὺ συμβολίζει τὴν ὑπακοή, ὅπως ἄλλως τε καὶ τὸ ὄνομά του ὑποδηλώνει. Ἕνας ἄλλος ἐχθρός του εἶναι ὁ Mithra, θεὸς τῶν ὅρκων, τῶν συμμαχιῶν καὶ τῆς τηρήσεως τῶν συμφωνιῶν, ὁ ὁποῖος ἐπὶ πλέον εἶναι καὶ πολεμικὸς θεὸς καὶ, ἑπομένως, ὑπὸ τὴν αἰγίδα του βρίσκονται καὶ οἱ διάφορες πολεμικὲς ἀδελφότητες. Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Aeshma καὶ ὁ Shraosha εἶναι δύο διαφορετικὲς ὄψεις τοῦ Mithra. Ἡ ἀντιμετώπιση πάντως τῶν νεαρῶν mairya στὰ ἱερὰ ζωροαστρικὰ κείμενα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ ἐκ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἰρανικῶν φύλων. Καθὼς ἐγκατέλειπαν τὸν νομαδικὸ βίο καὶ δημιουργοῦσαν μόνιμους οἰκισμούς, ἀντιμετώπιζαν τὶς Männerbünde μὲ τὶς ἐκστατικὲς νυκτερινὲς τελετουργίες καὶ τὶς ἐπιδρομὲς γιὰ τὴν ἁρπαγὴ κοπαδιῶν ὡς ἐχθροὺς ποὺ ἀπειλοῦσαν τὴν ὕπαρξή τους. Παραμένοντας στὸ ἀρχαῖο Ἰράν, ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἡροδότου γιὰ τὸν Κῦρο τὸν Μέγα, ὁ ὁποῖος ὡς βρέφος παραδόθηκε στὸν βοσκὸ Μιτραδάτη ποὺ κατοικοῦσε στὴν ὀρεινὴ καὶ ἄγρια περιοχὴ βορείως τῶν Ἑκβατάνων. Ἡ ἐντολὴ ποὺ τοῦ δόθηκε ἦταν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ βρέφος στὰ βουνά, ὥστε νὰ κατασπαραχθεῖ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, ὁ Μιτραδάτης ὅμως πείθεται ἀπὸ τὴν σύζυγό του Σπακῶ, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀποδίδει ὡς Κινῶ στὰ ἑλληνικὰ ὁ Ἡρόδοτος, νὰ μὴ προβεῖ σὲ αὐτὴν τὴν πράξη ἀλλὰ νὰ τὸ μεγαλώσει ὁ ἴδιος. Ὁ Κῦρος μάλιστα κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία θὰ ἀνακηρυχθεῖ καὶ βασιλιὰς ἀπὸ τὰ ἄλλα παδιὰ τοῦ οἰκισμοῦ του, τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν οἱ ἀκόλουθοί του. Ἡ διαβίωση στὶς ἐσχατιές, ἡ τροφὸς μὲ τὸ κυνομορφικὸ ὄνομα καὶ ἡ ὁμάς ἀνηλίκων μὲ τὸν ἀρχηγό της ἀποτελοῦν στοιχεῖα που κάνουν εὔλογη τὴν σύνδεση τῆς παραδόσεως αὐτῆς μὲ τὴν *Koryos, ἐν ὧ καὶ ἡ ὁμοιότητα μὲ τὴν ἱστορία τῶν Ρωμύλου καὶ Ρέμου εἶναι προφανής.
 Ἀνατολικότερα, στὴν Ἰνδία ἔχουμε τὸν θεὸ Rudra, στὸν ὁποῖον τρεῖς ὕμνοι τῆς Rig Veda εἶναι ἀφιερωμένοι. Γιὰ τὸ ὄνομά του ὑπάρχουν διάφορες ἐτυμολογήσεις, ὅπως “ὁ βρυχώμενος”, “ὁ ἄγριος” ἢ “ὁ φοβερός”. Εἶναι ἕνας θεὸς ποὺ μοιάζει μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, καθὼς χαρακτηρίζεται καὶ αὐτὸς ὡς νέος καὶ ὄμορφος καὶ φέρει τόξον. Ὅπως καὶ ὁ Ἀπόλλων ἔχει διπλὴν ὄψι, μία τρομερὴ καὶ καταστροφικὴ καὶ μία εὐνοϊκὴ καὶ καλόβουλη: μὲ τὸ τόξο του μπορεῖ νὰ ἐξαπολύσει ἐπιδημίες καὶ ἀσθένειες, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Σμινθεὺς Ἀπόλλων στὴν Ἰλιάδα, ἀλλὰ εἶναι ἐπ’ ἴσης καὶ θεραπευτής, σὰν τὸν Ἀπόλλωνα Παιάνα. Οἱ γιοί του εἶναι οἱ Maruts, θεότητες τῆς καταιγίδος καὶ ἀκόλουθοι τοῦ πολεμικοῦ θεοῦ Indra, ποὺ στὴν Rig Veda περιγράφονται ὡς ἀποτελοῦντες ἰσχυρὴ καὶ μεγαλειώδη στρατιά, ὡς ἀγέρωχοι, τρομεροί, βρυχώμενοι, λαμπεροί καὶ φέροντες λόγχες, τόξα καὶ βέλη καθὼς ὁδηγοῦν τὰ ἅρματά τους. Ἔχουν γονιμοποιεῖς ἰδιότητες, καθώς εἶναι αὐτοὶ ποὺ προκαλοῦν τὶς βροχὲς ποὺ θρέφουν τὴν γῆ καὶ μὲ τὰ ὅπλα τους ἀπομακρύνουν τοὺς βέβηλους ἀπὸ τὸν τόπο τῆς θυσίας. Οἱ Maruts ἔχουν γεννηθεῖ ὅλοι τὴν ἰδία στιγμὴ καὶ ἔχουν τὴν ἰδία ἡλικία, γεγονὸς ποὺ τοὺς καθιστᾶ ἡλικιακὴ ὁμάδα. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὡδήγησαν τὸν Georges Dumezil στὸ νὰ τοὺς θεωρήσει τὰ ἀνάλογα τῶν Einherjar καὶ τοῦ “Ἀγρίου Κυνηγιοῦ” καὶ τῶν λοιπῶν παραλλαγῶν του ἀνὰ τὴν Εὐρώπη, ἐν ὧ κατὰ τὸν Ἰνδολόγο Alain Danielou ἀποτελοῦν προβολὴ στὸ ὑπερφυσικὸ πεδίο τῶν ὁμάδων νεαρῶν πολεμιστῶν καὶ εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τῶν ἠθικῶν καὶ ἡρωικῶν πράξεων καθὼς καὶ τῆς νεανικῆς ζωτικότητος.
 Ἕνα στοιχεῖο ποὺ συναντᾶμε κατὰ τὴν ἐξετάση τῶν ΙΕ παραδόσεων εἶναι ἡ σύνδεση δύο συγκεκριμένων ζώων, τοῦ λύκου καὶ τοῦ σκύλου, μὲ τὴν *Koryos, εἴτε λόγῳ τῆς συνδέσεώς τους μὲ τὸν θάνατο (π.χ. στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Κέρβερος εἶναι ὁ φύλαξ τοῦ Κάτω Κόσμου ἐν ὧ στὶς οὑαλλικὲς παραδόσεις ἔχουμε τὴν ἀγέλη σκύλων τοῦ Gwynn Ap Nudd, ἄρχοντος τοῦ Annwn, δῆλα δη τοῦ Κάτω Κόσμου) καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν μὲ τοὺς νεκροὺς προγόνους εἴτε λόγῳ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἀφοσιώσεως, ὅσον ἀφορᾶ στὸν σκύλο, καὶ τῆς δράσεως ὡς μελῶν ὁμάδος, ὅσον ἀφορᾶ στὸν λύκο· ἐπ’ ἴσης δὲ ἡ μαχητικότης τῶν δύο ζώων εἶναι ἕνα ἄλλο ὑπόβαθρο τῆς συσχετίσεως αὐτῆς. Στὶς “Χοηφόρους” ἡ Ἤλεκτρά παρομοιάζει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν Ὀρέστη μὲ λύκους, ἀνακαλῶντας στὸ μυαλό μας ὅτι ὁ Ἀπόλλων, ὁ προστάτης τοῦ Ὀρέστου, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ τὸ ἀρχέτυπον τοῦ κούρου, σχετίζεται ἐπ’ ἴσης μὲ τὸν λύκο καὶ φέρει τὸ ἐπίθετον λύκειος, ποὺ ταυτοχρόνως συνδέεται καὶ μὲ τὴν ῥίζα λυκ- ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ φως (πρβλ. λυκόφως, λυκαυγές, Λυκοῦργος, λατ. lux, δαν. lys κ.λπ.). Ἐθνωνύμια καὶ ὀνόματα φυλῶν καὶ γενῶν προερχόμενα ἀπὸ τὶς ὀνομασίες τῶν δύο ζώων εἶναι εὐρέως διαδεδομένα στὶς περιοχὲς τῶν ὁμιλούντων ΙΕ γλῶσσες· ἔτσι, στὴν Ἀνατολία βρίσκουμε τοὺς Λυκίους καὶ τοὺς Λυκάονες, ἀμφοτέρους λατρευτὲς τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐν ὧ στὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας Θαλάσσης, στὸ σημερινὸ κεντρικό-βόρειο Ἰρὰν καὶ σὲ τμῆμα τοῦ Τουρκμενιστάν, ἐξετείνετο ἡ χώρα Υρκανία. Τὸ ὄνομά της ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ Παλαιοῦ Περσικοῦ Verkâna, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν σειρά του προέρχεται ἀπὸ τὸ Παλαιὸ Ἰρανικὸ Verkā, ποὺ σημαίνει λύκος: Υρκανία, λοιπόν, εἶναι “ἡ χώρα τῶν λύκων, ἡ λυκόχωρα”. Τὸ γερμανικὸ φῦλο τῶν Λογγοβάρδων/Λομβαρδών, συμφώνως πρὸς τὸν Παῦλο τὸν Διάκονο στὴν Historia Langobardorum, ὀνομαζόταν ἀρχικῶς Winnili, ὄνομα ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ winnig- , “οὐρλιάζω μὲ μανία”. Στὸ ἴδιο ἔργο ἀναφέρεται ἐπ’ ἴσης τὸ τέχνασμα τῶν Λογγοβάρδων ποὺ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ διέλθουν ἀπὸ τὰ ἐδάφη τῶν Ἀσσιπιτίων: διαδίδουν πὼς ἀνάμεσα στοὺς πολεμιστές τους ὑπάρχουν Κυνοκέφαλοι ποὺ μάχονται λυσσωδῶς καὶ πίνουν ἀνθρώπινο αἷμα. Στὴν Ἰταλία ἔχουμε στὸ ὀρός Sorrate τοὺς ἱερεῖς hirpi sorani, δῆλα δη τοὺς “λύκους τοῦ Soranus”, ἀπὸ τὸ σαβινικὸ hirpi “λύκοι” καὶ τὸν τοπικὸ θεὸ Soranus, ἐν ὧ στὴν Ρώμη βρίσκουμε τὴν προαναφερθεῖσα ἱερατικὴ ἑνώση τῶν (λύκος = lup-us >) Λουπέρκων, ποὺ διηύθυναν τὴν ἑορτὴ τῶν Λουπερκαλίων, ποὺ τιμοῦσε τὴν λύκαινα-τροφὸ τῶν νηπίων Ρωμύλου καὶ Ρέμου. Οἱ Λουπέρκοι, δῆλα δη “οἱ αδελφοὶ τοῦ λύκου” ὅπως σημειώσαμε παραπάνω, ἦσαν ἱερεῖς τοῦ ποιμενικοῦ θεοῦ Φαύνου, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ΠΙΕ (πρωτο-ἰνδοευρωπαϊκού) *dhau-no-, “στραγγαλιστής”, καὶ τὸ ὁποῖον ὑποδηλώνει τὸν λύκο. Ἔτσι ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει “δάος … ὑπὸ Φρυγῶν (σημαίνει) λύκος” ἐν ὧ ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἰταλικοῦ ἔθνους τῶν Δαυνίων. Ἐπ’ ἴσης ὁ Στράβων ἀναφέρει ὅτι οἱ Δάκες ὀνομάζονταν ἀρχικῶς Δαοὶ καὶ ὁ Ρουμάνος θρησκειολόγος Mircea Eliade παρατηρεῖ πὼς εἶναι πολὺ πιθανὸν τὸ ὄνομα τῶν Δακῶν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν τελετουργικὴ ὀνομασία μιᾶς πολεμικῆς ἀδελφότητος. Στὴν Βρετανία ὁ γενάρχης τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ Gwynedd (στὴν σημερινὴ ΒΔ Ουαλλία) εἶναι ὁ Cunedda ap Edern, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὸ Βρυθονικὸ cunodagos, δῆλα δη “καλὸ λαγωνικό¨, ἐν ὧ στοὺς ἰρλανδικοὺς μύθους ὁ ἥρωας Cuchulain ἀποκτᾶ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀφοῦ ἔχει φονεύσει τὸ σωματῶδες λαγωνικὸ κάποιου Culan καὶ στὴν συνέχεια ὑποσχεθεῖ πὼς, ὡς ἀποζημίωση, θὰ πάρει τὴν θέση του. Τὸ ὄνομά του σημαίνει “Λαγωνικό τοῦ Culan”. Μία ἄλλη μὲ τὶς Männerbünde σχετιζομένη δραστηριότητα εἶναι αὐτὴ τοῦ ἀποικισμοῦ. Στὴν Ἰταλικὴ χερσόνησο συναντᾶται τὸ ἔθιμο τοῦ ver (=ἑλλην. Fέαρ, ἕαρ) sacrum, τὸ ὁποῖο προέβλεπε, σὲ περίπτωση μεγάλου κινδύνου, τὴν διὰ ὅρκου ἀφιέρωση τῶν γεννημάτων τῆς ἑπομένης ἀνοίξεως σὲ κάποιον θεό. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεὺς μαρτυρεῖ ὅτι τὸ ἔθιμο ἦταν ἀρχαῖο καὶ κοινὸ σὲ πολλὰ βαρβαρικὰ καὶ ἑλληνικὰ φῦλα. Κατὰ τὴν ἐθιμοτυπία, λοιπόν, τὰ ἀγόρια ποὺ θὰ γεννιοῦνταν τὴν ἑπομένην ἄνοιξι θὰ ἔπρεπε κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἤ εἰκοστὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἡλικίας τους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πατρίδα τους πρὸς ἀναζήτησιν νέας γῆς. Ὁδηγοῦνταν ὡπλισμένα στὰ σύνορα, μὲ τὸ πρόσωπο καλυμμένο καὶ ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θεοῦ, ὁ ὁποῖος μεριμνοῦσε γιὰ αὐτὰ ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους, στὴν νέα πατρίδα τους ὅπου εἴτε θὰ γίνονταν δεκτὰ μὲ φιλικὸ τρόπο εἴτε θὰ κατακτοῦσαν τὴν γῆ διὰ τῶν ὅπλων. Συχνότατα οἱ νέοι αὐτοὶ ἄνδρες καθοδηγοῦνταν ἀπὸ ἕνα ζῶο ἱερὸ γιὰ τὸν θεὸ προστάτη τους, ἔτσι στὴν περίπτωση τῶν Ἰρπίνων στὴν Καμπανία ἔχουμε τὸν λύκο “hirpus”, στῶν Πικενῶν τὸν τρυποκάρυδο “Picus” καὶ στοὺς Σαμνίτες τὸν βοῦ “Bov”, ἐκ τοῦ ὁποίου καὶ θὰ ὀνομασθεῖ ἡ πρωτεύουσά τους Bovianum. Καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς περιπτώσεις τὰ ζῶα ἦσαν ἀφιερωμένα στὸν Mars. Μία παρόμοια παράδοση καταγράφεται ἀπὸ τὸν Στράβωνα ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἵδρυση τοῦ Ρηγίου ἀπὸ Χαλκιδεῖς ἀποίκους. Ἕνας στοὺς δέκα κατοίκους ἀφιερώθηκε στὸν Ἀπόλλωνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς σιτοδείας καί, ξεκινῶντας ἀπὸ τοὺς Δελφούς, κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Ἰταλία. Χαρακτηριστικότατη περίπτωση ver sacrum καταγεγραμμένη κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους εἶναι αὐτὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἀνάδυση στὴν ἱστορία τοῦ ἰταλικοῦ λαοῦ τῶν Βρεττίων. Ἡ εθνογέννεσή τους ἀνάγεται στὰ μέσα τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά τους στὴν ὁσκικὴ γλῶσσα τους σημαίνει κατὰ τὸν Στράβωνα “ἀποστάτες”, κατὰ δὲ τὸν Διόδωρο “δραπέτες”. Ὁ ἱστορικὸς Ἰουστίνος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ὁμάδες αὐτὲς ἀποστατῶν καὶ δραπετῶν δούλων καθοδηγοῦντο ἀπὸ ὁμάδες νεαρῶν Λευκανῶν, ἑνὸς σαμνιτικοῦ λαοῦ ποὺ κατοικοῦσε βορειότερα.
Ἐν κατακλεῖδι θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων οἱ Männerbünde σταδιακῶς ὑφίστανται μεταλλάξεις τοῦ ἀρχικοῦ των χαρακτῆρος. Ἔτσι στὴν περίπτωση τῶν γερμανικῶν λαῶν τὸ comitatus ἀποκτᾶ ὁλοένα καὶ περισσότερο στρατιωτικὸ χαρακτῆρα, ἤτοι τὸ “κλέφτικο” στοιχεῖο ὑποτάσσεται στὴν φιλοσοφία τῆς ὡργανωμένης Κοινότητος (/Πολιτείας), ἐν ὧ στὶς ἱρλανδικὲς παραδόσεις οἱ fianna δὲν συσχετίζονται ἐμφανῶς μὲ λατρευτικὲς πρακτικές. Στὸ ἀρχαῖο Ἰρὰν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν νομαδικὸ βίο στὴν μόνιμη ἐγκατάσταση σὲ οἰκισμοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα οἱ ὁμάδες αὐτὲς νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἀρνητικῶς, ὅπως εἴδαμε καὶ στὴν περίπτωση τῶν Mairya ποὺ σὲ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο συνδέθηκαν μὲ τοὺς devas. Ἀρχεγόνως ἐξυψωμένες ὡς ἀνδρεῖες δραστηριότητες ὅπως ἡ ἀεικινησία καὶ ἡ συναφής της ἐπίθεση καὶ λεηλασία θεωροῦνται, πλέον, ὡς ἀπειλητικὲς γιὰ τὴν μονίμως ἐγκατεστημένη κοινότητα. Οἱ μεταλλάξεις αὐτὲς εἶναι πιθανῶς καὶ ὁ λόγος πού, σὲ ἱστορικοὺς χρόνους, δὲν ἀπαντᾶται πουθενὰ ἡ *Koryos στὴν αὐθεντική της μορφή. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Kris Kershaw: The One-eyed God: Odin and the (Indo-)Germanic Männerbünde (Journal of Indo-European Studies Monograph No. 36)
Georges Dumezil: Ἀρχαϊκὴ Ρωμαϊκὴ Θρησκεία (μὲ Συμπλήρωμα γιὰ τὴν Θρησκεία τῶν Ἐτρούσκων)
Georges Dumezil: The Destiny of The Warrior
Anton Bierl: “Apollo in Greek Tragedy: Orestes and the God of Initiation”
Walter Burkert: Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Θρησκεία

Paul De Breuil: Ζωροαστρισμός