Διερωτώμεθα έκπληκτοι τί άλλο περιμένουν οι κάτοικοι των ακριτικών νησιών (π.χ. Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Κω, κλπ) για να εξεγερθούν, όταν μπροστά στα μάτια τους εκτυλίσσεται καθημερινώς μία τέτοιου μεγέθους εθνική καταστροφή – που είναι οπωσδήποτε πολύ βαρύτερη από την πολυσυζητημένη χρεωκοπία;
Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές απείρου …χάους με ορδές λαθροεποίκων να βανδαλίζουν το …catering που φροντίζει ακόμα να τους εξασφαλίζει, εν μέσω χρεωκοπίας, το τόσο «φιλάνθρωπο» ελλαδικό κράτος!
Σε συνέχεια αυτού του σοβαρότατου ζητήματος δημοσιεύουμε δύο ενδιαφέροντα κείμενα που σχετίζονται με την μεταναστευτική ροή από τις ισλαμικές χώρες προς την Ευρώπη. Το πρώτο αναφέρεται στο φαινόμενο της διεισδύσεως (μεταξύ των προσφύγων – θυμάτων του ισλαμικού εξτρεμισμού) εξτρεμιστών ισλαμιστών που επωφελούνται των προνομίων που εξασφαλίζουν γι’ αυτούς οι αυτοκτονικές φιλομεταναστευτικές πολιτικές των ευρωπαϊκών χωρών.
Το δεύτερο αναφέρεται στο ιστορικό υπόβαθρο της συγκρούσεως του ρεύματος του κοσμικού αραβικού εθνικισμού με το εσχάτως αναδυόμενο ισλαμιστικό ρεύμα στο οποίο εν πολλοίς οφείλεται η πρόσφατη αναταραχή στην Μ. Ανατολή και κατ’ επέκταση η ένταση του μεταναστευτικού ρεύματος από εκείνες τις περιοχές προς τις χώρες της Ευρώπης.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΪΛΑ
Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Μέση Ανατολή έχουν δημιουργήσει κύμα φυγής από τις χώρες της περιοχής. Πολλοί εκ των εκδιωχθέντων καταλήγουν να ζητούν άσυλο σε Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία προκειμένου να ξεφύγουν από τον διωγμό που υφίστανται στις χώρες τους. Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Welt.de, σε πολλές περιπτώσεις αυτός ο διωγμός δεν σταματά με την άφιξη στην χώρα, καθώς μαζί με τους εκδιωγμένους βρίσκουν το δρόμο τους προς την Ευρώπη και ισλαμιστές εξτρεμιστές οι οποίοι και αυτοί γίνονται δεκτοί ως «πρόσφυγες». Το αποτέλεσμα είναι οι εκδιωχθέντες να καταλήγουν πολλές φορές στα ίδια κέντρα υποδοχής προσφύγων με τους “θύτες” μεταφέροντας στις χώρες υποδοχής τις εντάσεις των περιοχών καταγωγής τους.
Η εφημερίδα die Welt αναφέρει σε άρθρο της (Αύγουστος 2014) το παράδειγμα μιας Χριστιανής (Λέιλα Σ.) από το Ιράν, η οποία λόγω των θρησκευτικών επιλογών της είχε υποστεί καταπίεση και αποξένωση από τον κοινωνικό της περίγυρο καθώς και από την ίδια της την οικογένεια. Η 30χρονη γυναίκα αποφάσισε να διαφύγει μαζί με τον σύζυγο και την κόρη της και να ζητήσει άσυλο στην Γερμανία προ τριετίας, όπου της παραχωρήθηκε διαμονή σε μία εστία για τους αιτούντες ασύλου. Όμως η ίδια και η οικογένειά της έπρεπε να ανέχεται τις προσβολές 20 από σύνολο 100 περίπου προσφύγων στο συγκεκριμένο κέντρο οι οποίοι τους πίεζαν, τους χαρακτήριζαν ως “άπιστους” και “βρωμικα σκυλιά” και τους απαγόρευαν πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους του κέντρου όπως η κουζίνα. Η Λέιλα Σ. αναγκαζόταν επί 2 έτη να μαγειρεύει στο δωμάτιό της καθώς όταν προσπαθούσε να μαγειρέψει στην κοινόχριστη κουζίνα οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι πρόσφυγες την έδιωχναν με την αιτιολόγηση ότι ήταν “ακάθαρτη” και ότι αγγίζοντας τα μαγειρικά υλικά γίνεται και το δικό τους φαγητό ακάθαρτο. “Για πιο λόγο βρίσκονται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι στην Γερμανία εφόσον οι Χριστιανοί είναι ακάθαρτοι; Είναι μήπως τα χρήματά τους (των Γερμανών) καθαρά;” αναρωτίεται η Λέιλα Σ. (© Axel Springer SE 2014. Alle Rechte vorbehalten)
Σημειώνεται ότι αυτά τα κέντρα είναι κτισμένα με κρατικά κονδύλια, με μέριμνα πολλές φορές χριστιανικών ινστιτούτων όπου δίνεται μεγάλη μέριμνα στην υποδοχή και καλομεταχείριση των μεταναστών οι οποίοι δεν υφίστανται κανενός είδους θρησκευτική καταπίεση. Η συμπεριφορά τους λοιπόν και η έλλειψη ευγνωμοσύνης μπορεί να προκαλεί απορία, αλλά μεγαλύτερη απορία προκαλεί η αντιμετώπιση των ίδιων των Γερμανών προς τα προβλήματα αυτά. Χαρακτηριστικά, σε σχέση με την προαναφερθείσα ιστορία, μία εκ των λύσεων που εξετάζονται είναι η δημιουργία ασύλου ειδικά για Χριστιανούς πρόσφυγες. Το πρόβλημα δηλαδή επικεντρώνεται στην μελλοντική προστασία προσφύγων όπως η Λέιλα Σ. και όχι στην συμπεριφορά των μουσουλμάνων προσφύγων η οποία είναι για την χώρα υποδοχής αχάριστη σε ηθικό επίπεδο μεν, αλλά κυρίως δυνητικά επικίνδυνη σε πρακτικό επίπεδο.
ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
20ος Αιώνας
Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισαν να αναπτύσσονται τα εθνικιστικά ρεύματα στην Μέση Ανατολή, κυρίως ως απάντηση στην καταπιεστική πολιτική των Τούρκων και Νεότουρκων. Σημείο σταθμός είναι η Αραβική επανάσταση και οι πολιτικές ζυμώσεις της δεκαετίας του 1920, οπότε έλαβε χώρα η προσπάθεια διαμόρφωσης των νέων κρατών. Η άντληση στοιχείων από το παρελθόν ώστε να γίνει επικύρωση της συνέχειας στον χώρο και χρόνο είναι εμφανής αλλά τα στοιχεία αυτά είναι πολλές φορές αντικρουόμενα. Έτσι από τη μία παρουσιάζεται στην Συρία η θεωρία της συνέχειας του Χαλιφάτου των Ομαυάδων και του αραβικού πολιτισμού, από την άλλη τονίζεται το όνομα της χώρας και προβάλλεται ο Συριακός λαός ως «νόμιμος διάδοχος» της Ασσυριακής δυναστείας της Δεύτερης προ Χριστού Χιλιετίας. Αντίστοιχα στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο καλλιεργείται η θεωρία ότι οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν την συνέχεια του πολιτισμού της Χαναάν και της Φοινίκης.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, συνεχίζεται η ακμή του Αραβικού εθνικού κινήματος, με άξονα πλέον το Παλαιστινιακό ζήτημα. Αυτή την εποχή διάφορες οργανώσεις και πρόσωπα, όπως ο πρόεδρος της Αιγύπτου Τζαμάλ Άμπντελ Νάσερ, κινούνταν για κοπή κοινού αραβικού νομίσματος και την δημιουργία ενιαίου αραβικού ομοσπονδιακού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η δημιουργία της Ηνωμένης Αραβική Δημοκρατίας (1958-1961) μίας προσπάθειας ενώσεως Συρίας-Αιγύπτου, αλλά και η επίσης βραχύβια ένωση Ιράκ-Ιορδανίας.
Πολιτικό Ισλάμ
Σε αυτή την περίοδο, κατά την δεκαετία του 1950, ο θρησκευτικός παράγοντας περιθωριοποιείται από τις πολιτικές δυνάμεις, εν μέρει σε μίμηση των μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ Ατατούρκ στην Τουρκία, σε μία προσπάθεια θεμελιώσεως κοσμικών κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται διώξεις ομάδων όπως οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο και την Συρία, η καταπίεση των οποίων τους περιθωριοποιεί μεν αλλά και τους ριζοσπαστικοποιεί σε βάθος χρόνου. Από τους φορείς των θρησκευτικών ομάδων γίνεται στοχοποίηση των πολιτικών επιλογών. Απευθυνόμενοι δε στα κατώτερα στρώματα αποκτούν μεγάλη μερίδα λαϊκής βάσεως, η οποία παραμένει λανθάνουσα για πάνω από 50 χρόνια.
Μια ανάλυση από τη σκοπιά των εμβλημάτων και των σημαιών βοηθά στην κατανόηση αυτής της περιόδου. Χαρακτηριστική είναι η χρωματική σύνθεση των σημαιών που καθιερώθηκαν αυτή την εποχή, δηλαδή της σημαίας της Αιγύπτου, Συρίας, της, σύντομης σε διάρκειας ζωής, Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, αλλά και του Ιράκ, σε μίμηση της τελευταίας. Σχεδόν όλες οι αραβικές χώρες χρησιμοποιούν για τις σημαίες τους κάποιον συνδυασμό των χρωμάτων της σημαίας της αραβικής επανάστασης του 1916, εκτός από το πράσινο που αντιπροσωπεύει το Ισλάμ. Η απουσία λοιπόν του πρασίνου από τα σύμβολα των κινημάτων της μεταπολεμικής περιόδου δείχνει προσανατολισμό γύρω από την ιδέα ενός κοσμικού κράτους. Το πράσινο ανέκαθεν συμβόλιζε το Ισλάμ, καθώς αυτό το χρώμα θύμιζε στις φυλές της ερήμου τα φυλλώματα των δέντρων και την πρασινάδα του παραδείσου. Σαν παράδειγμα αξίζει να θυμηθεί κανείς σημαίες χωρών όπως: Σαουδική Αραβία, Λιβύη (μέχρι το 2011), Αλγερία, Πακιστάν αλλά και ισλαμικών κινημάτων όπως: Χαμάς, αδελφοί Μουσουλμάνοι κ.α. (κατά την διάρκεια των σταυροφοριών οι Δυτικοί ιππότες απέφευγαν την χρήση πρασίνου ακριβώς για αυτόν το λόγο). Έτσι ο συμβολισμός της απουσίας αυτού του χρώματος είναι ενδεικτικός του κοσμικού προσανατολισμού.
Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία στο λαό καλλιεργείται η ανάμνηση της χρυσής εποχής του Ισλαμικού πολιτισμού, των χαλίφηδων της Βαγδάτη, ως εποχή ύψιστου πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτής της αρκετά ωραιοποιημένης εκδοχής της ιστορίας δεν μνημονεύεται – ή αποσιωπάται – η συμβολή άλλων λαών στον Αραβικό πολιτισμό (όπως η Περσική καταγωγή πολλών επιστημόνων).
Η Αλλαγή κατεύθυνσης
Δύο λόγοι συμβάλλουν στην άνοδο του πολιτικού Ισλάμ.
Από τη δεκαετία του 70 που αρχίζει η παρακμή του πολιτικού συστήματος, λόγω της απογοήτευσης του κόσμου από το πολιτικό σύστημα και κυρίως από τις στρατιωτικές ήττες του 1967 και 1973, άρχισε ο λαός να αναζητά στήριγμα αλλού. Έτσι προκύπτει το φαινόμενο της ανόδου του λεγομένου πολιτικού Ισλάμ. Η κατά γράμμα δηλαδή εφαρμογή των θρησκευτικών νόμων στις προσωπικές σχέσεις αλλά και στη λειτουργία του κράτους. Ένα πολιτικό Ισλάμ σε μίμηση των αλλαγών που έγιναν στο Ιράν και το οποίο εστιάζει στην ουσία της ενότητας του πάλαι ποτέ χαλιφάτου ως πολυφυλετικής «Ούμμα», παρά ως εθνικής ενώσεως. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Μωάμεθ: «Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε Άραβα, ξένο, Άσπρο ή Μαύρο, παρά μόνο στην πίστη του». Έτσι οι θρησκευτικές μειονότητες των Αραβικών περιοχών άρχισαν να εξισώνονται με τους ξένους.
Ο δεύτερος λόγος είναι η αλλαγή του οικονομικού χάρτη της περιοχής. Έτσι, η περιοχή της «Αραβικής κοιτίδος» που την αποτελούν τα κράτη των χωρών του Κόλπου (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κάταρ, Ομάν) αρχίζουν λόγω του Πετρελαίου να αποτελούν την οικονομική δύναμη της περιοχής. Σε αυτές τις περιοχές που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή με τους πολιτισμούς της εύφορης ημισελήνου, οι λόγοι περί αναβιώσεως του Αρχαίου παρελθόντος δεν συγκινούν. Αντίθετα, έχοντας το Ισλάμ ως το μοναδικό μέσο αυτοπροσδιορισμού, αλλά και όντας σε αντιπαράθεση με τον τοπικό Σιιτικό πληθυσμό, εντείνεται σε αυτούς η άσκηση των πρακτικών του ριζοσπαστικού Ισλάμ, και ωθούνται στην προσπάθεια επιβολής αυτού του τρόπου σκέψης στις υπόλοιπες Αραβικές χώρες. Καθ΄ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ‘90 οι φορείς του πολιτικού Ισλάμ στις Βόρειες Αραβικές χώρες χρηματοδοτούνται και ενισχύονται χρηματικά και ηθικά από τα ακραία κράτη του νότου. Σταδιακά τα συνθήματα όπως «Η Παλαιστίνη στον Λαό της» και «’Εξω οι Ξένοι» γίνονται «Η Παλαιστίνη στου Μουσουλμάνους» και «Έξω οι αλλόθρησκοι». Μάλιστα όσοι επιμένουν στην παραδοσιακή γραμμή περιθωριοποιούνται ενώ εξακολουθούν να ακμάζουν μόνο στις θρησκευτικές μειονότητες (Σιίτες όπως της Χεζμπολλάχ και Αλεβίτες όπως ο Άσαντ της Συρίας) οι οποίες είναι εχθρικές προς το ορθόδοξο (Σουνιτικό) Ισλάμ.
Η πτώση του Σαντάμ το 2003 σίγουρα ενεθάρρυνε αυτή την πορεία, καθώς ήταν ο τελευταίος ίσως της «παραδοσιακής γραμμής» που ήταν Σουνίτης αλλά και έτρεφε το αραβικό αίσθημα της αντιπαλότητας με το Ιράν.
Τα κράτη του Νότου, με την δύναμη που έχουν στο να κατευθύνουν τις μάζες θρησκευτικά με την χρήση Ιμάμηδων αλλά και κοσμικά, καθώς ελέγχουν τα μεγαλύτερα πρακτορεία ειδήσεων (π.χ.Αλτζαζίρα) αλλά και ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, πολλές Αραβικές κυβερνήσεις, συνεχίζουν την δράση τους και προς την Ευρώπη, όπου προωθούν τα δικαιώματα των εκεί μεταναστών και προωθούν την ίδρυση ή τη ανακαίνιση Ισλαμικών θρησκευτικών Κέντρων.