Είναι κοινό γνώρισμα των αριστεριστών αλλά και διαφόρων δημοκρατικών μέσων ενημερώσεως η χρήσις του όρου “δοσίλογος” και ιδιαιτέρως του χαρακτηρισμού “Γερμανοτσολιάς”. Την σήμερον ημέρα παρατηρείται, επί παραδείγματι, στελέχη και οπαδοί της κυβερνήσεως να αποκαλούν “Γερμανοτσολιάδες” τους φιλομνημονιακούς πολιτικούς αλλά και δημοσιογράφοι να χρησιμοποιούν τις προαναφερθείσες λέξεις ως συνώνυμες του προδότου.
Το ιστορικόν περίβλημα του όρου δοσίλογος έχει τις ρίζες του στην μετακατοχικήν Ελλάδα, όταν και εδικάσθησαν τα μέλη των κατοχικών κυβερνητικών σχηματισμών καθώς και μια σειρά άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της τότε Ειδικής Ασφαλείας καθώς και μιας σειράς δημοσίων προσώπων, που κρίθηκαν υπόδικοι ως συνεργάτες του κατακτητού εις βάρος της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό αυτών των δικών, που έλαβαν χώρα μεταξύ του 1945-1949, ότι από το εδώλιο του κατηγορουμένου απουσίαζαν μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι της εποχής που είχαν κερδοφορήσει εκ της συνεργασίας με τους Γερμανούς.
Ο κατάλογος ονομάτων είναι άκρως διαφωτιστικός, καθώς εκεί συναντώνται πρόγονοι και συγγενείς μετέπειτα δημοκρατικών πολιτικών προσώπων, όπως Ράλλης, Αβέρωφ, Βαρβιτσιώτης, Ταβουλάρης, Μπακογιάννης, Λούβαρις κ.ά. Επίσης κατονομάζονται πρόγονοι σημερινών υποδίκων όπως ο Χριστοφοράκος καθώς και τραπεζιτών όπως ο Λάτσης.
Ακόμη δε, επίσης, η παρέλασις φίλων εκείνων πολιτικών, μεταξύ αυτών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ως μαρτύρων υπερασπίσεως των προαναφερθέντων, αποδεικνύει περίτρανα την στενή σχέση των δοσιλόγων με το δημοκρατικό σύστημα.
Συμπεραίνεται ιστορικώς ότι η πλειονότης των δικασθέντων για εθνική αναξιότητα ήσαν άτομα ανήκοντα στο σύστημα, το οποίον όμως παραμένει βασικώς αναλλοίωτο έως και σήμερα, καθώς βλέπουμε τους απογόνους αυτών να εκλέγονται συνεχώς βουλευταί, να κυβερνούν ή να κατέχουν υψηλές δημόσιες θέσεις.
Πέραν τούτου, ο χαρακτηρισμός “Γερμανοτσολιάς” ήταν ο όρος που εχρησιμοποιείτο από τις κομμουνιστοσυμμοριτικές ομάδες και τους προπαγανδιστές των ως ηθικόν όπλον εναντίον όλων των εθνικών δυνάμεων της περιόδου της γερμανικής κατοχής. “Γερμανοτσολιάδες” εχαρακτηρίζοντο όχι μόνον όλες οι αντιστασιακές και αντικομμουνιστικές δυνάμεις αλλά και απλοί πολίτες, οι οποίοι δεν ήσαν προσκείμενοι στον ΕΛΑΣ.
Σήμερον η αλλοίωσις της εθνικής ιστορίας ευρίσκεται εις το τελικόν της σηπτικό στάδιο. Λαμβάνει χώρα μια πλήρης αποσιώπησις της ταυτότητος των αληθινών δοσιλόγων και την θέσιν τους λαμβάνουν οι αγνοί πατριώτες αγωνισταί της Χ, του ΕΔΕΣ, της ΠΑΟ και των Ευζωνικών ή Εθελοντικών Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι δε χαρακτηρισμοί εξαπολύονται ως εική και ανεξελέγκτως
μεταξύ των συμμετεχόντων εις το σύστημα. Επί παραδείγματι, αφ᾿ ενός μεν οι βουλευταί της Χρυσής Αυγής αποκαλούνται “προσβλητικώς” ταγματασφαλίτες από τους κοινοβουλευτικούς τους αντιπάλους και δοσίλογοι · ωστόσο, ο μεν πρώτος χαρακτηρισμός αποτελεί όλως υπερβολική κολακεία για τους χρυσαυγίτες, όμως προσβολή για τα Τάγματα Ασφαλείας – ο δε δεύτερος, αν υπήρχε συνέπεια και αλήθεια στην χρήσι των όρων και όχι η παρούσα απόλυτη σύγχυσι, θα έπρεπε να τους χαροποιεί, καθώς τότε θα υπαινίσσονταν ακριβώς την ποθητή τους επιτυχή ένταξι στο (φύσει δοσιλογικό) σύστημα! Αποτελεί όμως, αφ᾿ ετέρου, και προς ακραίαν επίτασιν της συγχύσεως, εντελώς οξύμωρο σύμπτωμα το ότι μόλις μέχρι πρό τινος τα επίσημα όργανα αλλά και τα διάφορα παραρτήματα της Χρυσής Αυγής αποκαλούσαν “Γερμανοτσολιάδες” τους φιλομνημονιακούς πολιτικούς…
Εν κατακλείδι, το σύστημα, εκ του οποίου και εκπηγάζουν οι πραγματικοί δοσίλογοι, δεν αναγνωρίζει χρώματα, ιδεολογίες και ιστορία, υποδεχόμενο με ανοικτές αγκάλες οιονδήποτε και οποθενδήποτε προερχόμενον δηλώνει υποταγή, όντας πάντα έτοιμο να “ξεπλύνει” έως και τον πλέον “ακάθαρτο” – εντάσσοντάς τον στην Σήψι και το Ψεύδος του.
Σταδιακώς, οι προδότες θα γίνουν ήρωες, οι σφαγείς απελευθερωτές και οι υπάνθρωποι ημίθεοι, στο ρηχό κι απατηλό προσκήνιο του συστημικού κουκλοθεάτρου.
Το ιστορικόν περίβλημα του όρου δοσίλογος έχει τις ρίζες του στην μετακατοχικήν Ελλάδα, όταν και εδικάσθησαν τα μέλη των κατοχικών κυβερνητικών σχηματισμών καθώς και μια σειρά άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της τότε Ειδικής Ασφαλείας καθώς και μιας σειράς δημοσίων προσώπων, που κρίθηκαν υπόδικοι ως συνεργάτες του κατακτητού εις βάρος της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστικό αυτών των δικών, που έλαβαν χώρα μεταξύ του 1945-1949, ότι από το εδώλιο του κατηγορουμένου απουσίαζαν μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι της εποχής που είχαν κερδοφορήσει εκ της συνεργασίας με τους Γερμανούς.
Ο κατάλογος ονομάτων είναι άκρως διαφωτιστικός, καθώς εκεί συναντώνται πρόγονοι και συγγενείς μετέπειτα δημοκρατικών πολιτικών προσώπων, όπως Ράλλης, Αβέρωφ, Βαρβιτσιώτης, Ταβουλάρης, Μπακογιάννης, Λούβαρις κ.ά. Επίσης κατονομάζονται πρόγονοι σημερινών υποδίκων όπως ο Χριστοφοράκος καθώς και τραπεζιτών όπως ο Λάτσης.
Ακόμη δε, επίσης, η παρέλασις φίλων εκείνων πολιτικών, μεταξύ αυτών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ως μαρτύρων υπερασπίσεως των προαναφερθέντων, αποδεικνύει περίτρανα την στενή σχέση των δοσιλόγων με το δημοκρατικό σύστημα.
Συμπεραίνεται ιστορικώς ότι η πλειονότης των δικασθέντων για εθνική αναξιότητα ήσαν άτομα ανήκοντα στο σύστημα, το οποίον όμως παραμένει βασικώς αναλλοίωτο έως και σήμερα, καθώς βλέπουμε τους απογόνους αυτών να εκλέγονται συνεχώς βουλευταί, να κυβερνούν ή να κατέχουν υψηλές δημόσιες θέσεις.
Πέραν τούτου, ο χαρακτηρισμός “Γερμανοτσολιάς” ήταν ο όρος που εχρησιμοποιείτο από τις κομμουνιστοσυμμοριτικές ομάδες και τους προπαγανδιστές των ως ηθικόν όπλον εναντίον όλων των εθνικών δυνάμεων της περιόδου της γερμανικής κατοχής. “Γερμανοτσολιάδες” εχαρακτηρίζοντο όχι μόνον όλες οι αντιστασιακές και αντικομμουνιστικές δυνάμεις αλλά και απλοί πολίτες, οι οποίοι δεν ήσαν προσκείμενοι στον ΕΛΑΣ.
Σήμερον η αλλοίωσις της εθνικής ιστορίας ευρίσκεται εις το τελικόν της σηπτικό στάδιο. Λαμβάνει χώρα μια πλήρης αποσιώπησις της ταυτότητος των αληθινών δοσιλόγων και την θέσιν τους λαμβάνουν οι αγνοί πατριώτες αγωνισταί της Χ, του ΕΔΕΣ, της ΠΑΟ και των Ευζωνικών ή Εθελοντικών Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι δε χαρακτηρισμοί εξαπολύονται ως εική και ανεξελέγκτως
μεταξύ των συμμετεχόντων εις το σύστημα. Επί παραδείγματι, αφ᾿ ενός μεν οι βουλευταί της Χρυσής Αυγής αποκαλούνται “προσβλητικώς” ταγματασφαλίτες από τους κοινοβουλευτικούς τους αντιπάλους και δοσίλογοι · ωστόσο, ο μεν πρώτος χαρακτηρισμός αποτελεί όλως υπερβολική κολακεία για τους χρυσαυγίτες, όμως προσβολή για τα Τάγματα Ασφαλείας – ο δε δεύτερος, αν υπήρχε συνέπεια και αλήθεια στην χρήσι των όρων και όχι η παρούσα απόλυτη σύγχυσι, θα έπρεπε να τους χαροποιεί, καθώς τότε θα υπαινίσσονταν ακριβώς την ποθητή τους επιτυχή ένταξι στο (φύσει δοσιλογικό) σύστημα! Αποτελεί όμως, αφ᾿ ετέρου, και προς ακραίαν επίτασιν της συγχύσεως, εντελώς οξύμωρο σύμπτωμα το ότι μόλις μέχρι πρό τινος τα επίσημα όργανα αλλά και τα διάφορα παραρτήματα της Χρυσής Αυγής αποκαλούσαν “Γερμανοτσολιάδες” τους φιλομνημονιακούς πολιτικούς…
Εν κατακλείδι, το σύστημα, εκ του οποίου και εκπηγάζουν οι πραγματικοί δοσίλογοι, δεν αναγνωρίζει χρώματα, ιδεολογίες και ιστορία, υποδεχόμενο με ανοικτές αγκάλες οιονδήποτε και οποθενδήποτε προερχόμενον δηλώνει υποταγή, όντας πάντα έτοιμο να “ξεπλύνει” έως και τον πλέον “ακάθαρτο” – εντάσσοντάς τον στην Σήψι και το Ψεύδος του.
Σταδιακώς, οι προδότες θα γίνουν ήρωες, οι σφαγείς απελευθερωτές και οι υπάνθρωποι ημίθεοι, στο ρηχό κι απατηλό προσκήνιο του συστημικού κουκλοθεάτρου.