Ο Μακεδονικός Αγώνας, αποτιμώμενος στην εποχή μας μετά από πολλά χρόνια λήθης εκ μέρους του ανθελληνικού κράτους, υπήρξε το μεγαλύτερο έπος του ελληνισμού μετά τον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Αυτός ο Αγώνας ωστόσο υποτιμήθηκε, παρασιωπήθηκε και παραποιήθηκε όσο ουδείς άλλος επί τόσο πολύ χρόνο από το επίσημο κράτος και την πρωτεύουσά του – το κέντρο όλων των αποφάσεων. Μόνον ο Ίων Δραγούμης με τα βιβλία του, η Πηνελόπη Δέλτα με «Τα μυστικά του Βάλτου», ο Γεώργιος Μόδης με τις «Μακεδονικές Ιστορίες» του και η Ναταλία Μελά με τα γράμματα του Παύλου κράτησαν άσβεστη την φλόγα της μνήμης.
Στην συντριπτική πλειοψηφία τους οι γηγενείς Μακεδόνες ήρωες και μάρτυρες του Αγώνος βυθίστηκαν στην λησμονιά – και μετά έναν αιώνα αφέθηκαν άγνωστοι έως τις μέρες μας.
Έτσι η ανθρωπογεωγραφία του Αγώνος παραμένει ανολοκλήρωτη. Επίσης εμπεδώνεται η ψευδής εντύπωση ότι ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε υπόθεση σχετικά ολίγων, που οι περισσότεροί τους μάλιστα ανήλθαν στην Μακεδονία από την λοιπή Ελλάδα και αγωνίσθηκαν για την Μακεδονία, σχεδόν ερήμην των Μακεδόνων!
Ο Δημήτριος Ν.Κάκκαβος, εκ των πρωταγωνιστών οργανωτών του Αγώνος στο Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, δεν είχε κανέναν προσωπικό λόγο πικρίας, διότι εν τω μεταξύ είχε προαχθεί στον επίζηλο βαθμό του αντιστρατήγου και συνταξιοδοτηθεί. Όμως, το παράπονο του Μακεδονομάχου ξεχειλίζει για λογαριασμό όλων των λησμονημένων συμπολεμιστών του. Γράφει, λοιπόν, με οργή καυστική: «Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν μου ὅτι ἡ τόσον ἐθνικῶς ἐπωφελὴς πατριωτικὴ δρᾶσις τῶν συναδέλφων μου ἀξιωματικῶν τοῦ βιλαετίου Θεσσαλονίκης…θὰ ἐξαλειφθῇ ταχέως μέσα εἰς τὰ σκωληκόβρωτα καὶ κονιορτοβιθῆ ἀρχεῖα τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ἐθεώρησα καλὸν νὰ παραθέσω κατωτέρω ἓν ἀντίγραφον πρὸ ἐτῶν ληφθὲν ἐκείνης τῆς ἀναφορᾶς μου, ἵνα συντελέσῃ, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι δυνατόν, εἰς τὴν διατήρησιν ζωηροτέρας τῆς μνήμης τῶν εὐσυνειδήτων τούτων ἐθνικῶν ἐργατῶν, ὑπὲρ τῶν ὁποίων οὐδεμία μέχρι τοῦδε διάκρισις ἐγένετο, συνεχιζομένης οὕτω τῆς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐθνικής ἀρᾶς, ὅπως πᾶς ὁμογενὴς κοινωφελῶς ἢ ἐθνικῶς δράσας τερματίζῃ τὸν βίον του καταδιωκόμενος, ταλαιπωρούμενος καὶ τελείως ἐγκαταλελειμμμένος».
Η περιοχή της Μακεδονίας ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως ουδέποτε έπαυσε ν᾿ αποτελεί το «μήλον της Έριδος» για τους Έλληνες και τους ομόρους των λαούς.
Υπό οθωμανικό ζυγό και ως απάντηση στην ίδρυση της Εξαρχίας, της αυτοκέφαλης δηλαδή βουλγαρικής εκκλησίας, διά του οποίου οι Βούλγαροι αποκτούσαν ένα σημαντικό όργανο στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν την περιοχή, οι Μακεδόνες (κατά κανόνα αλλόφωνοι) συγκροτούν τα πρώτα αντάρτικα σώματα του Βέρβερη, Παπαδήμου Βελέντζα, Σαράντη, Γκρούτα και του θρυλικού Μπρούφα από το Αηδόνι των Γρεβενών.
Σε πρωτεργάτες του Αγώνα για την Μακεδονία ανεδείχθησαν προσωπικότητες όπως ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Ίων Δραγούμης, γόνος παλαιάς Μακεδονικής οικογενείας και γραμματέας του Ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι. Ο Καραβαγγέλης από το 1900 μαζί με τον Έλληνα πρόξενο Μοναστηρίου Κιουζέ-Πεζά προσπάθησε με επιστολές του στην Ελληνική κυβέρνηση να καταδείξει την ανάγκη αναλήψεως δράσεως εναντίον των κομιτατζήδων. Αφού οι εκκλήσεις του δεν εισακούστηκαν, απευθύνθηκε σε τοπικούς οπλαρχηγούς, όπως ο καπετάν Κώττας από την Ρούλια και ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπενο. Οι ομάδες αυτών προστάτευαν τα χωριά των Πατριαρχικών – και μαζί με τους Έλληνες δασκάλους επιχειρούσαν να εξουδετερώνουν την βουλγαρική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, ο από το 1902 Υποπρόξενος Μοναστηρίου, Δραγούμης, τόνιζε την ανάγκη να συγκροτηθεί μια ελληνική μυστική εταιρεία με στόχο την διεξαγωγή του Αγώνος και τον συντονισμό της αμύνης του Ελληνισμού στην Μακεδονία. Οι απόψεις αυτές κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο έδαφος σε παλιούς αξιωματικούς την Εθνικής Εταιρείας και αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι Γ. Τσόντος, Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος Μαζαράκης. Αρκούσε όμως η θέληση και ο πατριωτισμός των αγωνιστών της Νοτίου Ελλάδος για να στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα;
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η προσπάθεια αυτή θα ήταν ατελέσφορη χωρίς την συμβολή των τοπικών κοινωνιών. Δίπλα στα σώματα των ντόπιων οπλαρχηγών, έδρασαν οι Εθνικές Επιτροπές ή Επιτροπές Άμυνας σε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, οι οποίες συγκροτήθηκαν σχεδόν αποκλειστικώς από κατοίκους των περιοχών αυτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μυστικής οργανώσεως «Μακεδονική Άμυνα» στο Μοναστήρι, η οποία στελεχώθηκε από τους Θ. Μόδη, Χ. Δούμα, Α. Ζάχου, Α. Ματλή, Α. Νάλτσα, ενώ σε αντίστοιχες προσπάθειες στο βιλαέτι του Μοναστηρίου σημαίνοντα ρόλο διεδραμάτισαν οι Πύρζας, Βαλάσης και Λουκάς στην Φλώρινα, ο Π. Λιούφης στην Κοζάνη, ο Τσάμης Παπασταύρος στο Πισοδέρι, ο Γ. Σούρλας στο Νυμφαίο και ο Μ. Μπατρίνος στην Καστοριά. Ανάλογη υπήρξε και η συμμετοχή των Μακεδόνων στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Χ. Δέλλιο και Δ. Κυβερνίδη στην Γευγελή, τον Παπασιβένα και τον Ε. Κωφό στην Έδεσσα, τον Χ. Περδικάρη στην Νάουσα, τον Κ. Δοβέλλα στην Δράμα, τον Ι. Κωνσταντινίδη στην Καβάλα, τον Δ. Ζάννα και τον Δ. Μαργαρόπουλο στην Θεσσαλονίκη καθώς και τον Δούκα Δούκα στις Σέρρες.
Η επίλεκτη αναφορά σε επωνύμους γηγενείς Μακεδονομάχους θα αδικούσε πλειάδα αξιομνημονεύτων γηγενών ηρώων και θυμάτων. Ένας όμως εξ αυτών αξίζει, πάντως, ιδιαιτέρας μνείας, ο καπετάν Κώττας. Όταν τον αντίκρισε ο Παύλος Μελάς, ο κατ’ εξοχήν ήρωας του Μακεδονικού Αγώνος, είδε με δέος ο και θαυμασμό στον ισχνό άνδρα από την Ρούλια των Κορεστίων τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη αυτού του Αγώνος. Ούτε οι διάφοροι σύλλογοι, ούτε τα Προξενεία, ούτε οι διάφοροι πράκτορες από την Ελλάδα αντιπροσώπευαν αυτό που αντιπροσώπευε ο Κώττας, την Ελληνική Μακεδονία! Την γενναιότητα και την παλληκαριά του, την σύνεση και την μεγαλοφροσύνη του, δεν τις χωρούσαν η Ρούλια και τα Κορέστια ούτε η Καστοριά αλλά μόνο η Ελλάδα ολόκληρη για την οποία έδωσε την ζωή του. Την Ελλάδα μάλιστα της οποίας το ελεύθερο μέρος δεν είχε γνωρίσει ποτέ, παρά μόνο στο πρόσωπο λίγων εκλεκτών αγωνιστών, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Η δόξα του Κώττα έγκειται στο γεγονός ότι κατόρθωσε να κρατηθεί πέντε, σχεδόν, χρόνια και να συνεχίσει έναν σκληρό διμέτωπο αγώνα εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας και του βουλγαρικού κομιτάτου.
Ως άλλος μεσαιωνικός πολέμαρχος, εγκατέστησε την κυριαρχία του σε πολλά χωριά των Κορεστίων και των Πρεσπών, σὠζοντάς τους απ᾿ τις αρπαχτικές διαθέσεις των τουρκαλβανών και τις άθλιες ωμότητες των βουλγάρων «ελευθερωτών».
Σαν σήμερα, 27 Σεπτεμβρίου πριν από 110 χρόνια, δέσμιος των Οθωμανών οδηγείται στο ικρίωμα για ν᾿ απαγχονισθεί. Καθώς τον οδηγούσαν στην κρεμάλα, ᾿χτύπησε με τις χειροπέδες δύο δεσμοφύλακες, τους έρριξε κάτω, έσπασε την φρουρά των λογχοφόρων στρατιωτών κι έτρεξε προς την ελευθερία του!
Αν ήξερε τους δρόμους και δεν έπεφτε σε αδιέξοδο και τελικά ᾿πάνω σε μια περίπολο, θα είχε ξεφύγει. Το πρόσωπό του στην κρεμάλα ήταν μαύρο απ᾿ τα χτυπήματα και τα ρούχα του έσταζαν αίμα. Είχε παλέψει ώς την τελευταία στιγμή, ως γνήσιος μαχητής που ήταν: αναγόμενος με την ζωή του αλλά και με τον θάνατό του στο βάθρο των προτύπων εκείνων μαχητών, που παραδειγματίζουν και καθιερώνουν μέτρα συγκρίσεως κάθε αληθούς αγωνιστού.
Κατάκοπος αλλ᾿ αγέρωχος και αποφασισμένος φώναξε, «ντα ζίβι Γκρ᾿τσια!» (Ζήτω η Ελλάς) – και πέρασε στο πάνθεον των ηρώων.
Αυτός ο Αγώνας ωστόσο υποτιμήθηκε, παρασιωπήθηκε και παραποιήθηκε όσο ουδείς άλλος επί τόσο πολύ χρόνο από το επίσημο κράτος και την πρωτεύουσά του – το κέντρο όλων των αποφάσεων. Μόνον ο Ίων Δραγούμης με τα βιβλία του, η Πηνελόπη Δέλτα με «Τα μυστικά του Βάλτου», ο Γεώργιος Μόδης με τις «Μακεδονικές Ιστορίες» του και η Ναταλία Μελά με τα γράμματα του Παύλου κράτησαν άσβεστη την φλόγα της μνήμης.
Στην συντριπτική πλειοψηφία τους οι γηγενείς Μακεδόνες ήρωες και μάρτυρες του Αγώνος βυθίστηκαν στην λησμονιά – και μετά έναν αιώνα αφέθηκαν άγνωστοι έως τις μέρες μας.
Έτσι η ανθρωπογεωγραφία του Αγώνος παραμένει ανολοκλήρωτη. Επίσης εμπεδώνεται η ψευδής εντύπωση ότι ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε υπόθεση σχετικά ολίγων, που οι περισσότεροί τους μάλιστα ανήλθαν στην Μακεδονία από την λοιπή Ελλάδα και αγωνίσθηκαν για την Μακεδονία, σχεδόν ερήμην των Μακεδόνων!
Ο Δημήτριος Ν.Κάκκαβος, εκ των πρωταγωνιστών οργανωτών του Αγώνος στο Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, δεν είχε κανέναν προσωπικό λόγο πικρίας, διότι εν τω μεταξύ είχε προαχθεί στον επίζηλο βαθμό του αντιστρατήγου και συνταξιοδοτηθεί. Όμως, το παράπονο του Μακεδονομάχου ξεχειλίζει για λογαριασμό όλων των λησμονημένων συμπολεμιστών του. Γράφει, λοιπόν, με οργή καυστική: «Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν μου ὅτι ἡ τόσον ἐθνικῶς ἐπωφελὴς πατριωτικὴ δρᾶσις τῶν συναδέλφων μου ἀξιωματικῶν τοῦ βιλαετίου Θεσσαλονίκης…θὰ ἐξαλειφθῇ ταχέως μέσα εἰς τὰ σκωληκόβρωτα καὶ κονιορτοβιθῆ ἀρχεῖα τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ἐθεώρησα καλὸν νὰ παραθέσω κατωτέρω ἓν ἀντίγραφον πρὸ ἐτῶν ληφθὲν ἐκείνης τῆς ἀναφορᾶς μου, ἵνα συντελέσῃ, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι δυνατόν, εἰς τὴν διατήρησιν ζωηροτέρας τῆς μνήμης τῶν εὐσυνειδήτων τούτων ἐθνικῶν ἐργατῶν, ὑπὲρ τῶν ὁποίων οὐδεμία μέχρι τοῦδε διάκρισις ἐγένετο, συνεχιζομένης οὕτω τῆς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐθνικής ἀρᾶς, ὅπως πᾶς ὁμογενὴς κοινωφελῶς ἢ ἐθνικῶς δράσας τερματίζῃ τὸν βίον του καταδιωκόμενος, ταλαιπωρούμενος καὶ τελείως ἐγκαταλελειμμμένος».
Η περιοχή της Μακεδονίας ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως ουδέποτε έπαυσε ν᾿ αποτελεί το «μήλον της Έριδος» για τους Έλληνες και τους ομόρους των λαούς.
Υπό οθωμανικό ζυγό και ως απάντηση στην ίδρυση της Εξαρχίας, της αυτοκέφαλης δηλαδή βουλγαρικής εκκλησίας, διά του οποίου οι Βούλγαροι αποκτούσαν ένα σημαντικό όργανο στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν την περιοχή, οι Μακεδόνες (κατά κανόνα αλλόφωνοι) συγκροτούν τα πρώτα αντάρτικα σώματα του Βέρβερη, Παπαδήμου Βελέντζα, Σαράντη, Γκρούτα και του θρυλικού Μπρούφα από το Αηδόνι των Γρεβενών.
Σε πρωτεργάτες του Αγώνα για την Μακεδονία ανεδείχθησαν προσωπικότητες όπως ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Ίων Δραγούμης, γόνος παλαιάς Μακεδονικής οικογενείας και γραμματέας του Ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι. Ο Καραβαγγέλης από το 1900 μαζί με τον Έλληνα πρόξενο Μοναστηρίου Κιουζέ-Πεζά προσπάθησε με επιστολές του στην Ελληνική κυβέρνηση να καταδείξει την ανάγκη αναλήψεως δράσεως εναντίον των κομιτατζήδων. Αφού οι εκκλήσεις του δεν εισακούστηκαν, απευθύνθηκε σε τοπικούς οπλαρχηγούς, όπως ο καπετάν Κώττας από την Ρούλια και ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπενο. Οι ομάδες αυτών προστάτευαν τα χωριά των Πατριαρχικών – και μαζί με τους Έλληνες δασκάλους επιχειρούσαν να εξουδετερώνουν την βουλγαρική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, ο από το 1902 Υποπρόξενος Μοναστηρίου, Δραγούμης, τόνιζε την ανάγκη να συγκροτηθεί μια ελληνική μυστική εταιρεία με στόχο την διεξαγωγή του Αγώνος και τον συντονισμό της αμύνης του Ελληνισμού στην Μακεδονία. Οι απόψεις αυτές κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο έδαφος σε παλιούς αξιωματικούς την Εθνικής Εταιρείας και αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι Γ. Τσόντος, Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος Μαζαράκης. Αρκούσε όμως η θέληση και ο πατριωτισμός των αγωνιστών της Νοτίου Ελλάδος για να στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα;
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η προσπάθεια αυτή θα ήταν ατελέσφορη χωρίς την συμβολή των τοπικών κοινωνιών. Δίπλα στα σώματα των ντόπιων οπλαρχηγών, έδρασαν οι Εθνικές Επιτροπές ή Επιτροπές Άμυνας σε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, οι οποίες συγκροτήθηκαν σχεδόν αποκλειστικώς από κατοίκους των περιοχών αυτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μυστικής οργανώσεως «Μακεδονική Άμυνα» στο Μοναστήρι, η οποία στελεχώθηκε από τους Θ. Μόδη, Χ. Δούμα, Α. Ζάχου, Α. Ματλή, Α. Νάλτσα, ενώ σε αντίστοιχες προσπάθειες στο βιλαέτι του Μοναστηρίου σημαίνοντα ρόλο διεδραμάτισαν οι Πύρζας, Βαλάσης και Λουκάς στην Φλώρινα, ο Π. Λιούφης στην Κοζάνη, ο Τσάμης Παπασταύρος στο Πισοδέρι, ο Γ. Σούρλας στο Νυμφαίο και ο Μ. Μπατρίνος στην Καστοριά. Ανάλογη υπήρξε και η συμμετοχή των Μακεδόνων στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Χ. Δέλλιο και Δ. Κυβερνίδη στην Γευγελή, τον Παπασιβένα και τον Ε. Κωφό στην Έδεσσα, τον Χ. Περδικάρη στην Νάουσα, τον Κ. Δοβέλλα στην Δράμα, τον Ι. Κωνσταντινίδη στην Καβάλα, τον Δ. Ζάννα και τον Δ. Μαργαρόπουλο στην Θεσσαλονίκη καθώς και τον Δούκα Δούκα στις Σέρρες.
Η επίλεκτη αναφορά σε επωνύμους γηγενείς Μακεδονομάχους θα αδικούσε πλειάδα αξιομνημονεύτων γηγενών ηρώων και θυμάτων. Ένας όμως εξ αυτών αξίζει, πάντως, ιδιαιτέρας μνείας, ο καπετάν Κώττας. Όταν τον αντίκρισε ο Παύλος Μελάς, ο κατ’ εξοχήν ήρωας του Μακεδονικού Αγώνος, είδε με δέος ο και θαυμασμό στον ισχνό άνδρα από την Ρούλια των Κορεστίων τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη αυτού του Αγώνος. Ούτε οι διάφοροι σύλλογοι, ούτε τα Προξενεία, ούτε οι διάφοροι πράκτορες από την Ελλάδα αντιπροσώπευαν αυτό που αντιπροσώπευε ο Κώττας, την Ελληνική Μακεδονία! Την γενναιότητα και την παλληκαριά του, την σύνεση και την μεγαλοφροσύνη του, δεν τις χωρούσαν η Ρούλια και τα Κορέστια ούτε η Καστοριά αλλά μόνο η Ελλάδα ολόκληρη για την οποία έδωσε την ζωή του. Την Ελλάδα μάλιστα της οποίας το ελεύθερο μέρος δεν είχε γνωρίσει ποτέ, παρά μόνο στο πρόσωπο λίγων εκλεκτών αγωνιστών, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Η δόξα του Κώττα έγκειται στο γεγονός ότι κατόρθωσε να κρατηθεί πέντε, σχεδόν, χρόνια και να συνεχίσει έναν σκληρό διμέτωπο αγώνα εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας και του βουλγαρικού κομιτάτου.
Ως άλλος μεσαιωνικός πολέμαρχος, εγκατέστησε την κυριαρχία του σε πολλά χωριά των Κορεστίων και των Πρεσπών, σὠζοντάς τους απ᾿ τις αρπαχτικές διαθέσεις των τουρκαλβανών και τις άθλιες ωμότητες των βουλγάρων «ελευθερωτών».
Σαν σήμερα, 27 Σεπτεμβρίου πριν από 110 χρόνια, δέσμιος των Οθωμανών οδηγείται στο ικρίωμα για ν᾿ απαγχονισθεί. Καθώς τον οδηγούσαν στην κρεμάλα, ᾿χτύπησε με τις χειροπέδες δύο δεσμοφύλακες, τους έρριξε κάτω, έσπασε την φρουρά των λογχοφόρων στρατιωτών κι έτρεξε προς την ελευθερία του!
Αν ήξερε τους δρόμους και δεν έπεφτε σε αδιέξοδο και τελικά ᾿πάνω σε μια περίπολο, θα είχε ξεφύγει. Το πρόσωπό του στην κρεμάλα ήταν μαύρο απ᾿ τα χτυπήματα και τα ρούχα του έσταζαν αίμα. Είχε παλέψει ώς την τελευταία στιγμή, ως γνήσιος μαχητής που ήταν: αναγόμενος με την ζωή του αλλά και με τον θάνατό του στο βάθρο των προτύπων εκείνων μαχητών, που παραδειγματίζουν και καθιερώνουν μέτρα συγκρίσεως κάθε αληθούς αγωνιστού.
Κατάκοπος αλλ᾿ αγέρωχος και αποφασισμένος φώναξε, «ντα ζίβι Γκρ᾿τσια!» (Ζήτω η Ελλάς) – και πέρασε στο πάνθεον των ηρώων.