Ο Άγγλος λόρδος και πρώην υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, David Owen, εξέδωσε πρόσφατα ένα βιβλίο το οποίο τιτλοφορείται «Ασθενείς ηγέτες στην εξουσία», μεταφέροντας σ’ αυτό – και προεκτείνοντας – την δική του εμπειρία, ως πολιτικός και διπλωμάτης, αλλά και την επιστημονική του γνώση ως νευρολόγος, πάνω σε θέματα πολιτικής, στα οποία βασικό ρόλο παίζει γενικώς η υγεία και, ακόμη περισσότερο, η ψυχική υγεία και ψυχολογική ισορροπία, ενός ηγέτη. Στην εν λόγω μελέτη, ο Owen ανέλυσε εκτενώς ένα φαινόμενο το οποίο ονόμασε «Σύνδρομο της ύβρεως», το οποίο, σύμφωνα με την θεωρία του, οδήγησε πολλούς διασήμους πολιτικούς, όπως π.χ., από την χώρα του, τον Λόιντ Τζόρτζ, την Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Τόνι Μπλερ, από την δύναμη, στην πτώση. Το σύνδρομο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι περικλείει τον πυρήνα της αρχαίας ελληνικής θεωρήσεως σχετικώς με την «Ύβριν» και την «Νέμεσιν» (κοσμική τιμωρία), αφού ο εκάστοτε «πάσχων» πολιτικός ηγέτης, μεθυσμένος από τις επιτυχίες του, οδηγείται αρχικώς στην ύβρη και, χάνοντας προοδευτικώς κάθε αίσθηση της πραγματικότητος, παύει να ακούει τους συνεργάτες του, γίνεται όλο και πιο απρόσεκτος, ώσπου καταστρέφεται υπό το βάρος των σφαλμάτων του, καθώς επέρχεται αναπόδραστα η «Νέμεσις»…
Στις μέρες μας, δύο πολιτικοί άνδρες οι οποίοι πρωταγωνιστούν στην διεθνή πολιτική σκηνή, φέρουν χαρακτηριστικά και επιδεικνύουν συμπεριφορές που θα δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό τους ως αλαζόνων ηγετών: ο Ρώσος «τσάρος» Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Τούρκος «σουλτάνος» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν. Οι μεταξύ τους παραλληλισμοί είναι πολλοί, ξεκινώντας από την παρατήρηση απλών ομοιοτήτων, όπως π.χ. η ηλικία τους και φθάνοντας σε πιο σύνθετες παρατηρήσεις, όπως π.χ. ότι ενώ αμφότεροι ανέλαβαν την εξουσία στις χώρες τους σε περιόδους κρίσεως, χάρη στην μεθοδικότητα, την αποφασιστικότητα και σειρά επιτυχημένων αποφάσεων και χειρισμών, κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να επικρατήσουν πλήρως στο εσωτερικό των χωρών τους, υπερνικώντας ποικίλα εμπόδια και οδηγώντας κατόπιν τις χώρες τους σε αξιοπρόσεκτη αύξηση της δυνάμεως και ενίσχυση της θέσεώς τους ως προς την άσκηση διεθνούς επιρροής. Στην παρούσα φάση, με αφορμή την πρόσφατη προκλητική κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από τουρκικά F-16 στην τουρκοσυριακή μεθόριο, η θριαμβευτική πορεία των δύο ηγετών μοιάζει να διαταράσσεται, δεδομένου ότι ήρθε αναγκαστικά σε σύγκρουση ο ένας με τον άλλο, συμπαρασύροντας και οι δυο σε μεγάλη ένταση τις σχέσεις των χωρών τους, των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα βρίσκονται ούτως ή άλλως σε ευθεία σύγκρουση στην Μ. Ανατολή (και όχι μόνο).
Κατά το πρόσφατο συμβάν της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, η ρωσική υπερηφάνια υπέστη βαρύ πλήγμα, καθώς, πέραν των λεκτικών λεονταρισμών και κάποιων κατ’ αρχήν (κατά βάσιν συμβολικών) οικονομικών κυρώσεων, η Τουρκία φαίνεται, κατά κάποιο τρόπο, να παραμένει στο απυρόβλητο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ούτε μία βδομάδα μετά το συμβάν, οι θίασοι μαριονεττών που παριστάνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έσπευσαν γονυκλινείς να χρυσώσουν τον σουλτάνο, δελεάζοντάς τον με την προοπτική επανενάρξεως ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας με την €.€. καθώς και με την παροχή περαιτέρω οικονομικής βοήθειας σε μία προσπάθεια να αποσπάσουν από τον Ερντογκάν μία υπόσχεση (αντικειμενικά αμφίβολης) ανάσχεσης των διερχομένων, μέσω Τουρκίας, προς την Ευρώπη, μεταναστευτικών ροών. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν η Τουρκία συμπεριφαίρεται σαν να είναι νικήτρια απέναντι στην ρωσική «αρκούδα», όμως η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη. Η αντίδραση της Ρωσίας μοιάζει σε πρώτη φάση ψύχραιμη και μελετημένη, μη παρασυρόμενη σε σπασμωδικές αντιδράσεις τις οποίες μάλλον ανέμεναν οι εμπνευστές της τουρκικής προκλητικότητος. Πώς θα εξελιχθεί αυτή η σύγκρουση ισχύος, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα. Ωστόσο, ο εν πολλοίς απρόβλεπτος παράγων του ηγέτη και της προσωπικότητός του, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι, σημαντικότερο ίσως ρόλο εν συγκρίσει με τις ντετερμινιστικής φύσεως αλληλοδιαδοχές γεγονότων.
Ξεκινώντας από τον Ρώσο ηγέτη, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τελευταίο διάστημα είχε αρχίσει να εμφανίζει τυπική συμπτωματολογία του προαναφερθέντος «συνδρόμου της ύβρεως», ιδίως μετά τις δεξιοτεχνικές διπλωματικές του επιτυχίες τόσο στο ουκρανικό όσο και στο συριακό μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα οι κινήσεις του είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο φαντασμαγορικές όπως π.χ. με τις πολυδάπανες επιδρομές των ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών αλλά και με δηλώσεις του τις οποίες διέκρινε ένα έντονα ναρκισσιστικό ύφος, όπως επί παραδείγματι, σε μία δήλωσή τού λίγες ημέρες προ της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, σύμφωνα με την οποία, «Το να συγχωρεθούν οι τρομοκράτες είναι Θέλημα του Θεού, το να βρεθούν όμως Ενώπιόν Του, εξαρτάται από μένα». Η πλασματική αίσθηση παντοδυναμίας και η έκφραση μεγαλοστομιών αυτού του τύπου – τυπικών εκδηλώσεως «ύβρεως» – τον έκαναν όλο και περισσότερο απρόσεκτο και περιφρονητικό έναντι των αντιπάλων του, τους οποίου έως τότε αισθανόταν ότι είχε κατατροπώσει, ωστόσο η «νέμεσις» δεν άργησε να έλθει.
Ο Τούρκος πρόεδρος από την άλλη μεριά, εμφανίζεται εντελώς ξεσαλωμένος σε επίπεδο δηλώσεων και ακόμη περισσότερο σε επίπεδο κινήσεων και ενεργειών. Η επιτυχία του, δηλαδή η κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού χωρίς αντίστοιχη απάντηση, φούσκωσε ακόμη περισσότερο το ήδη παραφουσκωμένο του εγώ. Δεν πέρασε μία εβδομάδα και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο βόρειο Ιράκ και επίσης μπλόκαραν διάφορα ρωσικά εμπορικά πλοία κατά τη διάρκεια της διελεύσεώς των από τα στενά του Βοσπόρου. Τα δύο αυτά γεγονότα δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά αντίθετα είναι ενδεικτικά της αλαζονικής ύβρεως στην οποία έχει περιέλθει το τουρκικό κράτος, καλύπτοντας τις άκρως ριψοκίνδυνες αποφάσεις του υπερφίαλου ηγέτη του.
Εξετάζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της συγκρούσεως, συμπεραίνει κανείς ότι η Ρωσία θα βγει πιθανότατα κερδισμένη δεδομένου ότι ο επικεφαλής της έλαβε μια ουσιαστικά ανώδυνη δόση ενός «σοκ πραγματικότητος» την στιγμή ακριβώς που είχε αρχίσει να περιέρχεται υπό την επήρεια της ύβρεως και να υποπίπτει σε λάθη. Από την άλλη πλευρά για ακριβώς τον αντίστροφο λόγο, η Τουρκία και ο ηγέτης της, εξακολουθούν να εμφανίζονται αυθάδεις και, πέραν των δυνάμεών τους, επιθετικοί, με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για αυτούς, ως την στιγμή που θα έλθουν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι αν το πλήγμα της Νεμέσεως θα είναι για τον Ερντογκάν και την Τουρκία ήπιο, όπως ήταν για τον Πούτιν και την Ρωσία (που ουσιαστικώς οι εξελίξεις την ωφελούν και μόνο επειδή την προσγειώνουν σε ρεαλιστικότερες στρατηγικές) ή θα είναι απότομη, με συνέπεια περαιτέρω αποσταθεροποίηση και ίσως την ραγδαία κατάρρευση. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι οι Κούρδοι μετά την συμμετοχή τους στον συριακό πόλεμο εναντίον του ισλαμικού κράτους, παρουσιάζονται περισσότερο εκπαιδευμένοι, καλύτερα εξοπλισμένοι αλλά και εμπειρότεροι ως μαχητές. Αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία αντί να επιζητά την επέκτασή της σε σφαίρες επιρροής πέραν των πραγματικών της δυνάμεων και δυνατοτήτων. Θα έπρεπε δηλαδή να ασχολείται μάλλον με το αδυσώπητο εσωτερικό της πρόβλημα (την κουρδική μειονότητα), που είναι δυνατόν να την οδηγήσει ακόμα και στην πλήρη διάλυση.
Κλείνοντας με μία γενικότερη παρατήρηση με αφορμή το πρόσφατο συμβάν της ρωσοτουρκικής διενέξεως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ φαίνεται να χρησιμοποιούν την Τουρκία κατά τρόπο παρόμοιο με τον οποίο οι Αγγλογάλλοι χρησιμοποίησαν, κατά τις αρχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, την Πολωνία. Προσπαθούν δηλαδή, εξαντλώντας την Ρωσική υπομονή, να σύρουν την Ρωσία σε μία, ίσως μικρής κλίμακος, πολεμική αντιπαράθεση, με κάποια αφορμή που θα προσφέρει η άμετρη και υβριστική έναντι της Ρωσίας, τουρκική επιθετικότης, ώστε, η Ρωσία να εγκλωβιστεί στη αβέβαιη και φθοροποιό δίνη μίας συγκρούσεως που θα απειλούσε να ανακόψει την ανοδική της πορεία.
Υπό το φώς αυτών των δεδομένων, το πρόσφατο γεγονός της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, ίσως τελικά να αποβεί ευεργετικό για την ρωσική ηγεσία, διότι της αποκαλύπτει τις ύπουλες προθέσεις της εγκληματικής σπείρας που ονομάζεται ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα, λαμβάνοντάς τις σοβαρότερα υπόψη, να τις υπερκεράσει και εξουδετερώσει. Οι εξελίξεις θα δείξουν τίνος τελικώς εκ των δύο προέδρων (Πούτιν – Ερντογκάν) η αλαζονική μεγαλομανία θα αποδειχτεί περισσότερο υβριστική και άμετρη, ώστε να συμπαρασύρει νομοτελειακώς και την χώρα του στην αποδυνάμωση και – ίσως – στην καταστροφή.
Στις μέρες μας, δύο πολιτικοί άνδρες οι οποίοι πρωταγωνιστούν στην διεθνή πολιτική σκηνή, φέρουν χαρακτηριστικά και επιδεικνύουν συμπεριφορές που θα δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό τους ως αλαζόνων ηγετών: ο Ρώσος «τσάρος» Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Τούρκος «σουλτάνος» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν. Οι μεταξύ τους παραλληλισμοί είναι πολλοί, ξεκινώντας από την παρατήρηση απλών ομοιοτήτων, όπως π.χ. η ηλικία τους και φθάνοντας σε πιο σύνθετες παρατηρήσεις, όπως π.χ. ότι ενώ αμφότεροι ανέλαβαν την εξουσία στις χώρες τους σε περιόδους κρίσεως, χάρη στην μεθοδικότητα, την αποφασιστικότητα και σειρά επιτυχημένων αποφάσεων και χειρισμών, κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να επικρατήσουν πλήρως στο εσωτερικό των χωρών τους, υπερνικώντας ποικίλα εμπόδια και οδηγώντας κατόπιν τις χώρες τους σε αξιοπρόσεκτη αύξηση της δυνάμεως και ενίσχυση της θέσεώς τους ως προς την άσκηση διεθνούς επιρροής. Στην παρούσα φάση, με αφορμή την πρόσφατη προκλητική κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους από τουρκικά F-16 στην τουρκοσυριακή μεθόριο, η θριαμβευτική πορεία των δύο ηγετών μοιάζει να διαταράσσεται, δεδομένου ότι ήρθε αναγκαστικά σε σύγκρουση ο ένας με τον άλλο, συμπαρασύροντας και οι δυο σε μεγάλη ένταση τις σχέσεις των χωρών τους, των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα βρίσκονται ούτως ή άλλως σε ευθεία σύγκρουση στην Μ. Ανατολή (και όχι μόνο).
Κατά το πρόσφατο συμβάν της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, η ρωσική υπερηφάνια υπέστη βαρύ πλήγμα, καθώς, πέραν των λεκτικών λεονταρισμών και κάποιων κατ’ αρχήν (κατά βάσιν συμβολικών) οικονομικών κυρώσεων, η Τουρκία φαίνεται, κατά κάποιο τρόπο, να παραμένει στο απυρόβλητο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ούτε μία βδομάδα μετά το συμβάν, οι θίασοι μαριονεττών που παριστάνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έσπευσαν γονυκλινείς να χρυσώσουν τον σουλτάνο, δελεάζοντάς τον με την προοπτική επανενάρξεως ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας με την €.€. καθώς και με την παροχή περαιτέρω οικονομικής βοήθειας σε μία προσπάθεια να αποσπάσουν από τον Ερντογκάν μία υπόσχεση (αντικειμενικά αμφίβολης) ανάσχεσης των διερχομένων, μέσω Τουρκίας, προς την Ευρώπη, μεταναστευτικών ροών. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν η Τουρκία συμπεριφαίρεται σαν να είναι νικήτρια απέναντι στην ρωσική «αρκούδα», όμως η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη. Η αντίδραση της Ρωσίας μοιάζει σε πρώτη φάση ψύχραιμη και μελετημένη, μη παρασυρόμενη σε σπασμωδικές αντιδράσεις τις οποίες μάλλον ανέμεναν οι εμπνευστές της τουρκικής προκλητικότητος. Πώς θα εξελιχθεί αυτή η σύγκρουση ισχύος, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα. Ωστόσο, ο εν πολλοίς απρόβλεπτος παράγων του ηγέτη και της προσωπικότητός του, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι, σημαντικότερο ίσως ρόλο εν συγκρίσει με τις ντετερμινιστικής φύσεως αλληλοδιαδοχές γεγονότων.
Ξεκινώντας από τον Ρώσο ηγέτη, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τελευταίο διάστημα είχε αρχίσει να εμφανίζει τυπική συμπτωματολογία του προαναφερθέντος «συνδρόμου της ύβρεως», ιδίως μετά τις δεξιοτεχνικές διπλωματικές του επιτυχίες τόσο στο ουκρανικό όσο και στο συριακό μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα οι κινήσεις του είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο φαντασμαγορικές όπως π.χ. με τις πολυδάπανες επιδρομές των ρωσικών στρατηγικών βομβαρδιστικών αλλά και με δηλώσεις του τις οποίες διέκρινε ένα έντονα ναρκισσιστικό ύφος, όπως επί παραδείγματι, σε μία δήλωσή τού λίγες ημέρες προ της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, σύμφωνα με την οποία, «Το να συγχωρεθούν οι τρομοκράτες είναι Θέλημα του Θεού, το να βρεθούν όμως Ενώπιόν Του, εξαρτάται από μένα». Η πλασματική αίσθηση παντοδυναμίας και η έκφραση μεγαλοστομιών αυτού του τύπου – τυπικών εκδηλώσεως «ύβρεως» – τον έκαναν όλο και περισσότερο απρόσεκτο και περιφρονητικό έναντι των αντιπάλων του, τους οποίου έως τότε αισθανόταν ότι είχε κατατροπώσει, ωστόσο η «νέμεσις» δεν άργησε να έλθει.
Ο Τούρκος πρόεδρος από την άλλη μεριά, εμφανίζεται εντελώς ξεσαλωμένος σε επίπεδο δηλώσεων και ακόμη περισσότερο σε επίπεδο κινήσεων και ενεργειών. Η επιτυχία του, δηλαδή η κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού χωρίς αντίστοιχη απάντηση, φούσκωσε ακόμη περισσότερο το ήδη παραφουσκωμένο του εγώ. Δεν πέρασε μία εβδομάδα και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο βόρειο Ιράκ και επίσης μπλόκαραν διάφορα ρωσικά εμπορικά πλοία κατά τη διάρκεια της διελεύσεώς των από τα στενά του Βοσπόρου. Τα δύο αυτά γεγονότα δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά αντίθετα είναι ενδεικτικά της αλαζονικής ύβρεως στην οποία έχει περιέλθει το τουρκικό κράτος, καλύπτοντας τις άκρως ριψοκίνδυνες αποφάσεις του υπερφίαλου ηγέτη του.
Εξετάζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της συγκρούσεως, συμπεραίνει κανείς ότι η Ρωσία θα βγει πιθανότατα κερδισμένη δεδομένου ότι ο επικεφαλής της έλαβε μια ουσιαστικά ανώδυνη δόση ενός «σοκ πραγματικότητος» την στιγμή ακριβώς που είχε αρχίσει να περιέρχεται υπό την επήρεια της ύβρεως και να υποπίπτει σε λάθη. Από την άλλη πλευρά για ακριβώς τον αντίστροφο λόγο, η Τουρκία και ο ηγέτης της, εξακολουθούν να εμφανίζονται αυθάδεις και, πέραν των δυνάμεών τους, επιθετικοί, με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για αυτούς, ως την στιγμή που θα έλθουν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι αν το πλήγμα της Νεμέσεως θα είναι για τον Ερντογκάν και την Τουρκία ήπιο, όπως ήταν για τον Πούτιν και την Ρωσία (που ουσιαστικώς οι εξελίξεις την ωφελούν και μόνο επειδή την προσγειώνουν σε ρεαλιστικότερες στρατηγικές) ή θα είναι απότομη, με συνέπεια περαιτέρω αποσταθεροποίηση και ίσως την ραγδαία κατάρρευση. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι οι Κούρδοι μετά την συμμετοχή τους στον συριακό πόλεμο εναντίον του ισλαμικού κράτους, παρουσιάζονται περισσότερο εκπαιδευμένοι, καλύτερα εξοπλισμένοι αλλά και εμπειρότεροι ως μαχητές. Αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο την Τουρκία αντί να επιζητά την επέκτασή της σε σφαίρες επιρροής πέραν των πραγματικών της δυνάμεων και δυνατοτήτων. Θα έπρεπε δηλαδή να ασχολείται μάλλον με το αδυσώπητο εσωτερικό της πρόβλημα (την κουρδική μειονότητα), που είναι δυνατόν να την οδηγήσει ακόμα και στην πλήρη διάλυση.
Κλείνοντας με μία γενικότερη παρατήρηση με αφορμή το πρόσφατο συμβάν της ρωσοτουρκικής διενέξεως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ φαίνεται να χρησιμοποιούν την Τουρκία κατά τρόπο παρόμοιο με τον οποίο οι Αγγλογάλλοι χρησιμοποίησαν, κατά τις αρχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, την Πολωνία. Προσπαθούν δηλαδή, εξαντλώντας την Ρωσική υπομονή, να σύρουν την Ρωσία σε μία, ίσως μικρής κλίμακος, πολεμική αντιπαράθεση, με κάποια αφορμή που θα προσφέρει η άμετρη και υβριστική έναντι της Ρωσίας, τουρκική επιθετικότης, ώστε, η Ρωσία να εγκλωβιστεί στη αβέβαιη και φθοροποιό δίνη μίας συγκρούσεως που θα απειλούσε να ανακόψει την ανοδική της πορεία.
Υπό το φώς αυτών των δεδομένων, το πρόσφατο γεγονός της καταρρίψεως του ρωσικού βομβαρδιστικού, ίσως τελικά να αποβεί ευεργετικό για την ρωσική ηγεσία, διότι της αποκαλύπτει τις ύπουλες προθέσεις της εγκληματικής σπείρας που ονομάζεται ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα, λαμβάνοντάς τις σοβαρότερα υπόψη, να τις υπερκεράσει και εξουδετερώσει. Οι εξελίξεις θα δείξουν τίνος τελικώς εκ των δύο προέδρων (Πούτιν – Ερντογκάν) η αλαζονική μεγαλομανία θα αποδειχτεί περισσότερο υβριστική και άμετρη, ώστε να συμπαρασύρει νομοτελειακώς και την χώρα του στην αποδυνάμωση και – ίσως – στην καταστροφή.