Στον κόσμο του θεού και του ανθρώπου εκείνο το οντολογικό μέγεθος το οποίο αναιρείται είναι η συνέχεια. Ο άνθρωπος εσωκλείεται στη διάσταση που ξεκινά από την ιδέα του πρώτου θεϊκού όντος και του δημιουργηθέντος εξ αυτού κόσμου και τελειοποιείται στην ανθρώπινη πόλη και πολιτισμό. Ο μονοθεϊσμός τελειοποιεί τον παρόντα κύκλο της διάστασης στερεοποιώντας το μοντέλο εμμενούς διάστασης που όπως ήδη είπαμε ξεκινά από το θεό και διά της φύσης-κόσμου περατώνεται στον άνθρωπο.
Τα λόγια δεν είναι πραγματικά αλλά υπόκεινται σε ένα καθαρά «μυθικό» θα λέγαμε συμβολισμό. Εάν σκεφθούμε ότι οι τρείς διαστάσεις του κόσμου μας είναι η μυθική, η λογική και ένας τελικός συνδυασμός αυτών στον άνθρωπο του «ταυτόν εστίν νοείν τε και είναι» καταλαβαίνουμε ότι μέσα σε αυτό το λογικό άλογο πλαίσιο πρέπει να σημειώσουμε κάποιες σκέψεις γύρω από τα λόγια του Εφεσίου. Το ον διαθέτει πολλές δυνάμεις και τρόπους. Εσωτερικό και εξωτερικό. Στην αρχή όλα είναι ένα, ο θεός είναι η δύναμη της αφαίρεσης και ο άνθρωπος της συγκεκριμενικότητος, σαν να λέμε του πνεύματος και της ύλης αντίστοιχα. Όταν ξεχώρισαν σε καμμία των περιπτώσεων δεν χαρακτηρίζονταν από τη σχέση ανωτέρου και κατωτέρου όπως συμβαίνει στο χριστιανισμό. Ο θεός χάριζε δυνάμεις στον άνθρωπο όπως και το αντίστροφο. Ίσως ο Πλάτων περιέγραψε όλα αυτά στον Πολιτικό του εκεί που συζητεί για την Ατλαντίδα. Μέσα στη δίνη των οντολογικών δυνάμεων ο θεός και ο άνθρωπος είναι αχθοφόροι δυνάμεων, δούλοι του απείρου που τους έδωσε πρόσκαιρη εξωτερική μορφή και εσωτερική αναφορικότητα προς το όν και απλά εναλλάσσονται στην ολοκλήρωση της αποστολής των.
Γι’ αυτό εξάλλου ανάλογα με ποιο υλικό κουβαλάνε θεοί και άνθρωποι ανάλογα και πορεύονται. Γίνονται αήρ και ύδωρ και πυρ και γαία. Εννοείται από καθαρά αφαιρετική σκοπιά όλα πρέπει να γίνουν όλα προκειμένου να εξαντληθούν. Σε αυτή την περιδίνηση υπάρχει πλήρης οντολογική ισόρροπη ανισορροπία η οποία δεν μπορεί κανένα θεό να επιβάλει ως ένα και δημιουργό του σύμπαντος και του ανθρώπου. Η λήθη του όντος είναι ο πρώτος λόγος εμφάνισης του θεού. Ο Παύλος είναι πολύ συγκεκριμένος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «(1,11+12). Διότι έχω φλογερό πάθος να σας ίδω διά να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικό χάρισμα και πνευματικήν ωφέλειαν ώστε να στηριχθήτε ακόμη περισσότερο είς την κατά Χριστόν ζωήν και πίστιν. Αλλά τούτο σημαίνει ότι και εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να παρηγορηθώ και να ενισχυθώ μεταξύ σας όπως και εσείς από εμέ διά της κοινής πίστης και ημών και εμού η οποία μας συνδέει». Ο Παύλος έμμεσα αποκαλύπτει την πραγματική φύση των μονοθεϊστικών θρησκειών, η οποία είναι ο υποβιβασμός του όντος σε απλή ανθρώπινη, κοσμική και θεία φύση, η ταύτιση του φυσικού κόσμου με το σύνολο των θείων και ανθρωπίνων ιδιοτήτων. Στο χριστιανισμό αλλά και σε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες συντελείται η πιο ευήθης οντολογική αφαίρεση. Το άπειρο καταργείται και ο κόσμος ως αφαίρεση και συγκεκριμένο μέγεθος ταυτίζεται με τη φύση ως το σύνολο των θείων και ανθρωπίνων ιδιοτήτων. Το χάσμα ανάμεσα στον Αντιφώντειο κόσμο της φύσης και του νόμου καλύπτεται στις μονοθεϊστικές θρησκείες διότι ο νόμος του θεού είναι ένα με την ανθρώπινη φύση ως σύνολο των ανθρωπίνων ιδιοτήτων που ζωοποιούνται όταν υπηρετούν το νόμο του θεού. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες ταυτίζεται ο νόμος του θεού και η ανθρώπινη φύση η οποία διά του νόμου οδεύει προς τη βασιλεία του θεού. Θέτοντας λοιπόν ο Παύλος το πρότυπο του Ιησού χτίζει μία μικρή καλυβούλα μέσα στο άπειρο όν προκειμένου να στεγάσει τη θρησκεία του θεανθρώπου. Το ον λησμονείται οι άνθρωποι όμως λατρεύουν το θεάνθρωπο Ιησού ή τον Αλλάχ ή όποιον άλλο δήθεν μεσσία.
Κατ΄ αρχήν η παλαιά διαθήκη αποσυνδέει τον κόσμο του γηΐνου γίγνεσθαι από το οντολογικό εσωτερικό γίγνεσθαι. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό προβάλλει το πρόσωπο θεός ως αντιστάθμισμα στο άπειρο και απρόσωπο όν. Ο συγκεκριμένος και πεπερασμένος κόσμος της παλαιάς διαθήκης θα έχει ενδιαφέρον μόνο εάν είναι αντίθετος με τον κόσμο του απείρου όντος – εντός του οποίου βέβαια σε κάθε περίπτωση βρίσκεται. Βασική παράμετρος αντίθεσης του πεπερασμένου γηΐνου κόσμου από τον άπειρο οντολογικό κόσμο είναι ο θεός. Ο θεός δεν μπορεί να έχει καμμία ισχύ στο άπειρο ον διότι εκεί όλα είναι συνεχής κίνηση συνεχών και εν στιγμή μεταλλαγών. Δεν υπάρχει στάση, διαφοροποίηση, δυαλισμός του σήμερα και του αύριο. Όλα είναι μέσα από τη συνεχή και ελεύθερη κίνησή τους.
Ο γήινος όμως κόσμος είναι το συγκεκριμένο και χρειάζεται τον ιαχβέ ως κυβερνήτη διότι τώρα στη γη όλα είναι εν στάσει και πρέπει κάποιος όλα να τα καθοδηγεί. Το συγκεκριμένο γήινο γίγνεσθαι θέλει κάποιον καθοδηγητή και αυτός μοιραία είναι ο θεός. Αποκομμένος ο γήινος κόσμος από το οντολογικό γίγνεσθαι δομείται επάνω στον μαθητή άνθρωπο και στο δάσκαλο θεό. Ο θεός πλέον μέσα από τους δύσβατους δρόμους της ύλης θα καθοδηγήσει τον άνθρωπο προς την δήθεν βασιλεία του θεού – τη στιγμή που και θεοί και άνθρωποι ως εσωτερικότητες είναι ανήκουσες στην άπειρη οντολογική εσωτερικότητα.
Η αποκοπή του γηΐνου κόσμου από το ον γίνεται μαεστρικά πράγματι στην παλαιά διαθήκη (μέσα από τη δήθεν δημιουργία της γης εκ του μηδενός, που σημαίνει ότι όλα αρχίζουν τώρα λες και πριν τίποτε δεν υπήρχε (ακόμα και ο Μέγας Βασίλειος υπονοεί στην εξαήμερο ότι η γη προϋπήρχε μέσα από τη φοβερή φράση του ότι λίγο πριν τη δημιουργία της γης «η γη ήν αόρατος». Ο θεός (σαν να λέμε μία από τις άπειρες οντολογικές δυνάμεις) απλά της έδωσε άλλη μορφή – όπως συμβαίνει με άπειρες οντολογικές δημιουργίες. Τεχνηέντως όμως μέσα από τη θεωρία της εκ του μηδενός δημιουργίας ο κόσμος μας απεκόπη εντελώς από το οντολογικό γίγνεσθαι, υποτάχθηκε στους νόμους του θεού διότι έναντι του απείρου όντος ο κόσμος μας γίνεται θελκτικός μόνο εάν κυβερνάται από την ανθρώπινη αντανάκλαση επί του ουρανού, από το θεό δηλαδή). Ας θυμηθούμε μόνο κάποιες από τις δέκα εντολές – οι οποίες είναι τα πλέον ηθικά αλλά και γνωσιολογικά υλικά οικοδόμησης αυτού του μονοθεϊστικού κόσμου.
Στην πρώτη εντολή λοιπόν ο ιαχβέ κατά πανέξυπνο τρόπο δεν καθιερώνεται στους εβραίους για κάποιους ανωτέρους οντολογικούς ή ηθικούς λόγους. Επιβάλλεται για ένα πολύ απλό και καθημερινό τρόπο. Τους θυμίζει ότι είναι ο θεός που έσωσε τη ζωή τους σε σχέση με τον Φαραώ, σαν να λέμε ο θεός προσφέρει ασφάλεια γήινη στους φοβισμένους και αυτοί το δέχονται. Ο σκοπός είναι ο έλεγχος της ζωής και όχι κάποιος ανώτερος και ενορατικός λόγος. Επειδή όμως ο ιαχβέ γνωρίζει πολύ καλά ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής (και οι εβραίοι) θυμούνταν ανωτέρους και πλέον οντολογικούς θεούς, θέτει την πλέον απειλητική προϋπόθεση: «Δεν θα υπάρξουν άλλοι θεοί πέρα από εμένα». Σαν να λέμε, τους άλλους θεούς, που από γενεά σε γενεά λατρεύατε και σας υπόσχονταν ό,τι σας υπόσχονταν, ξεχάστε τους, τώρα ήλθα εγώ. Το όλο παιχνίδι είναι ρόλοι εξουσίας και σε καμμία των περιπτώσεων ο άνθρωπος που εσωτερικά ακολουθεί το ον δεν χρειάζεται οντολογικούς φύλακες. Η ανάγκη μιας γήινης πνευματικής καθοδήγησης, η απιστία στον εαυτό μας, και η πίστη ότι πάντα υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να μας νταντεύσει στη γη είναι και παραμένουν οι ανόητες αλλά βασικές αιτίες του μονοθεϊσμού. Πέρα από τον εξουσιαστικό έλεγχο των μαζών από αυτούς που πολιτικά εκμεταλλεύονται τις αφελείς πολιτικές πίστεις των πολλών.
Ο ιαχβέ δε σταματά εδώ. Στη δεύτερη μάλιστα εντολή προχωρεί ακόμη παραπέρα. Οι άνθρωποι ό,τι φαντάζονταν είχαν την τάση να το αναπαριστούν με αγάλματα. Φαντάζονταν άλλους θεούς, άλλες θεότητες, με αυτές έδιδαν στον εαυτό τους δύναμη να συνεχίσουν την ανθρώπινη ζωή τους, προκειμένου να τις έχουν και ορατά κοντά τους τις μετέτρεπαν σε αγάλματα, διάφορες υλικές κατασκευές. Ο ιαχβέ το απαγορεύει. Αναφέρει μάλιστα ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να ξεχάσουν και τους υπέργειους και τους υποθαλάσσιους θεούς, προκειμένου να μείνει μόνον αυτός ένας και κυρίαρχος θεός (ας μην ξεχνούμε ότι από τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό ξεπήδησαν οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι). Γιατί άραγε; Ο μονοθεϊσμός δεν έχει καμμία σχέση με την αλήθεια. Σε καμμία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να πεισθούμε ότι ξαφνικά ο ιαχβέ αντικατέστησε τους παραδοσιακούς θεούς τόσων και τόσων λαών επειδή δήθεν ήταν ο πλέον αληθινός θεός. Το όλο θέμα έχει να κάνει με πλείστους όσους κοινωνικούς και γενικότερα ιστορικά πολιτισμικούς παράγοντες. Ο Ζαν Σολέρ σε μία περίφημη συνέντευξή του με τίτλο: «από τον εθνοτικό θεό στο μοναδικό θεό» εξηγεί σε ικανοποιητικότατο βαθμό το γιατί τελικά ο μονοθεϊστής (όχι η μονολατρεία – η οποία δέχεται ένα θεό ανάμεσα σε πολλούς θεούς – αλλά ο μονοθεϊσμός) ιαχβέ επεβλήθη στους εβραίους. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι κατ΄ αρχάς ο θεός των εβραίων ήταν ένας τοπικός εθνοτικός θεός όμοιος με αυτόν των άλλων γειτνιαζόντων λαών. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι η ανάγνωση της Βίβλου στα εβραϊκά επιβεβαίωσε την ιδέα του ότι ο εθνοτικός θεός των εβραίων ήταν ο ίδιος με το θεό των Ασσυρίων, τον Ασσούρ, ή των Βαβυλωνίων, τον Μαρδούκ. Στην πορεία του χρόνου όμως ο ιαχβέ κατέστη ο μόνος θεός και δημιουργός του κόσμου διότι οι εβραίοι έπρεπε να αποκτήσουν άλλη ταυτότητα από όλους τους επικίνδυνους λαούς της εποχής. Με τον ιαχβέ «εθνικό θεό» οι εβραίοι διακρίθηκαν από τους άλλους λαούς, απέκτησαν εθνική προσωπικότητα, εξήγησαν τον κόσμο και τη δημιουργία και έδωσαν ολοκληρωμένο θεολογικό και πολιτειακό σύστημα στους κατοίκους του Ισραήλ.
Ο αριθμός «ένα» δεν αντιπροσωπεύει τουλάχιστον στην έρευνά μας εδώ κάποιο ποσοτικό μέγεθος. Ήταν εξόχως η ποιοτική αντιπροσώπευση της αρχέγονης μονικής ενότητος των πραγμάτων, αυτού του σύμπαντος. Το «Εν», εσωτερικά και αφαιρετικά, δηλώνει την πίστη και την κατασταλαγμένη γνώση των ανθρώπων στο γεγονός ότι όλα γύρω μας και πάνω μας, κάποια στιγμή θα μπορούσαν να γνωρίσουν την πανάρχαια και χαμένη ενιαία φύση τους. Η έννοια του «Ενός» αντιπροσωπεύει την πανάρχαια πίστη ότι η πολλαπλότητα μπερδεύει και στενοχωρεί, είναι πηγή επιθυμίας και πόνου. Η ενότητα απλοποιεί τα πράγματα, καταδεικνύει την οδό, οδηγεί τον άνθρωπο σε σταθερή αναφορά σε σχέση με το ενιαίο, ουσιαστικά καθιστά τον άνθρωπο ενικό και μοναδικό σύνολο όλων των δυνάμεων οι οποίες ως προσωπικότητα προχωρούν και εξελίσσουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο σε σχέση.
Η ενοποίηση του όλου, η ανάδειξη του ενός, περνά από πολλά στάδια. Ουσιαστικά ακολουθεί τη συνήθη οντολογική πορεία. Όλα ήταν ένα και έγιναν πολλά προκειμένου να ξαναγίνουν ένα. Σε πρώτη φάση θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο μονοθεϊσμός είναι η πρώτη μεγάλη και αποφασιστική νίκη του ανθρώπου επάνω στο άπειρο όν. Ο μονοθεϊσμός σηματοδοτεί τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αυτοκλείεται στην παρούσα διάσταση, λατρεύει το προβλέψιμο και το πεπερασμένο, μιας και έχει βρει την αρχή και το τέλος αυτού του κόσμου μέσα από τον ένα δήθεν θεό. Σε δεύτερο χρόνο ο μονοθεϊσμός μας θυμίζει ότι όλα μπορεί να ξαναγίνουν ένα όπως κάποτε οντολογικά ήταν. Τώρα όμως η ενότητα δεν αποκτά τον τρόπο του εσωτερικού εγώ και της εσωτερικότητας του όντος αλλά επιθυμείται σύμφωνα με τις ιδρυματοποιημένες θρησκείες του μονοθεϊσμού. Διαβάζοντας τους ψαλμούς ανακαλύπτουμε ότι ο θεός έφτιαξε τη γη και τον ήλιο, αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι έφτιαξε και όλα τα άλλα τα οποία δεν ξέρουμε και συναποτελούν το ον. Άρα ο μονοθεϊσμός αποτελεί φρικτή παραχάραξη του όντος και της απειρίας. Ξεγελά τον άνθρωπο μέσα από την γνώση της δήθεν αρχής και τέλους αυτού του κόσμου και της κατάληξης σε μία βασιλεία των ουρανών. Όμως μέσα στο αχανές ον ακόμα και η βασιλεία του θεού κάποτε δεν θα υπάρχει διότι ο θεός είναι και αυτός ένας απλός απεσταλμένος του όντος και τίποτε παραπάνω. Κυρίως όμως και σε κάθε περίπτωση η έννοια του ενός είναι μία εμπειρική έννοια καθόλου αυθύπαρκτη – το βρέφος δεν γνωρίζει την έννοια του ενός, αλλά απλά την γνωρίζει όταν ωριμάσει – άρα και η έννοια του μονοθεϊσμού είναι μία a posteriori έννοια η οποία απλά εφευρέθη προκειμένου κάποιοι πίσω από το μεγάλο αφεντικό θεό κρυμμένοι να κυβερνήσουν τους προσκυνήσαντες ανθρώπους.
Σωστά κάποιοι συζητούν για τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Όπως μάλιστα εξηγεί ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στην πραγματεία του «Περί Ψυχής και Αναστάσεως» 12, ο άνθρωπος έχει αληθινή συγγένεια με το Θεό, καθ’ ότι αποτελεί και ο ίδιος πρωτίστως «νου», «εικόνα». Ο Νύσσης σωστά μας καταθέτει έναν ακόμη συναισθηματικό λόγο που σε κάθε περίπτωση γεννά το μονοθεϊσμό. Ο άνθρωπος μέσα από την υπαρξιακή μοναξιά των ελληνιστικών χρόνων αλλά και των ρωμαϊκών, μέσα από τον απίστευτο συγκρητισμό ανατολικών και ελληνικών και άλλων θρησκειών θέλει κάπου να ακουμπήσει και λογικά και συναισθηματικά. Θέλει τόσο να νοιώσει έναν ανώτερο φίλο ο οποίος να ικανοποιεί όλα τα κριτήρια μιας ανωτέρας οντότητος όπως τα είχε θέσει ο Πλάτων. Η Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία παρέμεινε σε ένα απρόσωπο φιλοσοφικό επίπεδο ανάλυσης του θείου. Δεν θέλησε να κατεβάσει το θεό στη γη λες και πρόκειται για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον ιατρό που θα μας δώσει συμβουλές τι θα κάνουμε ή τι δεν πρέπει να κάνουμε στην οντολογική μας πορεία επί της γης. Η αφαιρετική διαδικασία γένεσης ενός θεού αποτελεί βαθυτάτη ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου, ο οποίος όλες τις ελπίδες του και τους φόβους του τους ανήγαγε σε ένα φανταστικό ον, στη βάση ότι το πλατωνικό αγαθό και ο αριστοτέλειος νους (πρώτον κινούν ακίνητον) θα μπορούσαν να αποκτήσουν μία ακόμα πιο συγκεκριμένη μορφή. Όπως από τα βάθη του απείρου εμφανίσθηκε ο άνθρωπος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μονοθεϊσμός είναι μία συνέχεια ή ακόμα και μία αντιστροφή της γένεσης. Ο άνθρωπος δημιουργεί το θεό διότι θέλει να εξωτερικεύσει όλες τις δυνάμεις του σε μία αντανακλαστική μορφή η οποία και θα τον βοηθήσει να νικήσει τους φόβους του και να προχωρήσει προς ένα ανώτερο κόσμο. Ίσως ο μονοθεϊσμός είναι μία οντολογική αναγκαιότητα. Ο άνθρωπος εξωτερικεύει σε μία άλλη οντότητα όσα ο ίδιος μπορεί αλλά δεν βούλεται να κάνει. Μόλις όμως ιδρυθεί ο μονοθεϊσμός σταδιακά ο άνθρωπος αρχίζει να παίρνει δυνάμεις, σκέψεις και ενέργειες από την θεία τράπεζα που δημιούργησε. Με αυτόν τον τρόπο κυριαρχεί στη γη, εσωτερικοποιεί το θεό, δυναμώνει βουλητικά, εκμεταλλεύεται με την επιστήμη και την τεχνολογία κάθε εκατοστό του πλανήτου.
Ο Σαρτρ μας αναφέρει ότι η πίστη σε μία άλλη ζωή είναι αυτή που φέρει το θάνατο σε αυτή την κατάσταση εδώ. Ένας θεός ο οποίος αφήνει τον άνθρωπο να βασανίζεται σε αυτή τη ζωή εδώ, δεν τον λυτρώνει από όλους του τους φόβους ασφαλέστατα είναι ένας σκληρός και άδικος θεός ο οποίος και θα πρέπει να πεθάνει. Τα λόγια του γάλλου φιλοσόφου μας αποκαλύπτουν όλο το κρυφό υπόβαθρο του μονοθεϊσμού και την κατάληξή του στην πλήρη εσωτερικοποίηση του εξωτερικά δημιουργηθέντος θεού από τον άνθρωπο ο οποίος με αυτόν τον τρόπο οντολογικά δυναμώνει. Το πρώτο βήμα ήταν η δημιουργία του θεού από τον άνθρωπο. Το δεύτερο βήμα η γνωριμία μαζί του μέσω των θρησκειών. Το τρίτο η απογοήτευση για τη συνεχιζόμενη δύσκολη και ανυπόφορη ζωή στη γη. Το τέταρτο η πλήρης εσωτερικοποίηση του θεού εκ μέρους του ανθρώπου άρα η πλήρης έλλογη ενδυνάμωση του ανθρώπου. Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν θα γινόταν εάν δεν είχε απομονωθεί ενικά ο μονοθεϊστικός θεός.
Ο Χάιντεγκερ επίσης αναφέρει: «Όπως συμβαίνει με τη σκέψη κάθε δημιουργικού συγγραφέα και η σκέψη του Χάιντεγκερ έχει την ιστορία της. Παρουσιάζει αδιόρατες – ενίοτε όμως πολύ ορατές – μετατοπίσεις, σαν αυτές των βουνών σε σχέση με το επίπεδο της θάλασσας. Τέτοιες αργές μετατοπίσεις έχει υποστεί και η αντίληψή του για το Είναι. Στο “Είναι και Χρόνος” ο όρος Sein (Είναι, Ον) χρησιμοποιείται με κάθε άνεση κατόπιν ωστόσο του φαντάζει πολύ “φιλοσοφικός” και προτιμάει το πιο αρχέγονο Seyn (Εόν), ύστερα χρησιμοποιεί το Sein αλλά με ένα Χ από πάνω του που το διαγράφει και το οποίο μαρτυρεί την αμηχανία της γλώσσας να ονοματίσει αυτό που “καλείται” Είναι.». Ο Γερμανός φιλόσοφος συζητεί για το αυτονόητο. Ποιο και πού είναι το Είναι. Ας φαντασθούμε κάποιον άνθρωπο να ευρίσκεται επάνω σε υψηλό βουνό και να ζαλίζεται από τη θέα του απείρου. Κατεβαίνει στην στάθμη της θάλασσας εκεί που βλέπει ανθρώπους και τον περιβάλλοντα κόσμο. Εκεί νοιώθει καλλίτερα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο αφηρημένος κόσμος του Είναι, ο οποίος είναι καθαρά αντικείμενο του ανωτέρου νοός, ζαλίζει και φοβίζει. Ο άνθρωπος σιγά αλλά σταθερά θέλει να στηριχθεί στο εμμενές και αισθητικά σταθερό. Θέλει συγκεκριμένους δρόμους να πορευθεί μέσα στο άπειρο όν. Επιθυμεί να χτίσει μία μικρή υπαρξιακή καλύβα η οποία θα τον ασφαλίσει απέναντι στην πλημμυρίδα του χάους. Ο μονοθεϊσμός είναι η απαρχή της υπαρξιακής αισθητικότητας του συγκεκριμένου. Ο άνθρωπος θέλει την αισθητική γνωστική ασφάλεια του συγκεκριμένου και για το θεό και για τη φύση και για τον εαυτό του. Ο Θεός είναι ένας και συγκεκριμένος, η φύση είναι δίπλα μου και εποπτεύεται, ο άνθρωπος επιθυμεί την μη ενορατική θέαση του Είναι αλλά τη συγκεκριμένη αυτογνωσία. Ο δρόμος είχε ήδη ανοίξει από το Σωκράτη μέσα από τους οριστικούς και επαγωγικούς λόγους. Αναφέρεται συγκεκριμένα από τον Αθηναίο σοφό (στην περίφημη βέβαια «Απολογία του»: «Γιατί να το ξέρετε καλά αυτά διατάζει ο θεός και εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερο καλό για την πόλη από τη δική μου δραστηριότητα στην υπηρεσία του θεού. Γιατί εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τριγυρίζω και να προσπαθώ να σας πείσω όλους, νέους και γέρους, να μη φροντίζετε πρώτα από όλα και με τόσο ζήλο για το σώμα σας και για τα χρήματά σας αλλά για το πώς θα κάνετε την ψυχή σας όσο το δυνατόν καλύτερη». Ο Σωκράτης, από τα χρόνια της Πολιτείας ακόμη, έχει καταστήσει σαφές ότι όλα είναι θέμα παιδείας. Η παιδεία νοείται ως ανάμνηση των ήδη υπαρχόντων ιδεών και αρετών και αξιών. Ούτως ή άλλως ο Αθηναίος σοφός με τους επαγωγικούς και οριστικούς λόγους του αποθέωσε το Εγώ, συνέλεξε τις ιδιότητες και τις αρετές που συναποτελούν την ανθρώπινη φύση, απέδωσε τα πάντα στην έννοια του θεού ως συνώνυμη έννοια του αγαθού. Μόλις κάποιες εκατονταετίες αργότερα ο Ιησούς δεν θα αναγάγει τα πάντα αυτής της διάστασης στη γνώση αλλά στην πράξη. Η μετεξέλιξη είναι πολύ απλή. Ήδη ο Θεός έχει αντικαταστήσει το άπειρο ον και έχει επιβάλει τις ιδέες του και τις αξίες του τις οποίες και θα πρέπει υποχρεωτικά να γνωρίζουν όλοι οι οπαδοί του μονοθεϊστικού ιουδαϊκού χριστιανισμού ώστε πλέον να τους ενδιαφέρει και μόνον η πρακτική και ηθική εφαρμογή τους. Εξάλλου δεν απέχει και πολύ από τη φράση του Σωκράτη, η φράση του Ιησού: «τι ωφελήσει τον άνθρωπο εάν τον κόσμον όλον κερδίσει αλλά απολέσει την ψυχή αυτού;». Η συγγένεια ίσως εξηγείται μέσα από το κοινό υποβαθρο του ιουδαϊκού πνεύματος που με τους Γεφυραίους είχε ταξιδεύσει προς την Αθήνα αλλά και από το γεγονός ότι στο μονοθεϊστικό περιβάλλον όλα γίνονται συγκεκριμένα και προβλέψιμα. Η ανθρώπινη ψυχή τώρα χάνει το οντολογικό και άπειρο υπόβαθρό της και μέσα στα πλαίσια του μονοθεϊσμού καθίσταται κάτι το πολύ εμμενές και καθοδηγούμενο. Ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει και να πράττει όσα ο θεός επιτάσσει. Η ψυχή δε ζει σε σχέση με το άπειρο αλλά με το συγκεκριμένο. Προκειμένου να ταξιδεύσει προς το αιώνιο πνεύμα, το θεό, πρέπει να διαφημίσει τα δικά του θελήματα. Στα πρώτα του βήματα ο μονοθεϊσμός είναι εξόχως πνευματικός και οδεύων προς τον κόσμο του θεού. Σταδιακά όμως αντικαταστάθηκε από την πολιτική μονοθεϊστική πραγματικότητα όπου ο πρόεδρος είναι ο εσωτερικός θεός και η παντοκρατορία της ύλης και της πλήρους ανθρώπινης κυριαρχίας – πολλές φορές του ενός ανθρώπου ενάντια στον άλλο – έχει εδώ και καιρό επιβληθεί.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν διαλύει το μονοθεϊσμό – ζώντας πριν από αυτόν, αν και τον φαντάσθηκε όταν μίσησε τον Πυθαγόρα για τη μισητή του πολυμάθεια η οποία πουθενά δεν οδηγεί τον άνθρωπο, λες και ήξερε ότι αργά ή γρήγορα στη θέση του πολυίστορος Πυθαγόρου θα εμφανιζόταν ο ιουδαίος πολύξερος θεός – καίγοντάς τον μέσα στη λάβα της πύρινης εσωτερικότητος, η οποία διαλύει ως κάτι το συνεχώς κινούμενο, κάθε τι το εμμενές και πρόσκαιρα ακίνητο – όπως ο θεός. Μόνο η δύναμη ως τέτοια υπάρχει και υφίσταται η οποία ταυτίζεται με το πυρ, διότι είναι συνεχής, επώδυνη, αποφασιστική, δημιουργική και τελικά καταστροφική για κάθε τι το παλαιό, για κάθε έννοια και αξία που κρατεί φυλακισμένο τον άνθρωπο. Αυτή η δύναμη δημιούργησε δημιουργεί και θα δημιουργεί κόσμους και θεούς, ανθρώπους και οντότητες άλλες όλων των ειδών τις οποίες δεν μπορούμε να φυλακίσουμε σε έννοιες.
Στην πορεία του χρόνου ο μονοθεϊσμός μέσα από τον πανέξυπνο τρόπο των εφευρετών του διαδόθηκε, ρίζωσε, κυβέρνησε μάζες και έφθασε στο σημαντικό πλήρωμα του χρόνου που δεν είναι άλλο από την πτώση της Πόλης το 1453. Η ανατολή είχε πλήρως κυριευθεί από τους μωαμεθανούς Οθωμανούς, οι άνθρωποι ελέγχονταν πλήρως. Συζητούμε για εκείνες τις περιοχές όπου ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε την έλλογη παρακαταθήκη των Ελλήνων. Ο κόσμος θα μπορούσε να ενωθεί κάτω από το φωτισμένο λόγο των απογόνων των ομηρικών ηρώων. Όμως οι μονοθεϊστικές ορδές των μουσουλμάνων σκλάβωσαν και έπνιξαν κάθε δυνατότητα έλλογης παγκοσμιοποίησης.
Το πλήρωμα του χρόνου ήταν πλήρως προσδιορισμένο. Ο χριστιανικός ανθρωπισμός του Βυζαντίου είχε αποθεώσει τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου σε σχέση με το θεό, τον εαυτό του και τον περιβάλλοντα κόσμο. Ο άνθρωπος πλέον είχε συνομιλήσει ως πρόσωπο με το θεό, δεν εφοβείτο το άπειρο και σκοπό είχε την έλλογη συναναστροφή του με τους άλλους και τον κόσμο. Πολύ απλά ήλθε ο καιρός η καινή διαθήκη να μεταλλαχθεί σε πολιτειακή δυνατότητα συνύπαρξης ελλόγων όντων κάτω από το νόμο και την υπακοή σε ό,τι λογική αρχή ο άνθρωπος θα θέσπιζε. Η μεγάλη αντιστροφή άρχισε όταν οι λόγιοι του Βυζαντίου ταξίδευσαν στη δύση όπου ο μονοθεϊσμός ήταν έτοιμος να χτίσει το αντεστραμμένο πολιτειακό και όχι θρησκευτικό αυτή τη φορά παλάτι. Ο ουρανός κατέστη γη, ο θεός επιστήμη, ο άνθρωπος ένα πλήρως εμπειρικό και προβλέψιμο όν. Εάν ο χριστιανικός μονοθεϊστικός ανθρωπισμός του βυζαντίου σκοπό είχε την ολοκλήρωση του κύκλου της γένεσης, παρόμοια εξελίσσεται και η δύση που στηρίζεται – δυστυχώς – στο μονοθεϊσμό. Η δύση σήμερα ολοκληρώνει το γήινο διαστασιακό κύκλο του ουράνιου μονοθεϊσμού με μόνη διαφορά ότι ο στίβος εφαρμογής έχει μεταφερθεί στη γαία, στον πλανήτη της κόρης του Κρόνου.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ο βυζαντινός χριστιανικός ανθρωπισμός σκοπό είχε να αποκαταστήσει τον πεπτωκότα άνθρωπο. Τον έκανε φίλο με το θεό, τον έπεισε για το κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση, του έδωσε το όνειρο της βασιλείας των ουρανών, του υποσχέθηκε την μετοίκηση στον κόσμο του ενός θεού. Ο κύκλος από το δημιουργό ιαχβέ μέχρι την άνοδο του πεπτωκότος Αδάμ στον παράδεισο μόλις είχε ολοκληρωθεί. Ένα μονοθεϊστικό μόνο γραμμάτιο έμενε απλήρωτο και δύσκολο στο να πληρωθεί. Ο άνθρωπος υπήρχε στη γη. Πώς θα επανέκαμπτε προς τον ουράνιο εδεμικό παράδεισο; Το σατανικό μονοθεϊστικό εκτυλίσσεται στις ημέρες μας και θα λέγαμε ότι είναι απλό στη σύλληψή του. Αρκεί βέβαια να γίνει γνωστό από τις καθεύδουσες μάζες.
Ήδη μέσα από τις μονοθεϊστικές θρησκείες της βίβλου, ο πλανήτης ελέγχεται συλλήβδην. Το πρόβλημα ήταν ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει συνεχώς δένδρα του καλού και του κακού που θέλει να τα καταβροχθίζει. Οι σοφοί του βυζαντίου είχαν σπάσει τα χριστιανικά δεσμά μέσα από την επιστροφή τους στα ιερά νάματα του Ελληνικού πνεύματος. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο, πιστό τέκνο της βύθισης ενός πνεύματος στη πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία και της ενασχόλησης με τον αποκρυφισμό και την οντολογική εσωτερικότητα, καίγεται από τους χριστιανούς του πάπα, διότι αρνείται να απορρίψει την αγάπη του για το άπειρο, τον πανθεϊσμό και την εσωτερική ενατένιση του παντός. Ο κίνδυνος είναι ορατός. Οι άνθρωποι έσπασαν το μονοθεϊστικό παραπέτασμα και μέσα από την ανακάλυψη της ελληνικής φιλοσοφίας υπήρχε η περίπτωση να ξεφύγουν προς τον άπειρο και πανθεϊστικό κόσμο του Αγαθού – τέτοιος όπως περιγράφεται στον Τίμαιο.
Οι εξουσιαστές δεν ησυχάζουν. Δημιουργούν την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση όπου συντελείται η πιο ανοίκεια τερατογένεση ενός δήθεν παντρέματος της χριστιανικής ατομικής πίστης με την αγάπη στην κλασσική εποχή. Φθάνει δηλαδή ο Βοκάκιος και ο Μποτιτσέλι για να μιλήσουμε ότι αναστήθηκε ο Πλάτων και ο Ηράκλειτος; Ή αρκεί ο Λούθηρος για να αποκαθαρθεί ο μονοθεϊστικός παπισμός; Όχι βέβαια, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει. Πολλή σημασία έχει ότι ο λεβιάθαν του μονοθεϊσμού αντρώνεται εις τη γη ως τέρας που αδηφάγα έφαγε τον ελληνισμό. Μέσα από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση και το Διαφωτισμό ο μονοθεϊσμός κατέλαβε πλήρως τη γη ελέγχοντας πλήρως το γήινο βασίλειο. Μέσα από την αντιστροφή των αξιών και την ανασηματοδότηση των ελληνικών εννοιών. Η γη κατέστη η κοινή πατρίδα όλων μέσα από ένα χαρούμενο ερωτισμό (οι τρείς χάριτες του Μποτιτσέλι αποτελούν τρανό παράδειγμα, όπως και ο Αδάμ που δεν ξεφεύγει προς το άπειρο των Ελλήνων αλλά τείνει χείρα προς τον ιαχβέ). Όλες οι ιδιότητες του ιαχβέ κληρονομήθηκαν στο αηδές προϊόν του αναγεννησιακού ελληνοχριστιανισμού. Ο άνθρωπος αγαπάει τη γη όπως ο Αδάμ και η Εύα αγαπούσαν τον παράδεισο. Πρέπει να υπάρχει μία κοινή αρχή ελεγξιμότητας (γρήγορα το κράτος κατέλαβε τη θέση του ιαχβέ και η επιστήμη τη θέση των αγίων και των αγγέλων). Το εμμενές και περιορισμένο, το καλό και το κακό, ο χώρος και ο χρόνος, η έννοια της αμαρτίας και της χάριτος απλά αντεστράφησαν. Η ύλη είναι το καλό, η ιδέα του απείρου το κακό, ο άνθρωπος ζει για το τώρα με την εμπειρία του στην οποία θα δώσει την ίδια ισχύ που είχε δώσει ο ιαχβέ στο νου των πρωτοπλάστων στον παράδεισο. Και εκεί έβλεπαν όσα επετρέποντο και εδώ βλέπουν όσα επιτρέπονται. Και στον παράδεισο και στη γη οι άνθρωποι ζουν σε σχέση – εκεί – με το θεό εδώ με το κράτος και το χρήμα και το life style (σήμερα ειδικά που μέσα από τη λαθρομετανάστευση ο μονοθεϊσμός ενώνει τους πάντες μπροστά στον επίγειο θεό της βιομηχανικής και ευημερούσης δύσης, ο θεός της παλαιάς διαθήκης επανέλεγξε όσα κινδύνευσε να χάσει.
Με ποιόν τρόπο. Ο άνθρωπος θεωρώντας ότι έχει μέσα του τη δύναμη του θεού, του φίλου Ιησού, του προσώπου της Καινής διαθήκης ουσιαστικά γίνεται ο νέος υπάκουος Αδάμ. Ως ιαχβέ δεν βλέπει το οντολογικό άπειρο αλλά όλα τα θεάται ως αντικειμενική δική του δημιουργία που του ανήκει. Ας προσέξουμε σε αυτό το σημείο.
Ο Αναγεννησιακός άνθρωπος δεν απελευθερώνεται μέσα στο Πλατωνικό και υπερπροσωπικό αγαθό αλλά ως επίγειος ιαχβέ νοιώθει δημιουργός που με το λόγο του θα ελέγξει τα πάντα όπως ο ιαχβέ ήλεγχε τα πάντα στον παράδεισο – μέχρι που γκρεμοτσάκισε τους πρωτοπλάστους. Με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος αργά ή γρήγορα θα αυτοπαγιδευθεί όταν πλέον δεν θα έχει τι άλλο να κάνει στον πλανήτη γη – νομίζουμε ότι σήμερα αυτό το στάδιο ζούμε. Διότι ελησμονήθη ο άπειρος και πλήρως εσωτερικός κόσμος του όντος που δεν γνωρίζει μορφές αλλά μόνο διαδοχή δυνάμεων.
Η μεγάλη όμως απάτη συνετελέσθη μέσα από τη διαδικασία της αφαιρετικότητας. Συνεχώς ο άνθρωπος ερευνά τις αρχές και τις αιτίες που κρύβονται – δήθεν – πίσω από τα φαινόμενα. Ενώ ο Πλάτων συζήτησε – μαζί με τον Ηράκλειτο – ότι όλα στη γη υπάρχουν στον κόσμο των ιδεών – (μέσα από τη δυνατότητα του κοινού λόγου) άρα κάθε ενασχόληση με τα φαινόμενα είναι πανάκεια, ο κεκαλυμμένος μονοθεϊσμός (ειδικά μέσα από τη φαινομενολογία του Χούσερλ, αποδομεί τα πάντα, διότι αργά ή γρήγορα ο άνθρωπος πρέπει να παραδεχθεί ότι μόνο ο κόσμος της γένεσης υπάρχει. Αν και το ον απλώνεται πέρα και μπροστά από όλα αυτά. Αλλά η άπειρος εσωτερικότητα είναι ο εχθρός αυτού του κόσμου και του μονοθεϊσμού.
Β.Δ.Μ.