Το έτος 363, μεσούσης της εκστρατείας των ρωμαϊκών στρατευμάτων στην Περσία, κατά την διάρκεια των συγκρούσεων μία λόγχη χτυπά πισώπλατα και σκοτώνει την τελευταία ελπίδα του αρχαίου κόσμου, τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Μέγα, γνωστό στους χριστιανικούς κύκλους ως «παραβάτη» (όπως αντιστοίχως σε νεώτερα χρόνια οι επίγονοί τους μαρξιστές χρησιμοποίησαν το επίθετο «αντιδραστικός» για όποιον δεν συστρατευόταν μαζί τους). Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα λεπτομέρειες περί του ανάνδρου δολοφόνου του αυτοκράτορος αλλά το πιθανότερο σενάριο είναι ότι επρόκειτο είτε για κάποιο χριστιανό ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος από την ανεξίθρησκη (και όχι φανατικώς χριστιανική, όπως θα επιθυμούσε) πολιτική του Ιουλιανού είτε για κάποιον δολοφόνο υποκινούμενο από την χριστιανική εκκλησία. Το σενάριο αυτό όχι μόνον δεν το διέψευσε η επίσημη χριστιανική εκκλησία αλλά διέδωσε με ευλαβή χαιρεκακία, και κατά τρόπο που ξεσκεπάζει όχι απλώς την εγγενώς ύπουλη φύση του χριστιανισμού αλλά και την απύθμενή του υποκρισία, πως ο αυτοκράτωρ δολοφονήθηκε από «άγιο». Πιο συγκεκριμένα η χριστιανική μυθοπλασία ανφέρει ότι ο «φιλεύσπλαχνος» «ιεράρχης» «Μέγας» Βασίλειος είδε ένα όραμα, στο οποίο ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξε τον προ εκατό ετών θανόντα «άγιο» και «μάρτυρα» Μερκούριο ως αυτόν που θα ανελάμβανε την αποστολή να σφάξει (αυτή την λέξη χρησιμοποιεί το χριστιανικό κείμενο) τον Ιουλιανό. Για να υποστηριχθεί ο εν λόγω ισχυρισμός, η χριστιανική μυθοπλασία προέβαλε το επιχείρημα ότι τα λείψανα του «αγίου» είχαν μυστηριωδώς εξαφανισθεί από το μέρος όπου εφυλάσσοντο, υπονοώντας δηλαδή ότι ο Μερκούριος σηκώθηκε από τον τάφο του (ως ζόμπι;) για να σκοτώσει τον αυτοκράτορα… Η μυθοπλασία αυτή δίδει αφορμή για το ξεσκέπασμα της προκλητικής χριστιανικής υποκρισίας εκείνης της περιόδου, περιόδου η οποία, σημειωτέον, εξαίρεται ως «ιδεατή» υπό της χριστιανικής θεολογίας.
Λίγα μόλις χρόνια πριν από την δολοφονία του Ιουλιανού, δηλαδή πριν από το διάταγμα των Μεδιολάνων, οι Ναζωραίοι εκλιπαρούσαν για ίση μεταχείριση με τους εθνικούς, καθώς και για ανεξιθρησκία – όμως, μόλις κατέλαβαν την εξουσία ξεκίνησαν μίαν απηνή κι ανελέητη εκστρατεία καταπνίξεως και εκριζώσεως του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου (δηλαδή των ανεκτικών ξενιστών της μεσανατολικής δογματικής προληπτικότητος!) και κάθε τι μη χριστιανικού, με πιο γνωστά θύματα (πέραν των ανυπολογίστων πολιτιστικών καταστροφών) τόσον τον Ιουλιανό όσο και την νεοπλατωνική φιλόσοφο Υπατία. Επίσης και ο βίαιος θάνατος της Υπατίας απετέλεσε, όπως και ο του Ιουλιανού, βαρύ πλήγμα για τον αριοευρωπαϊκό πολιτισμό και τον παραδοσιακό αρχαίο κόσμο. Στην περίπτωση της Υπατίας ένας άλλος μεγάλος «ιεράρχης» και «άγιος», ο επίσκοπος Κύριλλος της Αλεξανδρείας, υπεκίνησε τον Ιουδαιο-χριστιανικό όχλο της Αλεξανδρείας να την λυντσάρει, ίσως διότι το πνεύμα της παραήταν – όπως και του Ιουλιανού – φωτεινό και ως εκ τούτου ενοχλητικό για τα μέτρα και τα σχέδια του ιουδαιοχριστιανικού σκοταδισμού. Το μέγεθος της ιουδαιοχριστιανικής υποκρισίας αποκαλύπτεται τόσον από την δικαιολογία που προβλήθηκε αναφορικά με τον θάνατο του αυτοκράτορος Ιουλιανού, όσο και από την αντίφαση, να κηρύσσεται απ᾿ την μία μεριά η μη βία και ο ειρηνικός τρόπος ζωής και παραλλήλως να εμφανίζεται ένας άγιος (δηλαδή ένα πρόσωπο που θεωρητικώς θα έπρεπε να συμπυκνώνει πάνω του όλες τις χριστιανικές αρετές, όπως η φιλευσπλαχνία και η πραότητα) να βιαιοπραγεί και μάλιστα να σκοτώνει. Προφανώς θα ακολουθούσε το πνεύμα την Παλαιάς Διαθήκης, που εμφανίζει τον εκδικητικότατο κατά των εχθρών του Ισραήλ αιμοβόρο Γιαχβέ να σφάζει μέχρι και τα αθώα πρωτότοκα βρέφη των Αιγυπτίων…
Άν εξετάσουμε την ζωή και την προσωπικότητα του Ιουλιανού, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, παρατηρούμε ότι ήσαν ιδιαίτερα οδυνηρά, καθώς κατέστη μάρτυς της σταδιακής εξοντώσεως της οικογενείας του. Μαθήτευσε υπό την καθοδήγηση πλήθους δασκάλων, στους οποίους συγκαταλέγονταν τόσον εθνικοί όσον και χριστιανοί. Σε μετέπειτα φάση της ζωής του αναφερόταν στα χρόνια μελέτης του Ομήρου ως την χρυσή εποχή της παιδικής του ηλικίας, σε αντίθεση με τα φρικτά χρόνια (όπως ο ίδιος ανέφερε) που πέρασε δίπλα στον επίσκοπο Καππαδοκίας Γεώργιο. Σε πιο ώριμη ηλικία ήρθε σε επαφή με τον φιλόσοφο Αιδέσιο, ο οποίος με την σειρά του υπήρξε μαθητής του Ιαμβλίχου, και έτσι ήρθε σε επαφή με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, απορρίπτοντας οριστικά τον χριστιανισμό υπέρ της αρχαίας εθνικής παραδόσεως.
Σε ηλικία 24ων ετών εχρίσθη Καίσαρ και συμμετείχε σε πολλές μάχες εναντίον γερμανικών φύλων, με σημαντικότερη την νίκη του επί των Αλαμανών στην μάχη του Στρασβούργου. Κατά το τέλος της θητείας του ηγήθη επαναστάσεως εναντίον του αυτοκράτορος Κωνσταντίου αλλά, προτού συγκρουσθούν, ο Κωνστάντιος απεβίωσε, οπότε ο Ιουλιανός ανηγορεύθη αυτοκράτωρ. Οι Πέρσες όμως επετίθεντο, οπότε στις 3 Μαρτίου του 363 ο Ιουλιανός εξεκίνησε, επί κεφαλής του ρωμαϊκού στρατού της Αντιοχείας, εκστρατεία εναντίον των Περσών. Η εκστρατεία αυτή έμελλε να καταλήξει στην τραγική του δολοφονία λίγους μήνες μετά.
Η προπαγανδιστική χριστιανική ψευδολογία (ιουδαϊκό γνώρισμα) ονόμασε αυτόν τον έσχατο μαχητή του αρχαίου ελληνικού και εν γένει αρίου πνεύματος «παραβάτη» ή «αποστάτη», υπονοώντας κατ᾿ αυτόν τον τρόπο ότι ο Ιουλιανός υπεκίνησε διώξεις, βασανιστήρια, έκαψε χριστιανικούς ναούς κ.λπ., ενώ η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον των χριστιανών ήσαν η (απολύτως φυσιολογική) απαγόρευση σε αυτούς να διδάσκουν (δηλαδή, να διαστρέφουν!) την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Το μέτρο αυτό εκτός από πάρα πολύ εύλογο, αφού ακόμα και ένας καλοπροαίρετος χριστιανός δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει μια παράδοση η οποία ήταν αντιδιαμετρικώς αντίθετη από τις δικές του αρχές και ιδέες, ήταν και απολύτως επιβεβλημένο, αφού σκοπίμως και συστηματικώς οι χριστιανοί ψευδο-ιεράρχες δυσφημούσαν τις αρχαίες παραδόσεις. Αντιθέτως προς ό,τι έχει αφεθεί να υπονοείται, δεν απέκλεισε γενικώς τους νέους χριστιανούς από τη διαδικασία της παροχής διδασκαλίας.
Είναι δε κωμικός ο χαρακτηρισμός του ως “αποστάτου” ή “παραβάτου”, με το αιτιολογικό ότι ακριβώς ετήρησε και προστάτευσε την Παράδοση, σε μια τόσο τυρβώδη περίοδο κατακλυσμού από τα παλιρροϊκά κύματα του μονολιθικού δογματικού φανατισμού και της μισαλλοδόξου προληπτικότητος της βιαίως προελαυνούσης “νέας θρησκείας”.
Λίγα μόλις χρόνια πριν από την δολοφονία του Ιουλιανού, δηλαδή πριν από το διάταγμα των Μεδιολάνων, οι Ναζωραίοι εκλιπαρούσαν για ίση μεταχείριση με τους εθνικούς, καθώς και για ανεξιθρησκία – όμως, μόλις κατέλαβαν την εξουσία ξεκίνησαν μίαν απηνή κι ανελέητη εκστρατεία καταπνίξεως και εκριζώσεως του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου (δηλαδή των ανεκτικών ξενιστών της μεσανατολικής δογματικής προληπτικότητος!) και κάθε τι μη χριστιανικού, με πιο γνωστά θύματα (πέραν των ανυπολογίστων πολιτιστικών καταστροφών) τόσον τον Ιουλιανό όσο και την νεοπλατωνική φιλόσοφο Υπατία. Επίσης και ο βίαιος θάνατος της Υπατίας απετέλεσε, όπως και ο του Ιουλιανού, βαρύ πλήγμα για τον αριοευρωπαϊκό πολιτισμό και τον παραδοσιακό αρχαίο κόσμο. Στην περίπτωση της Υπατίας ένας άλλος μεγάλος «ιεράρχης» και «άγιος», ο επίσκοπος Κύριλλος της Αλεξανδρείας, υπεκίνησε τον Ιουδαιο-χριστιανικό όχλο της Αλεξανδρείας να την λυντσάρει, ίσως διότι το πνεύμα της παραήταν – όπως και του Ιουλιανού – φωτεινό και ως εκ τούτου ενοχλητικό για τα μέτρα και τα σχέδια του ιουδαιοχριστιανικού σκοταδισμού. Το μέγεθος της ιουδαιοχριστιανικής υποκρισίας αποκαλύπτεται τόσον από την δικαιολογία που προβλήθηκε αναφορικά με τον θάνατο του αυτοκράτορος Ιουλιανού, όσο και από την αντίφαση, να κηρύσσεται απ᾿ την μία μεριά η μη βία και ο ειρηνικός τρόπος ζωής και παραλλήλως να εμφανίζεται ένας άγιος (δηλαδή ένα πρόσωπο που θεωρητικώς θα έπρεπε να συμπυκνώνει πάνω του όλες τις χριστιανικές αρετές, όπως η φιλευσπλαχνία και η πραότητα) να βιαιοπραγεί και μάλιστα να σκοτώνει. Προφανώς θα ακολουθούσε το πνεύμα την Παλαιάς Διαθήκης, που εμφανίζει τον εκδικητικότατο κατά των εχθρών του Ισραήλ αιμοβόρο Γιαχβέ να σφάζει μέχρι και τα αθώα πρωτότοκα βρέφη των Αιγυπτίων…
Άν εξετάσουμε την ζωή και την προσωπικότητα του Ιουλιανού, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, παρατηρούμε ότι ήσαν ιδιαίτερα οδυνηρά, καθώς κατέστη μάρτυς της σταδιακής εξοντώσεως της οικογενείας του. Μαθήτευσε υπό την καθοδήγηση πλήθους δασκάλων, στους οποίους συγκαταλέγονταν τόσον εθνικοί όσον και χριστιανοί. Σε μετέπειτα φάση της ζωής του αναφερόταν στα χρόνια μελέτης του Ομήρου ως την χρυσή εποχή της παιδικής του ηλικίας, σε αντίθεση με τα φρικτά χρόνια (όπως ο ίδιος ανέφερε) που πέρασε δίπλα στον επίσκοπο Καππαδοκίας Γεώργιο. Σε πιο ώριμη ηλικία ήρθε σε επαφή με τον φιλόσοφο Αιδέσιο, ο οποίος με την σειρά του υπήρξε μαθητής του Ιαμβλίχου, και έτσι ήρθε σε επαφή με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, απορρίπτοντας οριστικά τον χριστιανισμό υπέρ της αρχαίας εθνικής παραδόσεως.
Σε ηλικία 24ων ετών εχρίσθη Καίσαρ και συμμετείχε σε πολλές μάχες εναντίον γερμανικών φύλων, με σημαντικότερη την νίκη του επί των Αλαμανών στην μάχη του Στρασβούργου. Κατά το τέλος της θητείας του ηγήθη επαναστάσεως εναντίον του αυτοκράτορος Κωνσταντίου αλλά, προτού συγκρουσθούν, ο Κωνστάντιος απεβίωσε, οπότε ο Ιουλιανός ανηγορεύθη αυτοκράτωρ. Οι Πέρσες όμως επετίθεντο, οπότε στις 3 Μαρτίου του 363 ο Ιουλιανός εξεκίνησε, επί κεφαλής του ρωμαϊκού στρατού της Αντιοχείας, εκστρατεία εναντίον των Περσών. Η εκστρατεία αυτή έμελλε να καταλήξει στην τραγική του δολοφονία λίγους μήνες μετά.
Η προπαγανδιστική χριστιανική ψευδολογία (ιουδαϊκό γνώρισμα) ονόμασε αυτόν τον έσχατο μαχητή του αρχαίου ελληνικού και εν γένει αρίου πνεύματος «παραβάτη» ή «αποστάτη», υπονοώντας κατ᾿ αυτόν τον τρόπο ότι ο Ιουλιανός υπεκίνησε διώξεις, βασανιστήρια, έκαψε χριστιανικούς ναούς κ.λπ., ενώ η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον των χριστιανών ήσαν η (απολύτως φυσιολογική) απαγόρευση σε αυτούς να διδάσκουν (δηλαδή, να διαστρέφουν!) την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Το μέτρο αυτό εκτός από πάρα πολύ εύλογο, αφού ακόμα και ένας καλοπροαίρετος χριστιανός δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει μια παράδοση η οποία ήταν αντιδιαμετρικώς αντίθετη από τις δικές του αρχές και ιδέες, ήταν και απολύτως επιβεβλημένο, αφού σκοπίμως και συστηματικώς οι χριστιανοί ψευδο-ιεράρχες δυσφημούσαν τις αρχαίες παραδόσεις. Αντιθέτως προς ό,τι έχει αφεθεί να υπονοείται, δεν απέκλεισε γενικώς τους νέους χριστιανούς από τη διαδικασία της παροχής διδασκαλίας.
Είναι δε κωμικός ο χαρακτηρισμός του ως “αποστάτου” ή “παραβάτου”, με το αιτιολογικό ότι ακριβώς ετήρησε και προστάτευσε την Παράδοση, σε μια τόσο τυρβώδη περίοδο κατακλυσμού από τα παλιρροϊκά κύματα του μονολιθικού δογματικού φανατισμού και της μισαλλοδόξου προληπτικότητος της βιαίως προελαυνούσης “νέας θρησκείας”.