-Ἥλιε μας, διῶξε πρὸς τῆς Μέκκας τὶς ἐρήμους
ἀπ᾿ τὴν θωριά μας ἡμισέληνο καὶ βεδουΐνους!
Το αληθές μήνυμα της σημερινής επετείου δεν είναι απλώς και άνευ εμβαθύνσεως η σηματοδότησις του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς το Βυζάντιον ή ορθότερον η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατὰ τὸ μέγιστον της διαρκείας της ουδεμίαν σχέσιν είχεν με τον πραγματικόν ελληνισμό. Αντιθέτως, κατά τα χίλια χρόνια του Βυζαντίου εδημιουργήθη ένας κίβδηλος ελληνισμός, εκ των υστέρων κληθείς «ελληνορθοδοξία», όστις έκτοτε παρουσιάζεται εις τας ελληνοφώνους μάζας ως φυσιολογική συνέχεια της αρχαίας κοσμοθεάσεως και δημιουργίας.
Ωστόσο, όπως πρόκειται να αναλυθή, η «ελληνορθοδοξία» και οι πολυσχιδείς συνέπειές της εν τω κοινωνικώ συνόλω υπήρξαν ο κύριος λόγος της πτώσεως του Βυζαντίου. Επί πλέον η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως κατέληξε στην πλήρη υποδούλωσι των εναπομεινάντων Ελλήνων υπό των Τούρκων, εν συνεχεία δε και πλείστων Ευρωπαϊκών χωρών και, ως εκ τούτου, δυνατόν ειπείν ότι η Κωνσταντινούπολις υπήρξε τότε πάντως το προπύργιον του ελληνισμού και, επομένως, ολοκλήρου της λευκής Δύσεως.
Πρωτίστως είναι αναγκαίον να εξετασθούν τα βαθύτερα και αληθή αίτια της καταπτώσεως του Βυζαντίου, καθώς εκείνα είναι, αναμφιβόλως, αρρήκτως συνδεδεμένα με την αποφράδα ημέρα της σημερινής επετείου.
Το Βυζάντιον εδημιουργήθη επί σαθρών θεμελίων και εξ υπαρχής εστερείτο εθνικής ταυτότητος. Συγκεκριμένως, δεν συνεστήθη βάσει ελληνικών αξιών αλλ᾿ εκείνων ενός μείγματος παρακμαζόντων και οριενταλικώς εκφαυλισμένων Ρωμαίων – οίτινες, αντιλαμβανόμενοι την επικειμένην λήξιν της κυριαρχίας της Ρώμης, ως εκ της συνεχούς ενδυναμώσεως των βορείων Γερμανικών φύλων, ωργάνωσαν την ανατολικήν αυτοκρατορία, ως υποκατάστατον της πάλαι ποτέ ενδόξου Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η μετατόπισις προς ανατολάς ενεσωμάτωσε μεν και ελληνικά στοιχεία αλλ᾿ ουδόλως ηδυνήθη να αναδημιουργήση μιαν αληθή ελληνική ψυχή. Ο κυριώτερος λόγος δια την απουσίαν πραγματικού ελληνισμού εν τη νεοσυσταθείση αυτοκρατορία ήτο η μείξις πλείστων φυλών και πολιτισμών, όπως Ρωμαίοι, Έλληνες, αυτόχθονες μικρασιάται, Αραβοσημίται κ.λπ., ήτις εκρίθη σκόπιμος δια την πρόχειρον σύστασιν του Βυζαντινού κράτους. Συνεπώς οι Έλληνες, ενώ ευρίσκοντο εις εθνική παρακμή ως εκ των συνεπειών της ολεθρίας εθνικής διασποράς και χαλαρώσεως των Ελληνιστικών χρόνων, ενετάχθησαν εις ένα εθνοφυλετικώς ουδέτερον πολυφυλετικόν κράτος, όπερ αποκλειστικόν σκοπόν είχεν την αποκατάστασιν των χαμένων εδαφών της ετοιμοθανάτου Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επομένως είναι πρόδηλον ότι η έλλειψις εθνικής ταυτότητος εν τω Βυζαντίω εσηματοδότησε μιαν ματαία και εθνοφυλετικώς ανερείδιστο κρατικήν οντότητα, ήτις δεν ηγωνίζετο υπό τα λάβαρα εθνοφυλετικής ουσίας και ταυτότητος αλλά προς αυτοσυντήρησιν μιας γραφειοκρατίας και διατήρησιν μιας μεμειγμένης ανομοιογενούς κάστας αλληλοσπαρασσομένων καιροσκόπων εις την εξουσίαν.
Εν συνεχείᾳ το πράγματι (ανουσίως) ιμπεριαλιστικό και ασύνεκτον κατασκεύασμα του Βυζαντίου, εδέχθη το σημαντικότερον ουσιώδες και θεμελιώδες πλήγμα όταν ο χριστιανισμός, εκμεταλλευθείς την ανομοιογένειαν και χαλαρότητα των πληθυσμών, υπό το δηλητηριώδες κάλυμμα της ήδη πλέον διεθνιστικώς δρώσης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παρεισέφρυσεν δίκην λυσσαλέας προλεταριακής παντιέρας εις το άχρωμον και ανερείδιστον εκείνο κράτος και, μέσῳ των καιροσκοπικών λαϊκιστικών υπολογισμών του “μεγάλου” εξωμότου της Παραδόσεως Κωνσταντίνου, ανήχθη βιαίως, άνωθεν επιβληθείσα, εις μοναδικήν επιτρεπομένην θρησκεία, ήτις και μέχρι της τελικής πτώσεως του Βυζαντίου ίστατο υπεράνω του κράτους, αποτελούσα και το μοναδικόν συνεκτικόν στοιχείον του υποκειμένου πολυφυλετικού μωσαϊκού: εντός του οποίου μάλιστα οι Έλληνες απετέλουν την εξ ορισμού ύποπτον και παραγκωνιστέαν ομάδα, ως εκείνην των φύσει Εθνικών, άρα εξ υπαρχής αντιχριστιανικώς διακειμένων, καθ᾿ ον βεβαίως βαθμόν διετήρουν ακεραίαν την ελληνικότητά των. (Πολυάριθμα τὰ ἀπροκάλυπτα “κατὰ Ἑλλήνων” κηρύγματα καὶ γραπτὰ τῶν χριστιανῶν “πατέρων”, ἄλλως τε!). Ακολούθως το ασύμμετρον τούτο χάος κατέληξε εις την πλήρη παρακμήν των πληθυσμών του Βυζαντίου, καθώς ηλλοίωσε την όποιαν εναπομείνασα αρχέγονον αρετήν των, εκτρέποντάς τους από αρχαίες παγανιστικές εναισθήσεις και την φυσικήν των και οικείαν κοσμικήν επίγνωσιν και ευσέβειαν.
Προσέτι μέσῳ του Βυζαντίου ο χριστιανισμός εξηπλώθη και καθ᾿ ολόκληρον την Ευρώπη, μεταδίδοντας την ψυχονοητικήν «Ανατολή» που εκπροσωπεί και εκφυλίζοντας δραστικώς και αποτόμως τους αμιγείς και ακμαίους ευρωπαϊκούς λαούς. Ωστόσο, λόγω της φυλετικής ομοιογενείας που υπήρχεν ακόμη στην Ευρώπη, ο χριστιανισμός ώς ένα βαθμό προσηρμόσθη εις την Αρίαν πραγματικότητα, εν αντιθέσει με το Βυζάντιον, όπου, εξαιρέσει μικρών κοινοτήτων ανά την ελληνικήν ύπαιθρον, εκυριάρχησε πλήρως έναντι των φυλετικώς ηλλοιωμένων, άρα ψυχικώς ρωγματισμένων, συγκεχυμένων και αβούλων μαζών. Ούτω, ο ψυχικός οριενταλισμός που έφερε ο χριστιανισμός, εκτός της πλήρους πολιτισμικής παρακμής, συνέβαλε τα μέγιστα και στον πολεμικόν ευνουχισμόν της Αυτοκρατορίας, καθώς αφήρεσε τα αληθώς άρια υγιή, φυσιολογικά πολεμικά ένστικτα συναισθήματα του στρατού, εκτοπίζοντάς τα με την οκνηράν οριενταλικήν χριστιανικήν ηθική της παραλύσεως και μοιρολατρικής παραδόσεως εις το μοιραίον (ή “το θέλημα του Κυρίου”) εν τω στρατεύματι. Το αρχικό βυζαντινό κράτος εχαρακτηρίσθη ιστορικώς ως το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής», δεικνύοντας κι έτσι την ουσιώδη αρχικήν απουσίαν ελληνικών στοιχείων.
Μόνον περί το 610 μ.Χ., επί δυναστείας Ηρακλείου, ήρχισεν η προσπάθεια δια την ενεργόν ενσωμάτωσι ελληνικών στοιχείων εν τη Αυτοκρατορία, πάντοτε βεβαίως υπό το πέπλον του χριστιανισμού. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπαθείας ήτο η περαιτέρω αλλοτρίωσις του ελληνισμού, όστις αναποφεύκτως θα επλήττετο και πάλιν υπό του χριστιανισμού, πλέον όχι μέσῳ σφαγών και μανιωδών καταστροφών καθώς έπαθεν υπό του Θεοδοσίου, αλλά μέσῳ μιας εγκληματικής επιβολής της ιουδαϊκής θεάσεως, της υπό του χριστιανισμού φερομένης. Αύτη ήτο η δευτέρα περίοδος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήτις και εχαρακτηρίσθη ως «εξηλληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής».
Είναι σημαντικόν να δειχθή ότι ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός είναι δύο έννοιες ασύμβατες, καθώς η μία ακυρώνει την άλλην. Ο ελληνισμός χαρακτηρίζεται από την ηλιακήν κοσμοθέασι του Ηρακλείτου, κατά την οποίαν «Πόλεμος πάντων πατήρ ἐστι», θεώρησιν που ενέχει εθνικήν κατεύθυνσι και αυτοπροσδιορισμόν είδους, εφαρμοσθέντα υπό ομαίμων, ομογλώσσων και ομοτρόπων. Αντιθέτως ο χριστιανισμός είναι ταυτόσημος προς τον δειλό πασιφισμό και τον εγγενή σκοτεινό διεθνισμό του μεσανατολίτου γυρολόγου μεταπράττου, υπάρχων άρα όλως ασύμβατος προς την ιεράν πράξιν του πολέμου, ως μοναδικού μέσου δια την πράσπισιν εθνικής ταυτότητος και ανεξαρτησίας – αλλά και, κατά τις ψυχικές και μεταφυσικές του διαστάσεις, διά την αληθή εσωτερικήν ευρωστίαν και ανάπτυξιν. Ούτω, τα στρατεύματα του Βυζαντίου κατ᾿ ουδέν ενεθύμιζαν τους ενδόξους στρατούς των Ελλήνων, οίτινες εμάχοντο μετ᾿ ανιδιοτελούς αὐτοθυσίας (κι όχι, φερ᾿ ειπείν, “γιὰ νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο”…) και κατά πολλαπλασίων βαρβάρων, επιδεικνύοντας αληθώς ολυμπιακό πολεμικό πνεύμα ανωτερότητος και ευγενείας.
Η ως άνω ηθική και κοινωνική παρακμή, εν συναρτήσει προς την ισχυροποίησιν των Οθωμανών, οδήγησε σταδιακώς εις την τελικήν πτώσιν του Βυζαντίου, με την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως το 1453.
Κατά τον 13ον αιώνα, συνεπείᾳ της ραγδαίας προελάσεως των Τούρκων και της αποτυχίας των Δυτικών Σταυροφοριών, το Βυζάντιον – και ιδίως η Κωνσταντινούπολις – κατέστη το προπύργιον της Ευρώπης έναντι του Ισλάμ. Καθώς η Αυτοκρατορία συνερικνούτο, μετωνομάσθη εις «ελληνικήν βυζαντινήν αυτοκρατορίαν», στοχεύουσα να ενώση τον (ἄλλοτε τρισκατάρατον και ύποπτον…) ελληνικόν πληθυσμόν υπό την δυναστείαν των Παλαιολόγων, ώστε και να υπερασπίσουν ούτοι τα τελευταία αμιγώς ελληνικά εδάφη. Εν ταυτώ η λευκή Ευρώπη, διχασμένη υπό του χριστιανισμού στις δύο εκκλησίες και παρά τον μέγιστον κοινόν φυλετικόν κίνδυνον υπό τα λάβαρα του Ισλάμ, δεν ηνώθη προς υπεράσπισιν την Ευρώπης – αλλά το βάρος έπεσεν εις τους ολίγους Έλληνας υπερασπιστάς της Κωνσταντινουπόλεως καί τινας εθελοντικάς ομάδας, κυρίως Λατίνων, Βαράγγων και Ιβήρων, εν μιά ηρωική πραγματώσει της κοινώς μαχομένης Φυλής μας, πέραν εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Η ιστορική καταγραφή του Φραντζή αποφαίνεται ότι οι υπερασπισταί της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν 5 χιλιάδες βυζαντινοί, κυρίως Έλληνες, και 2 χιλιάδες εθελονταί, οίτινες αντεμετώπισαν περί τις 100 χιλιάδες ανδρών του Μωάμεθ Β’! Ἐν όσῳ αναρίθμητοι βιοψυχικώς ευνουχισμένοι “ευσεβείς” νέοι προσεύχονταν παθητικώς στίς εκκλησιές και τα υπερπλήρη και πολυάριθμα μοναστήρια… Η εγκληματική απομόνωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό της εγωκεντρικής Καθολικής εκκλησίας, εν συνδυασμώ προς την προδοτικήν στάσιν (και τότε όπως και σήμερα!!!) της ανατολικής εκκλησίας υπό τον πατριάρχην Γεννάδιον (“κάλλιον τουρκικὸν φέσι παρὰ παπικὴν τιάραν”!!!), μετά της προαναφερθείσης βιοψυχικής παραλύσεως και αχρηστεύσεως υπό ψευδομεταφυσικά λάβαρα, ωδήγησαν μοιραίως εις την πτώσιν της Πόλεως και την επακόλυθον αθρόαν επέλασιν των Τούρκων εις την κεντρικήν Ευρώπη, ώστε μάλιστα κατά τον 17ο αιώνα και αυτή η Βιέννη να πολιορκηθή υπό των Τούρκων. Η σημαντικότης του Βυζαντίου κατά την προκειμένην περίοδο ήτο πλέον απολύτως εθνική και φυλετική, καθώς ολόκληρος η λευκή φυλή ηπειλείτο υπό του Ισλάμ, αποτελούντος φορέα αραβομογγολικών βαρβαρικών ορδών, οπότε τα εναπομείναντα Βυζαντινά εδάφη συνιστούσαν κυριολεκτικώς την ασπίδα της Ευρώπης.
Το αληθές μήνυμα της σημερινής επετείου κείται μακράν των ευήχων «εθνικιστικών» δοξασιών περί ανακυκλώσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποδεικνύεται κι εκεί ότι το μόνον θεμέλιον και σκοπός ενός αληθούς Κράτους δύναται να είναι η εθνοφυλετική ταυτότης και ο αγών προς την προάσπισιν και την ακεραίαν εκπλήρωσίν της, τα οποία προϋποθέτουν την πλήρη προσήλωσιν εις το προγονικόν έθνος και το αρχέγονον ίδιον ήθος και αρετήν. Ο πολυφυλετισμός, ο οριενταλισμός και ο χριστιανισμός αποτελούν στοιχεία εγγενούς και ανεπανορθώτου αλλοιώσεως και αλλοτριώσεως, που υπεβάθμισαν τους Έλληνες εις Ρωμιούς και εις ψοφοδεείς οριενταλίδας, χατζηαβάτηδες και κακομοίρηδες, εις πονηρούς ιδιοτελείς καραγκιόζηδες, καταλυτικώς επίσης δια της πνευματικής, ψυχικής και πολεμικής των ολιγωρίας συντελέσαντας και εις την ολικήν ευρωπαϊκήν σήψιν.
Το αληθές μήνυμα της σημερινής επετείου δύναται μόνον να συνοψισθή εις την ανάγκην ενώσεως και συνειδητοποιήσεως των Αρίων έναντι των αλλοφύλων αφηνιασμένων ορδών του Ισλάμ και οιουδήποτε άλλου οθνείου εισβολέως και παρασίτου, ώστε να διαφυλαχθή όχι μόνον η εθνοφυλετική ταυτότης και πνευματικότης του, αλλά και αυτή η ὐπαρξις και φυλετική συνέχεια του λευκού ανθρώπου.