29 Μαΐου, ημέρα αποφράς! Επέτειος της αλώσεως – το 1453 – της Κωνσταντινουπόλεως, επέτειος της πτώσεως του κέντρου της χιλιόχρονης, πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας (την οποία οι ιστορικοί ονόμασαν «Βυζαντινή»), που ξεκίνησε ως η χριστιανική μετεξέλιξη του ρωμαϊκού-πολυεθνικού κράτους για να καταλήξει να φαντάζει στην ιστορική συνείδηση του νεότερου ελληνισμού, ως η μεσαιωνική ελληνική αυτοκρατορία. Επέτειος, παράλληλα, ενάρξεως της ζοφερής περιόδου της υποδουλώσεως του ελληνικού έθνους, καθώς και άλλων λαών της ΝΑ Ευρώπης, στην οθωμανική εξουσία, στις δυνάμεις της βαρβαρικής Ανατολής.
Από τις πρώτες δεκαετίες της εμφανίσεως του Ισλάμ είχαν αρχίσει οι προσπάθειες καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς οι Βυζαντινοί (οι οποίοι στο Κοράνιο αποκαλούνται «Ρούμ», δηλαδή Ρωμαίοι) είχαν προσδιοριστεί ως «εχθροί της πίστεως», με τον Μωάμεθ να υπόσχεται στους οπαδούς του ότι η Πόλη θα γίνει δική τους!
H πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, που επέφερε ισχυρότατο πλήγμα, έλαβε χώρα το 674 μ.Χ., δηλαδή μόλις τέσσερις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Μωάμεθ. Η αυτοκρατορία, υπό τον Κωνσταντίνο Δ,΄ άντεξε ανέλπιστα, και, παρά τις απώλειες και τα πλήγματα που είχε υποστεί κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα, κατάφερε να ανασυγκροτηθεί, κυρίως χάρη στην αναδιάρθρωση του στρατιωτικού συστήματος που προέβλεπε την σύνδεση του στρατού με την γη, την οποία υπερασπίζονταν οι αγρότες-οπλίτες.
Αυτές οι μεταβολές οι οποίες ήταν ενταγμένες στην διοικητική μεταρρύθμιση του συστήματος των «Θεμάτων», οδήγησαν στην στρατιωτικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και την παύση της χρησιμοποιήσεως μισθοφορικού στρατού. Η οργάνωση σε κοινότητες επέτρεψε στην αυτοκρατορία να σταθεί στα πόδια της, γεννώντας μία σπουδαία στρατιωτική παράδοση, της οποίας το ηρωικό/μαχητικό πνεύμα αντανακλάται ως ανάμνηση στα θαυμάσια Ακριτικά τραγούδια. Μέχρι τον 11ο αιώνα ο Αυτοκράτωρ προστατεύει αυτό το σύστημα από τα κοντόφθαλμα, ωφελιμιστικά και καιροσκοπικά σχέδια των αδηφάγων γαιοκτημόνων και γραφειοκρατών. Ένεκα τούτων, η δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Μουσουλμάνους – το 717 μ.Χ. – αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και με μεγαλύτερη ευκολία, παρά το γεγονός ότι ο Αυτοκράτωρ Λέων Γ΄ (Ίσαυρος) μόλις είχε στεφθεί, σε μία εποχή ταραγμένη που είχε δει ήδη εντός έξι ετών να αναρριχώνται στον θρόνο πέντε διαφορετικοί αυτοκράτορες! Αυτή η πολιορκία μάλιστα, πλησίον, χρονικώς, της μάχης του Πουατιέ (732 μ.Χ.), δηλώνει τον καθορισμό των μεγίστων ορίων επεκτάσεως του Ισλάμ στην Ευρώπη, για τους επόμενους αιώνες, και του ορισμού φραγμών στα Ανατολικά και στα Δυτικά. Ενώ στα Δυτικά ο φραγμός διετηρήθη αρραγής, επιτρέποντας σταδιακά την έναρξη της αντεπιθέσεως στην Ιβηρική χερσόνησο, στα ανατολικά η Κωνσταντινούπολη έμελλε, επτά αιώνες αργότερα, όταν πια το βυζαντινό κράτος είχε αποδυναμωθεί και συρρικνωθεί δραματικά κατέχοντας πλέον μόνο την συμβολική αίγλη του άλλοτε μεγαλείου, να πέσει στα χέρια των Οθωμανών.
Η στρατηγική αξία του Βυζαντίου, ως ασπίδος της Ευρώπης έναντι του Ισλάμ που επί αιώνες κατόρθωνε να φράσει την είσοδο ασιατικών και μεσανατολικών φύλων σε αυτήν, έγινε αντιληπτή εκ των υστέρων, καθώς μετά την πτώση του, τα βασίλεια της κεντρικής Ευρώπης βρίσκονταν μέχρι και τουλάχιστον τον 17ο αιώνα υπό την συνεχή απειλή των μουσουλμανικών δυνάμεων, με αποκορύφωμα ίσως τις δύο πολιορκίες της Βιέννης, η πρώτη το 1529 που ταυτίζεται με την περίοδο μέγιστης ακμής του οθωμανικού κράτους και η δεύτερη το 1683 που σηματοδοτεί την αρχή της σταδιακής παρακμής του.
Η ημερομηνία της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως έχει βέβαια περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, αφού πολύ καιρό πριν την συγκεκριμένη ημερομηνία, οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Ευρώπη. Ο μελετητής ίσως απορήσει παρατηρώντας ότι η εν λόγω αποβίβαση, η οποία έλαβε χώρα γύρω στο 1350, έγινε με την βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα! Αυτό είναι ένα σημάδι μόνο της συγκεχυμένης καταστάσεως στην οποία είχε περιέλθει το Βυζάντιο κατά τους τελευταίους αιώνες της υπάρξεώς του, εκφράζοντας μία ιδιότυπη κρίση ταυτότητος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, καθώς και μεταξύ θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητος.
Η εξέταση, συνεπώς, των λόγων της πτώσεως δεν πρέπει να περιορίζεται στην εσφαλμένη εικόνα που έχει πιθανώς σχηματιστεί στην μέσο σύγχρονο Έλληνα, ότι επρόκειτο για μια ξαφνική κατάκτηση ενός υγιούς ελληνικού, (όπως παρουσιάζεται σήμερα) βασιλείου, λόγω μία επιδρομής βαρβάρων… Αυτή η εικόνα, πέρα από την απλοϊκή προσέγγιση, αποκρύπτει πικρές αλήθειες, οι οποίες καθόλου δεν συνάδουν με τον εν πολλοίς επίπλαστο μύθο του «πολιτισμένου και ένδοξου Βυζαντίου»…
Ιχνηλατώντας το υπόβαθρο της παρακμής, αξίζει να αξιολογήσει κανείς τις μεταβολές των αρχών του 11ου αιώνα, οπότε τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και οι παροιμιώδεις δολοπλοκίες της αυτοκρατορικής αυλής, που εμπλέκουν σειρά άβουλων αυτοκρατόρων, βασίλισσες (όπως η Ζωή) και ευνούχους, άφησαν ελεύθερο το πεδίο σε διαφόρους, διεφθαρμένους εν πολλοίς αυλικούς και τοπικούς ισχυρούς γαιοκτήμονες (“δυνατούς”), να προωθήσουν σειρά νόμων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους που συνέτειναν στην υπονόμευση του συστήματος των Θεμάτων, που από τον 7ο αιώνα αποτελούσε την ραχοκοκαλιά και την βάση της ισχύος της αυτοκρατορίας και το οποίο παρείχε στην αυτοκρατορία ένα σχετικά σταθερό στρατιωτικό σώμα, δεμένο με την γη την οποία προστάτευε. Αντ’ αυτού, η αριστοκρατία του πλούτου προτίμησε την δημιουργία μεγάλων εκτάσεων ιδιοκτησίας που οδηγούσε στην μετατροπή των αγροτών σε δουλοπαροίκους και οδηγούσε σε αύξηση των κερδών και της περιουσίας των ολίγων (και την συνακόλουθη αποδυνάμωση των ελευθέρων αγροτών που ως τότε αποτελούσαν την βάση του στρατού) εις βάρος της οργανικής συγκροτήσεως του κράτους. Για την άμυνα του κράτους άρχισε να καθίσταται αναγκαία η εκτεταμένη χρήση μισθοφόρων, μεταξύ των οποίων, στα ασιατικά εδάφη, ακόμα και των «Τουρκοπόλων» (!!!), ήτοι τούρκικης καταγωγής ανδρών, οι οποίοι, συν τω χρόνω, παρατηρώντας την οργάνωση και τις δομές του κράτους, λειτούργησαν ως πέμπτη φάλαγγα…
Το οξύ ζήτημα της διευθετήσεως της κατανομής των εκτάσεων γης, συνδεόταν αναπόδραστα με το ζήτημα των εκτάσεων γης που ανήκαν στην Εκκλησία. Με βάση τις εικονομαχικές αποφάσεις της συνόδου του έτους 754, υπό τον Κωνσταντίνο Ε’, θεμελιώθηκαν σκληρά μέτρα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύτηκαν από διωγμούς, εξορίες μοναχών και κλείσιμο πολλών μονών. Αυτά τα γεγονότα, στο πλαίσιο της εικονομαχίας, δείχνουν το εύρος της ζημίας που προκαλούσε η τεράστια περιουσία της εκκλησίας που σχετιζόταν με εδάφη γύρω από μονές. Μετά την ήττα των εικονομάχων, ο μοναχισμός συνέχισε ακμαίος καθώς είχε συσχετιστεί με τον αποκαλούμενο «θρίαμβο της Ορθοδοξίας». Η στάση λοιπόν του οργανισμού που διέθετε μεγάλες εκτάσεις γης ήταν λογικό να ωφεληθεί από τις αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά τον 11ο αιώνα.
Η επιρροή της Εκκλησίας ήταν δεδομένη τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, αλλά ενώ στην Ρώμη η κοσμική εξουσία βρισκόταν αρκετά μακριά από την έδρα του Πάπα, στο Βυζάντιο και οι δύο εξουσίες στεγάζονταν στην ίδια πόλη.
Καθώς η δύναμη της Αυτοκρατορίας προοδευτικώς μειωνόταν, ενέκυπτε το ζήτημα των συμμαχιών, το οποίο οι Παλαιολόγοι από την αρχή της διακυβερνήσεώς των, προσπάθησαν να επιλύσουν προσεγγίζοντας την Δύση, σε συνάρτηση με την προσπάθεια «Ενώσεως των Εκκλησιών». Έχει ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ηγεμόνας ο οποίος απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από την κατοχή των Λατίνων το 1261, ο Μιχαήλ Η’, προέβη λίγα χρόνια αργότερα, με την συνθήκη της Λυών, στην ένωση των εκκλησιών. Στη Λυών ήταν που, έπειτα από σειρά υποχωρήσεων σε εκκλησιαστικά θέματα, οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας υπέγραψαν, το 1274, συμφωνία ενώσεως με την Δυτική Εκκλησία. Επρόκειτο μία γενναία προσπάθεια να παραμερίσουν οι δυο χριστιανικές εκκλησίες (και κατά προέκταση οι βασιλείς και οι κρατικές οντότητες που επηρέαζαν) τις διαφορές και τους αμοιβαίους σκεπτικισμούς τους και να ενωθούν προς κοινή αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων.
Πράγματι, έναν αιώνα πριν την σύναψη της συνθήκης της Λυών, τόσο το Βυζάντιο όσο και η Δύση είχαν υποστεί σοβαρές ήττες: Η μάχη στο Μυριοκέφαλο της Μικράς Ασίας το 1176 σήμαινε το τέλος του ελέγχου των διαδρόμων της Ανατολίας από τα Βυζαντινά στρατεύματα, παραδίδοντας τον χώρο στους Σελτζούκους Τούρκους για να εξασφαλίσουν οι τελευταίοι τον πλήρη έλεγχο της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας. Επίσης, το 1187 στην μάχη του Χαττίν, η δύναμη των σταυροφόρων συνετρίβη ολοκληρωτικά από τον Σαλαδίνο, δίνοντας πρακτικά τέλος στα Λατινικά σταυροφορικά κράτη (πλην ορισμένων οχυρών που επεβίωσαν).
Το Ισλάμ από την αρχή του 13ου αιώνα βρισκόταν στην αντεπίθεση.
Η κίνηση του Μιχαήλ Η΄ για την Ένωση των Εκκλησιών υπήρξε (κρίνοντάς την εκ των υστέρων) πολιτικώς διορατική, αλλά η σφοδρή αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων υπό την καθοδήγηση αντιδυτικών εκκλησιαστικών παραγόντων οδήγησε μετά τον θάνατό του στην ακύρωση της συμφωνίας. Όταν ο Ιωάννης Η΄ προσπάθησε εκ νέου να επιτύχει την «Ένωση» το 1438 ήταν ήδη αργά: οι Τούρκοι ήλεγχαν σχεδόν όλο τον πρώην Βυζαντινό χώρο… Ο στείρος αντιδυτικισμός των φανατικών έχει διαχρονική παρουσία αφού μέχρι και σήμερα έχουν μεγάλη απήχηση διάφορες θεωρίες συνωμοσίας σύμφωνα με τις οποίες «η φθονερή παπική Δύση υπονομεύει την ορθοδοξία και τον ελληνισμό»…
Κατά το ταραχώδες διάστημα μεταξύ των δύο αυτών προσπαθειών, το όλο και περισσότερο συρρικνούμενο Βυζαντινό κράτος προσπαθούσε να ελέγξει τα εξ ανατολών τούρκικα στίφη ενώ παράλληλα οι βαλκανικοί λαοί, μεταξύ των οποίων οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι δημιουργούσαν αυτόνομα κράτη, με εθνική ταυτότητα. Η πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως κατευθυνόταν προς τον άξονα της πολώσεως της αντιπαραθέσεως με τον Πάπα με επίκεντρο το ερώτημα για το πια εκκλησία θα έχει υπό τον εκκλησιαστικό έλεγχο και την επιρροή της διάφορους λαούς της Ευρώπης στον ενδιάμεσο χώρο, π.χ. τους Κροάτες, αλλά και για «άκρως σημαντικά» θεολογικά και εκκλησιαστικά θέματα όπως το περίφημο filioque η για αν το πρόσφορο θα ήταν από άζυμο ψωμί ή όχι…
Παραδόξως η ορθόδοξη εκκλησία δεν φάνηκε να έχει τις ίδιες εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους προελαύνοντας Τούρκους. Ενόσω οι Τούρκοι εισέδυαν και προωθούνταν γοργά σε ευρωπαϊκές εκτάσεις, μοναστήρια αποσπούσαν από αυτούς φιρμάνια για ειδικά προνόμια, μετά από δήλωση υποταγής ή ακόμα μετά από «προφητείες» σύμφωνα με τις οποίες «θα καταφέρουν οι Τούρκοι να αλώσουν την Πόλη» (μαρτυρία του περιηγητού Robert Walpole). Στην Κωνσταντινούπολη η γνωστή φράση «καλύτερα σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική», φαντάζει σήμερα ίσως παράξενη αλλά φαίνεται ότι αντανακλούσε την πραγματική τάση, την οποία η Εκκλησία της Ανατολής περηφανεύεται (!) πως διαμόρφωσε. Όντως οι θεσμοί της Εκκλησίας μπορούσαν να επιζήσουν υπό τον Τούρκικο ζυγό, που ήταν γνωστό ότι ανεχόταν «απίστους» και όντως, όπως σήμερα γνωρίζουμε, η δύναμη του Πατριαρχείου δεν μειώθηκε, εφόσον δεχόταν την οθωμανική εξουσία. Ενδεχόμενη ένωση με την Δύση θα έσωζε ίσως το βυζαντινό κράτος, θα είχε όμως αντίκτυπο στην ισχύ και την εξουσία της εκκλησίας, κάτι το οποίο η εκκλησία δεν ήταν διατεθειμένη, καθώς φαίνεται, να θυσιάσει, έστω και αν το τίμημα θα ήταν η υποταγή στον βάρβαρο δυνάστη.
Η παρότρυνση του γνωστού λόγιου Γεωργίου Τραπεζουντίου στον Μωάμεθ Β΄ είναι πλήρως αποκαλυπτική της ανθελληνικής ψυχοσυνθέσεως των χριστιανοραγιάδων, αφού σε μια πραγματεία υπέρ της ένωσης Χριστιανισμού και Ισλάμ έφθασε να τον αποκαλέσει «Αμιρά Τουρκορρωμαίων»!!! Έκτοτε μπορούν να εντοπιστεί πλήθος αναφορών από την Εκκλησία και από (μόνο κατ’ όνομα) Έλληνες, σύμφωνα με τις οποίες, η εξουσία του Τούρκου ήταν «θεόσταλτη» ενώ η όποια «ένωση» με την Δύση απεκηρύσσετο μετά βδελυγμίας. Πόσο τραγικά φαντάζουν αυτά αν αναλογιστεί κανείς ότι συμβαίνουν το ίδιο χρονικό διάστημα οπότε στην Δύση ανατέλλει το πνευματικό-καλλιτεχνικό κίνημα της αρχαιοπρεπούς και Αναγεννήσεως…
Η επέτειος της Αλώσεως αποτελεί αφορμή για περισυλλογή, για αποτίμηση της ιστορικής βαρύτητος των παραγόντων που οδήγησαν σ’ αυτή και κυρίως για απόδοση της οφειλόμενης τιμής στην μνήμη όσων πολέμησαν με γενναιότητα τον Τούρκο, τον αλλόφυλο ασιάτη εισβολέα, κόντρα σε κάθε ελπίδα, αρνούμενοι να παραδώσουν αμαχητί το αρχαίο σύμβολο της Ευρωπαϊκής ακεραιότητας να πέσει άδοξα. Σύμφωνα με όσα μαρτυρούν οι χρονικογράφοι των γεγονότων της Αλώσεως, σχετικά με την σφοδρότητα των μαχών και τον ηρωισμό που επέδειξαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της βασιλεύουσας, το κατάφεραν! Την ώρα που αναρίθμητα μοναστήρια φιλοξενούσαν δούλους που άναβαν καντήλια, οι Έλληνες ενωτικοί καθώς και ευρωπαίοι πολεμιστές (Γενουάτες, Βενετοί, Βάραγγοι, κλπ), υπό την αρχηγία του ήρωος τελευταίου Αυτοκράτορος, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, διέσωζαν, με το παραδειγματικό τους τέλος, την τιμή της Αυτοκρατορίας και του Ελληνισμού, δείχνοντας ότι ακόμα και στις σκοτεινότερες ώρες των πιο σκοτεινών ημερών, δύναται να υπάρξει Φως….
Τιμή και δόξα στους πεσόντες της 29ης Μαΐου 1453!