Ἀντιλαμβανόμενοι τὸν ἐς ἀεί ἐπιταχυνόμενον ἐκφυλισμὸν τῆς Μουσικῆς καὶ τῆς συναφῶς συνεπομένης κυριαρχίας ἀρρώστων, ἀλλοτρίων καὶ ἄκρως διαβρωτικῶν διὰ τὴν ὑπόστασιν καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνος ρυθμῶν, προερχομένων εἴτε ἐξ Ἀνατολῆς καὶ Ἀραπιᾶς εἴτε ἐκ τῶν διεθνιστικῶν κέντρων παραγωγῆς «ποπ» σαβουροκουλτούρας, πάντως προξενούντων ἀνεπανορθώτους ψυχονοητικὰς βλάβας εἰς τὴν λευκὴν νεολαίαν, ἐγκαινιάζομεν τὴν παροῦσαν μουσικὴν ἑνότητα, ὅπου ἑβδομαδιαίως περίπου θὰ ἀναρτῶνται ᾆσματα ἀληθῶς Ἀρίου χαρακτῆρος, κυρίως παραδοσιακῆς καὶ κλασσικῆς γραμμῆς, ἐνδεχομένως συνοδευόμενα καὶ ὑπὸ ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφερουσῶν συναφῶν ἱστορικῶν πληροφοριῶν. Ἡ νέα ἑνότης στοχεύει εἰς τὴν ἐθνοφυλετικῶς σωστὴν μουσικὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν νεαρωτέρων ἰδίως ἐπισκεπτῶν τῆς σελίδος καὶ εἰς τὴν ἐν ταυτῷ ἀληθῆ ψυχικὴν ἀνάτασιν τῶν ἀναγνωστῶν μας μέσῳ μουσικῆς πράγματι ἀντανακλώσης τὸ ὀλυμπιακὸν πνεῦμα τῆς Φυλῆς μας.
Συνεπῶς ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐπετείου τῆς Ἐθνεγερσίας, ἐγκαινιάζομεν τὴν σειρὰν παρουσιάζοντες:
Τὸ Παλαμῆδι εἶναι φρούριο/φυλακὴ τοῦ Ναυπλίου ἀνεγερθὲν ὑπὸ τῶν Βενετῶν τῷ 1714, κατόπιν προηγηθείσης σφοδροτάτης μάχης κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῆς ἐν τέλει καταλήψεως τοῦ ὁμωνύμου λόφου, διαρκοῦντος τοῦ Βενετοτουρκικοῦ πολέμου. Ὁ λόφος τοῦ Παλαμηδίου ὑψοῦται εἰς τὰ 216 μέτρα ὑπεράνω θαλασσίας στάθμης καὶ ἡ ἀνάβασις πραγματοποιεῖται εἴτε μέσῳ τῆς ἁμαξιτῆς ὁδοῦ εἴτε μέσῳ τῆς μακρᾶς, περίπου χιλίων σκαλοπατιῶν σκάλας. Τὸ Παλαμῆδι κατελήφθη ὑπὸ τῶν Τούρκων τῷ 1715 κατόπιν ἀνατινάξεως τμήματος τοῦ φρουρίου.
Κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821 οἱ Τοῦρκοι ὠχυρώθησαν ἐντὸς τοῦ Παλαμηδίου ἕως τοῦ 1822, ὁπότε καὶ τὸ φρούριον ἀπηλευθερώθη ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων. Ὡστόσο, οἱ στίχοι τοῦ ᾆσματος ἀναφέρονται εἰς τὴν κατάληψιν τοῦ κάστρου ὑπὸ τοῦ Θεοδωράκη Γρίβα τῷ 1827, καθώς, μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἐπαναστάσεως τὸ Παλαμῆδι ἐλειτούργει ὡς φυλακή, εἰς τὴν ὁποίαν μάλιστα ἐνεκλείσθη ἐπὶ ἕνδεκα μήνας καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης…
Τὸ ᾆσμα προέρχεται ἐκ τῆς Ἀρκαδίας Πελοποννήσου καὶ χορεύεται εἰς τὰ βήματα τοῦ τσάμικου, εἰς ρυθμὸν 3/4.
Στίχοι:
Στ᾿ Ἀναπλιοῦ – γειά σας λεβέντες – στ᾿ Ἀναπλιοῦ τὸ Παλαμῆδι.
Στ᾿ Ἀναπλιοῦ τὸ Παλαμῆδι, ᾿κεῖ βροντάει τὸ καριοφύλι.
Τὸ βροντᾶν – γειά σας λεβέντες – τὸ βροντᾶν οἱ Μωραΐτες.
Τὸ βροντᾶν οἱ Μωραΐτες κι ὅλοι οἱ βαρυποινῖτες.
Τὸ βροντάει – γειά σας λεβέντες – τὸ βροντάει καὶ μιὰ γυναῖκα
τὸ βροντάει καὶ μιὰ γυναῖκα, ποὔχει χρόνους μέσα δέκα.
Τὸ βροντάει – γειά σας λεβέντες – τὸ βροντάει καὶ μιὰ δασκάλα,
τὸ βροντάει καὶ μιὰ δασκάλα ποὖναι ἄσπρη σὰν τὸ γάλα.
Στίχοι:
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερἠ, Πέφτη φαρμακωμένη
Παρασκευὴ ᾿ξημέρωσε – νὰ μὴ εἶχε ᾿ξημερώσει!
Τὸν Κατσαντώνη πιάσανε πέντε χιλιάδες Τοῦρκοι·
χίλιοι τὸν πᾶν᾿ ἀπὸ ᾿μπροστὰ καὶ δυὸ χιλιάδες πίσω.
Κι ὁ Κατσαντώνης ᾿φώναξε, κι ὁ Κατσαντώνης λἐγει:
“Βαστᾶτε Τοῦρκοι τ᾿ ἄλογα, λίγο νὰ ᾿ξανασάνω
νὰ χαιρετήσω τὰ βουνὰ καὶ τὶς ᾿ψηλὲς ραχοῦλες,
νὰ χαιρετήσω τὶς πλαγιές, τὶς δροσερὲς βρυσοῦλες.
Καὶ σεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα, παλληκαριῶν λημέρια
ἐγὼ σᾶς ἔχω μαρτυριά, ἐσεῖς νὰ ᾿μολογᾶτε,
τοὺς Τούρκους πῶς πολέμαγα καὶ πάντα τοὺς νικοῦσα.
Ν᾿ ἀφήσω διάτα στὰ παιδιά, στὸν Κώστα Λεπενιώτη
φωτιὰ νὰ βάλῃ στ᾿ Ἄγραφα, στὸ μέγα Μοναστῆρι
νὰ κάψῃ τὸν ἡγούμενο κι ὅλους τοὺς καλογήρους
ποὺ μὲ προδῶσαν ἄτιμα στοὺς Τουρκοαρβανίτες.