“Πλὴν τῆς ἀρχαίας ἁπλότητος καὶ λιτότητος
παρατηροῦμεν καὶ ἀκραιφνὲς νεωτερικὸν πάθος
καὶ σθένος ἀκαταδάμαστον εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια,
ὁποῦ ἡ γλῶσσα εἶναι ἔμπλεως ὁρμῆς
πρὸς ἀπόσεισιν τοῦ ξενικοῦ ζυγοῦ καὶ
ἀδιαλλάκτου μίσους πρὸς τοὺς ἀπίστους μουσουλμάνους.
Τὰ κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πὼς εἶναι χείμαρροι ἀφρισμένοι,
ἐκρέοντες ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη ἀλλ᾿ ἀπὸ
τοὺς βράχους τῆς Οἴτης καὶ τοῦ Ὀλύμπου”.
(Karl Mendelssohn-Bartholdy)
Ἠ συγκεκριμένη μουσικὴ ἀπόδοσις/παραλλαγή τοῦ ᾄσματος προέρχεται ἐκ τοῦ Ἀηδονοχωρίου τῶν νοτιοανατολικῶν Ἀγράφων.
Τίς ὁ Βασίλης τοῦ ᾄσματος τούτου δὲν εἶναι ἐξηκριβωμένον. Μία παραλλαγὴ λέγει αὐτὸν υἱὸν παπαδιᾶς ἀπὸ τὴν Ράψανην τῆς Θεσσαλίας, ἄλλη δὲ πατρίδα του μνημονεύει τὸ Πιρνάρι τῆς Ποταμιᾶς παρὰ τὴν Ἐλασσῶνα, ἡ μὲν τὸν θέλει σύντροφον τῶν Θεσσαλῶν Μάνταλου καὶ Μπασδέκη, ἡ δὲ τοῦ Μπουκουβάλα. Εἰς ἄλλην πάλιν παραλλαγὴν ἀντὶ Βασίλης ὁ κλέφτης ὀνομάζεται διὰ κοινοτέρου ὀνόματος, Δῆμος. Ἴσως ἐκ τούτων ἠδύνατό τις νὰ εἰκάσῃ ὅτι πρόκειται περὶ Θεσσαλοῦ κλέφτη τῶν ἀρχῶν τοῦ παρελθόντος αἰῶνος. Ἀλλ᾿ οἱοσδήποτε καὶ ἂν ἦτο, τὸ τραγοῦδί του μᾶς παρέχει φυσικὴν καὶ ἀπέριττον διατύπωσιν τῶν συναισθημάτων, τὰ ὁποῖα ἐπὶ τῆς τουρκοκρατίας παρώρμων τοὺς γενναίους ἄνδρας νὰ προτιμῶσι τὸν ἐλεύθερον βίον τοῦ κλέφτη εἰς τὰ βουνά. Καλλίστη διασκευὴ τοῦ ᾄσματος τούτου εἶναι τὸ ὑπὸ τοῦ Παύλου Λάμπρου ποιηθὲν “Μάννα σοῦ λέω δὲν μπορῶ τοὺς Τούρκους νὰ δουλεύω” ὅπερ,ὑποληφθὲν ὡς ἀκραιφνῶς δημῶδες, ἐδημοσιεύθη κατὰ πρῶτον μὲν ἐν τῇ συλλογῇ δημοτικῶν ᾀσμάτων τοῦ Σπ. Ζαμπελίου καὶ ὕστερον αὖθις πολλάκις.
γιὰ ν᾿ ἀποχτήσῃς πρόβατα, ζευγάρια κι ἀγελάδες,
χωριὰ κι ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νὰ δουλεύουν.
– Μάνα μου ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης,
νὰ κάμω ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νὰ δουλεύουν,
καὶ νᾆμαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι ᾿ς τοὺς γερόντους.
Φέρε μου τ᾿ ἀλαφρὸ σπαθὶ καὶ τὸ βαρὺ τουφέκι,
νὰ πεταχτῶ ᾿σὰν τὸ πουλὶ ψηλὰ ᾿ς τὰ κορφοβούνια,
νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνά, νὰ περπατήσω λόγγους,
νὰ βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνιων
καὶ νὰ σουρίξω κλέφτικα, νὰ σμίξω τοὺς συντρόφους,
ποὺ πολεμοῦν μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ μὲ τοὺς Ἀρβανίταις».
Πουρνὸ φιλεῖ τὴν μάνα του, πουρνὸ ξεπροβοδιέται.
«Γειά σας βουνὰ μὲ τοὺς γκρεμνούς, λαγκάδια μὲ τὶς πάχνες!
– Καλῶς το τ᾿ ἄξιο τὸ παιδὶ καὶ τ᾿ ἄξιο παλληκάρι»
Ὁ Κατσαντώνης, διάσημος κλέφτης τῆς Αἰτωλίας, Ἀκαρνανίας καὶ τῶν Ἀγράφων, συνῆψε πολλὰς μάχας πρὸς δερβεναγᾶδες τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ παρελθόντος αἰῶνος. Πρωτοπαλλήκαρον ὢν τοῦ Δίπλα, ἀνεγνωρίσθη κατὰ τὸ 1800 ὡς καπετάνιος ὑπὸ τούτου, ταχθέντος ὑπ᾿ αὐτόν. Ἡ περιφανεστέρα ἀνδραγαθία του ἦτο ὁ φόνος τοῦ προσφιλοῦς εἰς τὸν Ἀλῆν Ἀλβανοῦ Βελῆ-Γκέκα, ὁ ὁποῖος δι᾿ ἰσχυρᾶς δυνάμεως Ἀλβανῶν κατεδίωκεν αὐτὸν εἰς τὰ Ἄγραφα (1806). Τὸ ἐπόμενον ἔτος 1807 πάσχων ἐξ εὐλογίας καὶ νοσηλευόμενος εἰς τὴν θέσιν Μοναστηράκι τῆς Εὐρυτανίας, ὅπου εὑρίσκοντο καὶ πέντε μόνον ἐκ πάντων τῶν συντρόφων του, καταδοθέντος τοῦ κρησφυγέτου του, συνελήφθη αἰχμάλωτος ὑπὸ τοῦ Γιουσοὺφ Ἀράπη, φονευθέντων μετὰ πείσμονα ἄμυναν τῶν συντρόφων του καὶ τραυματισθέντος τοῦ ἀδελφοῦ του Γεώργη, τοῦ ἐπονομαζομένου Χασιώτη. Ἀπαχθεὶς δὲ εἰς Ἰωάννινα κατεδικάσθη ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ εἰς σκληρὸν θάνατον, διὰ σφύρας θλασθέντων τῶν ὀστῶν αὐτοῦ.
Α’
Αὐτοῦ ποὺ πᾶς μαῦρο πουλί, μαῦρό μου χελιδόνι,
νὰ χαιρετᾷς τὴν κλεφτουριὰ κι αὐτὸν τὸν Κατσαντώνη.
Πὲ του νὰ κάνῃ φρόνιμα κι ὅλο ταπεινωμένα,
δὲν εἶν᾿ ὁ περσινὸς καιρὸς νὰ κάνῃ ὅπως θέλει,
φέτος τὸ πῆρε γκέντσιαγας, τὸ πῆρε ὁ Βελῆ-Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ᾿ξακουσμένα.
Κι ὁ Κατσαντώνης τὤμαθε καὶ τὸ σπαθί του ζώνει,
καὶ παίρνει δίπλα τὰ βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει ᾿ς τὴν Τουρκιά, ᾿ς αὐτὸν τὸ Βελῆ Γκέκα.
«Ὅπου θὰ τἄβρῃ τὰ παιδιά, ἂς τἄβρῃ κι ἂς τὰ πάρῃ!»
Κι ὁ Βελῆ Γκέκας ἔτρωγε ᾿ς ἑνοῦ παπᾶ τὸ σπίτι.
Τρία κοράσια τὸν κερνοῦν κι οἱ τρεῖς ξανθομαλλοῦσαις,
ἡ μιὰ κερνάει μὲ τὸ γυαλί, ἡ ἄλλη μὲ τὸ κρουστάλλι,
ἡ τρίτη νἡ καλύτερη μὲ τἀσημένιο τάσι.
Κι ἐκεῖ ποὺ τρῶγαν κι ἔπιναν κι ἐκεῖ ποὺ λακριντίζαν,
μαῦρα μαντᾶτα τοὔρθανε ἀπὸ τὸν Κατσαντώνη.
“Νὰ βγῇς, Βελῆ μου, ᾿ς τ᾿ Ἄγραφα, νὰ βγῇς ν’ ἀνταμωθοῦμε.»
Κι ὁ Βελῆ-Γκέκας τ᾿ ἄκουσε, πολὺ τοῦ κακοφάνη,
᾿ς τὰ γόνατα σηκώθηκε καὶ τὸ σπαθί του ζώνει.
“Ποῦ εἶσαι, τσαούση ὀγλήγορε, μάσε τὰ παλληκάρια,
νὰ πᾶμε νὰ βαρέσουμε τὸν σκύλο Κατσαντώνη.”
Κι ὁ Κατσαντώνης πρόφτασε, κακὸ καρτέρι τοὖ᾿ειχε.
Ὁ Βελῆ Γκέκας πάει μπροστά μὲ ἕξ ἑφτὰ νομάτους.
“Ποῦ πᾶς, Βελῆ ντερβέναγα, ριτσάλη τοῦ βεζίρη;
-᾿Σ ἐσέν᾿ Ἀντώνη κερατᾶ, ᾿ς ἐσένα παλιοκλέφτη.
-Δὲν εἶν᾿ ἐδῶ τὰ Γιάννινα, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ ραγιᾶδες,
γιὰ νὰν τοὺς ψένῃς σὰν τραγιά, σὰν τὰ παχιὰ κριάρια,
ἐδῶ ᾿ναι λόγγοι καὶ βουνὰ καὶ κλέφτικα τουφέκια,
βαριὰ βροντοῦν, πικρὰ βαροῦν, φαρμακερὰ πληγώνουν.”
Τρεῖς μπαταριαῖς τοῦ ᾿ρίξανε, ᾿τὴν μιὰ μεριὰ ᾿ς τὴν ἄλλη
ἡ μιὰ τὸν πῆρε ᾿ξώδερμα, ἡ ἄλλη ᾿ς τὸ κεφάλι,
κι ἡ τρίτη νἡ φαρμακερὴ τὸν πῆρε ᾿ς τὴν καρδιά του.
Τὸ στόμα του αἷμα γέμισε, τἀχεῖλί του φαρμάκι,
κι ἡ γλῶσσα τ᾿ ἀηδονολαλεῖ, τὰ παλληκάρια κράζει:
“Ποῦ εἶσαι, τσαούση ὀγλήγορε, ἔλα, πᾶρ᾿ τ᾿ ἅρματά μου,
νὰ μὴ τὰ πάρῃ ἡ κλεφτουριὰ κι ὁ σκύλος Κατσαντώνης.”
Β’
Ἔχετε γειά, ψηλὰ βουνὰ καὶ δροσεραῖς βρυσούλαις,
καὶ σεῖς Τσουμέρκα κι Ἄγραφα, παλληκαριῶν λημέρια.
Ἄν δῆτε τὴν γυναῖκά μου, ἄν δῆτε τὸν ὑγιό μου,
εἰπέτε τους πὼς μ᾿ ἔπιασαν μὲ προδοσιὰ καὶ δόλο.
Ἀρρωστημένο μ᾿ ηὕρανε, ᾿ξαρμάτωτο ᾿ς τὸ στρῶμα,
ὡσὰν μωρὸ ᾿ς τὴν κούνια του, ᾿ς τα σπάργανα δεμένο.