ΟΙ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

«Ἡ δύναμις τῶν λέξεων συνδέεται μὲ τὰς εἰκόνας ποὺ προκαλοῦν τὴν ἀναπόλησίν των καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν πραγματικήν των σημασίαν. Αἱ λέξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι ἀνεπαρκέστερον προσδιωρισμένη, ἐνεργοῦν πολλάκις μὲ ἔντασιν, ὡς λ.χ. αἱ λέξεις «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», «ἰσότης», «ἐλευθερία» κ.λπ. τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι τόσο ἀσαφής, ὥστε ὁλόκληροι τόμοι δὲν ἀρκοῦν διὰ νὰ τὴν καθορίσουν. Καὶ ὅμως μία πραγματικῶς μαγικὴ δύναμις συνδέεται μὲ τὰς μικρὰς συλλαβάς των, ὣς ἂν περιεῖχον τὴν λύσιν ὅλων τῶν προβλημάτων. Συνενώνουν ποικίλους ὑποσυνειδήτους πόθους καὶ τὴν ἐπιθυμίαν πραγματοποιήσεώς των». 

Gustave Le Bon

 

Λέξεις παρηγοριάς, ελπίδος, επαναστάσεως, παραπλανήσεως…

 

Κι όμως ουδείς κατόρθωσε να δώσει τον ορισμό οιασδήποτε των εννοιών και λέξεων τούτων. «Ελευθερία» είναι μια λέξη, η οποία προϋποθέτει ότι υπήρξε ή υπάρχει ή δύναται να υπάρξει μία πραγματικότητα, εις την οποία υφίσταται καθ’ εαυτή η «ελευθερία». Τέτοια πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει, για τον απλούστατο λόγο ότι πάσα ελευθερία του ενός περιορίζει αναγκαστικά τις ελευθερίες των άλλων, διότι επί της ελευθερίας των άλλων πρόκειται ν’ ασκηθεί. Υπάρχουν στην πραγματικότητα «ελευθερίες» (στον πληθυντικό) αλληλοσυγκρουόμενες, αλληλοπεριοριζόμενες ή αλληλοκαταργούμενες αλλά δεν υπάρχει «ελευθερία». Έκ τούτων συνάγεται σε ποιές ακρότητες ανοησίας εξικνούνται οι ιδεολογίες και ουτοπίες όταν κάτι τόσον ανυπόστατο, όπως είναι η «ελευθερία», χαρακτηρίζεται προσθέτως και ως «ύψιστο αγαθό», ενώ πρόκειται περί απλής αξιολογικής κρίσεως. Η «ελευθερία» (στον ενικό) αποκαλύπτεται ως λέξη κενή, που περιλαμβάνει επιθυμίες και θυμικές παρορμήσεις παντός είδους. Σε μια ομήγυρη ανθρώπων που διεκδικούν την «ελευθερία» είναι αμφίβολο αν έστω δύο εξ αυτών αποδίδουν το ίδιο περιεχόμενο στην λέξη «ελευθερία», όπως και σε άλλες παρεμφερείς λέξεις. Στις εμπειρικές διαψεύσεις των μαζικών παραισθήσεων οφείλεται ο μηχανισμός της συνεχούς αλληλοεξοντώσεως των δημοκόπων προς μετατόπιση των ευθυνών κατά την Γαλλική Επανάσταση και στα πάλαι ποτέ κομμουνιστικά καθεστώτα.

 

Καθαρώς αξιολογική – και συνεπώς, ιδεολογική ή ουτοπιστική – κρίση είναι και η λέξη «Ισότητα». Εκτός του βασικού γεγονότος ότι η Ισότητα είναι αδύνατη, διότι θα αντέβαινε προς τον φυσικό και κοινωνικό διαφορισμό (ο οποίος στρέφεται κατά πάσης ισοπεδώσεως), απαιτείται, για τον προσδιορισμό της εννοίας της ισότητος, να δηλωθεί, ποιός, τί, ως προς τί και από ποιάς απόψεως, υπόκειται στην ισότητα. Και πάλι συνεπώς υπάρχουν «ισότητες» αλλά όχι «ισότης». Αλλά κι αυτή η περιβόητος ελευθερία πώς θα διετηρείτο, αν πράγματι εφηρμόζετο η ισότητα; Κάθε κίνηση της ελευθερίας ανατρέπει την ισότητα. Μία και μόνη μη ιδεολογική απάντηση είναι δυνατόν να λύσει τον αστικό τραγέλαφο: ότι «ελευθερία» και «ισότης» είναι ως λέξεις μεν κενές, ως έννοιες όμως είναι αντίθετες και, μάλιστα, αλληλοαναιρούμενες!

 

Άλλη θαυματουργός λέξη των ιδεολογιών και ουτοπιών είναι η λέξη «πρόοδος». Η λέξη αυτή έχει πραγματικό περιεχόμενο στις φυσικές επιστήμες, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια αξιολογικών κρίσεων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε μερικοί τεχνικοί, βλέποντας την φαυλότητα των πολιτικών-δημοκόπων αλλά και των διανοουμένων, να πιστεύσουν ότι μπορούν να λύσουν τα κοινωνικά προβλήματα διά μαθηματικών τύπων και ν᾿ αναλάβουν την διεύθυνση της κοινωνίας ως managers-τεχνοκράτες. Μεγαλύτερη όμως παραίσθηση εμφανίζουν αυτοί που πιστεύουν πράγματι στην «πρόοδο της ανθρωπότητος» ή άλλων αφηρημένων ανθρωπίνων σχηματισμών ή αφηρημένων εννοιών, που προέρχονται εκ των επιθυμιών και των ονείρων: ότι οι μεν το ονομάζουν «πρόοδο» ενώ άλλοι «οπισθοδρόμηση», οι μεν το ονομάζουν «ακμή» ενώ άλλοι «παρακμή».

 

Τέλος  κορωνίδα όλων των λέξεων αποτελεί η λέξη «δημοκρατία».

 

«Οἱ ἄνθρωποι τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ποὺ ἐφαντάζοντο ὅτι ἀντέγραφον τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας καὶ τοὺς Ρωμαίους, ἔδιδαν εἰς ἀρχαίας λέξεις νόημα, τὸ ὁποῖον ἐκεῖναι οὐδέποτε εἶχον. Ποία ὁμοιότης ἠδύνατο νὰ ὑπάρξῃ μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν θεσμῶν καὶ ἐκείνων ποὺ δεικνύουν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις; Τὶ ἦτο τότε δημοκρατία, ἂν ὄχι εἷς οὐσιαστικῶς ἀριστοκρατικὸς θεσμός, διαμορφωμένος ἀπὸ μίαν συνένωσιν μικρῶν δεσποτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκυριάρχουν ἐπὶ πλήθους δούλων;»

 

Οι διαφορές είναι πολύ περισσότερες και βαθύτερες (απ᾿ όσα αναφέρει παραπάνω ο Le Bon) και οι παραισθήσεις μεγαλύτερες: α) Οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν πρωτότυπα κατακτητικά φύλα, τα οποία έδωσαν εις εαυτά και μόνον την δημοκρατία, κατόπιν της κατακτήσεως βαρβάρων λαών. Ενώ οι αστοί της Ευρώπης ήσαν υποτελείς (επί φεουδαρχίας) και έλαβαν την «δημοκρατία» δι’ επαναστάσεως εναντίον μιας τάξεως απείρως ανώτερής τους. β) Οι Έλληνες καθιέρωσαν την δημοκρατία ως ελεύθεροι, ενώ οι αστοί ως απελεύθεροι (γεγονός τεραστίας σημασίας ως προς τα πλέγματα μειονεκτικότητος). γ) Ο δήμος περιελάμβανε μόνον τους ελευθέρους, όχι ολόκληρο τον πληθυσμό ή όλες τις τάξεις. Επομένως και η ψήφος ήταν μερική και άνιση. Σ’ αυτήν ακριβώς την άνιση ψήφο οφειλόταν η ποιοτική επιλογή σε όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Ενώ αντιθέτως στην αστική κοινωνία η ψηφοφορία περιλαμβάνει όλον τον «λαό», επομένως η ψήφος είναι γενική και ίση, άγουσα αδηρίτως προς ποσοτική μαζοποίηση και επομένως προς μίαν εξισωτική και προκρούστειο ποσοτικοποίηση ποιοτήτων και αξιών.

 

 

Ουδεμία συνεπώς εκ των εκπροσωπευτικών λέξεων-πασπαρτού της αστικής κοινωνίας – ελευθερία, ισότης, δικαιοσύνη, πρόοδος, δημοκρατία – είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοιαν της αρχαίας Παραδόσεως, αλλά ούτε και δυνάμει του Κόσμου.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

 

1) Gustave Le Bon. «Ψυχολογία των όχλων», «Ψυχολογία των επαναστάσων»

 

2) James Burnham. «Η επανάστασις των διευθυντών»

 

3) Werner Sombart. «Καπιταλισμός»