Το φθινόπωρο του 2017 προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το τελευταίο έργο του Μίκαελ Χάνεκε, “Happy End”. Αν και ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης θεωρείται από τις κορυφαίες μορφές της 7ης Τέχνης, η ταινία αυτή έτυχε περιορισμένης προσοχής και έλαβε μέτριες κριτικές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Οι βασικοί λόγοι για αυτό είναι, πρώτον ότι η ταινία όντως υστερεί συγκριτικά με προηγούμενες του Χάνεκε, όπως η “Λευκή Κορδέλα” και ο “Κρυμμένος”, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό αν αναλογιστούμε ότι ο Χάνεκε είναι πλέον 76 ετών, και δεύτερον και σημαντικότερο ότι το “Happy End” δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του μαρξιστικού κατεστημένου της Τέχνης. Συγκεκριμένα, όταν κατά την διάρκεια της κορύφωσης της λεγόμενης “μεταναστευτικής κρίσης” το 2015 κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Χάνεκε ξεκίνησε τα γυρίσματα ταινίας σχετικά με το “μεταναστευτικό” χρησιμοποιώντας ως υπόβαθρο την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στη “Ζούγκλα του Καλαί”, αμέσως δημιουργήθηκε ένα κύμα προσμονής στους κύκλους της “διανόησης”, καθώς αναμενόταν ότι η ταινία θα ανεδείκνυε το “δράμα των προσφύγων/μεταναστών” και θα λειτουργούσε ως προπαγανδιστικό εργαλείο για την ευκολότερη αποδοχή του ανεξέλεγκτου εποικισμού της Ευρώπης από τις αφροασιατικές μάζες. Η προσμονή αυτή βασιζόταν στην άστοχη κατηγοριοποίηση του Χάνεκε ως αριστερού καλλιτέχνη, η οποία με την σειρά της οφείλεται από την μία στο παράλογο σύγχρονο δόγμα ότι όλοι οι καλλιτέχνες, ως ευαίσθητοι και συναισθηματικοί που πρέπει να είναι, δεν μπορεί παρά να είναι και αριστερών πεποιθήσεων, και από την άλλη στην ιδιοφυή χειριστική ικανότητα του Χάνεκε μέσω της οποίας καταφέρνει να χειραγωγεί τους παρωπιδοφόρους “κριτικούς”, καλύπτοντας με ένα κουλτουριάρικο πέπλο τις πολυεπίπεδες ταινίες του. Όμως το “Happy End” δεν προβάλλει ταλαιπωρημένα γυναικόπαιδα, ούτε ασυνόδευτα θύματα πολέμων, ούτε ψυχικά τραυματισμένους νεαρούς, ούτε επιπλέοντα πτώματα παιδιών, παρά μόνο γιγαντόσωμους υποσαχάριους αφρικανούς… Δηλαδή δείχνει την αντικειμενική πραγματικότητα και όχι την κατασκευασμένη εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ, και γι᾿ αυτόν ακριβώς τον λόγο αντιμετωπίστηκε με αμηχανία και προσπεράστηκε βιαστικά.
Σε ένα πρώτο επίπεδο το “Happy End” παρουσιάζει μια βαθιά προβληματική μεγαλοαστική γαλλική οικογένεια, τα μέλη της οποίας, από τα νεώτερα ως τα γηραιότερα κρύβουν το νοσηρό τους ψυχισμό πίσω από τους φαινομενικά ευγενικούς τους τρόπους και την υλιστικά “επιτυχημένη” τους κοινωνική ζωή. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι ο γηραιός Ζορζ, πλούσιος επιχειρηματίας που έχει μεταβιβάσει την επιχείρηση στην κόρη του, τα παιδιά του, Τομά (επιτυχημένος ιατρός) και Αν (διευθύντρια της επιχείρησης), η κόρη του Τομά από τον πρώτο του γάμο, Ηβ, και ο γιος της Αν, Πιερ. Η οικογένεια αυτή αντιπροσωπεύει την κατεστραμμένη, βαριά άρρωστη, στα πρόθυρα του θανάτου, Ευρώπη. Ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας βρίσκουμε όλες σχεδόν τις καταστροφικές παθογένειες του σύγχρονου Ευρωπαίου: άκρατο, απογυμνωμένο από συναισθήματα, ναρκισσιστικό ατομισμό (Τομά), χυδαίο υλισμό και διεστραμμένο φεμινισμό (Αν), συμπλέγματα κατωτερότητας που τροφοδοτούν το μίσος προς την κοινωνία (Πιερ), ψυχοπαθητική αντικοινωνική συμπεριφορά (Ηβ), αυτοκτονικές τάσεις (Ζορζ και Ηβ), βαθύτατη υποκρισία και δουλική υποταγή στην πολιτική ορθότητα (όλοι).
Όμως η ταινία δεν αποτελεί απλά ένα σχόλιο πάνω στην παρακμή της Ευρώπης. Σιγά σιγά, από περίπου τα μέσα της ταινίας και μετά, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους, αρχικά σε δεύτερο πλάνο και σταδιακά όλο και πιο έντονα, οι “πρόσφυγες/μετανάστες” με την μορφή μιας ομάδας περιπλανώμενων νέγρων. Αν και η συνολική τους παρουσία στην ταινία καλύπτει ουσιαστικά τρεις μόνο σκηνές και διαρκεί μόλις λίγα λεπτά, ο ρόλος τους είναι κομβικός μια και αυτές οι τρεις σκηνές είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τον ξεπεσμό την Ευρώπης.
Σκηνή 1:
Ο Τομά, η Ηβ, και η νυν οικογένεια του απολαμβάνουν το θαλασσινό τους μπάνιο, μαζί με πολλούς άλλους ξένοιαστους Γάλλους αστούς, σε μια παραλία του Καλαί, δίπλα δηλαδή στην περιβόητη “Ζούγκλα του Καλαί” όπου ορδές αφρικανών είχαν μεταφέρει το χάος της αφρικανικής ηπείρου στην Ευρώπη. Καθώς ο Τομά προσπαθεί ψευδόμενος να αποκρύψει την διεστραμμένη εξωσυζυγική του σχέση από την Ηβ, η ομάδα των νέγρων περιπλανάται στην παραλία χωρίς να τυγχάνει καμίας προσοχής από τους λουόμενους. Καθώς λοιπόν οι Ευρωπαίοι είναι απασχολημένοι με τα ανόητα, κατασκευασμένα “προβλήματα” του ατομικού τους μικρόκοσμου και τις ανούσιες παροδικές υλιστικές τους απολαύσεις, ορδές αλλόφυλων εισρέουν στην Ευρώπη και σταδιακά την μετατρέπουν σε μια χαοτική αφροασιατική κόλαση.
Σκηνή 2:
Σε μια άκρως συμβολική σκηνή όπου δεν γίνεται αντιληπτός ο διάλογος αλλά είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει, ο γηρασμένος, ψυχικά και σωματικά πληγωμένος, καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, στα πρόθυρα της άνοιας και χωρίς καμία θέληση για ζωή George ζητάει από την ομάδα των περιφερόμενων υποσαχάριων αφρικανών να τον βοηθήσουν να αυτοκτονήσει, προσφέροντας τους μάλιστα το ακριβό του ρολόι ως αντάλλαγμα. Η γηραιά, παρηκμασμένη, χωρίς θέληση για ζωή δυτική Ευρώπη αυτοκτονεί μέσω της ραγδαίας φυλετικής αλλοιώσεως που επιφέρει ο εποικισμός από τις ορδές αφροασιατών, προσφέροντας τους μάλιστα ως αντάλλαγμα για υποβοήθηση στην αυτοκτονία, επιδόματα, διαμερίσματα, ασυλία στην εγκληματικότητα, εξωφρενική εύνοια σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό σε όλα τα επίπεδα, κι ένα σωρό άλλες υλικές ανέσεις!
Σε μια άλλη ιδιαιτέρως σημαντική σκηνή από απόψεως συμβολισμού, ο Τομά και η Αν επισκέπτονται την οικογένεια των Αλγερινών υπηρετών τους μετά από την επίθεση που δέχτηκε η κόρη των Αλγερινών από τον σκύλο της γαλλικής οικογενείας. Αν κι επιφανειακά δείχνουν να ανησυχούν για την κατάσταση του κοριτσιού, είναι σαφές ότι στην ουσία αδιαφορούν καθώς όχι μόνο προσπαθούν να υποβαθμίσουν το μέγεθος των τραυμάτων, αλλά εμμέσως, αν και πάντα ευγενικά, επιπλήττουν τους Αλγερινούς για την έλλειψη προσοχής που επέδειξαν. Η σκηνή αυτή αναδεικνύει τον ψυχοπαθητικό παραλογισμό των Ευρωπαίων σχετικά με την υποστήριξη, που συχνά φτάνει ως την λαγνεία, προς τους “πρόσφυγες/μετανάστες”. Παρά τις τιτάνιες προσπάθειες του συστήματος ώστε να πειστούν οι μάζες ότι η υποστήριξη αυτή προέρχεται από την αγάπη και την αλληλεγγύη προς τους συνανθρώπους, και ειδικά τους αδυνάτους, το όραμα ενός δίκαιου ειρηνικού κόσμου ισότητας, και άλλους τέτοιους πομπώδεις αντιφυσικούς ψευδοσυναισθηματισμούς, τα πραγματικά κίνητρα είναι τελείως διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, όλοι όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπέρ των “προσφύγων/μεταναστών”, όπως ο Πιερ και η Αν, αδιαφορούν πλήρως για τους ίδιους τους “πρόσφυγες/μετανάστες” καθώς το βασικό τους κίνητρο είναι είτε το συμπλεγματικό μίσος προς τις δυτικές κοινωνίες, στην περίπτωση του Πιερ και γενικά των αριστερών/αλληλέγγυων/αναρχικών, είτε η δουλική, φοβική υποταγή στην δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, στην περίπτωση της Αν, και γενικά της πλειοψηφίας των αστών. Επίσης, για κάποιες ομάδες ψυχικώς ισοπεδωμένων ατομιστών υπάρχουν και άλλα, καθαρά υλικά κίνητρα, όπως είναι η εύνοια του κατεστημένου και οι οικονομικές απολαβές που αυτή συνεπάγεται, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση διαφόρων πολιτικών, δημοσιογράφων, στελεχών ΜΚΟ, και άλλων άθλιων υποκειμένων.
Σκηνή 3:
Στο ιδιαίτερα εύστοχο κλείσιμο της ταινίας, ο συμπλεγματικός, ελλειμματικός, με βαθύ μίσος προς τον εαυτό του, Πιερ, προσκαλεί την ομάδα των νέγρων στην πλουσιοπάροχη δεξίωση που οργάνωσε η Αν με αφορμή την πώληση της επιχείρησης της. Ο στόχος του είναι βέβαια να καταστρέψει την δεξίωση και να πλήξει με αυτό τον τρόπο την μητέρα του, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τα προβλήματα του. Σε ένα σύντομο λογίδριο, ο Πιερ προσπαθεί να πείσει τους παρευρισκόμενους για το δράμα των “μεταναστών” από την Αφρική, οι οποίοι παρακολουθούν την όλη κατάσταση χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, πριν απομακρυνθεί βιαίως. Καθώς συμβαίνουν αυτά ο Ζορζ ζητάει από την Ηβ να τον συνοδεύσει και να τον βοηθήσει σε μια ακόμα απόπειρα αυτοκτονίας, αυτή την φορά μέσω πνιγμού στα νερά του Καλαί. Σε ένα από τα σημαντικότερα πλάνα της ταινίας, η Αν προσκαλεί τους νέγρους, οι οποίοι είχαν προσωρινά εκδιωχθεί, να καθίσουν σε ένα τραπέζι απολογούμενη για την συμπεριφορά της ίδιας και του γιου της! Οπότε, από την μια πλευρά έχουμε τους ψυχικώς αρρώστους, βαθιά συμπλεγματικούς αριστερούς αλληλέγγυους να χρησιμοποιούν τις ορδές “προσφύγων/μεταναστών” ως όπλο μαζικής καταστροφής στον διαρκή και μανιασμένο τους αγώνα για την ισοπέδωση του δυτικού πολιτισμού και την διάλυση των δυτικών κοινωνιών, τις οποίες θεωρούν υπεύθυνες για τα δικά τους ελλείμματα και τις δικές τους αδυναμίες, και από την άλλη τους υλιστές φοβισμένους αστούς που είναι έτοιμοι να φτάσουν σε ασύλληπτα άκρα παθητικότητος και γελοιότητος προκειμένου να μην χαρακτηριστούν “ρατσιστές” και να συνεχίσουν να απολαμβάνουν για όσο περισσότερο μπορούν τα οποιαδήποτε υλικά αγαθά τους προσφέρει το Σύστημα ώστε να τους διατηρεί σε μια μόνιμη κατάσταση ναρκώσεως και απαθείς. Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την συλλογική αυτοκτονία της Ευρώπης.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στο “Happy End” σκιαγραφείται άψογα το ψυχικό προφίλ των λεγόμενων “αλληλέγγυων”. Χαρακτηριστικές είναι οι εξής σκηνές:
Η Αν επισκέπτεται τον Πιερ για να του εκφράσει την ανησυχία της για την κατεύθυνση που έχει πάρει η ζωή του, καθώς ανάμεσα σε άλλα ο Πιερ αντιμετωπίζει και πρόβλημα αλκοολισμού. Ο προβληματικός, οκνηρός, ανίκανος και άχρηστος για εργασία Πιερ δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει τα προβλήματα του με την μητέρα του ώσπου κάποια στιγμή μετά την συνεχή της πίεση ομολογεί: “Είμαι ένα τίποτα”. Και αυτή του αποκρίνεται: “Είσαι τελείως άχρηστος”. Αυτή η φράση του Πιερ συμπυκνώνει τον ψυχισμό των αριστερών αλληλέγγυων, αναρχικών, αντιεξουσιαστών ή όπως αλλιώς ονομάζονται. Οι σαθροί αυτοί άνθρωποι νιώθουν, και στην πλειονότητα τους είναι, τιποτένιοι. Ανίκανοι όμως καθώς είναι για να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από την ανυπαρξία τους, καθώς κάτι τέτοιο απαιτεί σκληρό αγώνα, ακολουθούν τον εύκολο δρόμο της επιρρίψεως όλων των ευθυνών στη δυτική κοινωνία, στο δυτικό τρόπο ζωής, κτλ. τα οποία έπειτα πολεμούν λυσσαλέα να καταστρέψουν, προσδοκώντας στη δημιουργία μιας ισοπεδωμένης κοινωνίας όπου επιτέλους δεν θα νοιώθουν τιποτένιοι, καθώς όλοι θα είναι τιποτένιοι.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική για το μέγεθος την υποκρισίας και της κενότητας αυτών των ατόμων είναι η σκηνή όπου ο δικηγόρος της επιχείρησης, παρουσία της Αν και του Πιερ, εκβιάζει την σύζυγο και τον υιό ενός λευκού εργαζόμενου της επιχειρήσεως που έχασε τη ζωή του σε εργατικό ατύχημα να δεχθούν την αποζημίωση που προσφέρει η Αν και να μην προχωρήσουν δικαστικά. Ο εκβιασμός βασίζεται στον ξυλοδαρμό που υπέστη ο Πιερ από τον υιό του νεκρού εργάτη. Ο μεγάλος αγωνιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, των αλλόφυλων όμως μόνο, μένει σιωπηλός και συναινεί στον εκβιασμό στον οποίο προβαίνει το καπιταλιστικό σύστημα (εκφρασμένο από την Αν και τον μεγαλοδικηγόρο) προς τους λευκούς της λαϊκής τάξεως, για τα δικαιώματα της οποίας υποτίθεται ότι μάχεται. Ο μαρξισμός και ο καπιταλισμός προχωράνε χέρι-χέρι, όπως τους αρμόζει, στον αγώνα για την καταστροφή της Ευρώπης, η οποία Ευρώπη το μόνο που κάνει είναι απλά να συναινεί αυτοκτονώντας στα νερά του Καλαί. Το τέλος, μόνο ευτυχές δεν είναι.