Σωτήριον ἔτος 1453. Ἡ ἄλλοτε κραταιά, πλέον ὅμως θνήσκουσα αὐτοκρατορία περιστέλλεται εἰς τὰ περίχωρα τῆς δεινῶς πολιορκουμένης Κωνσταντινουπόλεως καί τινα ἐδάφη τῆς Πελοποννήσου (Μυστρᾶς).
Μία ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ καλουμένη Βασιλεύουσα τῶν πόλεων καὶ (διὰ κεφαλαίου πεῖ) Πόλις δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντιτάξῃ εἰς τὴν κατακλύζουσαν πληθὺν τῶν ὀθωμανικῶν στιφῶν, ὑπολογιζομένην εἰς δέκα μυριάδας ἀνδρῶν, παρὰ ἕνα ἀσήμαντον ἀριθμὸν μαχητῶν. Τὴν ἰδίαν αὐτὴν ἐποχὴν τὰ ἀπειράριθμα μοναστήρια εὐημεροῦν καὶ ἀσφυκτικῶς γέμουν ἀπολέμων ῥιψασπίδων φιλειρηνικῶν προσευχομένων…
Ὁ αὐτοκράτωρ ἀπεγνωσμένως στρέφεται πρὸς τὴν Δύσιν, μισούμενος ὡς «ἑνωτικὸς» ἐκλιπαρεῖ πρὸς συνδρομὴν ἀλλὰ ματαίως. Καὶ ὅτε τελεῖται ἡ καταμέτρησις τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Πόλεως, ἀναγκάζεται νὰ ἀποδεχθῇ τὴν οἰκτρὰν πραγματικότητα: ἡ πάλαι σφριγῶσα αὐτοκρατορία περιορίζεται τώρᾳ ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς πρωτευούσης καὶ εἰς τὰς αἰχμὰς ἑπτὰ χιλιάδων στρατιωτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων πέντε χιλιάδες ἦσαν βυζαντινοὶ καὶ δύο χιλιάδες (σχεδὸν τὸ τρίτον!) δυτικοὶ ὑπὸ τὸν Ἰουστινιάνην. Ὅμως ἡ στρατολόγησις ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ εἶναι ὅλως ἀδύνατος, οὕτω τὸ βάρος τῆς ὑπερασπίσεως πίπτει κυρίως ἐπὶ τοῦ τελευταίου.
Τὸ βράδυ τῆς 28ης Μαΐου ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ᾿ Παλαιολόγος, ὁ καὶ μητρωνυμικῶς καλούμενος Δραγάσης, ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς συμπολεμιστάς του. Ἐκφωνεῖ ἕνα εἰλικρινῆ καὶ ἔμφορτον συναισθήματος λόγον [http://users.uoa.gr/~nektar/history/2romanity/constantine_palaeologus_last_speech.htm]. Ἐξομολογεῖται τὸν χριστιανικόν του φόβον ὅτι αἱ ἅγιαι ἐκκλησίαι θὰ μετατραποῦν ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν εἰς «προσκύνημα βλασφημίας» καὶ «κατοικητήρια ἀλόγων καὶ καμήλων»…
Ἡ Ἱστορία διαθέτει λεπτὴν αἴσθησιν εἰρωνείας. Ἆρά γε ἐσκέφθη, κατὰ τὴν ὑστάτην ἐκείνην στιγμήν, ἐπὶ τίνος κόσμου τῶν ἐρειπίων ἐδομήθη ὁ ἰδικός του κόσμος, ἡ ἰδική του αὐτοκρατορία;
Καλεῖ τοὺς συντρόφους καὶ συμπολεμιστὰς νὰ ἐξαντλήσουν πᾶν βέλος καὶ ἀκόντιον ἐπὶ τῶν σωμάτων τῶν δυσσεβῶν «ἐχθρῶν τῆς ἁγίας πίστεως». Ὁ ἴδιος αὐτοκράτωρ, ὁ δυσαρεστήσας αὐτοὺς ὡς «ἑνωτικός», ὁ τὴν Δύσιν προσεγγίσας εὐελπιστῶν εἰς τὴν συνδρομήν της, τοὺς καλεῖ νὰ μὴ δειλιάσουν πρὸ τοῦ κτηνώδους πολιορκητοῦ, καθὼς μὲν ὑστεροῦν αὐτοὶ ἀριθμητικῶς ἀλλ᾿ οὐδόλως εἰς θάρρος καὶ γενναιότητα, ὄντες «ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες (: μεγαλόψυχοι, μεγάθυμοι)», ἀνέθηκαν δὲ τὴν τελευταίαν ἐλπίδα των «εἰς τὴν ἄμαχον (ἤτοι, ἀκαταμάχητον) δόξαν τοῦ Θεοῦ».
Πρέπει νὰ κατέλθουν εἰς πόλεμον μέχρι τελικῆς νίκης, νὰ ἐξέλθουν «ὡς ἐπὶ κυνήγιον» ἀγρίων χοίρων, ὥστε νὰ συνειδητοποιήσουν ἅπαξ διὰ παντὸς τὰ θρασέα καὶ αὐθαδιζόμενα ἐκεῖνα «ἄλογα ζῷα» ὅτι δὲν πολεμοῦν ἰσαξίους των ἀλλὰ Κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν καὶ «ἀπογόνους Ἑλλήνων»…
Ἐδῶ διαβλέπεται ἡ ἀστραπιαία ἐσωτερικὴ σύγκρουσις τοῦ «ἀπηγορευμένου». Τὸ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ὑπερβαλλόντως μέγα διὰ νὰ σηκωθῇ, ἔστω καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὑστάτην στιγμὴν τῆς ἑλληνοφώνου ἀν(τ)εθνικῆς ἀντιφυλετικῆς χριστιανικῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ Παλαιολόγος συνεχίζει: «μετὰ Κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων κ α ὶ Ῥ ω μ α ί ω ν ». Τὸ ἀπηγορευμένον περιστέλλεται καὶ ἐνοχικῶς ἐξελέγχεται ἀκόμη καὶ ἂν πρόκειται διὰ τὴν ἐσχάτην ἀναπνοὴν τοῦ χιλιοχρόνου κράτους, ὀλίγας μόνον ὥρας πρὸ τῆς Ἁλώσεως καὶ τοῦ τέλους.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπιλέγει τὸν ἀνδροπρεπῆ καὶ ἀντάξιον Βασιλέως καὶ Ἥρωος θάνατον καὶ παραδίδει τὸ πνεῦμά του μαχόμενος μέχρι τοῦ τέλους.
Οἱ κτηνάνθρωποι τῆς Ἀνατολίας, διογκούμενοι διαρκῶς εἰς ἰσχὺν ἰδίᾳ μετὰ τὴν ἧτταν τοῦ Μαντζικέρτ (Ῥωμανὸς Δ᾿ Διογένης, 1071), συντόμως θὰ καταλάβουν καὶ τὸν ὑπόλοιπον ἑλλαδικὸν χῶρον, ἡ δὲ ἰσλαμικὴ χατζάρα θὰ ἀπειλήσῃ νὰ πνίξῃ σύμπασαν τὴν Εὐρώπην.
Κατὰ τοὺς ἑπομένους ζοφεροὺς αἰῶνας νέα δεινὰ προορίζονται ὑπὸ τῆς Εἱμαρμένης διὰ τὸν Ἑλληνισμόν…
Ὡστόσο, πέραν καὶ ἀσχέτως συζητήσεων καὶ ἐξετάσεως τοῦ ἂν καὶ κατὰ πόσον ἡ ἀνατολικὴ χριστιανικὴ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία (Βυζάντιον) ὑπῆρξεν ἑλληνική, ὠφέλησεν ἢ ἔβλαψε τὸν Ἑλληνισμόν, ἰδίᾳ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ζωῆς της, πῶς νὰ μὴ τιμηθῇ ἡ ἡρωικὴ θυσία ἑνὸς Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου; Τοῦ ὁποίου ἡ στάσις ἅπαξ ἔτι ἐμπράκτως δεικνύει ἔτι ποία ἔξοδος ἐκ τῆς Ἱστορίας ἁρμόσσει εἰς ἀληθεῖς Ἡγέτας καὶ Ἄνδρας.
Οἱ αἰῶνες τῆς Ἱστορίας θὰ ᾄδουν ἀενάως τὸ ἡρωικὸν τέλος μεγάλων Ἀνδρῶν, τῶν ὁποίων αἱ τελευταῖαι λέξεις θὰ κραυγάζουν ἔξω τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου τὸ αἰώνιον καθῆκον:
«…κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» – ἤγουν, διότι πάντες, ἰδίᾳ βουλήσει, θὰ ἀποθάνωμεν καὶ δὲν θὰ λυπηθοῦμε τὴν ζωήν μας…