Ὁ Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας τὸ 1870. Ὁ πατέρας του, Μιχάλης Μελᾶς, διετέλεσε Δήμαρχος Ἀθηναῖων (1891-1894), ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα.
Ὡς γόνος ἠπειρωτικῆς οἰκογένειας μεγάλωσε μὲ τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη ἐνῷ πολὺ νωρὶς ἤδη ὁ πατριωτισμός του ἔστρεψε τὰ ἐνδιαφέροντά του πρὸς τὴν ὑπόδουλη Μακεδονία. Οἱ διηγήσεις ποὺ ἄκουγε καθημερινὰ ἀπὸ φίλους τῆς οἰκογενείας του γιὰ τὰ δεινοπαθήματα τῶν ἀδελφῶν Μακεδόνων ἦσαν ἐκεῖνες ποὺ τὸν ὁδήγησαν νὰ πάρῃ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀναμειχθῇ στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα.
Σπούδασε στὴν Σχολὴ Εὐελπίδων κι ἀπεφοίτησε ὡς Ἀνθυπολοχαγὸς τοῦ Πυροβολικοῦ. Νυμφεύεται κατόπιν τὴν θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἕλληνα πατριώτη Στεφάνου Δραγούμη ἀπὸ τὸ Βογατσικὸ Μακεδονίας, τὴν Ναταλία. Τὸ σπίτι τοῦ Δραγούμη αὐτὴν τὴν ἐποχὴ κατακλύζεται ἀπὸ πατριῶτες ἀξιωματικοὺς καὶ ὁπλῖτες προθύμους νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους γιὰ τὴν ὑπόθεση τῆς Μακεδονίας. Ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Δραγούμη, ὁ Ἴων, ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ὑπηρετεῖ στὸ Γενικὸ Προξενεῖο Μοναστηρίου καὶ ἱδρύει μυστικὴ ὀργάνωση μὲ τὴν μακεδονικὴ νεολαία. Ὁ Παῦλος Μελᾶς τρεῖς φορὲς ἐπεχείρησε νὰ εἰσέλθει στὴν Μακεδονία, μὲ σκοπὸ ν’ ἀναλάβει δράση κατὰ τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Τὴν πρώτη φορά, τὸν Μάρτιο τοῦ 1904, ἀνακαλεῖται ἡ ἀποστολή του μετὰ ἀπὸ παρέμβαση τοῦ Τούρκου πρέσβεως πρὸς τὴν κυβέρνηση στὴν Ἀθήνα, καθὼς τὸ ἐγχείρημα γνωστοποιήθηκε διὰ τοῦ τύπου ἀπό τὴν ἐφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” τῶν Ἀθηνῶν. Κι ἐνῷ ἡ φωτιὰ τοῦ πολέμου ἔχει ἀνάψει, διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τὸ τὶ αἰσθανόταν στὶς κρίσιμες αὐτὲς περιστάσεις.
Ἔγραφε λοιπὸν στοὺς γονεῖς του:
“Ἀγαπητοί μου γονεῖς,
…Ἂς σᾶς πῶ ὅτι ἡ φωτιὰ ἄναψεν ἐπὶ τέλους. Αἱ πυροβολαρχίαι μας εἶναι ἕτοιμοι ἀπὸ χθές. Ἔφυγαν ἤδη δύο. Ἡ δική μου φεύγει μετ’ ὀλίγον μὲ δύο ἄλλας διὰ τὸ Μπουγάζι. Ἔχομεν πλείστας ἐλπίδας ἐπιτυχίας…
Δι’ ἐμὲ μὴ ἀνησυχῆτε καὶ μὴ συλλογίζεσθε. Νὰ εὔχεσθε μόνον διὰ τὴν καημένην τὴν Πατρίδα. Ἡμεῖς θὰ κάμωμεν τὸ καθῆκον μας καλά.
… Ἄλλως τε λάβετε καὶ τὸ ἰδικόν μου παράδειγμα. Καθόλου, σᾶς ὁρκίζομαι, δὲν σκέπτομαι τὸν Μιχαλάκη μου. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Νάταν μου, τὴν διέταξα τὴν καημένην νὰ εἶναι ὑπερήφανη καὶ εὐχαριστημένη.
Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν εὐτυχίαν μου καὶ τὸν ἐνθουσιασμόν μου. Ἄν ὁ Θεὸς μᾶς βοηθήσῃ ὀλίγον, σύντομα θὰ λάβετε γράμμα μου ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην. Ὥστε θάρρος ἀγαπητοί μου γονεῖς, θάρρος καὶ πεποίθησιν, διότι καὶ ἂν νικηθῶμεν, θὰ νικηθῶμεν παλληκαρίσια..”
Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ μεταβαίνει στὴν Μακεδονία, μὲ τὸ ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, ἀφοῦ ἐξασφάλισε τρόφιμα, ὅπλα καὶ πολεμοφόδια γιὰ τὸν Ἀγῶνα, στὸ πρῶτο του γράμμα πρὸς τὴν Ναταλία γράφει:
“ Σοῦ στέλνω δύο φύλλα κυκλαμίνων τῆς Μακεδονίας. Εἴθε μιὰ νὰ ἔλθετε οἱ ἴδιες νὰ τὰ κόψετε. Ἡ ὡραιότης τῶν μερῶν τούτων εἶναι ἀπερίγραπτος. Τὶ λυπηρὸν νὰ εὑρίσκωνται εἰς τέτοια χέρια! “.
Τὴν 17η Ἰουλίου τοῦ 1904 ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σιάτιστας, ὅπου ἱδρύει τὴν “Ἐθνικὴ Ἐπιτροπή”, γράφει τὶς ἐντυπώσεις του: “ Διασχίζομεν τὴν κάτω συνοικίαν Γεράνειαν. Μᾶς κοιτάζουν μὲ περιέργειαν ὅλοι οἱ κάτοικοι, ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ ὡραῖα ἀναστήματα καὶ ὑπερήφανον ὄψιν… Μετὰ τὸ πρόγευμα ἐπήγαμεν ἀμέσως εἰς μίαν ἀπομακρυσμένη συνοικίαν, ὅπου μᾶς ἀνέμενε τὸ συμβούλιον τῆς ἀμύνης, ἕξ τὸν ἀριθμὸν, τρεῖς ἰατροί, τρεῖς καθηγηταί. Δὲν περιγράφεται ἡ συγκίνησις τῶν ἀνθρώπων, ὅταν μὲ εἶδαν. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος, βλέπων τόσα αἰσθήματα καλά, αἰσθανόμενος ὅτι θὰ ἐκτελεσθῇ μετ᾿ ὀλίγον τὸ ὄνειρον, διὰ τὸ ὁποῖον ἐργάζομαι, συνεκινήθην τόσον, ὥστε ἔχασα τὴν φωνή μου καὶ ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν ἠναγκάσθην νὰ διακόψω τὴν ὁμιλίαν μου. Ἐπὶ τέλους εἶπα καὶ εἰς αὐτοὺς ὅ,τι καὶ εἰς Κοζανίτας καὶ μὲ ἐνθουσιασμὸν τὰ παρεδέχθησαν”.
Στὶς 26 Αὐγούστου 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς ὁρίστηκε γενικὸς ἀρχηγὸς τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, τῶν Περιφερειῶν Μοναστηρίου καὶ Καστοριᾶς. Ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ κομιτᾶτο ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ σχηματίσθηκε στὴν Ἀθήνα λαμβάνει ἐνισχύσεις ἐπὶ κυβερνήσεως Θεοτόκη καὶ διέρχεται τὴν ἑλληνοτουρκικὴ μεθόριο.
Γράφει καὶ πάλι στὴν γυναῖκά του Ναταλία:
“Ἀναλαμβάνω αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν. Εἶχα καὶ ἔχω τὴν ἀκράδαντο πεποίθησιν, ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ νὰ σώσωμεν πολλά. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθῆκον νὰ θυσιάσω τὸν πᾶν…”
Ἕνα μήνα μετὰ τὴν τρίτην του μετάβαση στὴν Μακεδονία, μαζί μὲ τοὺς ἄνδρες του ἔπεσε σὲ ἐνέδρα στὴν Στάτιστα τῶν Κορεστίων (στὸ χωριὸ Μελᾶς), προδοθεὶς ἀπὸ τὸν διαβόητο κομιτατζῆ Μῆτρο Βλάχον. Κατὰ τὴν ἔνοπλη σύρραξη τραυματίζεται βαρύτατα. Πρόλαβε νὰ πῇ “στὴν μέση μὲ πῆρε παιδιά” καὶ εἰσῆλθε σ᾿ ἕνα σπίτι. Πονοῦσε καὶ παρακαλοῦσε τὰ παλληκάρια του νὰ τὸν σκοτώσουν γιὰ νὰ μὴν πέσῃ στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες, ἔτσι ὅπως ἦταν λαβωμένος, καὶ μετὰ λίγην ὥρα ξεψύχησε. Ἦταν 13 Ὀκτωβρίου 1904.
Πρὶν ὅμως ξεψυχήσῃ πρόλαβε νὰ μηνύσῃ στὸν ἐκ Φλωρίνης σύντροφό του Νίκο Πύρζα νὰ δώσῃ τὸν σταυρό του στὴν γυναῖκά του Ναταλία καὶ τὸ ντουφέκι στὸν γιό του, τὸν Μίκη. Οἱ σύντροφοί του τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ ἀκέφαλο ἔθαψαν τὸ πτῶμα του ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ μὴ ἀναγνωρισθῇ. Φοροῦσε τὸν μαῦρο μακεδονίτικο ντουλαμᾶ, σταυρὸ στὸ μέσον τῆς καρδιᾶς καὶ χοντρὰ τσαρούχια. Τὸ κεφάλι του θάφτηκε μεσάνυχτα σὲ ἀγρυπνία κάτω ἀπὸ τὴν Ἀγία Τράπεζα στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Πισοδέρι.
Γράφει ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς:
Σὲ κλαίει λαός. Πάντα χλωρὸ νὰ σειέται τὸ χορτάρι
στὸν τόπο ὁποὺ σὲ πλάγιασε τὸ βόλι, ὦ παλληκάρι.
Πανάλαφρος ὁ ὕπνος σου, τοῦ Ἀπρίλη τὰ πουλιά
σὰν τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ τ᾿ ἀκοῦς λογάκια καὶ φιλιά!
Καὶ νὰ σοῦ φτάνουν τοῦ χειμῶνα οἱ καταρράχτες,
σὰν τουφεκιοῦ ἀστραπόβροντα καὶ σὰν πολέμου κράχτες.
Πλατειὰ τοῦ ὀνείρου μας ἡ γῆ καὶ ἀπόμακρη. Καὶ γέρνεις
ἐκεῖ καὶ σβιεῖς γοργά.
Ἱερὴ στιγμή. Σὰν πιὸ πλατειὰ τὴν δείχνεις, καὶ τὴν φέρνεις
σὰν πιὸ κοντά!