Ὁμολογεῖται ὑπὸ πάντων ὅτι ἡ σκέψις εἶναι ἐλευθέρα καὶ ὀφείλει νὰ λειτουργῇ ἄνευ συναισθηματικῶν ἐμπλοκῶν. Τοῦτο εἶναι ὀρθὸν ὡς ἐξασφαλίζον διαύγειαν πνεύματος καὶ καθαρότητα θεάσεως.
Ὡστόσο εἰς τὴν σύγχρονον ἐποχὴν τῆς δῆθεν ἀπολύτου ἐλευθερίας καὶ ἐλευθέρας ἐκφράσεως τῶν ἰδεῶν ὑπάρχουν πάμπολλα προσκόμματα. Ἐξ αὐτῶν μέγα μέρος κατέχουν αἱ ἔννοιαι τῆς διαφορετικότητος-ἰδιαιτερότητος. Ὁσάκις ἡ διάνοια ἐπιχειρεῖ νὰ προσπελάσῃ τὸ ἀόρατον, ἀδιαπέραστον τοῦτο πλέγμα συναισθηματικῶν ἐνοχῶν ἐλέγχεται ὡς ἐξ αὐτοσυστολῆς καὶ αὐτολογοκρισίας.
Διευκρινίζονται ἀπολύτως τὰ ἑξῆς: οὐδεμία πρόθεσις ὑπάρχει προσβολῆς οἱουδήποτε «εὐαισθήτου» συνανθρώπου ἢ ἁπλῶς φορέως τῆς κρατούσης ἀπόψεως περὶ τοῦ ζητήματος ἀλλ᾿ αἱ γραμμαὶ αὗται σκοποῦν εἰς τὴν θραῦσιν αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἀδιοράτου ἀρρήκτου τείχους συναισθηματικῶν ἐνοχῶν. Ὁμοίως, ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιδιώκεται ἡ ἔγερσις μίσους καθ᾿ οἱουδήποτε ἀτομικῶς, ἔτι καὶ ἔχοντος στρεβλὴν φύσιν: κίνητρον τοῦ γράφοντος δὲν εἶναι τὸ μῖσος. Ἀφ᾿ ἧς ὅμως στιγμῆς ἡ ἀπὸ τοῦ φυσικοῦ ἀπόκλισις προσκτᾷ θεωρητικὸν ὑπόβαθρον καὶ προπαγανδιστικὴν διάδοσιν, ἀποτελεῖ χρέος ἀτομικὸν καὶ συλλογικὸν ἡ ἀπόκρουσίς της.
Τί σημαίνει λοιπὸν «διαφορετικότης» διὰ τὸν σημερινὸν ἀντίκοσμον τῆς ἀνεστραμμένης πραγματικότητος; Εἰς τίνας ἀποδίδεται αὕτη;
Ἔχει ἐπανειλημμένως παρατηρηθῆ ὅτι ἡ ἐξ ὁρισμοῦ της «προνομιοῦχος» «διαφορετικότης» ἐπιλεκτικῶς ἀποδίδεται/ἀναφέρεται εἰς δύο πρὸ παντὸς καταστάσεις: τῆς παρὰ φύσιν διεστραμμένης-ἀνωμάλου (κίναιδοι, λεσβίαι, “LGBT”, ἄφυλα ὄντα) καὶ τοῦ ἐλαττωματικοῦ καὶ ἀρρώστου (σύνδρομον Down, αὐτισμός, γενετικαὶ ἀνωμαλίαι κ.λπ.) – ἡ περὶ τῶν ὁποίων παραμικρὰ κριτικὴ ἢ ἀπὸ ὑγιοῦς ἀπόψεως ἀναφορὰ συνιστᾷ σήμερον ἀδιανόητον ἀνοσιούργημα, ἐπισῦρον ἀπερίφραστον ἠθικὴν μομφήν. Μία τυχαία δειγματοληπτικὴ παρατήρησις τὸ πιστοποιεῖ ἀπολύτως.
Ὅστις ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ ὑποστηρίζει θέσεις ὅλως ἀντιθέτους τῶν ἐν γένει κρατουσῶν, εἰσπράττει πάντοτε ἀπαξίαν, μειωτικοὺς χαρακτηρισμοὺς καὶ ὕβρεις, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἔχῃ ἀποδοθῆ εἰς αὐτὸν προσωπικῶς καὶ τὰς ἀπόψεις του ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ διαφορετικοῦ. Φαίνεται πὼς ἐδῶ αἴφνης αἱ διακρίσεις λειτουργοῦν – καὶ δὴ μόνον ἀρνητικῶς, μᾶλλον ἢ ὡς διάκρισις καὶ διακριτικὴ ἱκανότης, ἡ ὁποία καὶ πράγματι ἐνοχοποιεῖται διὰ τῆς θολῆς «κατὰ τῶν διακρίσεων» ῥητορικῆς…
Εἶναι λοιπὸν σαφῶς δεδομένον ὅτι τὸ πρᾶγμα ἔχει οὕτως: ἡ συγχωρητικῶς καὶ ἀνεκτικῶς νοουμένη προνομιοῦχος «διαφορετικότης» χαρίζεται μόνον εἰς τοὺς ἀρνητικῶς ἀποκλίνοντας.
Ὑγιὴς ὅμως διαφορετικότης καθ᾿ ἡμᾶς ὑπάρχει καὶ ἐκδηλοῦται μόνον ἐντὸς τῶν φυσικῶν-φυσιολογικῶν πλαισίων. Ὁ,τιδήποτε ἐκτὸς τούτων ἀποτελεῖ ἀπόκλισιν ἀπὸ τοῦ φυσικοῦ καί, συνεπῶς, παρὰ φύσιν καὶ ἄρνησιν τῆς φυσικῆς εὐροίας.
Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὰ ὑγιῆ ὅρια τῆς διαφορετικότητος; Ποῦ τελευτᾷ αὕτη; Τελευτᾷ εἰς τὴν γραμμὴν τὴν ὁριοθετοῦσαν τὴν ἐπικράτειαν τοῦ φυσικοῦ, διαχωρίζουσαν ταύτην ἐκ τῆς ἀντι-φυσικῆς, παρεκβατικῆς, καθοδικῆς, ἰσχυρῶς ἐντροπιακῆς καὶ ἀνωμάλου ἀποκλίσεως.
Μακροσκοπικῶς δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ ὅτι ἡ ὑγιής, ἀληθὴς διαφορετικότης διὰ τῆς ἐξασφαλιζομένης πολλαπλότητος ποιοτήτων ἐξυπηρετεῖ τὴν ἐξελικτικὴν πορείαν τῆς Γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν παρέκβασιν, ἥτις ἐνσαρκώνει βιασμὸν καὶ στρέβλωσιν τῶν φυσικῶν καὶ μεταφυσικῶν κοσμικῶν νόμων, σημαίνουσαν καταστροφικὴν ἀνισορροπίαν εἰς τὸ λεπτότερον ἐνεργειακὸν πεδίον. Ἐπὶ παραδείγματι, αἱ αὐθεντικῶς παραδοσιακαὶ διδασκαλίαι γνωρίζουν καλῶς τὴν ὑπὸ τῆς κιναιδίας προκαλουμένην ἐνεργειακὴν στρέβλωσιν καὶ ἀνισορροπίαν, τῆς ἀρσενικῆς ποιότητος (τοῦ γιάνγκ τῆς ἀνατολικῆς ὁρολογίας) αὐτοκαταστρεφομένης καὶ ἐκφυλιζομένης (πρβλ. «Κιναιδία καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐνεργειακὰ κέντρα»). Ἀλλὰ ἡ κιναιδικὴ «ἰδιαιτερότης» ἔχει ἐκτεθῆ λεπτομερῶς εἰς προηγούμενα δημοσιεύματά μας ἀφ᾿ ἑνός, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ καθημερινῶς τόσον ἀηδιαστικῶς μᾶς περιβάλλει, ὥστε ἡ περαιτέρω ἀναλυτικὴ εἰς αὐτὴν ἀναφορὰ περιττεύει.
Ἡ φυσικὴ κατάστασις τῆς φυσικῆς ἁρμονίας καὶ τῆς ἀρχετύπως κανονικῆς ἐνεργειακῆς ῥοῆς, ἀποτελούσης ἰδεῶδες πρότυπον τελειώσεως κατὰ τὴν ἔμμετρον κοσμικὴν τάξιν, ὑπὸ τῶν ψυχικῶς νοσούντων ἰδεοληπτικῶν θεωρεῖται ἀποκρουστέα καὶ ἀπορριπτέα, ἡ δὲ ὐπὸ τῶν βασικῶν ὑγιῶν ἐνστίκτων ῥωμαλέα ἀντίθεσις πρὸς τὴν ἀντιστροφὴν ἐκείνης τῆς ἀνωτέρας τάξεως, ἀποτελοῦσα τὴν βάσιν τῆς ἀναπτύξεως τῶν Ἐθνῶν, σκιαγραφεῖται περίπου ὡς ἀνιαρῶς τετριμμένη κατάστασις ἐν σχέσει πρὸς τὰς παντοίας παρεκκλίσεις καὶ διαστροφάς – τὰς ὁποίας ἀπεναντίας ἐμφανίζουν ὡς συναρπαστικὰς καὶ καταλαμπούσας «ἰδιαιτερότητας», ὡς ἐὰν δηλαδὴ αὗται ἀπετέλουν καὶ στοιχεῖα ὑπεροχῆς!
Πρὸ ἐτῶν ἐκφωνητὴς τῆς τελετῆς ἐνάρξεως ἀγώνων «special Olympics» ἀπευθυνόμενος εἰς παρισταμένους συγγενεῖς, προέδρους συλλόγων καὶ σωματείων, δημοσιογράφους, κληρικοὺς καὶ διαφόρους εὐαισθήτους ἀνθρωπιστάς, «εἰδικοὺς παιδαγωγούς», προφανέστατα νοσῶν καὶ αὐτός, εἶπεν ὅτι τὰ παιδία ταῦτα «ἀποτελοῦν τὴν ζῶσαν ἐκδήλωσιν διαφορετικότητος ἐντὸς ἑνὸς … ἀσφυκτικοῦ πλαισίου κανονικότητος (!!!)», τῶν ὁποίων μάλιστα ὁ ῥόλος εἶναι ζωτικὸς πρός … «ἐμπλουτισμὸν» κοινωνικόν!
Παρατηρεῖται δηλαδὴ ὡς ἔσχατον σύμπτωμα ἀντιστροφῆς ἀξιῶν καὶ ἐσωτερικῆς καταπτώσεως ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀποκαθήλωσις τῶν ἰδεωδῶν καὶ προτύπων ῥώμης, ἀγῶνος, ἀνδρείας, ἀρετῆς, ὑπερβάσεως καὶ ὑπεροχῆς, ὅπως ταῦτα μάλιστα ἐξόχως ἀπετυπώθησαν ὡς διαχρονικῶς καταλάμποντα αἰώνια πρότυπα ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητος, ἀπὸ τῶν πρώτων βορεινῶν ἐπηλύδων καὶ τῶν ἡρώων τῆς Ἰλιάδος μέχρι τῶν Αἰσχυλείων προτύπων καὶ τῆς ἐποποιοῦ Μακεδονικῆς ἀλκῆς, ἀλλ᾿ ἔτι περαιτέρω ἡ κατάπτωσις ἐγκαθιδρύεται παρῳδιακῶς πλέον καὶ ὡς ἡ ὑποκριτικὴ καὶ παραπλανητικῶς αὐθυποβλητικὴ θρησκολήπτου χαρακτῆρος ἀναβίβασις τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ μειονεκτικοῦ κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα δὲ κατὰ μῆκος τῆς αὐτῆς ὀλεθρίας ὀλισθηρᾶς ἀτραποῦ ἐπ᾿ ἴσης καὶ τοῦ νοσηροῦ καὶ διεστραμμένου καὶ ἀηδῶς καὶ ἐξοφθάλμως ἀντι-φυσικοῦ ὡς «προτύπων» ἐπὶ τὰ βάθρα τῆς νέας ἐρεβώδους διαστροφικῆς θρησκείας, ἤτοι τῆς σκοτεινῆς καλλιεργείας καὶ λατρείας τοῦ Ἀντι-κόσμου, τοῦ ἐπιθετικοῦ ὑπανθρώπου, τῶν δυνάμεων τοῦ ἐρέβους καὶ τοῦ ἐνεργοῦ θανάτου.
Καθ᾿ ἡμέραν προστίθενται συνεχῶς νέα τοιαῦτα περικαλλῆ περιστατικὰ εἰς τοσαύτην ἔκτασιν, ὥστε νὰ εἶναι πλέον ἀνωφελὴς ἡ προσπάθεια συλλογῆς καὶ ἐπεξεργασίας των ὡς διαλυτικῶν στοιχείων παρακμῆς τῆς ἀποπροσηνατολισμένης ἐποχῆς μας. Καὶ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἁβρότης πρὸς χάριν δυστυχῶν πλασμάτων καὶ ὁμοίως δυστυχῶν οἰκογενειῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἀναπτυσσομένη ἰδεοληπτικὴ «φιλολογία»-ῥητορικὴ αὐτῶν, καθὼς καὶ κυριώτατα τῶν (ἐκ τοιούτων καταστάσεων βιοποριζομένων) ἐπιστημόνων, ἱδρυμάτων κ.ο.κ. «εἰδικῆς ἀγωγῆς», ἐκτεινομένη εἰς εὖρος ἀπὸ μιᾶς μικρᾶς στρεβλώσεως ἐννοιῶν μέχρι τοῦ σημείου συντονισμοῦ καὶ ἀμοιβαίας ἐκραχύνσεως παρακμιακῶν ἐνστίκτων καὶ ἐντροπιακῶν συμπτωμάτων δίκην στροφοδινοῦντος συνδρόμου, καταλήγουσα δὲ εἰς σύμπηξιν καὶ συναφοῦς φρασεολογίας/ψευδοθεωρίας δυσγονικοῦ χαρακτῆρος, ἐπικαλυπτούσης τὴν γενεσιουργόν της ψυχονοητικὴν λέπραν καὶ ὁλικὴν ψευδότητα ὑπὸ τὸν ἐπ᾿ αἰῶνας ἤδη ταλαιπωρούμενον μανδύαν τῆς «(χριστιανικῆς) ἠθικῆς» καὶ τοῦ «ἀνθρωπισμοῦ», αὐτομάτως ἀποκλείοντα πᾶσαν κεντρικὴν ῥυθμιστικὴν ἀνοσοποιητικὴν δρᾶσιν τῆς ὠργανωμένης κοινωνίας. Οὕτως οἱ σφοδροὶ πολέμιοι τῶν ἀμβλώσεων ἀρνοῦνται τὴν θανάτωσιν ἐμβρύου παρὰ τὴν διάγνωσιν (πλέον δι᾿ ἁπλῆς αἱμοληψίας) βαρέος συνδρόμου, … καθ᾿ ὅσον «ἁπλῶς» πρόκειται περὶ διαφορετικότητος! Κοινωνικὸν πείραμα: νομοθετήσατε τώρᾳ τὴν ἀναγκαστικὴν διακοπὴν κυήσεως ἐπὶ τοιούτων περιπτώσεων καὶ παρατηρήσατε τὰς ἀντιδράσεις τῶν διαφόρων ἠθικολόγων ἀνθρωπιστῶν. Ὡς ἐξηγήθη εἰς τὸν γράφοντα ὑπὸ φιλικοῦ του προσώπου ἐργαζομένου εἰς ψυχιατρικὸν ἵδρυμα, οἱ ψυχασθενεῖς τρόφιμοι δύνανται ἐλευθέρως νὰ ἔχουν σεξουαλικὰς σχέσεις, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ τεκνοποιοῦν ἀκωλύτως καὶ ἄνευ ἐπιβολῆς ἐκτρώσεως – οὐδεὶς δὲ δικαιοῦται νὰ τὸ ἀπαγορεύσῃ, ἀφ᾿ οὗ «ἡ ἀναπαραγωγὴ εἶναι ἀναφαίρετον δικαίωμα ἁπάντων», ἔτι καὶ ψυχασθενῶν – «διαφορετικῶν» καὶ ἐκείνων…
Τὰ ἀνωτέρω πιστοποιοῦνται ὑπὸ πολυπληθῶν δημοσιευμάτων ὡς τὸ ἑξῆς ἀντιπροσωπευτικώτατον πλέον πρόσφατον [https://www.athensvoice.gr/life/health/521191_ta-paidia-me-aytismo-mporoyn-na-kanoyn-ta-panta], ἔνθα ἡ «εἰδικὴ παιδαγωγὸς» ἀναφέρει: «ὡρισμένοι γονεῖς δυσκολεύονται ν᾿ ἀποδεχθοῦν ὅτι τὰ παιδία των εἶναι ὀλίγον διαφορετικά» καὶ «ἀπαιτεῖται δύναμις διὰ νὰ ἐναντιωθῇ τις πρὸς τὸ ῥ ε ῦ μ α μιᾶς κοινωνίας, ἡ ὁποία μᾶς θέλει ἴσους, καὶ νὰ εἴπῃ «δέχομαι ὅτι τὸ παιδί μου εἶναι διαφορετικόν».,»
… Καί, σημειωτέον, ἐδῶ δὲν ὑφίσταται λόγος ἐκφωνούμενος ἁπλῶς δι᾿ ἁβρότητα πρὸς τὰ μέλη τοῦ συνόλου καλουμένου ΑμΕΑ καὶ τοὺς συγγενεῖς-κηδεμόνας των (ὅπερ θὰ καθίστα αὐτὸν ἀνθρωπίνως καὶ ἀνθρωπιστικῶς κατανοητὸν ὡς πρὸς τὰ κίνητρά του), ἀλλ᾿ ἡ «εἰδικὴ παιδαγωγὸς»-ἐπιστήμων ὁμιλεῖ ἐξ ὀνόματος τῆς ἐπιστήμης ἀπευθυνομένη πρὸς τὸ εὐρὺ κοινὸν καὶ ἐπιδιώκουσα τὴν διασπορὰν μιᾶς στρεβλῆς ἰδέας. Συνεπῶς πιστεύει ἀπολύτως καὶ περιβάλλει δι᾿ ἐπιστημονικού μανδύου τὴν ἄκρως ἀντι-ἐπιστημονικὴν ἰδεοληπτικήν της πίστιν πὼς ἁπλῶς πρόκειται περὶ διαφορετικότητος εἰς πεῖσμα τοῦ κρατοῦντος κοινωνικοῦ «ῥεύματος» (ἡ φυσιολογικότης εἶναι κοινωνικὸν ῥεῦμα κατὰ τὴν «εἰδικὴν ἐπιστήμονα»!) ἢ ἄλλως «κανονικότητος».
Ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρουσα ὅμως εἶναι ἡ σημειολογία τῆς «ἰσότητος», ἥτις ἀρχικῶς μὲν ὑπὸ τῶν φορέων τῆς Παρακμῆς ἐχρησιμοποιήθη πρὸς σφυροκόπησιν τῶν ἀρίστων, ἀποκαθήλωσιν τῆς ποιοτικῆς ἀνωτερότητος, Προκρούστειον ἀποκεφαλισμὸν τοῦ ἐν γένει ὑπερόχου, νῦν δὲ ἡ «κανονικότης» τῆς μετριότητος καὶ ἡ de facto ποιοτικὴ περίπου ἰσότης τῶν πολλῶν, ἥτις εἶχε τότε στηθῆ κι ἐξυμνηθῆ ἐπὶ τῶν λαοπροβλήτων δημοκρατικῶν βάθρων τῆς ἐξισωτικῆς μανίας, ὑποβαθμίζουσα ἐπὶ παραδείγματι βαθμηδὸν τὴν ἔννοιαν τοῦ λογίου διὰ νὰ περιλάβῃ μέχρι καὶ ἡμικαθυστερημένους πλέον ὡς «πτυχιούχους» τῶν δεινῶς καταβαραθρωθέντων «πανεπιστημίων», αἴφνης τώρα δαιμονοποιεῖται δίκην συλλογικοῦ ἁμαρτήματος «μιᾶς κοινωνίας, ἡ ὁποία μᾶς θέλει ἴσους» – ὡς ἁμαρτήματος ὅμως θεωρουμένου ὄχι τῆς ἐκπτώσεως καὶ τῆς ἰσοπεδώσεως τοῦ ὑπερόχου, τοῦ ἀρίστου, τοῦ ἐξαιρετικοῦ ἀλλ᾿ , ἀπεναντίας, τῆς οὕτω ἐνοχοποιουμένης ὑπεροχῆς τοῦ «κανονικοῦ» μετρίου ἢ καὶ ὑπομετρίου ἔναντι τοῦ ἀρρώστου, τοῦ βαθύτατα ψυχασθενοῦς καὶ καθυστερημένου, τοῦ νοσηροῦ καὶ τῆς νοσηρότητος πάσης φύσεως – πρώτιστα δὲ καὶ κυριώτατα τῆς ψυχονοητικῆς! Κατόπιν δὲ ἀκόμη καὶ τῆς διαστροφικότητος, τῆς ὁποίαςξι πλέον τὰ βοθρώδη ἀπόνερα κατακλύζουν κάθε πτυχὴν καὶ ἔκφανσιν τῆς κοινωνίας…
Τὸ ἰδεολόγημα τῆς «διαφορετικότητος» ἔχει τεθῆ καὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ «ἀντιρατσισμοῦ» καὶ τῶν φυλετικῶν ἐπιμιξιῶν. Προωθεῖται ὑποβολιμαίως ἡ ἄποψις πὼς τὸ ξένον στοιχεῖον, τὸ ἀλλότριον, τὸ ἀλλογενὲς δυνάμει ἁπλῶς τῆς «διαφορετικότητός» του εἶναι ἑλκυστικόν, ἐνδιαφέρον καὶ ἄξιον συμφυρμοῦ μετὰ τοῦ οἰκείου. Ἡ ἑλληνική μας γλῶσσα παρέχει σχετικῶς σαφῆ πυξίδα διὰ τῆς λέξεως «ἔκφυλος», σημαινούσης τὸν ἀλλόκοτον, τὸν παράξενον, τῆς ὁποίας ὡστόσο ἡ ῥιζικὴ σημασία εἶναι ὁ ἐκτὸς τῆς φυλῆς, ὁ ἀλλόφυλος, ὁ ἀλλογενής (ἰδὲ μέγα λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς Liddell–Scott). Τὸ ἐκτὸς φυλετικοῦ πλαισίου λοιπὸν εἶναι παράξενον καὶ πρὸς ἀποφυγήν. Καὶ ὅμως, παρατηροῦμεν ὁσημέραι νὰ προβάλλωνται οἱ μικτοὶ γάμοι ὡς σχεδὸν εὐλογία, ὅπερ καὶ καταδεικνύει κατ᾿ ἀπόλυτον τρόπον τὴν ὕπαρξιν ὠργανωμένης ἐκστρατείας ἀφανισμοῦ τῆς λευκῆς φυλῆς διὰ τῶν ἐπιμιξιῶν, ὑποβολιμαίως προτεινομένων τῶν ὑποσαχαρίων νέγρων ὡς ἐπιβητόρων λευκῶν γυναικῶν, ἐν μέσῳ δὴ δολίως καὶ σφυροκοπηματικῶς προϊόντος πολιτιστικοῦ ἐκνεγρισμοῦ, κατευθυνομένου ὑπὸ τῶν κέντρων τοῦ ἀτιμασμοῦ καὶ καταρρακώσεως τῆς ψυχοπνευματικῆς καὶ ἐν τέλει καὶ τῆς φυσικῆς ὑποστάσεως τῆς Λευκῆς Φυλῆς – ἀτιμίαι τῶν ὁποίων ἡ ἐν καιρῷ ἐκδίκησις θὰ εἶναι ἀνάλογος…
Ὡστόσο διαφεύγει σχεδὸν ἁπάντων τῆς προσοχῆς τὸ μεγαλειῶδες: ἐντὸς τῆς αὐτῆς φυλῆς, ἐκ μιᾶς ἐγγενοῦς συνεκτικῆς ὁμοιότητος ἀναφαίνεται ἐκπληκτικὴ διαφορετικότης, ἀληθής, γνησία, ἁρμονική, ὡς ἐμπεποτισμένη ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον ὑπὸ τῆς κοινῆς συλλογικῆς φυλετικῆς ψυχῆς. Διαφορετικότης καὶ πολυμορφία ἐφ᾿ ὅλων τῶν ἐπιπέδων καὶ ἐφ᾿ ὅλων τῶν τομέων, ἐπιτρέπουσα εἰς τὸν φυλετικὸν ὀργανισμὸν νὰ λειτουργῇ ὡς ὀργανικὴ ἑνότης. Φυλὴ εἶναι ἡ ἀκεραία λειτουργικὴ μονὰς τοῦ ἐξελικτικοῦ σχεδίου τῆς Φύσεως!
Οὐδεμία ἀπολύτως διαφορετικότης ὑπάρχει εἰς τὰς φυλετικὰς ἐπιμιξίας ἀλλὰ μόνον ὕβρις πρὸς τὸν θεῖον νοῦν, τὸν Ἡρακλείτειον Λόγον, τὸν δυναμικῶς ὁρίσαντα φυλὰς ὡς καὶ τὴν περαιτέρω ἐξειδίκευσιν καὶ διαχωρισμὸν τῶν φυλῶν εἰς ὑποφυλὰς καὶ ὑποσύνολα ὡς μόνον κοσμικῶς ἔγκυρον ἐξελικτικὸν σχέδιον τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ «κατὰ μέτρον» ἀποδοκιμάσαντα τὰς ὅλως ἀναιρετικὰς τῆς ἐξελικτικῆς προόδου μίξεις παντελῶς ξένων, ἀνομοίων καὶ ἀσυμβάτων πρὸς ἀλλήλας φυλῶν.
Οἱ κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἀλλόφυλοι πρὸ ὀθωμανικῆς κατακτήσεως ἦσαν οἱ Γύφτοι, τοὺς ὁποίους ὁ Λαός μας ἀπεκάλεσεν «ἀθιγγάνους» – ἤτοι αὐτούς, τοὺς ὁποίους δὲν πρέπει τις οὔτε ν᾿ ἀγγίζῃ· σχετικῶς σταχυολογοῦμεν καί τινας ἐπ᾿ αὐτῶν λαϊκὰς παραδόσεις ὑπὸ τοῦ πατρὸς τῆς ἑλληνικῆς γλωσσολογίας Γεωργίου Χατζιδάκι:
”Ἐν Χίῳ λέγεται τὸ γνωμικόν. «Ὁ μάντις, ῥῆ(γ)ας νὰ γενῇ, πάλι μαντεᾶς μυρίζει». Ἐπειδὴ δὲ οἱ μάντεις οὔτε ὀσμὴν οὔτε ἄλλο τι τοιοῦτον ἰδιάζον αὐτοῖς ἔχουσι, τοῦ ῥητοῦ δὲ ἡ ἔννοια σαφὴς εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ μεταβάλῃ ἐπάγγελμα ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ φύσιν, ἡ φράσις τότε μόνον δύναται νὰ νοηθῇ, ὅταν ἐκ τῆς μελέτης τοῦ βίου τῶν Χίων γνωσθῇ τί σημαίνεται διὰ τῆς λέξεως μάντις, ἤτοι ἐκ τῆς γνώσεως τοῦ λαοῦ. Καὶ λοιπὸν ἐν Χίῳ μάντεις λέγονται οἱ περιπλανώμενοι Ἀθίγγανοι, οἵτινες ὡς γνωστὸν ἀπὸ τῶν Ἰνδιῶν ὁρμηθέντες περιφέρονται πανταχοῦ τῆς Εὐρώπης καὶ μετέρχονται ἄλλα ἀλλαχοῦ ἐπιτηδεύματα, τὸ τοῦ χαλκέως καὶ γανωτοῦ, τὸ τοῦ μουσικοῦ, τὸ τοῦ διορθωτοῦ μύλων τοῦ καφὲ κτλ. καὶ δὴ καὶ τὸ τοῦ μάντεως. Ἐπ᾿ ἴσης εἶναι γνωστὸν ὅτι ἀκάθαρτοι καὶ σκηνῖται ὄντες καὶ τὰ πάντα ἀντὶ χρημάτων ποιοῦντες (ὅθεν καὶ τὸ ἐπίθετον ἀτσίγγανος εἶναι τῶν φιλαργύρων) καὶ ἄλλως τὰ κατὰ τὸν οἰκογενειακὸν βίον οὐ κατὰ κόσμον, ὡς λέγεται, διάγοντες οὔτε Χριστιανοὶ συνήθως νομίζονται οὔτε εἰς ἐπιγαμίας μεθ᾿ ἡμῶν δεκτοὶ γίνονται καὶ παντοιοτρόπως καταφρονοῦνται. Περὶ τούτων ἄρα λέγεται ὅτι καὶ ἂν τυχὸν μεταβάλωσι καλύτερον ἐπάγγελμα, καὶ ἂν γίνουν βασιλεῖς, πάντοτε Ἀθίγγανοι θὰ εἶναι.
Ὁμοίως λέγεται ἐν Κύπρῳ «ἦτον ἡ μάννα μάϊσσα καὶ ἡ κόρη ἀστρονόμη» (ἢ ἀστρονόμισσα)˙ πάντως διότι διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν πιστεύεται ὅτι οἱ εἰρημένοι ἄνθρωποι διὰ τῶν ἄστρων ἐπιτελοῦσι μαγικάς, διαβολικὰς πράξεις. Ἐδιδάχθη δὲ ὅτι καὶ αἱ παρόμοιαι πράξεις αὐτῶν, αἱ καλούμεναι γυτεῖαι καὶ τὸ ῥῆμα γυτεύω ἀντὶ γυφτεῖαι γυφτεύω τὴν ἀρχὴν ἔχουσιν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων.”
Γ. Χατζιδάκις, Μεθοδικὰ καὶ Ἐτυμολογικά, Περιοδικὸν «Ἀθηνᾶ» 36 (1924)
Πάντα ταῦτα εἶναι εὐδιάκριτα καὶ ἀναμφίβολα εἰς τὸν διαυγῆ καὶ ἀπηλλαγμένον ἀγκυλώσεων νοῦν. Τὰ ἀνωτέρω παρέχουν ἀκροθιγῶς μίαν ἰδέαν περὶ τῶν τοιούτων δολίων παγίδων νοητικοῦ ἐλέγχου – καὶ εἰδικώτερον μιᾶς ἐξ αὐτῶν, τῆς διαστρεβλωτικῶς ὑπερπροβεβλημένης «διαφορετικότητος». Κρατοῦσα μέν, ὅμως παντελῶς διάτρητος καὶ ἀνέρειστος, ἡ τεχνητῶς καλλιεργουμένη ἀπάτη καταρρέει συνολικῶς μετὰ καὶ τῶν συγγενῶν της ψευδῶν ἰδεολογημάτων, ὅποτε ἡ νόησις καὶ ἡ μετ᾿ ἐπιγνώσεως συναίσθησις ὑπερισχύουν – καὶ θὰ καταρρεύσῃ καὶ συλλογικῶς ὅταν, ἀποκατασταθείσης τῆς φυσικῆς συλλογικῆς τάξεως, ἀναλάβῃ τὰ ἠνία καὶ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Λαοῦ ὁ διαυγὴς νοῦς τῶν πραγματικῶν ἀρίστων, καταφέρων εἰς τὰ συστημικὰ ψευδουργήματα συντεταγμένα θανάσιμα πλήγματα, ὥστε νὰ παύσουν ἐπὶ τέλους νὰ μολύνουν καὶ ὑποδουλώνουν τὰς συνειδήσεις, κυρίως δὲ τὴν συλλογικὴν συνείδησιν τοῦ λευκοῦ ἀνθρώπου.
Ῥηξίνοος