Από του αρχαίου «ἄστεως» μέχρι των συγχρόνων κοινοτήτων η τάση αυτή – εκπηγάζουσα από την αγάπη προς την ελευθερία, κύριο ινδοευρωπαϊκό γνώρισμα (αναφέρουμε τις αρχαίες γερμανικές μοναρχίες που όπως αναφέρει ο Τάκιτος ήσαν αρχικώς αιρετές, και το χαρακτηριστικό παράδειγμα του αρχαίου ισλανδικού «θίνγκ» δηλαδή ενός τοπικού κοινοβουλίου, όπου οι ελεύθεροι οπλοφόροι άνδρες, κάτοχοι ίσων πολιτικών δικαιωμάτων, συνέρχονταν σε ορισμένη ημερομηνία για να εκφέρουν τον νόμο και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Σ΄ όλη την αρχαία Ευρώπη αυτή η παράδοση σ’ ένα κοινοτικό αίσθημα ιδιαιτέρως ισχυρό, σε μια ροπή προς το «ζην από κοινού» που οδηγεί στην σταθερή προτεραιότητα του κοινού συμφέροντος) – εκφράζεται διά της αξιώσεως οι άρχοντες να αναδεικνύονται διά της ενεργού πολιτικής (ήτοι κοινοτικώς και όχι ατομικώς και ιδιοτελώς καθωρισμένης) βουλήσεως του σώματος των αρχομένων (αυστηρώς καθωρισμένων, σε αντίθεση με την σύγχρονη άμορφη μάζα του κοινοβουλευτισμού).
Φυσικά στον αρχαιοελληνικό κόσμο, με την σωρεία γραπτών αλλά και αρχαιολογικών στοιχείων, δεν θα μπορούσε να αποσιωπηθεί το προαναφερθέν ινδοευρωπαϊκό γνώρισμα.
Η ΛΕΞΙΣ
Η επική λέξη “εἶρα騔 συναντάται μόνον άπαξ στην Ιλιάδα στην περιγραφή της ηφαιστοτεύκτου ασπίδος του Αχιλλέως και ειδικώτερα στην απεικόνιση πολιορκημένης πόλεως, όπου λέγεται για τους αμυνομένους ότι:
“οἱ δ᾿ ὡς οὖν ἐπύθοντο πολὺν κέλαδον παρὰ βουσὶν
εἰράων προπάροιθε καθήμενοι, αὐτίκ᾿ ἐφ᾿ ἵππων
βάντες ἀερσιπόδων μετεκίαθον, αἶψα δ᾿ ἵκοντο”
Επαναλαμβάνεται, επίσης άπαξ, στην Θεογονία του Ησιόδου κατά την περιγραφή της μακράς απουσίας της Στυγός από τις συνελεύσεις των Ολυμπίων:
“εἰνάετες δὲ θεῶν ἀπαμείρεται αἰὲν ἐόντων,
οὐδέ ποτ΄ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ΄ ἐπὶ δαῖτας
ἐννέα πάντ᾿ ἔτεα· δεκάτῳ δ᾿ ἐπιμίσγεται αὖτις
εἰρέας ἀθανάτων οἳ Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχουσιν”
Κατά το λεξικό Liddel-Scott η λέξη είναι παλιά ιωνική και δεν απαντάται στα μεταγενέστερα κείμενα. Η γραφή της αμφισβητείται από την αρχαία εποχή, θεωρείται αμφίβολη και η εκ παραδόσεως ετυμολογία της.
Η ερμηνεία «αγορά, βουλευτήριο, εκκλησία» των αρχαίων σχολιαστών και λεξικών διατηρήθηκε στα σύγχρονα λεξικά, τους μεταφραστές και, γενικώτερα, στους ερμηνευτές.
Η ερμηνεία αυτή δεν είναι η μόνη. Από των αρχαίων ήδη χρόνων εμφανίστηκαν ερμηνευτικές αποκλίσεις υπέρ της σημασίας: «ερώτησις, φήμη, κληδών» ή «μαντεία» ή «ενώσεις». Στη νεώτερη εποχή παρατηρήθηκε ότι η συνήθης ερμηνεία δεν βρίσκεται σε αρμονία μετά του «προπάροιθε», το οποίο απαιτεί στενώτερη έννοια, ως «τόποι αγορεύσεων» ή «βήματα ρητόρων», ενώ τελευταία προτάθηκε η σημασία «πόλις».
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Υποστηρίζεται ότι η συνήθης εξήγηση της λέξεως δεν είναι ικανοποιητική και δεν έχουμε στοιχεία για να την βελτιώσουμε.
Το πρώτο σκέλος της αντιλήψεως αυτής δύναται να θεωρηθεί ορθόν, εν όψει των διαφωνιών για την έννοια της λέξεως και της ανεπαρκούς τεκμηριώσεως της ερμηνείας της ως «αγοράς», ενώ η απαισιόδοξη κρίση του δευτέρου σκέλους αναφέρεται προφανώς στον ελάχιστο αριθμό εμφανίσεως της λέξεως. Εάν όμως θεωρήσουμε κατ’ αρχήν πιθανή την συνήθη ερμηνεία της λέξεως και συνδυάζοντας την ετυμολογική καταγωγή της (ως και την σημασία άλλων παραγώγων αυτής της ρίζης), θα φτάσουμε σε συμπεράσματα που θα βελτιώνουν τα στηρίγματα αυτής της ερμηνείας.
Η αναγωγή της λέξεως ”εἶραι» στην ρίζα ‘Fερ-ίω > εἴρ-ω‘ δεν είναι απαραιτήτως μονοσήμαντη, καθώς εκ μιας άλλης ΙΕ ρίζης, που επίσης παράγει ένα άλλο «εἴρω», ήτοι της twer-ja>σFε(ι)ρ->σερ-ιω>εἴρω (= συνδέω, συναρμόσσω, παρατάσσω ἐν σειρᾷ)‘, φαίνεται να προέρχονται λέξεις άλλης σημασιολογικής κατευθύνσεως, όπως η λέξη «ὅρμος», η λέξη «σειρά» και άλλες λέξεις που σημαίνουν παράταξη ή και οπλισμό· σημειώνουμε και τις συναφείς λέξεις «σειρόν», «σιρία» , «σιρός», «σιρώτρια», περαιτέρω δε τα «σειριάζω» και «σείριος», στα οποία παρατηρούμε ως κοινό χαρακτηριστικό το κυκλικό ή ημικυκλικό σχήμα.
Εκ των συμφραζομένων στα ως άνω χωρία δεν προκύπτουν αρκούντως καθοριστικά στοιχεία. Στον μεν ομηρικό στίχο η λέξη δύναται να σημαίνει απλώς ορισμένο χώρο, άνευ δυνατότητος ειδικωτέρου προσδιορισμού του, ενώ το ησιόδειο χωρίο επιτρέπει την συναγωγή του συμπεράσματος ότι η λέξη ”εἶραι» αντιπροσωπεύει έννοια προς την λέξη «βουλή», έστω και όχι υπό τοπική σημασία. Για να προχωρήσουμε όμως περαιτέρω είναι απαραίτητος ο συνδυασμός προς τα επικά δεδομένα περί της «ἀγορᾶς».
Στην αρχαϊκήν «ἀγοράν», στο χώρο δηλαδή στον οποίον γίνονται οι συνελεύσεις των μελών της κοινότητος, οι μεν νέοι παραμένουν όρθιοι, ενώ οι γέροντες κάθονται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις παραμένουν άπαντες όρθιοι, ενώ άλλοτε κάθονται όλοι. Ο χώρος πλαισιώνονταν από λίθους ημικυκλικώς διατεταγμένους, πιθανώς πέριξ βωμού ή γενικώτερα ιερού, ενώ οι λίθοι είχαν λαξευθεί για να σχηματίζουν έδρες. Επιπρόσθετο στοιχείο για την ερμηνεία της λέξεως αποτελεί το ότι αυτή είναι όνομα συλλογικό, φυσιολογικώς ευρισκόμενο στον πληθυντικό, άρα πρέπει να σημαίνει ομάδα ομοίων πραγμάτων.
Εκ των ανωτέρων ενδείξεων δύο δύναται να θεωρηθούν βασικώς σημαντικές: η έννοια της (ημι)κυκλικής διατάξεως και το πλήθος των αντικειμένων.
Ο συνδυασμός τους οδηγεί στους ημικυκλικώς διατεταγμένους λίθους, οι οποίοι μόνο στην αγορά ανταποκρίνονται στα δύο αυτά ερμηνευτικά δεδομένα. Η λέξη ”εἶραι» λοιπόν αρχικώς πρέπει να σήμαινε την ειδική αυτή ομάδα λίθων, φυσιολογικώς όμως περιέλαβε συν τω χρόνω στην έννοιάν της τον όλον χώρον της «ἀγορᾶς» , εν συνεχεία δε και την συγκροτουμένην σ’ αυτήν συνέλευση.
Η εμφάνιση της λέξεως στον πληθυντικό σημαίνει ότι σε περισσότερες της μιας θέσεως κάθονταν πολλοί κατά τάξιν και σειράν ομοίως εντός της μετέχοντες διά της γνώμης των στην διαλεύκανση ζητημάτων και διαμόρφωση αποφάσεων περί τα κοινά· το οποίον παραπέμπει στον γνωστό αρχαϊκό Ινδοευρωπαϊκό θεσμό του συμβουλίου των γερόντων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι μάλλον συμβαίνει εδώ ένας συγκερασμός των δύο διαφορετικών μεν, ομοήχως όμως εις δύο διάφορα ρήματα «εἴρω» συγκλινουσῶν ΙΕ ριζών, όπου συνδυἀζονται οι έννοιες του λόγου και της κατά σειράς (εξ ού και ο πληθυντικός) διατάξεως/ιεραρχήσεως. H κατάταξις, «ἐναρίθμισις» εντός των σειρών (γραμμών) του πολέμου είναι ανάλογος εκείνης της αγοράς, εξ άλλου κατά το αρχαϊκό ομηρικό ιδεώδες ο άριστος διαπρέπει τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στην αγορά, ως έμφρων ρήτως και αγορητής, επί παραδείγματι διαβάζουμε στην Ιλιάδα (Β 200-202):
δαιμόνι᾽ ἀτρέμας ἧσο καὶ ἄλλων μῦθον ἄκουε,
οἳ σέο φέρτεροί εἰσι, σὺ δ᾽ ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις
οὔτέ ποτ᾽ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ:
Αναδύεται έτσι μία αρχαϊκή ιεραρχική πολιτειακή οργάνωση, κατἀ την οποίαν η βούλησις και η φρόνησις του μαχομένου λαού δεν τελεί εν ναρκώσει αλλά δρά και μετέχει ενεργώς, κατευθυνομένη και διευθυνομένη μεν υπό του ηγέτου, ο οποίος όμως είναι έτσι οδηγός και πρώτος στην βούληση και την φρόνηση μεταξύ εμφρόνων και βουληφόρων ανδρών, καθοδηγούμενος υπό του αρχετύπου βουλευομένου στοχαστού αλλά και βουλεύοντος (ήτοι εν βουλή καθεδρεύοντος, προεδρεύοντος) επί εκείνων, προσπαθώντας πάντοτε να τους συνδέσει με την ανωτέρα θεία βούληση:
οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ᾽ Ἀχαιοί:
οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη: εἷς κοίρανος ἔστω,
εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω
σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας, ἵνά σφισι βουλεύῃσι. (Β 203-206)
Βλέπουμε δηλαδή στους Πρωτοέλληνες και στους Πρωτοαρίους γενικώτερα μίαν Πολιτεία που, παρά τις φαινομενικές ομοιότητες που θα παραπλανούσαν τον επιπόλαιο και επιφανειακό παρατηρητή, όμως πράγματι είναι αντιδιαμετρικώς αντίθετη κατ᾿ ουσίαν προς την μονολιθική ανατολική απόλυτη δεσποτεία επί αβούλων και αφρόνων υποτελών μαζών.