Τελευταίως κυκλοφοροῦν συχνὰ μονομερεῖς ἱστορικὲς θεωρήσεις, εἴτε ἐκ κακῆς εἴτε καὶ ἐξ ἀγαθῆς προθέσεως.
Ἕνα ζήτημα ποὺ συνήθως φωτίζεται μονομερῶς ἢ καὶ στρεβλῶς ἀφορᾷ εἰς τὴν στάσιν, τὰ κίνητρα καὶ τὶς προθέσεις τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν τῆς Ἑλλάδος ἐν ὄψει καὶ διαρκοῦντος τοῦ Β΄ΠΠ. Κατὰ πόσον εἶχεν ὁ ἴδιος πράγματι τὴν δυνατότητα χαράξεώς της ὑπὸ τὴν βαρειὰ σκιὰ τοῦ ἀπολύτως ἀγγλοδούλου παλατιοῦ καὶ τῶν συναφῶν του κέντρων;
Ἂν ἀπεδείχθη ἀνίκανος νὰ ἀναγνωρίσῃ πλήρως τὸν κοσμοϊστορικὸ χαρακτῆρα καὶ σημασίαν τῆς διαφαινομένης συγκρούσεως καὶ στὴν συλλογιστικήν του ἐκυριάρχησε τελικῶς κάποια στενὴ θεώρησις τῶν τοπικῶν συντεταγμένων τοῦ ζητήματος, ἑνὸς ζητήματος ὅμως μὲ καθοριστικῶς καθολικὰ χαρακτηριστικά, ὅπως μάλιστα ἡ μεταπολεμικὴ περίοδος καὶ δὴ ἡ ἀπερίγραπτη ἔκπτωσις καὶ κατάπτωσις ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας τραγικῶς καὶ μοιραίως καταδεικνύει, δύνανται ἐν τούτοις νὰ τοῦ προσαφθοῦν χαρακτηριστικὰ συγγενῆ πρὸς μειοδοσίαν ἢ καὶ προδοτικὴν ὑποτέλειαν – ἢ μήπως ἁπλῶς ἐπρόκειτο περὶ ἀτελοῦς σταθμίσεως καὶ ἐκτιμήσεως δεδομένων ὡς ἐκ τῆς ἀνεπαρκείας του νὰ δῇ τὴν διαφαινομένην σύγκρουσιν εἰς τὸ ὑψηλόν της ἀληθὲς ἐπίπεδον ἀναφορᾶς, ἐπίπεδον ποὺ κατὰ πολὺ ὑπερέβαινε ἐκεῖνο τῶν παλαιῶν τοπικῶν διακρατικῶν διενέξεων;
Τὸ ζήτημα εἶναι πολυσχιδὲς καὶ περίπλοκον μὲ πολλὰ καὶ ἐν πολλοῖς ἀντιφατικὰ δεδομένα. Ἔχοντας κατὰ τὸ παρελθὸν σαφῶς λάβει θέσιν ἐπικριτικὴν ἔναντι τῆς τελικῆς του στάσεως, τοὐλάχιστον μέχρι τῆς ἐνάρξεως τῆς ἑλληνοϊταλικῆς συρράξεως, ἡ ὁποία βασικὴ θέσις μας καὶ βεβαίως ἰσχύει, ὅμως παρατηροῦντες ἀφ᾿ ἑτέρου μίαν ὑπεραπλουστευτικὴν μονομέρειαν ἐπὶ ἑνὸς τόσον περιπλόκου καὶ πολυσχιδοῦς ἱστορικοῦ θέματος, ζητήσαμε ἀπὸ φίλο ἱστορικὸ νὰ παραθέσῃ κάποια ἱστορικὰ στοιχεῖα πού, παρ᾿ ὅτι βεβαίως δὲν εἶναι πλήρη, τείνουν ὅμως νὰ ἀποκαταστήσουν μίαν πιστωτέραν εἰκόνα τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ὡς πρὸς τὸ σπουδαῖον αὐτὸ ζήτημα.
Το “¨ΟΧΙ” του Μεταξά στην ιταλική εισβολή του 1940 και τα “ΟΧΙ” που πρέπει να πούμε σήμερα!
Σε εποχές γενικού αποπροσανατολισμού, συστηματικής χειραγωγήσεως συνειδήσεων και σκοπίμου προκλήσεως συγχύσεως σε επίπεδο όρων και εννοιών, όπως η εποχή μας, τίποτε δεν αλλοιώνεται και δεν διαστρέφεται περισσότερο από την ιστορία. Ιδίως μάλιστα η περίοδος του μεσοπολέμου και του Β΄ παγκοσμίου πολέμου έχει ποικιλοτρόπως και πολλαπλώς καταστεί αντικείμενο μεροληπτικών και εν πολλοίς ανακριβών ιστορικών αναλύσεων και ερμηνειών, λόγῳ της αμέσου σχέσεως που έχει με τις ιδεολογίες και τα πολιτικά συστήματα που ανεδείχθησαν εκείνη την εποχή, τα οποία αντιπροσώπευαν οι τότε εμπόλεμες αντίπαλες χώρες και επίσης λόγω του ότι η έκβαση του Β΄ παγκοσμίου πολέμου σχετίζεται άμεσα με την εν συνεχείᾳ διαμόρφωση του συγχρόνου κόσμου (μεταπολεμικού), των συγχρόνων κρατών, των μεταξύ τους ισορροπιών, των ζωνών επιρροής αλλά και με τον σύγχρονο παγκόσμιο πολιτισμό και τις αξίες (;), στις οποίες στηρίζεται, αυτή η ιστορική περίοδος.
Ένα πολύ σημαντικό επεισόδιο του Β’ παγκοσμίου πολέμου με ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα είναι ασφαλώς η απόκρουση της ιταλικής επιθέσεως το 1940, η οποία άλλωστε συνιστά την μία εκ των δύο σημαντικών ιστορικών επετείων που επισήμως τιμάται στην Ελλάδα.
Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ήρθαν ξανά στην επιφάνεια διάφορα παρελκόμενα κλισέ και ανακρίβειες, που συνήθως αναπαράγονται ακρίτως από τα συστημικά Μ.Μ.Ε.
Το πλέον διάσημο κλισέ-μύθος είναι πως “ο Ελληνικός λαός είπε το ΟΧΙ”. Όμως το ιταλικό τελεσίγραφο, που ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Ελλάδος, επεδόθη από τον Ιταλό πρεσβευτή στην Ελλάδα Εμμανουέλε Γκράτσι στις 3.00 π.μ. στην πρωθυπουργική κατοικία, όπου ο Ιωάννης Μεταξάς, αφού το διάβασε προσεκτικά, με αποφασιστικότητα και χωρίς να λάβει την γνώμη κανενός, το απέρριψε – απαντώντας μάλιστα εντελώς μόνος του, δίχως να συμβουλευτεί ούτε καν τον βασιλιά! Ο ελληνικός λαός βεβαίως την επομένη μέρα στο σύνολό του συμπαρατάχθηκε με τον – δικτάτορα – Μεταξά, στηρίζοντας πλήρως την απόφαση του! Αυτό λοιπόν δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Μεταξάς -και μόνο ο Μεταξάς- ήταν που είπε το περίφημο “ΟΧΙ”. Πώς όμως να μπορέσουν να το “χωνέψουν” οι “μεγάλοι δημοκράτες” και να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι το πιο υπερήφανο “ΌΧΙ” της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας το εκστόμισε ένας δικτάτορας;
Ένας δεύτερος μύθος-κλισέ που αναπαράγεται συστηματικά είναι ότι η τότε μικρή και οικονομικώς καθῃμαγμένη Ελλάς (είχε προηγηθεί μία από τις πολλές πτωχεύσεις…) ήταν εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην πανίσχυρη ιταλική στρατιωτική μηχανή. Μπορεί όντως οι Ιταλοί να διέθεταν τότε έναν πολύ ισχυρό και πολυάριθμο, λόγω του μεγέθους της Ιταλίας, στρατό, πλαισιωμένο από αεροπορία και τεθωρακισμένα, αλλά και η Ελλάς τότε ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, που είχε φροντίσει έγκαιρα (και όσο πύκνωναν οι ενδείξεις ότι θα ήταν δύσκολο να αποφύγει κάποια στρατιωτική εμπλοκή) με σύγχρονο πολεμικό υλικό, με άφθονα πολεμοφόδια, με ικανούς και έμπειρους αξιωματικούς τοποθετημένους στις κρίσιμες διοικητικές θέσεις, με ένα εξαιρετικό σύστημα επιστρατεύσεως, με πλήθος οχυρωματικών έργων και με μέσα αμύνης απολύτως κατάλληλα για το ορεινό και δύσβατο περιβάλλον της αναμετρήσεως.
Ένα τρίτο κλισέ-μύθος που αναπαράγεται κατά κόρον από αριστερούς κυρίως ιστοριογραφικούς, πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς είναι ότι “το 1940 η Ελλάς πολέμησε και νίκησε τον φασισμό”. Είναι αστείο να ισχυριστεί κανείς ότι το “Έπος του ’40′”συνιστά “αντιφασιστικό αγώνα” στον βαθμό που το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν ένα καθεστώς, που ανταποκρίνεται σχεδόν πλήρως στη τυπολογία των φασιστικών καθεστώτων του μεσοπολέμου. Παρατηρώντας την πολιτική και τις καινοτομίες που εισήχθησαν στην Ελλάδα την περίοδο 1936-1940, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο Μεταξάς αντέγραφε κατά γράμμα τον ιταλικό φασισμό! Όταν λοιπόν ο ελληνικός λαός ενθέρμως στήριξε τον Μεταξά στην απόφασή του για αντίσταση και όταν η Νεολαία Μεταξά, η περίφημη Ε.Ο.Ν. που δομήθηκε σε σαφή φασιστικά πρότυπα, απετέλεσε την ραχοκοκκαλιά του μαχομένου ελληνικού στρατού, είναι άτοπο, αντιφατικό και συνάμα γελοίο να μιλάει κανείς για αντιφασιστικό αγώνα…
Ερχόμαστε τέλος σε ένα ζήτημα που έχει εσχάτως αποτελέσει πεδίο εντόνων αντιπαραθέσεων στο στενώτερο “χώρο” των Ελλήνων εθνικιστών, οι οποίοι από παλαιά τείνουν να βρίσκονται διαιρεμένοι σε δύο μερίδες: σε εκείνους που θεωρούν τον Μεταξά ως τον μεγάλο εθνικό ηγέτη και στυλοβάτη του ελληνικού εθνικισμού και σε εκείνους που τον θεωρούν προδότη, άθυρμα και μαριονέτα στα χέρια της επιδέξιας βρετανικής πολιτικής που έσυρε την Ελλάδα στο άρμα της, φροντίζοντας να ανοίξει το βαλκανικό μέτωπο στον Άξονα,
Η ιστορική αλήθεια ως προς τούτο βρίσκεται μάλλον στην μέση. Ο Μεταξάς ήταν αναμφιβόλως ένας άριστος επιτελικός αξιωματικός, για την ευφυΐα και τις ικανότητες του οποίου ουδείς αμφέβαλλε. Ως στενός συνεργάτης του διαδόχου Κωνσταντίνου ήταν εκείνος που συνέτασσε τα σχέδια των μαχών που οδήγησαν στην νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Η τότε συμβολή του υπήρξε καιρία. Οι δε εκτιμήσεις του για τις αδυναμίες της μικρασιατικής εκστρατείας απεδείχθησαν επίσης ορθές εκ των υστέρων. Αν είχαν οι εισηγήσεις του εισακουσθή, ίσως να απεφεύγετο η μικρασιατική καταστροφή.
Η επιβολή όμως του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και η οικοδόμηση του “Εθνικού Κράτους”, όπως αποκαλούσε το όραμά του, έβριθε αντιφάσεων. Ο απολύτως αγγλόδουλος Βασιλεύς Γεώργιος ο Β΄ του ανέθεσε την πρωθυπουργία την 4η Αυγούστου του 1936 και του επέτρεψε να κηρύξει δικτατορία, έχοντας όμως (ο Γεώργιος) την ασφάλεια του απολύτου ελέγχου του στρατού, ένεκα του οποίου ο Μεταξάς ήταν ανά πάσα στιγμή ευάλωτος σε ανατροπή, αν ο Γεώργιος απεφάσιζε ότι ο Μεταξάς δεν του ήταν πλέον χρήσιμος. Η σχέση μεταξύ των δύο ήταν εξ αρχής προβληματική. Το παλάτι έθετε συνεχώς εμπόδια στη πολιτική που οραματιζόταν να εφαρμόσει ο Μεταξάς. Στερούμενος λαϊκής βάσεως υποστηρίξεως, καθώς ήταν αρχηγός ενός μικρού σε πολιτική επιρροή κόμματος, και νοιώθοντας επισφαλή την θέση του λόγω της απουσίας ερεισμάτων στο στράτευμα, το μόνο που προσπάθησε να οικοδομήσει ως αντίβαρο στην ισχύ του άνευ όρων αγγλοδούλου βασιλέως ήταν η οργάνωση της Νεολαίας.
Γι’ αυτό και έρριξε τεράστιο βάρος στην οργάνωση και επέκταση της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) σε τυπικά φασιστικά πρότυπα. Και σ’ αυτό συνάντησε εμπόδια από το παλάτι. Ωστόσο, μετά την παρέλευση 2 ετών διακυβερνήσεως, καθώς προκύπτει από την νεώτερη ιστορική έρευνα αρχείων, περιορίζει βαθμιαίως την δύναμη του παλατιού και αρχίζει να ορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό την εσωτερική του πολιτική, η οποία απεδείχθη πρωτοποριακή και αναμορφωτική για την Ελλάδα σε θεσμικό, οργανωτικό, διοικητικό, στρατιωτικό-αμυντικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (π.χ. καθιέρωση 8ώρου, κοινωνικές ασφαλίσεις-ΙΚΑ, ανάταξη της οικονομίας, στήριξη των αγροτών κ.λπ.).
Ωστόσο στην εξωτερική πολιτική τα περιθώρια ελιγμών του έναντι του Γεωργίου ήταν πολύ περισσότερο περιορισμένα. Κατά την διάρκεια της 4ετούς διακυβερνήσεως της Ελλάδος από τον Μεταξά και, κατά βάσιν, αφ’ ότου ξέσπασε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, οι βρεττανικές πιέσεις, οι οποίες κυρίως ασκούνταν μέσω του παλατιού, για πιθανή είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Βρεττανίας, ήσαν συνεχείς και ασφυκτικές. Επίσημα έγγραφα του Foreign Office, που έχουν περιέλθει σε γνώση της ιστορικής έρευνας τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν περίτρανα του λόγου το αληθές. Ο ίδιος ο Μεταξάς ήταν βαθύτατα πατριώτης αλλά ταυτόχρονα ήταν και πραγματιστής ως προς τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές του αναλύσεις και σκέψεις. Βάσει αυτών είχε σχηματίσει την βαθιά πεποίθηση ότι: (α) η Βρεττανία θα ήταν πιθανότατα η τελική νικήτρια του πολέμου, οπότε θα ήταν άκρως επίφοβο η Ελλάς να ταυτισθεί με το αντιβρεττανικό στρατόπεδο (Άξονα), διότι αυτό θα σήμαινε ότι, σε περίπτωση νίκης της Βρεττανίας, η Ελλάς θα είχε σημαντικές εδαφικές απώλειες. Ούτε όμως και με την Βρεττανία θα έπρεπε να ταυτιστεί η πολιτική της Ελλάδος, διότι η περίπτωση ελεύσεως βρεττανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (και ιδίως βρεττανικής αεροπορίας στην Θεσσαλονίκη), για το οποίο η Βρετανία επέμενε, θα ενεργοποιούσε άμεση Γερμανική επέμβαση προς εκδίωξη των βρεττανικών στρατευμάτων, όπως η Γερμανία είχε διαμηνύσει στη ελληνική κυβέρνηση. (β) Η Ελλάς θα έπρεπε, λοιπόν, χάριν του συμφέροντός της να παραμείνει ουδέτερη στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Πιθανή προσχώρηση σε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα θα σήμαινε κατοχή ή και διαμελισμό της Ελλάδος. Αυτά τα γνώριζε καλά ο Μεταξάς, γι’ αυτό και σε πρώτη φάση προσπάθησε να αποτρέψει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο μη απαντώντας στις συνεχείς προκλήσεις της Ιταλίας.
Και όταν ακόμη, διά της ιταλικής επιθέσεως το 1940, κατέστη αδύνατη η διατήρηση ουδετερότητος, παράλληλα με την στρατιωτική αναχαίτιση των Ιταλών εισβολέων, φρόντιζε ο Μεταξάς να συνεχίσει να ανθίσταται στις βρεττανικές πιέσεις για μεταφορά βρεττανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και εκ παραλλήλου μάλιστα να βρίσκεται σε συνεννόηση με την Γερμανία, για να της παράσχει διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάς θα φροντίσει να παραμείνει ουδέτερη έναντι της Γερμανίας, μη δεχόμενη βρεττανικά στρατεύματα στο έδαφός της, πράγμα που άφηνε απολύτως ικανοποιημένη την Γερμανία, η οποία μάλιστα παρασκηνιακώς προέβη σε επαφές για ανακωχή και σύναψη ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας με όρους συμφέροντες για την Ελλάδα.
Η συνέχεια των πραγμάτων επαλήθευσε του φόβους του Μεταξά. Ο αιφνίδιος και αρκετά ύποπτος θάνατος του Μεταξά (όπως το γεγονός ότι ο τελευταίος ιατρός που τον επεσκέφθη πριν αποβιώσει ήταν βρεττανός στρατιωτικός ιατρός, όπως και η συνακόλουθη πολύ βολική εξέλιξη των πραγμάτων για την Βρεττανία) δημιουργεί εύλογες υποψίες για βρεττανικό δάκτυλο, καθώς ο άπειρος στην διεθνή πολιτική, διάδοχος του Μεταξά, Αλέξανδρος Κορυζής ενέδωσε στις βρεττανικές πιέσεις και δέχθηκε βρετανική αεροπορία στην Θεσσαλονίκη, γεγονός που αμέσως κινητοποίησε την Γερμανική επιχείρηση καταλήψεως της Ελλάδας!
Ο Μεταξάς, συμπερασματικώς, παρά τα κάποια προβληματικά στοιχεία του όπως η θρησκοληψία και ο συντηρητισμός (εν μέρει απότοκα και της περασμένης του ηλικίας), υπήρξε ένας ριζικός αναμορφωτής της Ελλάδος εντός ενός διαστήματος 4 μόλις ετών. Υπό την σκιάν του παλατιού και έχοντας ελάχιστα περιθώρια κινήσεων και ασκήσεως ανεξαρτήτου πολιτικής βρέθηκε εγκλωβισμένος ανάμεσα στις μυλόπετρες των αδυσώπητων διεθνών ανταγωνισμών, εν μέσῳ των οποίων προσπάθησε να ισορροπήσει για το καλό της Πατρίδος του, την οποίαν όσο ζούσε είχε καταφέρει να θέσει σε σαφή αναμορφωτική τροχιά, επιτελώντας θαύματα στην διακυβέρνηση της πολύπαθης χώρας, και την οποία ασκούσε με σιδηρά πυγμή – προς τα έσω κυρίως, όπου κυρίως διατηρούσε τον έλεγχο.
Είναι πολύ δύσκολο να υποθέσει κανείς τί θα είχε συμβεί αν αποφάσιζε να ικανοποιήσει το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, μιας και είναι εντελώς παρακινδυνευμένο στην ιστορία να μιλά κανείς με “εάν”. Το μόνο βέβαιον είναι ότι θα είχε στερήσει από την νεώτερη ελληνική ιστορία μία από τις ηρωικώτερες στιγμές της.
Και επειδή είναι αρκετά συνηθισμένο τέτοιες μέρες να γίνεται προσπάθεια αναζητήσεως του συγχρόνου νοήματος της επετείου του “ΟΧΙ” του 1940, η διατύπωση της οποίας λαμβάνει συνήθως την μορφή του ερωτήματος: “Σε τί θα μπορούσαμε να πούμε ‘ΟΧΙ’ σήμερα”, η απάντηση είναι προφανής από την ζοφερή επικαιρότητα:
Καθώς και σήμερα δεχόμαστε εισβολή, πολύ πιο ύπουλη σε σύγκριση με το 1940, διότι η σύγχρονη εισβολή δεν γίνεται με όπλα και τεθωρακισμένα, αλλά είναι πληθυσμιακή/δημογραφική αλλόφυλη διείσδυση, υποδαυλισμένη και υποστηριζομένη από το κρατούν προδοτικό καθεστώς και τους ποικίλους του συντελεστάς. Έναντι αυτής της ριζικής υπαρξιακής απειλής της ίδιας της εθνικής μας βιολογικής υποστάσεως, καθώς αναρίθμητες ορδές αφροασιατικών και μεσανατολικών εποίκων εισβάλλουν και προωθούνται στην Πατρίδα μας, κατακλύζοντάς την απ᾿ άκρου εις άκρον, το μεγάλο ερώτημα είναι, ποιος θα προτάξει το μεγάλο “ΟΧΙ” στον εποικισμό και την εθνολογική αλλοίωση της Ελλάδος; Ποιός θα προστατεύσει τα σύνορα αλλά και την εθνοφυλετική μας ταυτότητα; Ποιός θα αντισταθεί σήμερα στην αραβοποίηση (… που πολιτιστικά δυστυχώς επισυμβαίνει ολεθρίως εδώ και πολλάς δεκαετίες!!!), ισλαμοποίηση και τον ολονέν γιγαντούμενο νεο-οθωμανισμό;