Οργή και θλίψη προκάλεσε η, εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς είχε προαναγγελθεί, απόφαση του Ερντογάν για μετατροπή της μεγαλοπρεπούς τρουλαίας βασιλικής της Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, αυτού του μεσαιωνικού κατασκευαστικού θαύματος των αρχιτεκτόνων Ανθεμίου του Τραλλιανού και Ισιδώρου του Μιλησίου, από επισκέψιμο μουσειακό χώρο όπως ήταν εδώ και δεκαετίες (ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς υπό την προστασία της UNESCO), σε ισλαμικό τέμενος. Η απόφαση εθεωρήθη προσβολή όχι τόσο (ή τουλάχιστον όχι μόνο) εναντίον της Ελλάδος, όσο εναντίον της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού εν γένει, αλλά και του πολιτισμένου κόσμου εν συνόλω, χαρακτηριζομένη ως απεχθής πράξη φανατισμού και βαρβαρότητος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μία ενέργεια άκρως συμβολική (είναι καταφανώς γελοίος ο ισχυρισμός ότι χρειαζόταν ένα ακόμα τζαμί για τους μουσουλμάνους στην Κωνσταντινούπολη, όταν ακριβώς δίπλα στην Αγ. Σοφία βρίσκεται, ως γνωστόν, το λεγόμενο «μπλέ τζαμί» – αναλόγως κολοσσιαίων διαστάσεων, αν και όχι εφάμιλλο σε αρχιτεκτονική αρτιότητα, συγκρινόμενο με την Αγ. Σοφία την οποία ματαίως προσπάθησαν να «ξεπεράσουν» οι κατασκευαστές του…), που έρχεται να δικαιώσει την ιστορική θεώρηση περί της συγκρούσεως των πολιτισμών (προς δόξαν του Samuel Huntington…).
Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν, λαμβάνοντας την συγκεκριμένη απόφαση (ή μάλλον επισπεύδοντας την λήψη της) στάθμισε τα δεδομένα, τα υπέρ και τα κατά, καθώς γνώριζε καλά ότι θα προκαλούσε βεβαία κατακραυγή και αντιδράσεις εκ μέρους του χριστιανικού κόσμου. Προτίμησε ωστόσο, καθώς φαίνεται, να ικανοποιήσει το θρησκόληπτο και φανατισμένο εσωτερικό κοινό του, που αποτελεί και την κοινωνική-εκλογική του βάση, καθώς και τον μουσουλμανικό κόσμο εν γένει, του οποίου οραματίζεται και επιδιώκει να καταστεί ηγέτης, ως νέος χαλίφης (τοποτηρητής του «προφήτη» Μωάμεθ), για λογαριασμό των απανταχού μωαμεθανών.
Η επίσπευση βεβαίως της αποφάσεώς του, θα πρέπει να συνδεθεί με την επείγουσα ανάγκη του, να ισοφαρίσει κάπως την πρόσφατη βαριά ταπείνωση που υπέστη στην Λιβύη, ένα στρατιωτικό στραπάτσο που προσπάθησε, επικοινωνιακώς, να υποβαθμίσει: την κονιορτοποίηση των εγκαταστάσεων της τουρκικής αεροπορικής βάσεως Αλ-Ουατίγια (πιθανότατα έχοντας και νεκρούς Τούρκους αξιωματικούς εκτός από την απώλεια αντιαεροπορικών συστημάτων) ως αποτέλεσμα κεραυνοβόλου αεροπορικής πυραυλικής επιθέσεως από αγνώστου ταυτότητος αεροσκάφη, των οποίων ακόμα ερευνάται η προέλευση (από Αίγυπτο, Γαλλία, Η.Α.Ε, ή σε συνεργασία των προηγουμένων)!
Και ενώ η μονίμως παθητική και άβουλη ελλαδική πολιτική τάξη, εισπράττοντας συνεχείς ταπεινώσεις και εξευτελισμούς από τον Ερντογάν, προσπαθεί με αμηχανία να διαχειριστεί διπλωματικώς την νέα ιταμή τουρκική πρόκληση που συνιστά η αλλαγή του καθεστώτος της Αγ. Σοφίας (πρόκληση κατά βάσιν συμβολική, που έρχεται όμως να προστεθεί στις άπειρες εντεινόμενες καθημερινές φραστικές και στρατιωτικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδος), επιχειρώντας να αποσπάσει από τις (μάλλον απρόθυμες να τα σπάσουν με την Τουρκία), ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, υποσχέσεις για οικονομικές κυρώσεις έναντι της Τουρκίας, προβάλλει παραλλήλως, με αφορμή το γεγονός αυτό, το ιστορικό ζήτημα (με βαρυσήμαντες ιδεολογικές προεκτάσεις, σε επίπεδο εθνο-συνειδησίας,) του πραγματικού χαρακτήρος της λεγομένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της σχέσεώς της με τον Ελληνισμό, καθώς στο θυμικό των περισσοτέρων συγχρόνων Ελλήνων (και δη στους περισσότερους αυτοπροσδιοριζομένους ως πατριώτες και εθνικιστές) είναι βαθιά ριζωμένη μία πεποίθηση περί ταυτίσεως «Βυζαντίου»-Ελλάδος, πράγμα που όμως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην ιστορική πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα ζήτημα στο οποίο έχουμε και στο παρελθόν αναφερθεί, λόγω όμως του επικαίρου ζητήματος θεωρούμε σκόπιμο να επανέλθουμε σ’ αυτό, έστω ακροθιγώς, καθώς μάλιστα διαφαίνεται μία σαφής τάση διολίσθησης του «πατριωτικού-εθνικού» χώρου, τα τελευταία χρόνια, σε έναν εντεινόμενο χριστιανοβυζαντινισμό που τείνει να παγιωθεί…
Λίγοι σήμερα γνωρίζουν ότι «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ουδέποτε υπήρξε – όχι τουλάχιστον με αυτό το όνομα. Οι υπήκοοι του κράτους αυτού ουδέποτε το απεκάλεσαν «βυζαντινό», ούτε οι ίδιοι αυτοπροοδιορίζονταν ως «Βυζαντινοί» αλλά ούτε και ως Έλληνες! Ο όρος «Βυζάντιο» είναι ένας μεταγενέστερος νεολογισμός των ιστορικών της Δύσεως που θέλησαν, με την υιοθέτηση αυτού του τεχνικού όρου, να διακρίνουν την παγανιστική από την χριστιανική περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφ’ ότου δηλαδή η έδρα του Ρωμαίου αυτοκράτορος, μετεφέρθη – το έτος 324 – από την Ρώμη, στην, νεοϊδρυθείσα τότε από τον Κωνσταντίνο Α’, Νέα Ρώμη, η οποία σύντομα κατέληξε να καλείται «Κωνσταντινούπολις» λόγω του ιδρυτού της και παράλληλα ο Χριστιανισμός αναγορεύθηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Η επιλογή του όρου «Βυζάντιο» σχετίζεται με την ομώνυμη αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων που προϋπήρχε στην θέση της Κωνσταντινουπόλεως, τα εγκαίνια της οποίας ως νέου διοικητικού κέντρου της αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκαν το έτος 330.
Πώς ονομαζόταν λοιπόν αυτό το κράτος και πώς οι υπήκοοί του; Τόσο πριν το 324 όσο και μετά από την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή, η ονομασία του κράτους ήταν: (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήτοι Imperium Romanum (αφού τα λατινικά παρέμεναν η επίσημη γλώσσα) και οι πολίτες του, Romani (Ρωμαίοι). Από τα χρόνια του (άξιου) στρατηγού-αυτοκράτορος Ηρακλείου αρχίζουν να εμφανίζονται σιγά-σιγά, για πρώτη φορά, ελληνικοί όροι π.χ. στην αυτοκρατορική αλληλογραφία, στους διοικητικούς τίτλους, κλπ. Πρώτος μάλιστα είναι ο Ηράκλειος που αρχίζει να τιτλοφορεί τον εαυτό του ελληνιστί: «Πιστός εν Χριστώ βασιλεύς». Για πολλούς αιώνες τα Λατινικά και τα Ελληνικά θα συνυπάρχουν στην διοίκηση, ώσπου τελικώς τα Ελληνικά θα εκτοπίσουν πλήρως τα Λατινικά ως κυρίαρχη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Επί παραδείγματι, ο Centurion (στρατιωτικός βαθμός) αποκαλείται πλέον Εκατόνταρχος, άλλοι όροι ελληνοποιούνται απλώς εξωτερικώς. Το κράτος πλέον καλείται Ρωμανία εξ ου και ο όρος “Ρωμιός”, “ρωμιοσύνη”, κλπ. Ως αποτέλεσμα της μεταφοράς της έδρας του ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, το επίκεντρο της αυτοκρατορίας περιήλθε στην ευρύτερη περιοχή όπου συνέχιζε να κυριαρχεί, ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, η ελληνική γλώσσα, καθώς στην Ανατολή το ελληνόφωνο στοιχείο πλεονεκτούσε και πληθυσμιακώς έναντι του λατινοφώνου. Ωστόσο το κράτος για πολλούς αιώνες παρέμενε ρωμαϊκό, όχι μόνο όσον αφορά τους τίτλους αλλά και όσον αφορά τους διοικητικούς θεσμούς οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι καθαρά ρωμαϊκοί. Οι δε λέξεις «Ελλάς» και «Έλλην» παρέμεναν σε πλήρη ανυποληψία, θεωρούμενες περίπου ως υβριστικές και απολύτως επιλήψιμες, λόγω της ευθείας συνδέσεως της λέξεως «Έλλην» με την έννοια «Εθνικός», ήτοι ειδωλολάτρης, με την οποία εθεωρείτο ταυτόσημη. Είναι επίσης σημαντικό να μην μας διαφεύγει ότι η αυτοκρατορία, τόσο κατά την προχριστιανική όσο και κατά την χριστιανική περίοδο, παρέμενε ένα πολυεθνοτικό κράτος με ρωμαϊκούς διοικητικούς θεσμούς, πιστό στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα και την ρωμαϊκή πολιτική παράδοση. Μεταξύ δε των αυτοκρατόρων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, ελάχιστοι ήσαν ελληνικής καταγωγής. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των αυτοκρατόρων με ιλλυρική καταγωγή, άλλοι ήσαν Αρμένιοι, άλλοι Σύριοι (οι Ίσαυροι) – ακόμα και χαζαρικής καταγωγής αυτοκράτωρ βρέθηκε στον θρόνο! Καθώς όμως το κράτος είχε περιέλθει στην σφαίρα επιρροής της ελληνικής κουλτούρας άρχισε προοδευτικώς να εξελληνίζεται – τουλάχιστον γλωσσικώς. Στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας (που συνιστά την περίοδο της μεγίστης ακμής της, τόσο από απόψεως πολιτικοστρατιωτικής και οικονομικής ισχύος όσο και από απόψεως διεθνούς κύρους, αίγλης και πολιτισμικής ακτινοβολίας) καθώς και της επομένης σημαντικής δυναστείας, αυτής των Κομνηνών, ο εξελληνισμός επεκτάθηκε και σφυρηλατήθηκε και σε λαϊκό επίπεδο, διά μέσου των αδυσωπήτων ηρωικών αγώνων, ιδίως δε των θρυλικών Ακριτών, εναντίον, μεταξύ άλλων, των Αράβων, των Βουλγάρων και, τελικώς, εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων που, από την τραγική και καθοριστική, όπως απεδείχθη, για την μοίρα του Ελληνισμού, ήττα στο Ματζικέρτ (1071) και έκτοτε, δεν έπαψαν (όπως και οι το παρακλάδι τους οι Οθωμανοί) να αποτελούν μέχρι σήμερα τον μόνιμο εχθρό των Ελλήνων. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει το σοκ της πρώτης Αλώσεως (του 1204) από τους Φράγκους της 4ης Σταυροφορίας και η ταπεινωτική περίοδος της λατινοκρατίας (1204-1261) για να αρχίζει, υπό το βάρος της αντιθέσεως προς τους επικυριάρχους Λατίνους, να αφυπνίζεται η ναρκωμένη ελληνική εθνική συνείδηση και να επέρχεται σταδιακώς μία κάποια εθνική συνειδητοποίηση. Φωτισμένοι λόγιοι (όπως οι εμβληματικές μορφές του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου «Πλήθωνος» Γεμιστού, του σπουδαίου μαθητού του Βησσαρίωνος, κ.α.) συνεχίζοντας το έργο που κάποιους αιώνες νωρίτερα είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο λειτουργίας της (πανεπιστημιακής) σχολής της Μαγναύρας, άρχισαν να στρέφονται συστηματικώς στις ζείδωρες πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, να αναζητούν, να μελετούν, να υπομνηματίζουν και να αντιγράφουν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, να ανακαλύπτουν, έτσι, εκ νέου τις ελληνικές τους ρίζες. Δι’ αυτού του τρόπου ήταν που η λέξη «Έλλην» σταδιακώς απενοχοποιήθηκε από τις έως τότε παγανιστικές της συμπαραδηλώσεις, παύοντας να συνιστά “ύβρη” και “ρετσινιά”. Αυτό όμως αποκρυσταλλώθηκε μόνο κατά τους ύστερους αιώνες της χιλιόχρονης ιστορίας της αυτοκρατορίας, που ήταν, δυστυχώς, οι αιώνες της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής αποδυναμώσεως και παρακμής. Τότε μόνον ήταν που η αυτοκρατορία όντως εξελληνίστηκε! Στον Πλήθωνα αποδίδεται η ξεκάθαρα δηλωτική της ελληνικής αυτοσυνειδησίας, φράση: “Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί“. Αν λοιπόν υπάρχει ένα παρελθόν το οποίο δικαιολογεί την ταύτιση που νιώθουν οι νεώτεροι Έλληνες με την αποκαλούμενη “Βυζαντινή Αυτοκρατορία”, θεωρώντας την ως την Μεσαιωνική Ελληνική Αυτοκρατορία, συνδέεται ακριβώς με αυτούς τους τελευταίους αιώνες και ιδίως με το συγκλονιστικό γεγονός της Αλώσεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, που στέρησε από τους Έλληνες το πολιτειακό τους πλαίσιο (την ξακουστή Ρωμανία) κατά τρόπο ώστε, με αναφορά και στήριγμα σ’ αυτό ακριβώς το αυτοκρατορικό παρελθόν, ο υπόδουλος Ελληνισμός να πλάσει θρύλους και οράματα ανατάξεως (όπως ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά), με σκοπό την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και την ανασύσταση της Ρωμανίας, ως μίας Νέας Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το όραμα έφτασε ένα βήμα πριν την θριαμβευτική υλοποίησή του, με την Μικρασιατική Εκστρατεία, ενταφιάστηκε όμως, ατυχώς, με την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922…
Συνιστά, κατά συνέπεια, φαινόμενο ακραίας συγχύσεως, να ταυτίζει κανείς, άκριτα και ανιστόρητα, την, ακρωτηριασμένη και συρρικνωμένη στα γεωγραφικά όρια του Ελληνισμού, Ρωμανία των τελευταίων αιώνων, με το πολυεθνικό-πολυφυλετικό σύμφυρμα της εποχής των Θεοδοσίων και του Ιουστινιανού, το οποίο, όχι μόνο θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί Ελληνικό αλλά μάλλον η ορθή διάγνωση είναι ότι επρόκειτο για ευθέως ανθ-ελληνικό κράτος, στον βαθμό που κατέστρεψε με μανία τα ελληνικά ιερά, σφράγισε τις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές και απηγόρευσε την φιλοσοφική διδασκαλία, βανδάλισε τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης, διέκοψε την τέλεση των ελληνικών αθλητικών αγώνων, προέβη σε απηνείς διώξεις και εκατόμβες σφαγών εις βάρος Ελλήνων Εθνικών, όπως ενδεικτικώς η φρικτή μαζική σφαγή 7.000 – 15.000 (!) Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο της πόλεως το 390, κατ’ εντολήν του Θεοδοσίου Α’, ή όπως η φρικτή δολοφονία της διαπρεπούς νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας, η οποία διεμελίσθη από τον ιουδαιοχριστιανικό όχλο στην Αλεξάνδρεια το 415.
Κατόπιν αυτών και έχοντας νωπή την συγκινησιακή φόρτιση λόγω της προσβολής των Τούρκων στην Αγ. Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, προκύπτει ευλόγως το ερώτημα: είναι βάσιμο να θεωρούμε, ως σύγχρονοι Έλληνες, τους εαυτούς μας, κληρονόμους της Ρωμανίας; Θα ήταν λογικό να αντιμετωπίζουμε τον Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως κάτι δικό μας ή ως κάτι ξένο ή και εχθρικό ακόμη; Υπό το φως των όσων προανεφέρθησαν η απάντηση είναι: και ναι και όχι!
Όσον αφορά την λεγόμενη πρωτοβυζαντινή περίοδο, η απάντηση είναι σαφής: με μοναδική φωτεινή εξαίρεση την εξόχως λαμπρή μορφή του, προώρως χαμένου, Ιουλιανού (πιθανότατα μάλιστα δολοφονημένου από «φίλιο» πλήγμα χριστιανού «συμπολεμιστού» του), χαρακτηρισθέντος υπό των Χριστιανών «αποστάτης» ή «παραβάτης», ακριβώς λόγω του ότι ήταν συνειδητώς ταγμένος στην Ελληνική παράδοση, οι υπόλοιποι αυτοκράτορες ακολούθησαν σαφώς ανθελληνική πολιτική. Είναι τραγελαφικό μιλώντας για σημερινούς Έλληνες και δη για θεωρούμενους «εθνικιστές» να συγκαταλέγουν μεταξύ των προσωπικοτήτων αναφοράς για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους, αυτοκράτορες όπως ο Ιουστινιανός, στα χρόνια του οποίου – και με δική του πρωτοβουλία – ανηγέρθη, ως γνωστόν, η Αγ. Σοφία Κωνσταντινουπόλεως!
Όσον αφορά την μεσοβυζαντινή περίοδο, τα πράγματα είναι ανάμικτα και συγκεχυμένα. Πρόκειται για περίοδο εντόνων εσωτερικών ζυμώσεων, ανακατατάξεων και διεργασιών προοδευτικής μεταλλάξεως του χαρακτήρος της αυτοκρατορίας. Καθοριστική υπήρξε η περίοδος της εικονομαχίας και η έκβασή της. Οι ανεικονικές αντιλήψεις και η συνακόλουθη εικονοκλαστική στάση των Ισαύρων αποτελεί έκφραση του μεσανατολικού στοιχείου που συνυπήρχε στην αυτοκρατορία, το οποίο και οι ίδιοι εξέφραζαν. Η εικονόφιλη πτέρυγα εξέφραζε, έστω και ασυνειδήτως, το ελληνικό-ευρωπαϊκό στοιχείο που επίσης ήταν παρόν. Είναι όμως τελικώς στην υστεροβυζαντινή φάση, κατά την περίοδο δηλαδή της φραγκοκρατίας και κατόπιν αυτής, οπότε αναδύεται σαφέστερα ο Ελληνικός χαρακτήρ, σύμφυτος βεβαίως με τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της εμπεδωμένης πια χριστιανικής ταυτότητος.
Ο διττός χαρακτήρ και η θεμελιώδης αντίφαση της εσωτερικής συγκρούσεως του ελληνικού με το ανατολίτικο στοιχείο εντός της Ρωμανίας αποκαλύπτεται εκ νέου κατά την επιθανάτια περίοδό της, όταν δηλαδή βρίσκεται περικυκλωμένη πνιγηρά από τους Οθωμανούς. Το ελληνικό πνεύμα οχυρώνεται τότε γύρω από δυνάμεις που επιχειρούν μία ύστατη αμυντική προσπάθεια, σε αναζήτηση συνεννοήσεως και συμμαχιών με δυτικοευρωπαϊκές χριστιανικές δυνάμεις. Πρόκειται για την παράταξη των λεγομένων Ενωτικών, οι οποίοι όμως (ατυχώς) δεν κατάφεραν να επικρατήσουν. Οι Ανθενωτικοί οι οποίοι τελικώς επεκράτησαν (σε επίπεδο λαϊκών μαζών) με προεξάρχοντα τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος κατ’ ουσίαν υπέθαλψε, με τον τρόπο του, την Άλωση, ένοιωθαν μεγαλύτερη οικειότητα με τους Ασιάτες, επικειμένους κατακτητάς, παρά με τους ευρωπαίους. Όλο το δράμα της Αλώσεως συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι δίπλα στον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, στις επάλξεις της Βασιλεύουσας, μαζί με λιγοστούς Έλληνες πολέμησε και έπεσε η βαραγγική αυτοκρατορική φρουρά και οι 700 Γενουάτες εθελοντές του γενναίου πρωτοστράτωρος Ιωάννου Ιουστινιάνη (Giovanni Giustiniani)… Παράλληλα, τα μοναστήρια ήταν γεμάτα ριψάσπιδες καλογήρους και στις εκκλησιές ολοφύρονταν τα πλήθη των μοιρολατρών αναμένοντας άμαχοι το ζοφερό πεπρωμένο…
Μόλις πριν την κατάρρευση της Ρωμανίας και την κυριαρχία της οθωμανικής βαρβαρότητος είναι οι Ελληνιστές λόγιοι που κατάφεραν να διαφύγουν στην βόρεια Ιταλία, οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν στα εκεί πρωτόλεια πανεπιστήμια την αρχαιογνωσία, καθιστάμενοι έτσι καταλύτες για την εκδήλωση των πνευματικών/καλλιτεχνικών κινημάτων της Αναγεννήσεως και του Ανθρωπισμού (Ουμανισμού) που εκδηλώθηκαν λίγο μετά, αναμορφώνοντας εκ βάθρων την Ευρώπη και οδηγώντας την σε επανασύνδεση με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.
Μετά την πτώση της Ρωμανίας, κληρονόμοι της αίγλης αυτής της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας με τον τόσο σύμμεικτο και ετερογενή χαρακτήρα, θεώρησαν τους εαυτούς τους όχι μόνον οι Έλληνες, οι οποίοι ταυτίζουν με την Ρωμανία το μεσαιωνικό παρελθόν τους (παρά την εχθρική, όπως είδαμε, προς τον Ελληνισμό αφετηρία της), αλλά και όλοι οι λαοί της χερσονήσου του Αίμου – πλην ίσως των Βουλγάρων που βρίσκονταν σε διαχρονική σύγκρουση με την Ρωμανία – καθώς και η Αυτοκρατορική Ρωσία η οποία κατασκεύασε την θεωρία περί της 3ης Ρώμης, θεωρώντας την ίδια ως την πολιτική κληρονόμο της Ρωμανίας. Αυτή η σύνδεση προβάλλεται σημειολογικώς στις σημαίες και τους θυρεούς των συγχρόνων βαλκανικών κρατών (Σερβίας, Μαυροβουνίου, Αλβανίας) καθώς και της Ρωσίας στις οποίες αποτυπώνεται το κύριο σύμβολο της Ρωμανίας, ο (δικέφαλος) αετός. Η Ρουμανία, αγκιστρώνοντας τον ιστορικό γενεσιουργό μύθο της στο προηγούμενο ρωμαϊκό παρελθόν (του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Τραϊανού που υπέταξε τους Δάκες!) χρησιμοποιεί τον ρωμαϊκό αετό, οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες και η Ρωσία, χρησιμοποιούν το σύμβολο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήτοι τον δικέφαλο αετό, που και αυτός, ως σύμβολο, αποδίδει τον θεμελιωδώς διττό χαρακτήρα της: πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα …τέρας του οποίου η μία κεφαλή είναι στραμμένη στην Ανατολή και η άλλη στην Δύση! Ειδικά για την περίπτωση της Αλβανίας, ας μην λησμονούμε ότι ο θεωρούμενος υπέρτατος εθνικός ήρως των Αλβανών (τον οποίο οι Έλληνες θεωρούμε Έλληνα και του οποίου η μητέρα ήταν, παρεμπιπτόντως, Σερβίδα), ο Γεώργιος Καστριώτης, περισσότερο γνωστός ως Σκεντέρμπεης, ως βυζαντινός πολέμαρχος, μαχόταν ηρωικώς εναντίον των Οθωμανών στα λημέρια του στην Βόρεια Αλβανία (Κρούγια) την ίδια εποχή κατά την οποία οι Οθωμανοί πολιορκούσαν την Βασιλεύουσα.
Καταληκτικώς, θα λέγαμε ότι, όπως θα πρέπει να θεωρηθεί ακραία και ανιστόρητη μια στάση συνολικής απορρίψεως του «Βυζαντίου» ως ενός κρατικού μορφώματος διαχρονικώς εχθρικού προς την Ελληνικότητα (λόγω του ανθελληνισμού που εξέφρασε κατά τους πρώτους αιώνες εκχριστιανισμού του) άλλο τόσο μονομερής και ανιστόρητη είναι μία ρομαντική εξιδανίκευσή του «Βυζαντίου», με βάση μόνο την ελληνοφωνία, παραβλέποντας τα ξένα προς την Ελληνικότητα στοιχεία, που επίσης διατρέχουν την ιστορική του πορεία. Η στάση μας όσον αφορά την αποτίμηση του «Βυζαντίου» και την διερεύνηση των πραγματικών σχέσεών του με τον μεσαιωνικό Ελληνισμό που έζησε στους κόλπους του επί αιώνες, ως συνειδητοποιημένων Ελλήνων που αναζητούμε την αυθεντική Ελληνικότητα, πρέπει να είναι κριτική. Αναγνωρίζουμε λοιπόν το μεγαλείο της Αγ. Σοφίας, αυτού του αρχιτεκτονικού θαύματος για την ανέγερση του οποίου εντολέας ήταν μεν ο Ιουστινιανός, αξιοποιήθηκε ωστόσο όλη η συσσωρευμένη γνώση – και εμπειρία αιώνων – της ελληνικής μηχανικής, εντυπωσιάζοντας ακόμα και τους σύγχρονους επιστήμονες που προσπαθούν να καταλάβουν πώς ένα τόσο τεράστιο κτήριο παρέμεινε αλώβητο επί τόσους αιώνες σε ένα από τα πιο σεισμογενή σημεία της γης όταν τίποτε άλλο δεν άντεξε τους αλλεπάλληλους σεισμούς. Προσπαθούν και τώρα να καταλάβουν πώς αυτός ο τεράστιος τρούλος αντέχει τις πολύ ισχυρές πιέσεις, χωρίς κολώνες να τον στηρίζουν. Αν και κτίστηκε για να υπηρετήσει την χριστιανική λατρεία (παράλληλα με την ματαιοδοξία του μεγαλομανούς Ιουστινιανού…) ο Ναός της Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως δεν παύει να αποτελεί κατ’ ουσίαν μία εκδήλωση του ελληνικού πνεύματος, της ελληνικής δημιουργικότητος, της ελληνικής αισθητικής. Αν και οι καμπύλες που φέρει (π.χ. οι τρούλοι) αποτελούν αισθητική επιρροή της Ανατολής, η βασική δομή της, ως κτηρίου, αποτελεί συνδυασμό βασιλικής (του βασικού ελληνικού και ρωμαϊκού Μεγάρου που δίνει έμφαση στον επιμήκη άξονα) και των ρωμαϊκών περίκεντρων κτηρίων (ροτόντες) που έδιναν έμφαση στον καθ’ ύψος άξονα. Για πολλούς αιώνες παρέμενε το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο κτήριο παγκοσμίως. Το θαυμάζουμε, όπως θαυμάζουμε και τους απαραμίλλου κάλλους και μεγαλείου οξυκορύφους Γοτθικούς Ναούς της δυτικής Ευρώπης, ως αρχιτεκτονήματα που εξόχως προβάλλουν την Αρία αισθητική και προκαλούν ψυχική ανάταση, παρά την τυπικώς χριστιανική τους ταυτότητα. Παρά ταύτα, σε συμβολικό επίπεδο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το αυθεντικό αρχιτεκτονικό απαύγασμα της Αρίας Ελληνικότητος παραμένει, πάνω απ’ όλα τα αρχιτεκτονήματα: ο ΠΑΡΘΕΝΩΝ!
Κλείνουμε σημειώνοντας ότι η γιγαντούμενη στον «εθνικοπατριωτικό» χώρο βυζαντινολαγνεία και ο παρεπόμενος χριστιανοταλιμπανισμός που εκδηλώνεται εσχάτως, με τραγελαφική μάλιστα έμφαση, αποτιμάται ως στοιχείο παρακμής και ιδεολογικής συγχύσεως. Στο τελευταίο όμως αυτό ζήτημα, του Χριστιανισμού, θα επανέλθουμε αναλυτικότερα σε προσεχές άρθρο μας.