ΑΡΙΑ ΨΥΧΗ – ΕΛΛΑΣ, ΡΩΜΗ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

Συνηθίζουμε ν΄ αναφέρουμε και να στηλιτεύουμε την πνευματική κατάπτωση και το νερούλιασμα του χαρακτήρος του σημερινού λευκού ανθρώπου, καθώς παρακολούθει και σε πολλές των περιπτώσεων πρωτοστατεί, άλλοτε ναρκωμένος και άλλοτε φοβούμενος, τον πνευματικό αλλά και βιολογικό του αφανισμό.

Αυτή η κατάσταση, προήλθε από την ύπουλη και ΄΄ειρηνική΄΄ είσοδο αλλότριων ιδεωδών στον λευκό κόσμο. Βεβαίως η διαδικασία αυτή, συναντάται από αρχαιοτάτων χρόνων και έλαβε χώρα με σαφώς πιο φυσικούς και άμεσους τρόπους, όπως η στατιωτική και πολιτική υποταγή που συνεπώς επηρέασε την πολιτιστική σχέση μεταξύ κατακτητών – κατακτημένων και τούμπαλιν.

Μια τέτοια σχέση που αξίζει να μελετηθεί, ήταν κι εκείνη μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων, για το γεγονός ότι μέσα από αυτή την επίδραση εδράζεται ολόκληρο το μετέπειτα ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Θα εστιάσουμε στη περίοδο του Κάτωνος του Πρεσβυτέρου, διότι εκείνη την περίοδο προβάλλει ξεκάθαρα η πάλη των δύο κόσμων. Εκείνη του Αρίου (Αριοελληνικός – Αριορωμαϊκός κόσμος) κι εκείνου του προαρίου συνονθυλεύματος της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου.

Είναι γνωστό ότι η εποχή που έζησε ο Κάτων ο Πρεσβύτερος (234-149 π.Χ) υπήρξε αποφασιστική για την επιβίωση της Ρώμης και την επιβολή της δυνάμεώς της στον χώρο της Μεσογείου. Στην περίοδο αυτή εμπίπτουν η θανάσιμη πάλη εναντίον του Αννίβα και οι σκληροί πόλεμοι κατά της Μακεδονίας, που λήγουν ένα μόλις χρόνο αργότερα (148 π.Χ) με την οριστική της συντριβή. Η ίδια αυτή εποχή υπήρξε εξ ίσου αποφασιστική για την πορεία του ρωμαϊκού πνεύματος σε όλες του τις εκφάνσεις, αφού τότε μπαίνουν οι βάσεις των ρωμαϊκών γραμμάτων και τεχνών, γεγονός που υπήρξε αποτέλεσμα της αμέσου γνωριμίας, μιμήσεως και αντιπαραθέσεως προς τα δημιουργήματα του ελληνικού πνεύματος. Αυτό είχε διαπιστωθεί ήδη από την εποχή εκείνη:

΄΄Κατά το δεύτερο Καρχηδονιακό πόλεμο η Μούσα εισέβαλε με φτερωτό βήμα στο πολεμικό άγριο γένος του Ρωμύλου΄΄, έγραψε ο ποιητής του δευτέρου αιώνος π.Χ Πόρκιος Λίκινος.

Αποφασιστική για τη ρωμαϊκή τέχνη υπήρξε η υποταγή της Μακεδονίας και της λοιπής Ελλάδος, απ΄ όπου οι Ρωμαίοι εσύλησαν και μετέφεραν στην Ιταλία αμύθυητους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, μεταξύ των οποίων έργα των μεγαλυτέρων Ελλήνων γλυπτών, ζωγράφων και αγγειοπλαστών της κλασσικής εποχής. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί και αξιωματούχοι στόλισαν την πρωτεύουσα, αλλά και τις οικίες τους, πλουτίζοντας έτσι τις ιδιωτικές συλλογές, που είχαν γίνει του συρμού στη Ρώμη.

Μάλιστα τώρα, διαπιστώθηκε και συνειδητοποιήθηκε βαθμιαία η διαφορά της κλασσικής ελληνικής τέχνης από τη σύγχρονη ΄΄ελληνιστική΄΄. Όπως δε στον τομέα της λογοτεχνίας οι Ρωμαίοι προτίμησαν και θαύμασαν ιδιαίτερα τα έργα των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων του παρελθόντος, έτσι και στον τομέα των εικαστικών τεχνών, προτίμησαν την αυστηρότητα και το μέτρο του κλασσικού, που ταίριαζε περισσότερο στον ρωμαϊκό χαρακτήρα παρά η γεμάτη κίνηση και πάθος σύγχρονη ελληνική τέχνη. Οι συντηρητικώτεροι ιδίως Ρωμαίοι, ξεκινώντας από την προτίμηση του κλασσικού στην τέχνη και τα γράμματα (επική και δραματική ποίηση, ρητορική, ιστορία, φιλοσοφία κλπ.), βρήκαν έτσι όπλα στον αγώνα τους κατά της εισβολής του τρόπου ζωής των συγχρόνων Ελλήνων, που πίστευαν ότι δεν ταιριάζει στα αυστηρά πατροπαράδοτα ήθη και αποτελεί κίνδυνο για την Ρώμη. Τον πολύ ελεύθερο και έκλυτο τρόπο ζωής πολλών συγχρόνων Ελλήνων, τον οποίο είχαν αρχίσει να μιμούνται αρκετοί ευγενείς νέοι της Ρώμης και τον οποίο ο Οράτιος αποκαλεί graecari, ένας συντηρητικός Ρωμαίος της εποχής του Κάτωνος, ο Πλαύτος, τον διακωμωδεί ονομάζοντάς τον pergraecari : ΄΄μέρα και νύχτα πίνετε, ζήτε σαν Έλληνες, αγοράζετε φιλενάδες, απελευθερώνετέ τες, βόσκετε παρασίτους, κάνετε πολυτελή φαγοπότια΄΄.

Φαίνεται δε ότι, όπως στην τέχνη επικράτησε η διάκριση ανάμεσα στη σύγχρονη ΄΄ελληνιστική΄΄ και την κλασσική ελληνική τέχνη και εκδηλώθηκε σαφής προτίμηση των Ρωμαίων προς την δεύτερη, έτσι και στη μίμηση του ελληνικού τρόπου ζωής οι Ρωμαίοι πατριώτες προσπάθησαν να διαστείλουν το παρόν από το παρελθόν, εξαίροντας τον τρόπο ζωής των παλαιών μεγάλων ανδρών, που κατέστησαν την Ελλάδα ένδοξη. Αυτό προκύπτει καθαρά από τον σαφή διαχωρισμό που κάνει ο Κικέρων, ο οποίος όπως και οι δύο Κάτωνες, ο Βάρρων ή ο Σαλλούστιος, προβάλλει τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Γράφει σχετικά ο Κικέρων: ΄΄Τότε ο Κάτουλος είπε: ούτε βέβαια οι Έλληνες, οι οποίοι υπήρξαν στις πολιτείες τους ένδοξοι και μεγάλοι, όπως είσαι εσύ και όπως όλοι εμείς θέλουμε να είμαστε στη δική μας πολιτεία, υπήρξαν όμοιοι με αυτούς εδώ τους Έλληνες, που μας γεμίζουν τ΄ αυτιά (μας ξεκουφαίνουν), ούτε κατά την απραξία απέφευγαν τέτοιου είδους λόγους και συζητήσεις΄΄.

Ο διαχωρισμός αυτός ανάμεσα σε σύγχρονους και παλαιοτέρους Έλληνες φέρνει στο φως την πνευματική διαμάχη ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Έλληνες από τον δεύτερο π.Χ αιώνα. Οι Έλληνες καυχώνται για τον πολιτισμό τους και ότι είναι απόγονοι των μεγάλων εκείνων του πνεύματος και της τέχνης, που δημιούργησαν τα απαράμιλλα κλασσικά έργα, αποκαλούν δε τους Ρωμαίους βαρβάρους. Οι Ρωμαίοι από την πλευρά τους αισθάνονται δικαιολογημένη υπερηφάνεια για το στρατιωτικό και πολιτικό μεγαλείο της Ρώμης, η οποία ταπείνωσε και κατέστησε δούλους εκείνους που εκαυχώντο για την καταγωγή και τον πολιτισμό τους. Έχοντας μάλιστα συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στα σύγχρονα και τα παλαιότερα δημιουργήματα του ελληνικού πνεύματος και της τέχνης και προσανατολισμένοι περισσότερο οι ίδιοι προς το κλασσικό ελληνικό πνεύμα, οι Ρωμαίοι διατείνονται ότι οι πραγματικοί κληρονόμοι και συνεχιστές της Αιωνίας Ελλάδος είναι οι ίδιοι και όχι οι σύγχρονοι τους Έλληνες, που βρίσκονται σε ηθική και πνευματική παρακμή. Κάτι αντίστοιχο μετέπειτα έλαβε χώρα με την αλληλοεπίδραση Ρωμαίων και Γερμανών, συνεχίζοντας έτσι την μακρά ιστορική αλυσίδα της Αρίας εκφράσεως.

Με την πεποίθηση αυτή οι Ρωμαίοι έχουν το αίσθημα ότι συνεχίζουν το κλασσικό πνεύμα στη λογοτεχνία και στην τέχνη και προσπαθούν να το οικειοποιηθούν και να του δώσουν περιεχόμενο και νόημα ρωμαϊκό. Όσο και αν τα κλασσικά ελληνικά δημιούργήματα παραμένουν έως τώρα αξεπέραστα, οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να τα προσεγγίσουν στο μεγαλύτερο μέχρι σήμερα βαθμό, δείχνοντας σε όλους τους μετέπειτα λαούς ποια στάση πρέπει να τηρή κανείς απέναντι στο ΄΄ξένο΄΄ δημιούργημα, έστω κι αν αυτό είναι κλασσικό: όχι δουλική μίμηση, αλλά μετουσίωση και προσαρμογή, όσο γίνεται στον δικό τους τρόπο ζωής και σκέψεως. Αυτό βέβαια επιτυγχάνεται με μία απαρέγκλιτη αρχή, να υπάρχει φυλετική συμβατότητα μεταξύ των δύο εμπλεκομένων πολιτισμών.

Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, κατανοούμε την ανησυχία και την πολεμική του Κάτωνος απέναντι στους ΄΄Έλληνες΄΄, όταν εκφράζει έκπληξη για το θράσος εκείνων, που εγκαταλείπουν τους ρωμαϊκούς θρησκευτικούς τύπους και τοποθετούν στα σπίτια τους σαν διακοσμητικά απλώς αντικείμενα αγάλματα (προφανώς ελληνικά) προτομές και ομοιώματα των θεών: ΄΄Μου προκαλεί κατάπληξη το ότι τολμούν και να μην τηρούν τους θρησκευτικούς τύπους και να στήνουν στα σπίτια τους σαν διακοσμητική επίπλωση αγάλματα θεών, προτομές τους και ομοιώματα΄΄. Σε άλλο απόσπασμα από τα κείμενά του ο Κάτων αποδοκιμάζει τα τραγούδια, την απαγγελία ελληνικών στίχων, τα αστεία, την αλλαγή της φωνής προς μίμηση ξένων φωνών και τους χορούς :

΄΄Εκτός αυτών τραγουδάει, όταν του αρέση, ενίοτε απαγγέλει (σαν ηθοποιός) ελληνικούς στίχους, διηγείται αστεία, αλλάζει φωνές, δίνει χορούς).΄΄

Σε άλλο απόσπασμα, όπου ο Κάτων κάνει λόγο για τα παλιά ρωμαϊκά ήθη, αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι ήταν ευπρεπώς ντυμένοι στις δημόσιες εμφανίσεις τους και απλά ντυμένοι μέσα στο σπίτι, ξόδευαν τα χρήματά τους περισσότερο για να αγοράζουν καλά άλογα (χρήσιμα τόσο στις καθημερινές εργασίες όσο και στον πόλεμο) και όχι μαγείρους και δεν είχαν σε υπόληψη την ποιητική τέχνη. Αν κανείς καταγινόταν με την τελευταία ή σύχναζε σε συμπόσια, τον θεωρούσαν αλήτη και απατεώνα : (Συνήθιζαν στην αγορά να ντύνονται ευπρεπώς, στο σπίτι ό,τι ήταν αρκετό, ακριβότερα αγόραζαν τα άλογα παρά τους μαγείρους. Την ποιητική τέχνη δεν την εκτιμούσαν. Αν κανείς ησχολείτο με αυτή ή ανακλινόταν σε συμπόσια, απεκαλείτο απατεώνας).

Ο ίδιος ο Κάτων έδινε με τη ζωή του και το παράδειγμα του, το πρότυπο του γνησίου Ρωμαίου, που έχει ως μόνιμο προσανατολισμό του τα προγονικά ήθη και την αρετή και περιφρονεί τις αβρότητες και τα πλούτη. Επίσης ο Κάτων ως τιμητής (cencor) το 184 π.Χ. προσπάθησε με εξοντωτική φορολογία να πατάξη την πολυτέλεια και τη σπατάλη και να επιβάλη εξαιρετική αυστηρότητα σε θέματα δημοσίας αιδούς. Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής, ήταν η αποβολή από τη Σύγκλητο του υποψηφίου υπάτου Μανιλίου με την κατηγορία ότι φίλησε τρυφερά την γυναίκα του μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια της κόρης του, καθώς και ο ισχυρισμός του Κάτωνος ότι ο ίδιος, μόνο όταν έγινε μια τρομερή βροντή, αγκάλιασε την τρομαγμένη γυναίκα του.

Συνεπής προς αυτό το σχεδόν πρωτόλειο αρχαϊκό πνεύμα είναι η εκδίωξη από την Ρώμη, Ελλήνων φιλοσόφων κατά τα έτη 161 και 155 π.Χ, οπότε έδωσαν στην ρωμαϊκή νεολαία μαζί με τις ηδονιστικές θεωρίες τους και απτά δείγματα της σοφιστικής τους τέχνης και της ικανότητος να παρουσιάζουν το ίδιο πράγμα διαφορετικά, ανάλογα με την περίσταση. Για τον λόγο αυτό ο αυστηρός Κάτων τους αντιμετωπίζει ως δημόσιο κίνδυνο και σε ένα απόσπασμα του, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα εναντίον τους : (..εσείς οι φιλόσοφοι είστε σκέτη θρηνωδία, διότι συλλέγετε γλωσσάρια και λεξίδια, πράγματα αηδιαστικά, χωρίς περιεχόμενο και τιποτένια σαν τις φωνές των γυναικών που μοιρολογούν).

Ο ίδιος ανησυχεί ότι η ενασχόληση με τις θεωρητικές επιστήμες και την τέχνη υπό την ευρύτερη έννοια της θα αμβλύνη τη ρωμαϊκή virtus, την γενναιότητα και την αρετή, και θα οδηγήση στον εκφυλισμό και την απώλεια της ρωμαϊκής ηγεμονίας, κατά των ίδιο ίσως τρόπο που και οι Έλληνες έχασαν την ηγεμονία και την πολιτική τους αυθυπαρξία. Αναφέρει σχετικά ο Πλούταρχος : (Θέλοντας δε να δημιουργήση στο γυιό του προκατάληψη προς τα ελληνικά γράμματα, χρησιμοποίησε γλώσσα βιαιότερη από όσο τα γηρατειά του επέτρεπαν, σαν να προμάντευε ότι οι Ρωμαίοι θα χάσουν την ηγεμονία, αν παραγεμίσουν με ελληνικά γράμματα).

Έτσι έρχεται στην επιφάνεια ο προβληματισμός και η παλιά κατηγορία εναντίον της τέχνης, που προκάλεσαν βέβαια κακοί θεράποντές της, ότι δηλαδή η τέχνη ναι μεν εξευγενίζει και εκλεπτύνει τον άνθρωπο, αλλά συγχρόνως τον κάνει και μαλθακό. Το πρόβλημα αυτό θίγει και ο Θουκυδίδης, όταν διά στόματος του Περικλέους, απαντώντας ίσως σε αιτιάσεις των σκληραγωγημένων Σπαρτιατών ανάλογες με εκείνες των συντηρητικών της Ρώμης, διακηρύσσει ότι οι Αθηναίοι επιδίδονται στη φιλοσοφία και την καλλιέργεια του πνεύματος χωρίς να χάνουν τη σωματική και ψυχική τους ρώμη και να γίνονται μαλθακοί. Φυσικά το κλειδί του προβλήματος αυτού το βρίσκουμε εντός του αριοελληνικού κόσμου, μέσω του χρυσού κανόνος του μέτρου, που εκφράζουν το παράγγελμα ΄΄Μηδὲν ἄγαν΄΄ ή η θρυλουμένη συμβουλή της Κόρρινας προς τον νεαρό Πίνδαρο: Tῇ χειρὶ δεῖ σπείρεινἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ .

Σημείωση του συγγραφέως: Το παραπάνω κείμενο βρίσκει την αντιστοιχία του και στον σημερινό ΄΄ελληνικό΄΄ εθνικιστικό μικρόκοσμο. Τα πρόσωπα με τις ψυχοσυνθέσεις που συνεπάγονται, οι παρουσίες και τα πεπραγμένα τους, τα αφήνουμε στην κρίση εκείνων που εμφορούνται από το πνεύμα του αιωνίου Κάτωνος (είτε εμφανίζεται ως Έλληνας, Ρωμαίος, Γερμανός), και όχι από την κρίση του καθενός που επικαλείται μια παρδαλή ελληνικότητα.