“Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλλίτερη σταγόνα που έχουμε. Κι άν ακόμη αρνηθείς όλο του το έργο, μένει ο ίδιος ο άνθρωπος.”
—Ο Αλέξης Μινωτής για τον Νίκο Καζαντζάκη
Λίγες ημέρες άφ’ ότου “άφησε” την τελευταία του πνοή ο Μέγας Ρ. Βάγκνερ, γεννάται στην Κρήτη (18 Φεβρουαρίου 1883), μιά άλλη τεραστία μορφή του Πνεύματος, όχι της Μουσικής, αλλά του Λόγου αυτήν την φορά! Η Κοσμική Συγχρονότης μετουσιώνει δηλαδή την κυκλική κίνηση Χρόνου και Ιστορίας (σημειωτέον ότι την 18ή Φεβρουαρίου 2004 αποθνήσκει και η πολυαγαπημένη σύντροφός του Ελένη)!!!
Εύστροφος, οξύς, δωρικός, ακλονήτος στην Βιοθεωρία του, “φώτισε” με την Ολυμπία ποιότητά του (εμπνευσμένη από τον Θείο Όμηρο και Δάντη) τον νέο Ελληνισμό!
Ο άοκνος εργάτης/ποιητής θα δημιουργήση κάθ’ όλην την πορεία της ζωής του μνημειώδη επινοήματα, στις κορφές των οποίων ίστανται η “Οδύσεια”, η “Ασκητική”, ο “Καπετάν-Μιχάλης”, και βεβαίως η εκπληκτική μετάφραση/απόδοση των Ομηρικών Επών!
Χάριν αφιερώματος και πρός τιμήν του φιλοσόφου, μεταφραστού, απαραμίλλου γλωσσοπλάστου, αλλά υπεράνω όλων, της Φωνής της Συνειδήσεως της Φυλής, παραθέτουμε απόσπασμα από την “Ασκητική”.
Η ΡΑΤΣΑ
Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με την σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν την βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από ‘σένα. Ζούν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στην γής, να μπορέσης να ζήσης την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.
Δεν είσαι ένας· είσαι ένα σώμα στρατού. Μιά στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου· όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται, όταν κοιμάσαι ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.
“Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!” φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. “Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας· κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!
“Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δεν φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από ‘σένα, δεν κατεβήκαμε στην γής. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!”
Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νοιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του Νού σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.
Μα εσύ να ξεδιαλέγης. Ποιός πρόγονος να γκρεμιστή πίσω στα τάρταρα του αίματου σου, και ποιός ν΄ ανηφορίση πάλι στο φώς και στο χώμα.
Μή τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λές, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σάν ζώο· να φύγη! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιό ζωντανός από ‘μένα· άς πιεί το αίμα μου όλο!
Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε την βούλησί τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερό σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ώς γεννήθηκες, μιά νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει την μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θές δεν θές, έναν νέο ρυθμό. Μιά νέα επιθυμία, μιά νέα Ιδέα, μιά θλίψι καινούρια. Θές δεν θές, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.
Κατά που θα κινήσης; Πώς θ΄ αντικρίσης την ζωή και τον θάνατο, την αρετή και τον φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πιά μονάχα την μικρή ασήμαντη ύπαρξί σου. Είσαι μιά ζαριά όπου για μιά στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπή και θα όδέψη ο ποταμός των απογόνων.
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μιά γενναία πράξι, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.
“Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!” Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιό παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζούν της εδικής σου ράτσας.
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του, που νοιώθει να πεινάη όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάη, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ώς τα πέρατα της Γής μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστή ο Νούς τους, να χτυπάη η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Πώς μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, άν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορής να σωθής, άν δεν σωθή αλάκερό σου το αίμα; Ένας από την ράτσα σου να χαθή, σε συντραβάει στον χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του Νού σου σαπίζει.
Να ζής βαθιά, όχι σάν Ιδέα, παρά ώς σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νοιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνη από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
Ποιός είν’ ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστής στέρεα από το κλαρί, κι είτε σάν φύλλο είτε σάν άνθος είτε σάν καρπός να σαλεύη μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέη αλάκερο το δέντρο.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας την θητεία σου στην ράτσα, είναι να νοιώσης μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσης την ορμή τους και να συνεχίσης το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσης στον γιό την μεγάλη εντολή να σε ξεπεράση.
Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγη, να ξεσκιστή από την σάρκα σου, να γλιτώση από ‘σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δεν θέλει πιά να ΄ναι μαζί σου, δεν χωράει πιά στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.
“Πατέρα, δεν χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να την συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
“Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πιά δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν τον ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στον δρόμο!”
Και ‘σύ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. “Όλα, όλα για το γιό μου!” φωνάζεις. “Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιός του ανθρώπου!”
Μιά δύναμη μέσα σου, ανώτερή σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και τον Νού σου και φωνάζει: “Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!
“Μή κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μή ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου τον Κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!”