Αἱρεῦνται γὰρ ἒν ἀντὶ ἀπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν· οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὄκωσπερ κτήνεα.
Η λέξη ιδεολογία στις ημέρες μας έχει λάβει πολύ μεγάλη αξία. Ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ιδεολόγου θεωρείται μεγάλος έπαινος αλλά και, ευρύτερα, λέξεις οι οποίες σχετίζονται με αυτήν την έννοια λαμβάνουν αυτομάτως σχεδόν πάντα θετικό πρόσημο. Τα σημερινά κόμματα και οι πολιτικοί σχηματισμοί, προσπαθώντας να προσδώσουν εικονική αξία στις θέσεις τους, επαίρονται πως ακολουθούν και προωθούν το κάθε ένα μίαν «ιδεολογία» ως πρότυπο. Είναι όμως πραγματικά δίκαιο, η ιδεολογία να λογίζεται αυτόχρημα ως μια τόσο θετική έννοια;
Κατ’ αρχάς ως ιδεολογία, πολύ σύντομα, θα μπορούσε να ορισθεί μία οργανωμένη συλλογή ιδεών. Η λέξη αυτή δημιουργήθηκε και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται κατά τον 18ο και 19ο αιώνα για να περιγράψει τις κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες της τότε εποχής.
Η σχέση ατόμου και ιδεολογίας συχνότατα είναι μία κατάσταση εξωτερικής ταυτίσεως.
Η ταύτιση αυτή υποδηλώνει μία ψυχρή επιφανειακή συμφωνία και σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να περιγράψει βιωματικές καταστάσεις μετοχής. Υπό αυτό το πρίσμα είναι απολύτως φυσιολογικό να χαρακτηρισθούν ως ιδεολογίες θεωρητικά σχήματα όπως ο Λιμπεραλισμός και ο Κομμουνισμός, αλλά, από την άλλη, θα ήταν πέρα για πέρα παράλογο να κατατάσσονταν σε αυτές επί παραδείγματι κάτι όπως η ορειβασία ή η μουσική – και γιατί άραγε; Μα ακριβώς επειδή αυτά τα δύο, εμπεριέχοντας βιώματα και εμπειρίωση, δεν είναι κάποια αόριστα φληναφήματα, καθώς μία “ιδεολογία” κάλλιστα μπορεί να είναι!
Η ιδεολογία, ως μία απλή δήλωση συμφωνίας κατά την οποία το υποκείμενο συγκατανεύει σε κάτι εξωτερικό, συνήθως παρουσιαζόμενο ως σύμπλεγμα ημι-λογικῶν και συμβατικώς συσσωματωμένων συνειρμών του ενός ή του άλλου συρμού, επιλέγεται πανεύκολα από τον καθένα που κάτι “νομίζει” (αρχ. δοκεῖν, δόξα, δοξασία), όπως και εξ ίσου εύκολα δύναται αυτό το κάτι να εγκαταλειφθεί ή αντικατασταθεί, καθώς το άτομο μπορεί να θεωρήσει πως άλλαξε ξαφνικά «άποψη» και αποφάσισε να προσχωρήσει σε κάποιαν άλλη ιδεολογία. Μάλιστα, αυτό το σχήμα έχει παρατηρηθεί έντονα σε διάφορους “αγωνιστές της αριστεράς”, οι οποίοι κατά μεν την νεότητά τους εμφανίστηκαν ως λυσσαλέοι πολέμιοι του καπιταλιστικού συστήματος (όμως από μια ουτοπική και ομοίως με τον καπιταλισμό υλιστική θέση!), προτάσσοντας τις σοσιαλιστικές τους ιδέες – αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία μεταλλάχθηκαν πανεύκολα σε ευτραφείς “γιάπηδες” και συνεπείς υπηρέτες της καπιταλιστικής παγκοσμίου τάξεως πραγμάτων. Είναι μάλιστα τραγελαφικό το γεγονός ότι κυρίως τέτοιοι επενδύουν κεντρικές θέσεις-κλεδιά στην καρδιά της ΝΠΤΠ και του καπιταλιστικού Συστήματος, για παράδειγμα στην παγκόσμια τράπεζα, στο ΔΝΤ και στην (αντι-)Ευρωπαϊκή Ένωση (€.€.).
Όμως, κατ᾿ αντίθεση με την “ιδεολογία”, η ένταξη σε κάποιον βιωματικό κύκλο δεν είναι τόσο απλή και εύκολη υπόθεση ούτε ζήτημα απλής εξωτερικής συγκατανεύσεως του ατόμου. Απαιτούνται χρόνια μαθητείας και διάφορα στάδια-επίπεδα συνειδήσεως, βιωματικής εμπειριώσεως και μυήσεως προκειμένου (ενδεχομένως) να ανέλθει κάποιος στην κοινωνία των μυημένων μιας αυθεντικής βιωματικής κι ενορατικής Ιδέας.
Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ιπποσύνης, όπου ο μελλοντικός Ιππότης έπρεπε πρώτα να περάσει χρόνια μαθητείας και υπηρεσίας ως ιπποκόμος στο πλάι κάποιου ιππότου, μέχρις ότου μπορέσει και ο ίδιος να θεωρηθεί άξιος να εισέλθει στην κοινωνία των Ιπποτών. Τέτοιες αντίστοιχες παραδόσεις ιεραρχήσεως, μαθητείας και σταδιακής μυήσεως υπήρχαν και στην κλεφτουριά, όπως αφηγείται στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η «ιδεολογία» (μάλιστα δε κατά την τρέχουσα χρήση του όρου) κακώς έχει προσλάβει θετική σημασία: Μάλλον ως κάτι το αρνητικό θα πρέπει να λογίζεται. Και αυτό διότι τόσο η προσχώρηση σε (όσο και η αποχώρηση από) ένα τέτοιο σύνολο ιδεών είναι, όπως προανεφέρθη, μια εύκολη διαδικασία. Είναι δηλαδή κάτι τελείως μεταβλητό και πρόσκαιρο και τελικώς επιφανειακό. Το άτομο που ταυτίζεται με φανατισμό με τέτοια νοητικά σχήματα, δηλαδή αυτός που ονομάζεται ιδεολόγος, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα εντελώς επιφανειακώς, συνήθως δε και μέσα από δογματικούς επιφανειακούς τυφλοσούρτες και αχώνευτα τσιτάτα, κάτι το οποίο εν πάσῃ περιπτώσει δεν είναι καθόλου κολακευτικό.
Σχετικώς με τα άτομα-φορείς δεδηλωμένους τέτοιων «ιδεολογιών» η εμπειρία καταδεικνύει ότι, μετά από χρόνια εμμονικής ταυτίσεως, μπορούν να αντικρύσουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο αποκλειστικώς μέσα από το νεκρό απολιθωματικό καλειδοσκόπιο της ιδεολογίας, έχοντας ολοκληρωτικώς εξοστρακίσει εις εκείνης το όνομα και υπό το κράτος της απολέσει κάθε στοιχειώδη δυνατότητα ελεύθερης εσωτερικής ματιάς: Παράδειγμα τέτοιου επίκαιρου φαινομένου είναι η αντιμετώπιση της Ελληνικής Επαναστάσεως από τους μεν κομμουνιστές ως ταξικής, από δε τους λιμπεραλιστές ως αστικής-φιλελεύθερης ευθυγραμμίσεως με τον κατωφερή συρμό του διαφωτισμού και της «Γαλλικής Επαναστάσεως».
Αντιθέτως, η βιωματική σχέση και μύηση στο νόημά της απαιτεί συνειδητή, επίμονη και μακροχρονία προσπάθεια, καθώς μάλιστα ο βαθμός βιώσεως και μυήσεως είναι αντίστοιχος της ποιότητος και της μονιμότητος της αληθινής νοήσεως αλλά και του συναφούς μ᾿ αὐτήν “είναι” του ατόμου. Οι βιωματικές σχέσεις συνδέονται δηλαδή με μόνιμα, αμετάβλητα και άρα αληθή χαρακτηριστικά του ατόμου, τα οποία εποικοδομούνται με πολύ κόπο και αγώνα.
Έως τώρα έγινε λόγος για τον λιμπεραλισμό και τον κομμουνισμό. Σκοπίμως δεν έγινε καμμία αναφορά στον εθνικισμό/εθνοκοινοτισμό. Κατά τα παραπάνω, ο εθνικισμός/εθνοκοινοτισμός εντάσσεται στις ιδεολογίες ή στα βιώματα; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα απαιτείται να προηγηθεί σχετική ιστορική αναδρομή.
Σε παλαιότερες εποχές ο Έλληνας είχε μία βιωματική σχέση με αυτό που ονομάζεται Πατρίδα. Για εκείνον Πατρίδα ήταν, βέβαια, η γενιά και ο τόπος του, μα ήταν παράλληλα με αυτά και οι πανάρχαιες παραδόσεις, οι οποίες κληροδοτούνταν από πατέρα σε γιο ως ιερή παρακαταθήκη. Το τραγούδι, ο λεβέντικος χορός και οι μυσταγωγικές εκκλησιαστικές τελετές εκλαμβάνονταν όχι ως κάτι διαχωρίσιμο, όχι ως θέμα “ατομικού καπρίτσιου” ή μόδας αλλά αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της Πατρίδος. Η παράδοση όχι ως νεκρό μουσειακό είδος αλλά ως μία ζώσα πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα η οποία βιωνόταν εν ταυτῷ ατομικώς και συλλογικώς από ολόκληρη την κοινότητα, που αποτελούσε ένα ζῶν κοσμικό “θέατρο”. Κάθε σκοπός, κάθε χορός, κάθε θρύλος, κάθε σύμβολο είχε την θέση του και τον οργανικό του ρόλο. Ως εκ τούτου η ιδιότητα του Έλληνος ήταν πολύ πιο προσδιοριστική, καθοριστική και συγκεκριμένη αντί για κάποιαν επιφανειακή σύμβαση όπως η επιλογή ποδοσφαιρικής ομάδος από τους οπαδούς, όντας συνυφασμένη με συνεχή διαδικασία μαθητείας και αριστείας πάνω σε αυτά τα βιώματα – και μάλιστα, όσο περισσότερο κάποιος κατείχε αυτά, τόσο περισσότερο τον καθόριζε η Ελληνικότης, σφραγίζοντας, κυριολεκτικώς ολόκληρο το είναι του.
Σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η λιμπεραλιστική αστική (σιέλ) δεξιά και κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια η κόκκινη και ροζ κυριαρχούσα μαρξιστογενής αριστερά φρόντισαν να ξεριζώσουν τις πανάρχαιες παραδόσεις και να αποκόψουν την ελληνική κοινωνία από κάθε στοιχείο παραδόσεως και πατρογονικής αξιακής κληρονομιάς. Οι παραδόσεις απονεκρώθηκαν (στην καλύτερη περίπτωση κατέστησαν μιμητικές εξωτερικότητες φολκλορικού τύπου)∙ ο μέσος Έλληνας έχασε την βιωματική σχέση που είχε με την Πατρίδα. Σήμερα ακούγεται από πολλούς η φράση “αγαπώ την Ελλάδα”, ως εχέγγυο τάχα «πατριωτισμού», χωρίς όμως να προκύπτει η παραμικρή βαθύτερη σχέση με την ουσία της Ελληνικότητος. Επιδεικνύεται δηλαδή απλώς μία δήλωση συμφωνίας, η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, συνδέεται με το απλό συναίσθημα της φυσικής έλξεως προς το όμοιο. Η σχέση λοιπόν του Έλληνος με την Πατρίδα του κατέστη ιδεολογική, εξωτερική – ως εκ τούτου ο εθνικισμός από βίωμα, κατήντησε φλούδα, κέλυφος – ιδεολογικοποιήθηκε!
Η μετατροπή αυτή του εθνικισμού σε ιδεολογία οδήγησε και στην ονοματοδοσία του, αφού μία φυσική κατάσταση, όπως η μετοχή στον πατροπαράδοτο τρόπο του βίου, δεν απαιτεί όνομα.
Σε αυτήν την σημερινή του μορφή ο εθνικισμός δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να εξυπηρετήσει τον υπέρτατο σκοπό της εθνικής (επ)αναστάσεως. Δεν μπορεί να εμπνεύσει τα χαμένα εθνικά ιδεώδη, αφού και αυτός ο ίδιος τα έχει απολέσει, ούτε μπορεί με την ανούσια ρηχότητά του να αναμετρηθεί με τον πολιτιστικό μαρξισμό, το παιδί του γάμου μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, την ιδεολογία του συγχρόνου συστήματος εξουσίας.
Μοναδική ελπίδα είναι η εμφάνιση και οικοδόμηση μια νέας βιωματικής σχέσης των εν δυνάμει Ελλήνων με την αυθεντική Ελληνικότητα. Προς τούτο μεγίστη υπήρξεν η συμβολή του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος του μεσοπολέμου, το οποίο έδωσε μία νέα πνοή στην αναζήτηση των εθνικών ιδεωδών, όχι μόνο για την περίπτωση της Ελλάδος αλλά για όλα τα Ευρωπαϊκά Έθνη. Αυτή η συμβολή του εδράζεται στην κύρια θέση του περί της κοινής καταγωγής των ευρωπαϊκών εθνών και των παραλλήλων παραδόσεων οι οποίες αναπτύχθηκαν στα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη μέσα στις χιλιετίες.
Με την συμβολή του Εθνικοσοσιαλισμού οι επιμέρους Άριες-Ευρωπαϊκές παραδόσεις, κορυφαία θέση ανάμεσα στις οποίες κατέχει η Ελληνική, μπορούν να ιδωθούν εν παραλλήλῳ. Υπό αυτήν την οπτική, η αρχαία Σπάρτη, η Ιπποσύνη και η Κλεφτουριά μπορούν να ιδωθούν ως παράλληλες εκφράσεις της κοινής Αρίας ψυχής. Παρομοίως, μύθοι, θρύλοι, τραγούδια και χοροί αλλά και φιλοσοφικές σχολές, από την γιόγκα μέχρι τον νεοπλατωνισμό, μπορούν να ιδωθούν ως παράλληλα και συμπληρωματικά. Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα έθεσε, δηλαδή, τα θεμέλια της Αρίας-Ευρωπαϊκής συνειδήσεως, μέρος της οποίας αποτελεί και η ελληνική εθνική συνείδηση.
Επιταγή λοιπόν των καιρών μας είναι η αναστήλωση της Ελληνικής συνειδήσεως και των νέων ελληνικών παραδόσεων μέσα από την οικοδόμηση της συλλογικής Αρίας-Ευρωπαϊκής συνειδήσεως!