Δεν πέρασε πολύς καιρός από την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδος κατά την διάρκεια της οποίας, όπως κάθε χρόνο, σε πολλά τηλεοπτικά κανάλια προβλήθηκαν οι γνωστές κινηματογραφικές παραγωγές με θέμα την ζωή και το μαρτύριο του Ιησού (π.χ «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Franco Zeffirelli) καθώς επίσης και διάφορες ταινίες έχουσες θεματολογία σχετική με τις περιπέτειες του Ιουδαϊκού λαού κατά την αρχαιότητα. Τέτοιες ταινίες, που παρουσιάζουν το περιεχόμενο των βιβλικών διηγήσεων με τρόπο ιδιαιτέρως παραστατικό, δίνουν την ευκαιρία στον μέσο Έλληνα τηλεθεατή να συνειδητοποιήσει κάτι που ενδεχομένως έχει την τάση να λησμονεί, ότι δηλαδή η αφετηρία της θρησκείας που ακολουθεί, ανάγεται στην ιστορική και θρησκευτική μήτρα του Ιουδαϊσμού! Καθώς η προηγηθείσα εορταστική περίοδος, παρά τις δυσχέρειες των υγειονομικών περιορισμών, απετέλεσε, όπως κάθε χρόνο, περίοδο κορυφώσεως του θρησκευτικού συναισθήματος σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, ιδίως όμως στην Ελλάδα και εν γένει στον ανατολικό ορθόδοξο κόσμο είναι ως εκ τούτου κατάλληλη η περίσταση για να θίξουμε, σε εισαγωγικό έστω επίπεδο, το κρισιμότατο ζήτημα του φαινομένου της θρησκείας, της θρησκευτικότητος, του θρησκευτικού συναισθήματος και κυρίως της σχέσεώς του με το έθνος και την εθνική ταυτότητα – ακόμη δε πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα της σχέσεως του Χριστιανισμού, ως θρησκείας, με το ελληνικό έθνος και την Ελληνικότητα.
Πρόκειται για ζήτημα βαρύνουσας σημασίας, καθώς αποτελεί ένα εκ των δύο κυρίων ζητημάτων που μονίμως και διαχρονικώς απασχολούν και οδηγούν σε διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις γενικώς, ιδίως όμως εντός του λεγομένου «εθνικού χώρου».
Παρατηρεί κανείς στην Ελλάδα, τα τελευταία μάλιστα χρόνια με μεγαλύτερη ένταση, την εμφάνιση στον δημόσιο χώρο και δη στον πολιτικό στίβο προσώπων, κομμάτων και οργανώσεων που υπερτονίζουν και προβάλλουν με ιδιαίτερη θέρμη την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα, παρουσιάζοντάς την ως απαραίτητο συμπλήρωμα και συνιστώσα της πατριωτικής ή/και εθνι(κιστι)κής τους φυσιογνωμίας. Μπορεί οιοσδήποτε να ανακαλέσει πολλά σχετικά παραδείγματα στην μνήμη του, ακόμη και σχετιζόμενα με πολύ πρόσφατα πολιτικά εγχειρήματα του εθνικοπατριωτικού «χώρου», με τους επί κεφαλής κομμάτων, οργανώσεων κ.λπ. να υπερτονίζουν εμφατικώς την προσήλωσή τους στην «Ορθοδοξία»…
(Το έτερον ζήτημα που εγείρει αντιπαραθέσεις είναι ασφαλώς το ζήτημα της καταγωγής και εθνογενέσεως των Ελλήνων, επί του οποίου έχουμε πολλάκις αναφερθεί μέσω του παρόντος ιστοτόπου και μάλιστα διεξοδικώς, δημοσιεύοντας εμπεριστατωμένες αναλύσεις και παραπέμποντας σε συγκεκριμένα στοιχεία και σε ειδικές μελέτες που διασαφηνίζουν την επιστημονική αλήθεια περί της αναγωγής των πρωτ-Ελλήνων στην αριοευρωπαϊκή ομοεθνία, αναιρώντας τις αφελείς φαντασιοπληξίες διαφόρων ασχέτων ή ημιμαθών δογματικών που επιμένουν να ομιλούν περί «αναδέλφου έθνους», «αυτοχθόνων» και για λοιπές αυθαίρετες μπούρδες, παρά τα συντριπτικά επιστημονικά δεδομένα, που εσχάτως μάλιστα ενσχύονται και εμπλουτίζονται συνεχώς με νέα ευρήματα, μάλιστα δε μέσῳ του νέου επιστημονικού κλάδου της αρχαιογενετικής, η οποία έρχεται να επαληθεύσει πανηγυρικώς τα γλωσσολογικά, πολιτιστικά, (προ)ιστορικά, μυθογραφικά, αρχαιολογικά κ.λπ. δεδομένα.)
Ωστόσο το ζήτημα της θρησκευτικότητος, για να επιστρέψουμε σ’ αυτό, είναι ιδιαιτέρως δύσκολο στην πραγμάτευσή του, διότι αναφέρεται στον χώρο του Ιερού, που εμπίπτει στο πεδίο του μεταφυσικού στοχασμού και βιώματος, όπου οι βεβαιότητες είναι εξ υπαρχής επισφαλείς, απαιτώντας από τον όποιον αναζηττητή της αλήθειας ελευθερία νοήσεως, αδογμάτιστο πνεύμα, ενορατική οξυδέρκεια και ικανότητα λεπτής διακρίσεως εννοιών, αισθήσεων, καταστάσεων και συνθηκών.
Δεν θα υπεισέλθουμε επί του παρόντος στον καθ’ αυτό πυρήνα της μεταφυσικής, καίτοι αυτό αποτελεί το σημαντικό ζητούμενο – θα το πράξουμε εν καιρώ. Θα περιοριστούμε σε μία εισαγωγική προσέγγιση σε ιστορικό και κοινωνικό/ανθρωπολογικό επίπεδο.
Στην εποχή μας, όπως άλλωστε και σε παλαιότερες εποχές, οι περισσότεροι Έλληνες νοιώθουν απόλυτη ταύτιση με τον Χριστιανισμό και δη με το Ορθόδοξο δόγμα. Για πολλούς Έλληνες, Ελληνισμός και Ορθοδοξία ταυτίζονται απολύτως. Δεν μπορούν να εννοήσουν το ένα δίχως το άλλο!
Η αλήθεια είναι ότι, πέραν του ότι η συντριπτική πλειονότης των συγχρόνων Ελλήνων δηλώνουν (τύποις τουλάχιστον) Χριστιανοί Ορθόδοξοι, η ίδια η επίσημη υπόσταση του Ελληνικού κράτους είναι συνυφασμένη με την Ορθοδοξία, όπως ήδη προκύπτει από το Σύνταγμα (στο οποίο βεβαίως παρέχονται ισχυρές εγγυήσεις ανεξιθρησκίας), που σαφώς αναγνωρίζει στον Ορθόδοξο-Ανατολικό Χριστιανισμό το προνόμιο της επικρατούσας θρησκείας (με κρατική υποστήριξη, θεσμική και οικονομική) με τόσο σαφή μάλιστα τρόπο, ώστε η εύνοια αυτή να αποτυπώνεται ξεκάθαρα ήδη στις πρώτες λέξεις του προοιμίου του Συντάγματος («Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος [….]»). Οι λόγοι γι’ αυτό είναι σαφώς ιστορικοί, αφού η αναζωπύρωση και ενδυνάμωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητος στα νεώτερα χρόνια (μετά από μακραίωνη περίοδο αποδυναμώσεως, αν όχι και υπνώσεως) υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό, ιδίως μάλιστα κατά τους σκοτεινούς αιώνες της τουρκοκρατίας, από εκκλησιαστικούς παράγοντες ως πρόσωπα, από εκκλησιαστικούς θεσμούς και από την λαϊκή ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η οποία αποτελούσε άλλωστε ισχυρό και ευχερώς διακριτό στοιχείο ριζικής πολιτιστικής διαφοροποιήσεως των Ελλήνων από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς κυριάρχους. Στον δε αγώνα της εθνεγερσίας του 1821 η ορθόδοξη πίστη αναγορεύθηκε σε καθοριστικό στοιχείο σφυρηλατήσεως της εθνικής ταυτότητος και τονώσεως της συνειδήσεως και του φρονήματος των επαναστατών, όπως άλλωστε προκύπτει από τα αυθεντικά κείμενα της περιόδου.
Αν όμως ο Χριστιανισμός φαίνεται να ακολουθεί εδώ και μερικούς αιώνες πορεία συμπορεύσεως με το ελληνικό έθνος, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κάθε άλλο! Για την ακρίβεια, η επικράτηση του Χριστιανισμού και η αναγόρευσή του σε επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους από τον Κωνσταντίνο Α’ υπήρξε η απαρχή μίας δραματικής διαδικασίας βιαίας καταστολής της ελληνικής εθνικής ταυτότητος, που διήρκεσε πολλούς αιώνες, της οποίας ο απόηχος φθάνει ώς σήμερα.
Διότι ήταν εκείνη ακριβώς η περίοδος κατά την οποίαν η ιδιότητα του «Έλληνος» δαιμονοποιήθηκε, καθισταμένη απολύτως ταυτόσημη με την έννοια του «Εθνικού», ήτοι του πολίτου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που παρέμενε προσηλωμένος στην αρχέγονη, παραδοσιακή (πολυθεϊκή) θρησκευτικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, στην Εθνική θρησκευτικότητα. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που οι Έλληνες έπαυσαν έκτοτε να αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, έπαυσαν δηλαδή να χρησιμοποιούν την συκοφαντημένη ταυτότητα του Έλληνος, υιοθετώντας την βολική ταυτότητα του «Ρωμαίου» («Ρωμιού») – ήγουν υπηκόου της “Ρωμανίας”, με την οποία προοδευτικώς ταυτίστηκαν (“Ρωμιοσύνη”).
Κατά την ύστερη φάση της προχριστιανικής περιόδου του ρωμαϊκού κράτους η ρωμαϊκή ιθύνουσα τάξη αντιμετώπιζε τον Χριστιανισμό (αφ’ ης στιγμής ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε ως ένα νέο ανερχόμενο θρησκευτικό ρεύμα) αρχικώς μεν με τρόπο παντελώς αδιάφορο, θεωρώντας τον ως μία ακόμα από τις πάμπολλες μεσανατολικής προελεύσεως εσχατολογικές δοξασίες που περιοδικώς διεδίδοντο στις ανατολικές κυρίως επαρχίες της αυτοκρατορίας, εν συνεχεία δε σφόδρα εχθρικώς, κλιμακουμένης της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού και της απηχήσεως που αποκτούσε στα – χαμηλά κυρίως – κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας (πληβείους), ως ένα θρησκευτικό δόγμα ξενόφερτο και άκρως ανατρεπτικό για την κοινωνική τάξη, που δρούσε υπονομευτικώς, ευθέως απειλοῦν την συνοχή της αυτοκρατορίας, εξ ου και οι κάποιοι (βαναύσως εν τούτοις διωγκωμένοι!) διωγμοί εναντίον των Χριστιανών κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Ωστόσο, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι όροι αντεστράφησαν άρδην! Οι Χριστιανοί, από απόβλητοι και διωκόμενοι, μετεβλήθησαν με την σειρά τους σε απηνείς διώκτες των (Ελλήνων και Ρωμαίων) Εθνικών και εν γένει των κάθε λογής αρχαιοθρήσκων. Προ των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Χριστιανοί εναντίον των Εθνικών, οι προηγηθέντες διωγμοί των εθνικών αυτοκρατόρων εναντίον χριστιανών ωχριούν! Τα δε φρικώδη εγκλήματα και οι καταστροφές εναντίον του Ελληνισμού που επήλθαν ως αποτέλεσμα του ακράτου φανατισμού των χριστιανών ζηλωτών εκείνης της εποχής δεν περιγράφονται: δολοφονίες φιλοσόφων (π.χ. Υπατία), κλείσιμο φιλοσοφικών σχολών, απαγόρευση τελέσεως αθλητικών αγώνων, μαζικές καταστροφές ναών και έργων τέχνης (γλυπτικής, ζωγραφικής) καθώς και συγγραμμάτων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, φιλοσόφων, ποιητών (εμπρησμοί βιβλιοθηκών – εξαφάνιση μεγάλου μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας) και, επίσης, αναρίθμητες περιπτώσεις σφαγών Ελλήνων και δη μαζικώς, όπως π.χ. η φρικτή σφαγή πολλών χιλιάδων (!!!) Ελλήνων Εθνικών στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης από τον … «Μέγα» Θεοδόσιο. Με μικρή παρένθεση την φωτεινή, αν και σύντομη, βασιλεία του πνευματώδους, γενναίου και ελληνολάτρου Ιουλιανού (ο οποίος θα άξιζε να αναγορευθεί “Μέγας” και όχι “αποστάτης” ή “παραβάτης”, όπως επεβλήθη από την χριστιανική εκκλησία να αποκαλείται), η λεγομένη “πρωτοβυζαντινή περίοδος” δεν ήταν παρά ένα συνεχές και αδυσώπητο κυνήγι μαγισσών εναντίον κάθε εκφράσεως του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, που συχνά συνοδευόταν από λουτρά αίματος όσων δεν υπετάσσοντο…
Είναι όλως παράδοξο λοιπόν πώς μία θρησκεία η οποία αποκρυστάλλωσε τα κυριαρχικά χαρακτηριστικά της ισταμένη επί των ερειπίων του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, τον οποίο κατέστρεψε με μανία, πατώντας κυριολεκτικώς επί πτωμάτων (των Εθνικών-θυμάτων της), απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας και αφορίζοντας την ίδια την έννοια της Ελληνικότητος ως ταυτόσημη του ανόσιου κατ’ αυτούς παγανισμού, κατέληξε στα νεώτερα χρόνια να ταυτισθεί με τον Ελληνισμό και να θεωρείται μάλιστα ως ο αυτονόητος στυλοβάτης του! Αυτό δεν είναι απλώς παράδοξο και αντιφατικό, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχιζοφρενικό…
Εξηγείται όμως η προαναφερθείσα μετάλλαξη λόγω του διαχωρισμού που ευνοούσε η υιοθέτηση της χριστιανικής ταυτότητος έναντι των μουσουλμάνων κατακτητών (Αράβων αρχικώς και εν συνεχεία Τούρκων) και δη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οπότε, σε μία κοινωνία επισήμως διαχωρισμένη με βάση την θρησκευτική ταυτότητα, η θρησκευτική διαφοροποίηση κατέληξε να υποδηλώνει εθνοτική διαφοροποίηση.
Κάτι που όμως σήμερα, σημειωτέον, μετά φανατικής εμφάσεως αδιαλλάκτως απορρίπτουν όλοι οι επίσημοι εκκλησιαστικοί παράγοντες ανά τον δυτικό κόσμο, που σήμερα στενάζει υπό τα αλλεπάλληλα κύματα αλλοφύλου και δη κυρίως ισλαμικής εισβολής, προειδοποιώντας πως δεν επιτρέπεται ο χριστιανισμός να χρησιμοποιείται ως στοιχείο ταυτοποιήσεως και διαφορισμού των εγχωρίων εν όψει της εξελισσομένης εισβολής, την οποίαν και τοιουτοτρόπως αγκαλιάζουν και υποθάλπουν πολλαπλώς – εμπήγοντας ἐτσι ύπουλα το μαχαίρι στην πλάτη των Εθνών που εξέθρεψαν, ενεπλούτισαν και ανέδειξαν τις χριστιανικές εκκλησίες…
Ο Χριστιανισμός υπέστη τεραστία μετάλλαξη διά μέσου των αιώνων ή μάλλον υπέστη σειρά μεταλλάξεων, τέτοιου μάλιστα βάθους και τέτοιας εκτάσεως ώστε μόνο το όνομα, ως σημείο αναφοράς στο πρόσωπο του ιδρυτού του, να παραμένει κοινό. Στην πραγματικότητα, παρατηρώντας και συγκρίνοντας τις διάφορες φάσεις του Χριστιανισμού στην ιστορική του πορεία, τα διάφορα δόγματα, ομολογίες και σέχτες που δραστηριοποιήθηκαν σε κάποιες συγκρούσεις, (χαρακτηριζόμενες πάντοτε από τους εκάστοτε επικρατούντες ως “αιρέσεις”…), είναι σαν να πρόκειται για διαφορετικές θρησκείες! Με αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ότι οι διάφορες αιρέσεις, ομολογίες, δόγματα, κλπ, που προέκυψαν, μοιάζει να παρακολουθούν με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τα ιδιαίτερα ψυχολογικά και αισθητικά χαρακτηριστικά του κάθε λαού – ξενιστή. [Αυτή η διάσταση του θέματος θα αναλυθεί επισταμένως σε επόμενο μέρος.]
Κεντρικό σημείο αναφοράς για τον Χριστιανισμό είναι αναμφιβόλως η μυστηριώδης προσωπικότης του ιδρυτού του. Η ίδια η ιστορικότης του προσώπου του Ιησού έχει αμφισβητηθεί κατά καιρούς. Ο φίλος του ΑΡΜΑτος αείμνηστος Δανός καθηγητής Christian Lindtner, δεινός ανατολιστής, γνώστης ανατολικών γλωσσών και εμβριθής μελετητής σχετικών κειμένων, έχει με εμπεριστατωμένο τρόπο καταδείξει τις εκπληκτικές ομοιότητες των περί του βίου του Ιησού διηγήσεων που παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια με τις διηγήσεις που περιλαμβάνονται σε πανάρχαιο θιβετανικό βουδιστικό κείμενο, με θέμα την ζωή του Βούδα. Οι αναλογίες και ομοιότητες που εντόπισε ήσαν τόσο χτυπητές, ώστε περιστατικά του βίου του Ιησού που περιλαμβάνονται στα Ευαγγέλια μόνο ως παράφραση (σχεδόν αντιγραφή) των περιγραφών της ζωής του Βούδα, που περιλαμβάνονται στο βουδιστικό κείμενο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν. Εννοείται ότι από την εποχή συγγραφής του βουδιστικού κειμένου μέχρι την εποχή συγγραφής των Ευαγγελίων μεσολαβούν αρκετοί αιώνες…
Προσπερνώντας τις (διόλου ευκαταφρόνητες) απόπειρες αμφισβητήσεως της ιστορικότητος του (μυστηριώδους και αινιγματικού) προσώπου του Ιησού (που φέρεται να έζησε σε μία εποχή κατά την οποία αφθονούσαν οι διάφοροι πνευματικοί διδάσκαλοι, οι θεραπευτές, οι θαυματοποιοί, οι προφήτες και ποικίλοι θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές, αλλά και αγύρτες, στον ευρύτερο χώρο των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), δεχόμενοι ως αληθινή την εξιστόρηση των Ευαγγελίων (που ούτως ή άλλως θεωρούνται “θεόπνευστα”), καίτοι μεσολάβησε αρκετό διάστημα μέχρι την επίσημη καταγραφή τους, μετά το πέρας των γεγονότων που περιγράφουν, καίτοι έλαβαν την οριστική τους μορφή μέσω μίας διαδικασίας επιλογής από ένα τεράστιο συνονθύλευμα θεωρουμένων αυθεντικών και θεωρουμένων νόθων κειμένων και σπαραγμάτων κειμένων, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Χριστιανισμός ουδέποτε θα είχε προσλάβει αυτά χαρακτηριστικά της οικουμενικής εξαπλώσεως και της επιβολής, αν δεν είχε υπάρξει η επίσης άκρως αινιγματική φυσιογνωμία του Αποστόλου Παύλου και η ιεραποστολική (;) δράση του. Λόγω αυτού έχει προσφυώς υποστηριχθεί ότι ο Χριστιανισμός που σήμερα γνωρίζουμε, μάλλον ως «Παυλιανισμός» θα έπρεπε να προσδιοριστεί, παρά ως «Χριστιανισμός». Στον Σαούλ-Παύλο και στην άοκνη δραστηριότητά του οφείλεται η μετεξέλιξη ενός τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Ιουδαίας (μίας κατ’ ουσίαν αιρέσεως του Ιουδαϊσμού που πολεμήθηκε με σφοδρότητα από το τότε Ιουδαϊκό ιερατικό κατεστημένο) σε πανευρωπαϊκή και τελικώς οικουμενική θρησκεία η οποία καθόρισε σε τεράστιο βαθμό έκτοτε την μοίρα της Ευρώπης (αλλά και της Αμερικής, Αυστραλίας, κλπ). Η παραδοσιακή ελληνορωμαϊκή θρησκευτικότης συνέπιπτε να διέρχεται την ίδια εποχή μία βαθιά κρίση που έμελλε να ενταθεί, εξ ου και η ευκολία με την οποία διάφορες μυστηριακές, εσχατολογικές διδασκαλίες έβρισκαν γόνιμο έδαφος και διεδίδοντο τάχιστα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Άλλωστε κατά την ίδια εποχή ήταν που εντός του κόλπου των ρωμαϊκών λεγεώνων γνώριζε διάδοση και μεγάλη απήχηση η περσικής προελεύσεως ηλιολατρική θρησκεία του Μιθραϊσμού.
Η είσοδος του Χριστιανισμού στον αχανή χώρο της πολυεθνοτικής ρωμαϊκής οικουμένης δεν έγινε με ευκολία. Τα απεθνισμένα και ξενικά στοιχεία ήταν που, κατά κανόνα, προσηλκύοντο πρώτα και βεβαίως τα πληβειακά στρώματα. Στον αγώνα του Χριστιανισμού αρχικά για αποδοχή και εν συνεχεία για επικράτηση, αντιτάχθηκαν σθεναρώς, τουλάχιστον στην αρχή, οι ανώτερες τάξεις της ρωμαϊκής κοινωνίας και οι πνευματικές προσωπικότητες που βρίσκονταν σε επικοινωνία με την ελληνορωμαϊκή παράδοση, με τον κόσμο των γραμμάτων, των αισθητικών μορφών και της αθλήσεως. [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]