Σε προηγούμενα μέρη της σειράς των άρθρων μας, των αφιερωμένων στο θρησκευτικό ζήτημα και δη στο ζήτημα της σχέσεως του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό, επιχειρήσαμε μία όσο το δυνατόν συνοπτική ιστορική αναδρομή ξεκινώντας από τις απαρχές του Χριστιανισμού έως τα πρώτα στάδια της εξελίξεώς του, παρουσιάζοντας την μετάλλαξη που υπέστη, μεταβαλλόμενος από μία τοπική θρησκευτική κοινότητα με χαρακτηριστικά αιρέσεως στο πλαίσιο του Ιουδαϊσμού (όπως ήτο κατά την γέννησή του), σε οικουμενική θρησκεία (όπως κατέληξε να είναι), με χώρο εξαπλώσεως την απέραντη τότε ρωμαϊκή οικουμένη και με βολικό όχημα διαδόσεως την ελληνική γλώσσα που, ήδη από τους αλεξανδρινούς χρόνους, αποτελούσε κοινή γλώσσα επικοινωνίας πολλών λαών των ανατολικών επαρχιών του ρωμαιοκρατουμένου κόσμου. Είδαμε επίσης πώς από θρησκεία των απόκληρων και των καταφρονεμένων της παρηκμασμένης πολιτιστικώς και εκφυλισμένης βιολογικώς ρωμαϊκής κοινωνίας, μετεβλήθη, στην αυγή του 3ου αιώνος μ.Χ., σε επίσημη κρατική θρησκεία της αυτοκρατορίας και μάλιστα θρησκεία κρατικώς υποστηριζομένη!
Προτού όμως εστιάσουμε (πράγμα που θα κάνουμε σε επομένη αναφορά μας) στην εξέταση του φαινομένου του κατακερματισμού του Χριστιανισμού, προϊόντος του χρόνου, σε απείρους διαφορετικούς «Χριστιανισμούς», ήτοι σε ποικίλες εκδοχές του αλλοιωμένου προτύπου και στην εξέταση του χαρακτήρα που έχουν διαμορφώσει οι σύγχρονες χριστιανικές εκκλησίες, θα πρέπει να προβούμε σε ορισμένες σημαντικές επισημάνεις σχετικώς με την εμφάνιση του θρησκευτικού φαινομένου εν γένει και ειδικότερα σχετικώς με την θρησκευτικότητα στον αρχαίο ελληνικό – και ευρύτερα στον αριοευρωπαϊκό – κόσμο.
Το θρησκευτικό φαινόμενο – ο αρχέγονος ανιμιστικός παγανισμός.
Κατ’ αρχάς, το θρησκευτικό φαινόμενο είναι παρόν σε κάθε εποχή και σε κάθε λαό. Διαμορφώνει ωστόσο διαφορετικό χαρακτήρα, ανά εποχή, σε συνάρτηση πάντοτε με τον εθνικό/φυλετικό χαρακτήρα κάθε λαού, τα αρχέτυπα που τον καθορίζουν και την παράδοση που αυτός φέρει.
Οι θρησκείες ως συστηματοποιημένες εκφράσεις του πηγαίου θρησκευτικού συναισθήματος, που είναι φυσικό στον άνθρωπο, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε ορισμένες γενικές κατηγορίες με βάση κοινά χαρακτηριστικά τους.
Σε κάθε μορφή θρησκευτικότητος, διαχρονικώς, παρατηρείται μία ιδιαιτέρα αντίληψη περί της κοσμικής θειότητος, ως πίστη σε κάποια ανωτέρα δύναμη ή αρχή, μία ιδιαιτέρα κοσμοθέαση (σύλληψη του κόσμου και της θέσεως του ανθρώπου εντός αυτού), μια αντίληψη περί του νοήματος της ιστορίας (ως εξελικτικής πορείας του κόσμου/ φύσεως και της ανθρωπότητος) συνδυαζόμενη ενίοτε και με μία αντίληψη σε σχέση με το «επέκεινα», και τέλος μια σειρά ηθικών αρχών, η συμφωνία ή μη του ανθρωπίνου βίου με τις οποίες, θεωρείται συνήθως ότι σχετίζεται με κάποιου είδους ανταπόκριση του θείου – σε πολλές περιπτώσεις με κάποια προοπτική «ανταποδόσεως» στο επέκεινα (αντίληψη περί μίας μελλούσης, «άλλης ζωής», με κάποιο τρόπο σχετιζομένης με την επίγειο). Εκ των ηθικών αρχών προκύπτει ένα ιδιαίτερο πρότυπο συμπεριφοράς και συνακόλουθα ένας προβαλλόμενος ιδεατός ανθρωπότυπος, ευθέως συναρτόμενος με την φύση και τον ιδιαίτερο πολιτισμό κάθε λαού με τον οποίο η θρησκεία αλληλεπιδρά και διασυνδέεται.
Στην πλειονότητα των λαών, σε ένα αρχέγονο στάδιο, το θρησκευτικό συναίσθημα εκδηλώνει χαρακτηριστικά του λεγομένου «ανιμισμού». Τα φυσικά φαινόμενα και ευρύτερα οι δυνάμεις της φύσεως θεοποιούνται. Στις ποικίλες εκδηλώσεις της φύσεως αναγνωρίζεται μία πνευματική/μεταφυσική διάσταση. Η γη, τα όρη, οι βράχοι, η θάλασσα, τα ποτάμια, τα δάση, τα δένδρα, το πυρ, το φως, ο ήλιος, οι δημιουργικές δυνάμεις της φύσεως, η γονιμότης, κλπ, θεωρούνται πεδία και μορφές εκδηλώσεως/εκφάνσεως της θειότητος που συχνά συλλαμβάνονται και αποδίδονται είτε με χαρακτηριστικά ανθρωπομορφισμού (διαδεδομένου στους αρίους λαούς και πολιτισμούς, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου) είτε με τερατομορφισμό, πράγμα σύνηθες στους λαούς της Ανατολής (Σφίγγες, Γρύπες, Άρπυες, κλπ). Ποικίλες δεισιδαιμονίες και μαγικές πρακτικές κυριαρχούν στις λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι ιερείς-μάγοι-σαμάνοι-θεραπευτές αποτελούν το επίκεντρο της κοινότητος στους πολιτισμούς αυτούς. Πολλοί λαοί ουδέποτε ξεπερνούν αυτό το αρχέγονο/πρωτόγονο στάδιο και μάλιστα στην πλέον χονδροειδή του εκδοχή.
Η Αριοευρωπαϊκή θρησκευτικότης.
Στους λευκούς ευρωπαϊκούς λαούς, η αρχέγονη αυτή θρησκευτικότης εξελίχθηκε και εξευγενίστηκε. Στις περιπτώσεις εξευγενισμένων λαών η ανθρωπομορφική απόδοση φυσικών δυνάμεων και ιδιοτήτων/αρετών (π.χ. Ουρανός,-Ζευς, Ύδωρ-Ποσειδών, Φως/Μουσική-Απόλλων, Γη-Δήμητρα, Σοφία-Αθηνά, Οικογένεια-Εστία, Τέχνες/Τεχνική-Ερμής, Μητρότης-Ήρα, Βλάστηση-Άρτεμις, Θηλυκή ομορφιά-Αφροδίτη, Πολεμικότης-Άρης, κλπ) συνδυάστηκε με την αναγνώριση του στοιχείου της ιερότητος σε εξέχοντες προγόνους, σε ιστορικές μορφές της κοινότητος που υπερέβαιναν τα συνήθη μέτρα, ως προς την πνευματικότητα-σοφία και την δράση, συνήθως πολεμική (Ήρωες) καθιστάμενοι αρχετυπικοί ήρωες-ημίθεοι (π.χ. Ηρακλής, Θησεύς, Περσεύς, Ιάσων, Διόσκουροι, κλπ). Εξ ου και η βαθιά ριζωμένη, στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο επί παραδείγματι (και εν γένει στον κόσμο των ινδοευρωπαϊκών λαών), προγονολατρία και ηρωολατρία που λάμβανε μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για κάθε τοπικό φύλο, βασίλειο ή πόλη. Εμπνευσμένοι ταγοί κατάφεραν να συνθέσουν τα κοινά στοιχεία των αρχεγόνων θρησκευτικών παραδόσεων – στην περίπτωση του αρχαίου ελληνικού κόσμου το έργο αυτό έφεραν εις πέρας ο Ησίοδος και ο Όμηρος – σε ένα δομημένο σύστημα θεοτήτων, διαμορφώνοντας την γνωστή πολυθεϊκή θρησκευτικότητα (το Ολυμπιακό Δωδεκάθεο). Κατ’ ανάλογο τρόπο διαμορφώθηκε η (απολύτως ομόλογη – σχεδόν ταυτόσημη της ελληνικής) ρωμαϊκή πολυθεϊκή θρησκεία, όπως βεβαίως και οι ανάλογες πολυθεϊκές θρησκευτικές παραδόσεις των αρχαίων Γερμανών, Σκανδιναβών, Κελτών, Σλάβων καθώς και ο αριοϊνδικός πολυθεϊσμός του Βεδικού Βραχμανισμού. Σε τέτοιες μορφές θρησκευτικότητος τεραστία έμφαση απεδίδετο στο τελετουργικό στοιχείο και στην Τέχνη, η οποία ετέθη στο επίκεντρο της θρησκευτικής εκφράσεως, εξ ου και η αποθέωση της αρχιτεκτονικής του κλασσικού ελληνικού ναού και της ανυπέρβλητης γλυπτικής και πλαστικής στην διακόσμησή του.
Περαιτέρω εξέλιξη κι εκλέπτυνση του θρησκεύειν, αναφορικώς με εξελιγμένους λαούς όπως ο Ελληνικός, απετέλεσε η φιλοσοφική και η μυητική/μυστικιστική προσέγγιση του Ιερού.
Στην αρχαία Ελλάδα εσφαλμένως από πολλούς θεωρείται ότι υπήρχε παγιωμένη μία ενιαία μορφή θρησκευτικότητος. Μέγα λάθος λοιπόν να γίνεται λόγος για αρχαία ελληνική θρησκεία ως κάτι ενιαίο! Η θρησκευτικότης εκφραζόταν με διαφόρους τρόπους, αναλόγως της εκάστοτε κοινωνικής/πολιτισμικής κατηγορίας. Οι αγροτικοί πληθυσμοί ήσαν στενά συνδεδεμένοι με την λατρεία της φύσεως. Η θρησκευτική τους έκφραση είχε κυρίως τον χαρακτήρα ενός παγανισμού ανιμιστικού τύπου. Η φύση γινόταν αντιληπτή ως ιερή εν συνόλω. Κάθε σημείο της έκρυβε και μία έκφανση της θεϊκότητος: ποτάμια, λίμνες, όρη, δάση, δένδρα, βράχοι, κατοικούνταν από παντός είδους δαιμόνια, νεράιδες, ξωτικά, κλπ. Η συγκεκριμένη αντίληψη παρέμενε ζώσα στους αγροτικούς πληθυσμού έως τα πολύ πρόσφατα χρόνια, παρά την από αιώνες (τυπική) επικράτηση του Χριστιανισμού, που πονηρά ανέχθηκε και εν πολλοίς αφομοίωσε τις αντιλήψεις αυτές καθώς ήταν αδύνατον να τις ξεριζώσει. Μέχρι την εποχή κατά την οποία εισέβαλε και στις αγροτικές κοινότητες ο μοντερνισμός (διά της τηλεοράσεως…) με την βέβηλη νοοτροπία του, που οδήγησε στην απ-ιεροποίηση των πάντων, ήταν σύνηθες να ακούει κανείς απλούς ανθρώπους της υπαίθρου («αλαφροΐσκιωτους») να μιλάνε με απόλυτη φυσικότητα και ειλικρίνεια για την παρουσία πνευματικών οντοτήτων όπως οι νεράιδες τις οποίες έβλεπαν και άκουγαν στα δάση, κοντά σε πηγές, στους νεραϊδότοπους!
Στα αρχαία χρόνια, οι αγροτικοί πληθυσμοί της υπαίθρου ήταν οι περισσότερο δετικοί στην υιοθέτηση μυστηριακών λατρειών (Ορφικά, Ελευσίνια, Καβείρεια μυστήρια, κλπ) που γνώρισαν μεγάλη διάδοση κατά τόπους, πιθανότητα υπό την επιρροή και αναλόγων θρησκευτικών ρευμάτων που ευδοκιμούσαν, από τα ακόμη παλαιότερα χρόνια, στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής (από την Αίγυπτο έως περιοχές της Κεντρικής Ασίας). Προοδευτικά βεβαίως διαδόθηκαν και σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι κάποιες εκδηλώσεις οργιαστικών λατρειών που ήταν διαδεδομένες στους αγροτικούς πληθυσμούς και συνδέονταν συνήθως με την λατρεία του Θεού Διονύσου και της Θεάς Δήμητρας, φαίνεται ότι αποτελούσαν επιβιώσεις (ή έφεραν στοιχεία επιβιώσεων) χθονίων προελληνικών θρησκευτικών πρακτικών που συνδέονταν με την γονιμότητα της γης και την “Μεγάλη μητέρα” (την λεγομένη “Πότνια θηρών”). Η σχέση των χθονίων-τελλουρικών οργιαστικών λατρειών (π.χ. λατρεία των Καβείρων) με τον προελληνικό (προ-ινδοευρωπαϊκό) κόσμο αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στο οποίο χρειάζεται να κάνουμε ξεχωριστή αναφορά σε μελλοντικό μας κείμενο.
Από τους Ολυμπίους Θεούς των Πανελλήνων στην φιλοσοφική θεολογία και την οντολογία του Πλάτωνος και του Νεοπλατωνισμού.
Παράλληλα, με επίκεντρο τα αρχαία ελληνικά άστεα, ανεπτύχθη, με την συμβολή εμπνευσμένων δημιουργών όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος (όπως προαναφέρθη), μία πιο συστηματοποιημένη και επεξεργασμένη πανελλήνια θρησκεία η οποία έως τα κλασικά χρόνια απέκτησε επίσημο χαρακτήρα καθώς διαδόθηκε και παγιώθηκε μέσω των επών, στην οποία, οι αρχετυπικές θεότητες παρουσιάζονταν ταξινομημένες με την μορφή γενεαλογίας που παρέπεμπε στην αριστοκρατική δομή της τότε κοινωνίας. Επρόκειτο για την Ολυμπιακή Θρησκεία (“Δωδεκάθεο”). Οι μορφές του πανθέου αυτού, με τα χαρακτηριστικά που αποδίδει στην κάθε θεότητα η θρησκευτική παράδοση του αρχαίου κόσμου, δεν αποτελούν παρά εξέχοντα και ιδεατά φυλετικά αρχέτυπα και ως τέτοια πρέπει να νοούνται. Την ίδια περίπου εποχή, άνδρες με ξεχωριστή σοφία, εστράφησαν στον στοχασμό περί της φύσεως και περί των πρώτων αιτίων του κόσμου. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, η ουσία του κόσμου (το “ον”, το “είναι”, το “γίγνεσθαι”) κατέστη αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού. Η απουσία, στις ελληνικές πόλεις, οργανωμένου ιερατείου με ισχύ ανάλογη με αυτή που είχαν αποκτήσει τα ιερατεία σε άλλες περιοχές του κόσμου (με εξαίρεση ίσως τα Μαντεία που είχαν μεγάλη δύναμη), όπως π.χ. στα απολυταρχικά βασίλεια της Εγγύς Ανατολής (Αιγύπτιοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, κλπ), συνέβαλε ίσως σε αυτό το μοναδικό άλμα απελευθερώσεως του ανθρωπίνου πνεύματος. Προοδευτικώς, πλάι στην παγανιστική θρησκευτικότητα του αγροτικού κόσμου και στον καθιερωμένο δωδεκαθεϊσμό των άστεων, αναπτύχθηκε ο θεολογικός/οντολογικός φιλοσοφικός στοχασμός, αρχικώς από φιλοσόφους όπως ο Θαλής, ο Αναξίμανδος, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής κ.α. (ονομασθέντες και «φυσικοί», «φυσιοκράτες» ή «υλοζωιστές» φιλόσοφοι). Παραλλήλως ανεπτύχθη και μία παράδοση μυστικισμού που έμοιαζε να αφομοιώνει κάποιες ανατολικές επιδράσεις, εκφρασμένη από τις μυητικές κοινότητες των Πυθαγορείων. Αυτά τα δύο ρεύματα συνηνώθησαν τελικώς στην μεταφυσική φιλοσοφία του Σωκράτους και του Πλάτωνος, η οποία παρελήφθη και εξελίχθηκε σε πραγματική φιλοσοφική θρησκεία από τους νεοπλατωνικούς (κατ’ εξοχήν από τον σπουδαίο Πλωτίνο με τις Εννεάδες του). Με την Πλατωνική και κατά προέκταση με την Νεοπλατωνική Θεολογία, η θρησκευτικότης του αρχαίου ελληνικού κόσμου φθάνει σε πολύ μεγάλο φιλοσοφικό βάθος και εκλέπτυνση. Ωστόσο, όλες οι προαναφερθείσες μορφές θρησκευτικότητος συνυπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα, χωρίς να είναι μεταξύ τους αντίπαλες ή αντιμαχόμενες, αντιμετωπίζοντας άλληλες με ανοχή και αμοιβαίο σεβασμό, αφού κατ’ ουσίαν εξέφραζαν διαφορετικά κοινωνικά/πολιτισμικά στρώματα και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, με διαφορετικά επίπεδα και δυνατότητες κατανοήσεως και εμβαθύνσεως στα μυστήρια του κόσμου και της ζωής. Αυτό είναι κάτι που δυσκολεύεται να κατανοήσει ο μέσος σύγχρονος μελετητής του αρχαίου κόσμου, επηρεασμένος καθώς είναι από τα μέτρα της σύγχρονης θρησκευτικής πραγματικότητος όπως έχει διαμορφωθεί από τις κυρίαρχες σήμερα στον δυτικό κόσμο, δογματικές θρησκείες καθολικής επικρατήσεως που οργανώνονται από ιερατεία-μηχανισμούς με τεραστία εξουσιαστική ισχύ.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, σε κάθε περίπτωση, αποτελούσαν αντικείμενα σεβασμού και τιμής, τόσο οι πανελλήνιες θρησκευτικές αντιλήψεις που σχετίζονταν με την μυθολογική γενεαλογία των Ολυμπίων Θεών όσο και οι τοπικές λατρείες που αποθέωναν εξέχοντες προγόνους και ήρωες, οι οποίοι περνούσαν στην σφαίρα του Μύθου (προγονολατρία-ηρωολατρία), ενώ παραλλήλως υπήρχε ανοχή σε πιο αρχέγονες μορφές παγανισμού, σε μυστηριακές τελετουργίες μυητικού χαρακτήρος ακόμα και (από τους αλεξανδινούς χρόνους και μετά) σε επείσακτες λατρείες ανατολικών θεοτήτων που θεωρούσαν ότι ομοίαζαν με τις Ελληνικές (Άμμων-Ζευς, Όσιρις, Σέραπις, κλπ). Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο θρησκευτικός συγκρητισμός με την εισαγωγή στοιχείων από ανατολικές θεότητες, λατρείες και δοξασίες, που εισέδυσαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ως αναπόφευκτη παρενέργεια της εξαπλώσεων των Ελλήνων στην Ανατολή μετά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, έμελλε να έχει ολέθριες επιπτώσεις αργότερα, καθώς διαμόρφωσε μία βάση επί της οποίας βασίστηκε η εισαγωγή του σαουλείου Χριστιανισμού στα ρωμαϊκά χρόνια.
Η ασέβεια και κυρίως η αμφισβήτηση των εφεστίων θεών, των τοπικών θεοτήτων μίας πόλεως-κράτους (γεναρχών, ιδρυτών πόλεων, μυθικών ηρώων) εθεωρείτο κάτι απολύτως βέβηλο και ανεπίτρεπτο, σε σημείο μάλιστα ώστε π.χ. οι Αθηναίοι να φθάσουν στο σημείο να καταδικάσουν σε θάνατο τον, κατά τα λοιπά αμέμπτου ηθικής, Σωκράτη, με την κατηγορία ότι εισήγαγε στην πόλη «καινά δαιμόνια» και διέφθειρε τους νέους, ότι διασάλευε δηλαδή τις θρησκευτικές παραδόσεις της πόλεως, εισάγοντας καινούριες θρησκευτικές αντιλήψεις.
Πρέπει λοιπόν να εμπεδωθεί ότι στην ίδια κοινωνία ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν αγροτικοί πληθυσμοί, κάποιοι εκ των οποίων συμμετείχαν και σε (χθόνιες) οργιαστικές διονυσιακές λατρείες, αστικά στρώματα που τιμούσαν με ευσέβεια τους τοπικούς ήρωες μαζί με τους πανελλήνιους (Ολυμπίους) Θεούς καθώς και μία πνευματική αριστοκρατία που εστρέφετο σε πιο εκλεπτυσμένες μεταφυσικές αναζητήσεις μέσω του φιλοσοφικού λόγου, χωρίς να απορρίπτει παράλληλα τις πατρογονικές παραδόσεις και την τήρηση των θρησκευτικών εθίμων και θεσμών της πόλεως.
Παρόμοια σχήματα εξελίξεως της θρησκευτικότητος δύνανται να παρατηρηθούν και σε άλλες περιπτώσεις λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, όπως στην περίπτωση των Αρίων Ινδών. Εκεί, ο εξαντλητικός πολυθεϊσμός αποτελούσε εκδήλωση ενός εν τω βάθει πανθεϊσμού ο οποίος συμπυκωνόταν εν είδει θεϊκής ολότητος, στην έννοια του «Μπράχμα». Συν τω χρόνω, στους κόλπους του Ινδουισμού ανεπτύχθησαν διάφοροι δρόμοι και πρακτικές (θρησκευτικές και φιλοσοφικές) όπως τα συστήματα της γιόγκα, που άλλα έδιδαν έμφαση στην γνώση και τον διαλογισμό, άλλα στην ασκητική στάση του βίου, άλλες στον σωματικό αυτοέλεγχο, τον έλεγχο της αναπνοής, την έμφαση στον έλεγχο της σεξουαλικής ενεργείας, κλπ. Και εκεί, ωστόσο, στην Ινδία, το θρησκευτικό φαινόμενο εξελίχθη σε άμεση συνάρτηση με τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες και συγκεκριμένα σε συνάρτηση με το αυστηρό σύστημα φυλετικής/κοινωνικής διαστρωματώσεως (κάστες). Από τους κόλπους του Ινδουισμού ξεπήδησε κάποια στιγμή ένα αρκετά ομοειδές στην αφετηρία του τουλάχιστον, μεταρρυθμιστικό θρησκευτικό ρεύμα, που μοιράζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό την ίδια γενική κοσμοαντίληψη, φέροντας ωστόσο και ανανεωτικά στοιχεία ως προς τις λατρευτικές πρακτικές, καθώς μπορούσε να έχει εμβέλεια και πέραν της καστικής κοινωνίας των Ινδιών, ο Βουδισμός. Ο Βουδισμός εξαπλώθηκε στην Άπω Ανατολή (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδοκίνα) συνδυαζόμενος με θαυμάσιες τοπικές θρησκευτικές/φιλοσοφικές παραδόσεις με τις οποίες υπήρξε αμοιβαία ανοχή και γόνιμη ώσμωση (Ταοϊσμός στην Κίνα, Σιντοϊσμός στην Ιαπωνία). Πρέπει να σημειωθεί τα προαναφερθέντα θρησκευτικά/φιλοσοφικά ρεύματα χαρακτηρίζονται από ένα πνεύμα φωτεινότητος που βρίσκεται πολύ κοντά στο πνεύμα της αρχέγονης αρίας θρησκευτικής κοσμοθεάσεως.
Αριοευρωπαϊκή κοσμοθέαση ≠ ιουδαιοχριστιανική κοσμοθέαση
Μπορούν να εντοπιστούν σαφή ειδοποιά χαρακτηριστικά της αρχέγονης ινδοευρωπαϊκής θρησκευτικότητος (που απαντάται σήμερα κυρίως στις μεγάλες φιλοσοφικο-θρησκευτικές παραδόσεις της Άπω Ανατολής, οι ρίζες των οποίων ανάγονται στους Αρίους της Ινδίας) σε αντιδιαστολή προς την θρησκευτικότητα που θα μπορούσαμε με ονομάσουμε ιουδαιοχριστιανική, με βάση το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός παρέλαβε αυτούσια σημαντικά στοιχεία της ιουδαϊκής κοσμοαντιλήψεως, μεταφέροντάς τα με την σειρά του και στην εμφανισθείσα ως τελευταία μεγάλη “αβρααμική” θρησκεία, το Ισλάμ:
Σε τρία σημεία μπορούν να εστιαστούν οι σημαντικότερες διαφορές σε επίπεδο κοσμοθεάσεως:
(α) η αντίληψη της πορείας του κόσμου και του ανθρώπου (οντολογία της ιστορικότητος).
(β) η αντίληψη περί της εννοίας και της θέσεως του Θεού και της σχέσεώς του προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο.
(γ) αντίληψη σε σχέση με το «επέκεινα» και την συναρτώμενη «ηθική» (οι έννοιες της «αμαρτίας» και της «μετανοίας» επί των οποίων θεμελιώνεται εν πολλοίς η ιουδαιοχριστιανική ηθική).
Στην ιουδαϊκή κοσμοαντίληψη, η οποία κληροδοτήθηκε στον Χριστιανισμό, ο Θεός προϋπάρχει του κόσμου. Ο Θεός (Γιαχβέ) κατασκευάζει τον κόσμο και κάποτε θα τον καταστρέψει («συντέλεια του κόσμου»). Ο κόσμος θεωρείται ότι αποτελεί κατασκεύασμα και άθυρμα στα χέρια ενός αδυσώπητου και τυραννικού εξωκοσμίου Θεού. Αντιθέτως, στην αρχαία ελληνική και γενικότερα στην παραδοσιακή ινδοευρωπαϊκή κοσμοαντίληψη, το Θείον βρίσκεται εντός του κόσμου, ενυπάρχει στον κόσμο, είναι σύμφυτο του κόσμου, είναι ο ίδιος ο κόσμος, καθόσον οι ποικίλες εκφάνσεις του κόσμου αποτελούν απειράριθμες εκδηλώσεις της θειότητος – εξ ου και η αντίληψη του πολυθεϊσμού που αποτελεί στην ουσία την έκφραση ενός πολυσχιδούς πανθεϊσμού! Ο αείμνηστος Dr. William Pierce είχε εισαγάγει τον περιεκτικό όρο “ΚΟΣΜΟΘΕΪΣΜΟΣ”. Στην αρχαιοελληνική κοσμοθέαση, δεν τίθεται καν ερώτημα περί του ποιος κατασκευάζει τον κόσμο. Ο κόσμος υπάρχει ανέκαθεν, έστω σε χαοτική μορφή και θα υπάρχει για πάντα (ες αεί). Εκδήλωση του Θείου στοιχείου αποτελεί η οργάνωση του σύμπαντος από την προϋπάρχουσα αταξία (Χάος) στην οργάνωση, με ρυθμό και ευταξία (Κόσμος). Συνακόλουθα, η ιστορικότητα στην ιουδαιοχριστιανική αντίληψη γίνεται αντιληπτή ως μία γραμμή (γραμμική αντίληψη της ιστορίας) με αρχή (δημιουργία) και τέλος (συντέλεια). Ο Θεός βρίσκεται έξω από τον κόσμο-δημιούργημα, παρατηρεί και ενίοτε επεμβαίνει. Αντιθέτως, σύμφωνα με τις ινδοευρωπαϊκές αντιλήψεις η ιστορικότητα δεν κινείται γραμμικώς αλλά κυκλικώς, διαγράφει δηλαδή μεγάλους ιστορικούς κύκλους ανόδου και πτώσεως, ανελίξεως και φθοράς.
Ο άνθρωπος κατά την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη δεν είναι παρά ένα άθυρμα στα χέρια του παντοδυνάμου Θεού, είναι πλήρως υποταγμένος. Στην παραδοσιακή ινδοευρωπαϊκή κοσμοαντίληψη ο άνθρωπος, αντιθέτως, είναι ελεύθερος και φθάνει να συνδιαλέγεται με τους ίδιους τους Θεούς. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπερβατικών πράξεων (υπέρβαση της ατομικής μοίρας-πεπρωμένου), αποθεώνεται, ανερχόμενος στην θέση των ηρώων-ημιθέων! Το Θείον δε, θεωρείται αναμενόμενο ότι περιοδικώς εξανθρωπίζεται, εμφανιζόμενο στο ιστορικό προσκήνιο με το πρόσωπο σημαντικών ανθρώπων, σοφών, μεταρρυθμιστών, πολεμάρχων-κοσμοκρατόρων, προκειμένου να σώσει την ανθρωπότητα από την καταστροφή. Πρόκειται για τους Avatar(a) της ινδουιστικής παραδόσεως.
Κατά την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη, ο φυσικός κόσμος αποτελεί πηγή δυστυχίας και αμαρτίας, μία «κοιλάδα δακρύων». Η παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτόν έχει μόνον νόημα ως μία δοκιμασία προκειμένου να κερδηθεί, διά των πράξεων, η εύνοια του Θεού και η εκ μέρους του ανταπόδοση στο «επέκεινα», σε μία «άλλη», μεταθανάτια «ζωή» (για την ύπαρξη της οποίας υπάρχει βεβαιότητα) της οποίας πρόκριμα θεωρείται ότι αποτελεί η επίγεια ζωή, στον φυσικό κόσμο, κατά τρόπο ώστε η συμπεριφορά (ηθική) να συνδέεται συμφεροντολογικά με την εξασφάλιση αυτής της “ευνοίας” του απομάκρου Θεού-τιμωρού… Σ’ αυτό το σχήμα υπεισέρχεται η έννοια της αμαρτίας και της “μετανοίας” που αποτελεί την (συμφεροντολογική) βάση της ιουδαιοχριστιανικής “ηθικής”. Στον αντίποδα η αριοευρωπαϊκή ηθική εδράζεται στην έννοια της αρετής και της πίστεως. Το σφάλμα δεν είναι παρά η προσωπική αστοχία από τις αρχές ενός εναρέτου βίου.
Κατά την ινδοευρωπαϊκή αντίληψη, αν και υπάρχουν κάποιες επί μέρους παραδόσεις που αναφέρονται σε κάποιο είδος μεταθανάτιας ζωής συνδέοντάς την ειδικώς με ηρωικές πράξεις και πράξεις αυτοθυσίας, εν είδει ανταποδόσεως-επιβραβεύσεως για τους ήρωες (Βαλχάλλα, Νήσος των Μακάρων, αποθέωση ηρώων-μεταφορά στον Όλυμπο) η ηθική συμπεριφορά συνδέεται, ωστόσο, με την προσωπική τιμή και αξιοπρέπεια και επίσης με την υστεροφημία (ατομική και οικογενειακή) εντός της κοινότητος (τόσο εν ζωή και μετά θάνατον), χωρίς αναζήτηση ανταποδόσεως σε κάποιο «επέκεινα».
Στην αριοευρωπαϊκή παραδοσιακή κοσμοαντίληψη, η ιστορία δεν κινείται γραμμικώς, βάσει ενός σχεδίου, οδηγούμενη σε κάποιο προδιαγεγραμμένο τέρμα (π.χ. «Δευτέρα Παρουσία»), αλλά κυκλικώς, ακολουθώντας μεγάλες ιστορικές φάσεις με παρόμοια χαρακτηριστικά, οι οποίες επαναλαμβάνονται αενάως (Αιωνία ανακύκληση – Αιωνία Επιστροφή, έννοια την οποία ανέδειξε στο έργο του και ο οξυδερκής μελετητής του αρχαίου ελληνικού κόσμου Φρειδερίκος Νίτσε). Σύμβολο που αναπαριστά αυτή την αιωνία ανακύκληση: η Σβάστικα! ֍