Σκέψεις γιὰ τὴν Ἑλληνικότητα μὲ ἀφορμὴ τὴν πρόσφατη παραγωγὴ περὶ τοῦ μαραθωνίου τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων Ἀθηνῶν (1896).

Προ ολίγων εβδομάδων παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό ένα ντοκυμανταίρ ελληνικής παραγωγής («Εφτά Λεπτά Ψυχής», που σκηνοθέτησε ο Πάνος Βλάχος), το οποίο αποπειράται να φωτίσει τα γεγονότα σχετικά με τον μαραθώνιο δρόμο που έλαβε χώρα στο πλαίσιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που τελέστηκαν στην Αθήνα το 1896. Σ’ αυτή την πρώτη εμφάνιση του μαραθωνίου δρόμου ως νέου αγωνίσματος (που αναβίωνε την θρυλική προσπάθεια του ημεροδρόμου-οπλίτου που διήνυσε την διαδρομή από το πεδίο της μάχης του Μαραθώνος στο Αθηναϊκό άστυ με σκοπό να ενημερώσει τους πολίτες της Αθήνας για την νίκη εναντίον των Περσών) νικητής ήταν ο Σπύρος Λούης, ένας άσημος νερουλάς από το Μαρούσι, ενώ δεύτερος είχε καταταγεί επίσης ένας Έλληνας, ο Χαρίλαος Βασιλάκος, φοιτητής νομικής και ήδη τότε διακεκριμένος δρομέας. Μετά το πέρας των αγώνων είχε αρχίσει να κυκλοφορεῖ μία παραφιλολογία, σύμφωνα με την οποία ο Λούης είχε δήθεν κερδίσει τον αγώνα με άτιμο τρόπο, υποβοηθούμενος από τους διοργανωτές, ώστε να είναι απολύτως εξασφαλισμένη η ελληνική νίκη στον Μαραθώνιο. Η διερεύνηση αυτής της φήμης ήταν το κύριο θέμα της συγκεκριμένης ταινίας.

Παρά την αγαθή πρόθεση των παραγωγών το μόνο που προσέφερε η ταινία ήταν η ανατροφοδότηση του κουτσομπολιού και, ως αποτέλεσμα αυτού, η προσπάθεια αποκαθηλώσεως ενός φωτεινού μύθου – σε τελική ανάλυση η δυσφήμιση του ελληνικού αθλητισμού. Η προσπάθεια αναδείξεως της συγκεκριμένης πτυχής της ιστορίας θα είχε πράγματι νόημα, αν κόμιζε νέα στοιχεία, τα οποία να επιβεβαίωναν ή να διέψευδαν τις εν λόγω φήμες με απόλυτη βεβαιότητα. Κατ᾿  αυτόν τον τρόπο, παρά την ενδεχόμενη διάψευση ενός μύθου (αν αποδεικνυόταν κάτι τέτοιο), θα έλαμπε δια παντός η αλήθεια, πράγμα που θα προσέδιδε κάποιαν αξία στο εγχείρημα. Προφανώς όμως τέτοιους είδους στοιχεία, εκατό και πλέον χρόνια μετά την διεξαγωγή των αγώνων, δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν. Το μοναδικό ενδεχόμενο αποκαλύψεως νέων στοιχείων εναπέκειτο στην μαρτυρία του εγγονού του Χαρίλαου Βασιλάκου, ο οποίος συμμετείχε στην δημιουργία της εν λόγω ταινίας. Αυτός όμως, πέραν της προσωπικής του γνώμης, την οποία εξέφραζε με εμφανή μεροληψία και εμπάθεια εις βάρος του Σπύρου Λούη (την οποία δεν φαίνεται να συμμεριζόταν ο διάσημος παππούς του, ο οποίος δεν είχε αμφισβητήσει τότε την νίκη του Λούη!), δεν είχε να προσθέσει τίποτε περισσότερο.

Η μεροληπτική υποστήριξη των συντελεστών της ταινίας υπέρ του προσώπου του Βασιλάκου ήταν περισσότερο από εμφανής. Σε πολλά σημεία η παρουσίαση και ερμηνεία των γεγονότων ήταν σκανδαλωδώς μονόπλευρη! Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ήταν εμφανής η έκφραση ακόμα και ειρωνείας εις βάρος του προσώπου του Σπύρου Λούη.

Φωτεινή εξαίρεση υπήρξε η υπέρ του Λούη ξεκάθαρη τοποθέτηση και επιχειρηματολογία του παγκόσμιου πρωταθλητή δρόμων υπεραποστάσεων Γιάννη Κούρου, ο οποίος, μεταξύ άλλων προσώπων, μίλησε στο ντοκυμανταίρ. Έτσι, η αναμόχλευση αυτής της υποθέσεως δεν προσέφερε κάτι ουσιώδες, παρά μόνο έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους με ροπή προς την παραφιλολογία και ακόρεστη δίψα για κουτσομπολιό να εκφρασθούν στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως (με αφορμή την ταινία), δηλώνοντας ότι ξαφνικά διεπίστωσαν μία (τάχα) καλά κρυμμένη απάτη…

Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγή προσπάθησε να προσδώσει και πολιτικό χαρακτήρα στην υποτιθέμενη δολοπλοκία, καθώς υπεννοήθη ότι η δήθεν απάτη είχε τάχα οργανωθεί από το παλάτι. Αυτό βέβαια προσκρούει στην κοινή λογική, καθώς οι γαλαζοαίματοι βασιλείς και πρίγκηπες θα ήταν λογικώς αναμενόμενο να θελήσουν να προωθήσουν έναν μορφωμένο φοιτητή νομικής (όπως ο Βασιλάκος) μάλλον, παρά έναν άσημο βιοπαλαιστή από το Μαρούσι (όπως ο Λούης).
Αν γίνει λεπτομερής ανάλυση ολόκληρης της ταινίας, είναι δυνατόν να καταδειχθούν πάρα πολλά κενά, αντιφάσεις και λογικές ανακολουθίες στο (εις βάρος του Λούη) σκεπτικό των συντελεστών – δεν υπάρχει όμως νόημα να μπει κανείς σε τέτοια διαδικασία. Η συζήτηση περί της νίκης του Λούη μπορεί να είχε κάποιο νόημα στο παρελθόν, σήμερα όμως η συζήτηση αυτή δεν μπορεί παρά να έχει εντελώς κουτσομπολίστικο χαρακτήρα, καθώς, πέρα από την παντελή έλλειψη τεκμηρίων, διαπιστώνεται πλήρης αποπροσανατολισμός από την ουσία και τον πνεύμα ενός τέτοιου αγώνα εκ μέρους των οψίμων (επιδόξων) «ιστορικών ερευνητών»…
Ο Σπύρος Λούης και ο Χαρίλαος Βασιλάκος αντιπροσώπευαν ο καθένας δύο διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές τάσεις, οι οποίες συνυπήρχαν στα πλαίσια του αναγεννημένου – τότε – Ελληνισμού. Ο Βασιλάκος αντιπροσώπευε την τάξη των μορφωμένων αστών, οι οποίοι μετά την επανεμφάνιση του νέου Ελληνισμού στο ιστορικό προσκήνιο, νοουμένου ως φυσικού κληρονόμου του αρχαίου κλέους, πάσχιζαν να φέρουν πίσω στην Ελλάδα την φλόγα του αρχαίου πνεύματος, που είχε ως έναν βαθμό διαφυλάξει η Δύση κατά του τέσσερεις σκοτεινούς αιώνες την βαρβαρικής οθωμανικής κυριαρχίας. Η τάξη αυτή των νεοελλήνων λογίων ερχόταν τότε σε επαφή με το αρχαίο πνεύμα από θεωρητική σκοπιά μέσω της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών. Στην περίπτωση του Βασιλάκου, μάλιστα, αυτή η θεωρητική προσέγγιση της αρχαιότητος μετεξειλίχθη σε βιωματική εμπειρία μέσω της αναβιώσεως του Ολυμπιακού Ιδεώδους και συμμετοχής του στα αθλητικά δρώμενα των αγώνων.
Από την άλλη ο Σπύρος Λούης αντιπροσώπευε την λαϊκή τάξη η οποία δεν είχε παρά μία συγκεχυμένη και θολή αντίληψη σχετικά με το αρχαίο παρελθόν. Σε τέτοιους αυθεντικούς ανθρώπους της υπαίθρου η επαφή με το αρχαίο παρελθόν ήταν βιωματική και μόνο, εκφραζόμενη μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις που επεβίωναν στον λαϊκό πολιτισμό. Εκείνη της εποχή τα ζωντανά ακόμη δημοτικά τραγούδια, οι χοροί, οι μύθοι, οι λαϊκές δοξασίες και εν γένει το σύνολο του λαϊκού βίου διεπνέετο από μία αυθεντική έκφραση του αρχαϊκού ελληνικού πνεύματος, αυτού που θεωρητικῳ τῷ τρόπῳ αναζητούσαν στην αρχαία γραμματεία οι λόγιοι.

Τρανή απόδειξη αυτής της βιωματικής επαφής των λαϊκών στρωμάτων με το αρχαίο πνεύμα ήταν η στάση του Σπύρου Λούη απέναντι στους αγώνες. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πιερ ντε Κουμπερτέν, ο Σπύρος Λούης τις ημέρες που προηγήθησαν του αγώνος νήστευε και προσεύχονταν, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι το αισθητήριό του είχε ασυνειδήτως ίσως συναισθανθεί το ιερό στοιχείο του αθλητικού αγώνος, μία αίσθηση που ήταν φυσικώς παρούσα στους αρχαίους αθλητικούς αγώνες. Η αυθόρμητη αυτή του ενέργεια δεν μπορεί να αποδοθεί προφανώς σε κάποια ζώσα ολυμπιακή παράδοση, ούτε βεβαίως στις (ανύπαρκτες) θεωρητικές γνώσεις του Λούη σχετικά με την θρησκευτική διάσταση των αρχαίων αγώνων. Αντιθέτως ήταν το αθάνατο αρχαίο αίμα και πνεύμα που, μέσω του Σπύρου Λούη, εύρισκε την ευκαιρία να λάμψει εκ νέου, δύο περίπου χιλιετίες μετά την ιστορική ακμή του!
Στις ημέρες μας δυστυχώς και οι δύο αυτές εκφάνσεις του Ελληνισμού (λογία και λαϊκή) έχουν εκλείψει ή παντελώς διαστρεβλωθεί. Η τάξη των λογίων δεν υπολαμβάνει πλέον ως αποστολή της την αναζήτηση της ιδιοπροσωπίας του Ελληνισμού. Αντιθέτως θεωρεί την σύγχρονη Ελλάδα ως «ψωροκώσταινα», την οποία πρέπει να «μπολιάσει» με οιαδήποτε νέα «μόδα» προκύπτει είτε στην Νέα Υόρκη είτε στο Παρίσι είτε το Λονδίνο είτε σε οιαδήποτε άλλη μητρόπολη του κοσμοπολιτισμού. Η αίγλη του αρχαίου παρελθόντος έχει προ πολλού ξεθωριάσει και την θέση της έχει καταλάβει η δογματική προσκόλληση στην νοσηρή και αποκρουστική «πολιτική ορθότητα», που δεν είναι παρά η καθεστωτική επιβολή του κραταιού πια πολιτιστικού μαρξισμού.
Από την άλλη, τα λαϊκά στρώματα έχουν χάσει πλήρως την επαφή τους με τις παραδόσεις και την πατρογονική τους κληρονομιά. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η σταδιακή ερήμωση της υπαίθρου και η συνακόλουθη αστικοποίηση αποσάθρωσαν την κοινοτική δομή της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ένας σηπτικός και διαστροφικός μοντερνισμός χλεύασε και απαξίωσε τα παραδοσιακά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού συλλήβδην ως προλήψεις και δεισιδαιμονίες, οι οποίες δεν μπορούσαν να έχουν θέση στον «πεφωτισμένο νέο κόσμο». Μάλιστα κατά τις προαναφερθείσες δεκαετίες έλαβε χώρα συστηματική εκστρατεία φαλκιδεύσεως του λαϊκού αισθητηρίου κυρίως μέσω της γραμμής και των επιλογών συγκεκριμένων δισκογραφικών εταιρειών, γνωστής (περιούσιας) ιδιοκτησίας, που κατάφεραν σταδιακώς να πλασάρουν ως μία δήθεν όψη της ελληνικής παραδόσεως νόθα μουσικά παραπροϊόντα της μέσης ανατολής όπως τα ρεμπέτικα, τους αμανέδες ή ακόμα και τα σημερινά «σκυλάδικα», στα οποία προσέδωσαν την ψευδεπίγραφη ετικέτα «ελληνικά».


Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο σημερινός Έλληνας είναι δυνατόν να δηλώνει σε πολλές περιπτώσεις «πατριώτης» (και ίσως να φαντάζεται ότι είναι), η μετοχή του, ωστόσο, στην αυθεντική ελληνική παιδεία, τόσο την λόγια όσο και την λαϊκή, συνηθέστατα είναι παντελώς ανύπαρκτη! Ως εκ τούτου αυτός ο σύγχρονος (τσιφτετ-)έλληνας είναι παντελώς ανούσιο να διερωτάται για την νίκη του Λούη ή του Βασιλάκου στον πρώτο σύγχρονο μαραθώνιο δρόμο της Ολυμπιάδος του 1896, διότι το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του περί του ζητήματος δεν έχει μεγάλη διαφορά από το ενδιαφέρον που επιδεικνύει, επί παραδείγματι, για τους επίδοξους κίβδηλους «μαχητές» τηλεπαιχνιδιών τύπου …«Survivor», ήγουν, κουτσομπολίστικη ίντριγκα και μόνο, και όχι με σκοπό την εύρεση της αληθείας.
Το ουσιώδες λοιπόν ερώτημα που θα άρμοζε να διερευνήσει μια ενημερωτική ταινία, που θα είχε βλέψεις προσεγγίσεως της ιστορικής αληθείας (για ένα ζήτημα όπως αυτό), θα ώφειλε να είναι το εξής: ποιοι ήσαν πραγματικά ο Σπύρος Λούης και ο Χαρίλαος Βασιλάκος και ποια είναι η σχέση των συγχρόνων Ελλήνων μαζί τους;