Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως σημειώθηκε έξαρση του κινήματος του Φιλελληνισμού. Χιλιάδες Ευρωπαίοι ρομαντικοί εραστές της κλασσικής αρχαιότητος δεν δίστασαν να εγκαταλείψουν την, για τους περισσότερους από αυτούς, ήρεμη ζωή της δυτικής Ευρώπης και να ταξιδέψουν στην μαχόμενη τότε Ελλάδα ώστε να πολεμήσουν ως απλοί στρατιώτες στην πρώτη γραμμή του αγώνος της Εθνεγερσίας. Πολλοί εξ αυτών ερχόμενοι σε επαφή με τους συγχρόνους τότε Έλληνες αισθάνθηκαν απογοήτευση καθώς, αντί ιλαρών καλλιτεχνών και βαθυστόχαστων φιλοσόφων, αντίκρυσαν τους τραχείς και “αμόρφωτους” κλέφτες και αρματολούς. Έχοντας ως αφετηρία αυτήν την ιστορική παρεξήγηση, προέκυψε τόσο σε ευρωπαϊκούς όσο και σε ελληνικούς κύκλους το ερώτημα του κατά πόσο οι σύγχρονοι Έλληνες είναι “γνήσιοι απόγονοι” των αρχαίων Ελλήνων.
Απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί μονολεκτικά, καθώς πρέπει πρώτα να προσδιορισθεί η έννοια του Έλληνος τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στην σύγχρονη εποχή. Ήδη βεβαίως ο όρος “αρχαιότητα” είναι με την σειρά του σχετικός, αφού αφορά μια ασαφώς μεγάλη χρονική περίοδο, κατά την οποίαν η έννοια της ελληνικότητος γνώρισε μεταβολές. Ουδείς επί παραδείγματι μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός ήταν πρωτοελληνικός πολιτισμός, καίτοι ο όρος Έλληνας δεν εχρησιμοποιείτο καν.
Επίσης οι τρόποι προσεγγίσεως του θέματος είναι πολλοί. Μία οδός προσεγγίσεως είναι αυτή της μελέτης των ιστορικών καταγραφών οι οποίες μπορούν να φανερώσουν με μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας την ύπαρξη επιμειξιών ή μεταναστεύσεων πληθυσμών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Ένας άλλος δρόμος, ο οποίος τα τελευταία έτη παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη δυνάμει των νέων μεθόδων της βιολογίας, είναι η λεγόμενη Αρχαιογενετική, η οποία επιτρέπει την σύγκριση του γενετικού υλικού συγχρόνων Ελλήνων με αυτό σκελετικών ευρημάτων τα οποία ανακαλύφθηκαν κατά την διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών. Η μέθοδος αυτή παρά την υψηλή της αξιοπιστία μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα, ακριβώς επειδή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι επίδοξοι μελετητές αντιλαμβάνονται πλήρως την ταυτότητα του Έλληνος του σήμερα και του Έλληνος του χθες προκειμένου να τις συγκρίνουν. Παράδειγμα τέτοιας πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης η οποία ωστόσο μπορούσε, επιφανειακώς ερμηνευόμενη, να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα είχε παρουσιαστεί σε παλαιότερη ανάρτηση της ιστοσελίδας μας.
Μία παλαιότερη, παραδοσιακή, οπτική, η οποία αν και μη επιστημονικώς έγκυρη (υπό την σύγχρονη έννοια) χαρακτηρίζεται ωστόσο από την αυθεντικότητα και αμεσότητα της διαισθητικής αντιλήψεως, θέτει στο επίκεντρο της προσοχής ό,τι μπορεί να ορισθεί ως “φυλετική ψυχή” με τις ποικίλες εκφάνσεις της σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Ως έκφραση της φυλετικής ψυχής νοείται ένα σύνολο διαχρονικών στάσεων και συμπεριφορών σε συλλογικό (εθνικό-λαϊκό) επίπεδο, η νοοτροπία και οι τρόποι του βίου όπως καταμαρτυρούνται σε ποιητικές μορφές λαϊκής εκφράσεως, όπως τα έπη και τα δημοτικά τραγούδια, οι μύχιες σκέψεις, οι θρύλοι, τα αισθητικά/καλλιτεχνικά μοτίβα ακόμα και η εν γένει στάση της εθνικής κοινότητος σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές.
Ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές της σύγχρονης εποχής, ο Φρειδερίκος Νίτσε, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του διαδρομής στην περιγραφή της ψυχής του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με περισσότερο προβεβλημένα συγγράμματά του την «Γέννηση της τραγωδίας» και την «Φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων».
Ένα λιγότερο προβεβλημένο έργο του, το οποίο προοριζόταν ως πρόλογος σε κάποιο βιβλίο που δεν εκδόθηκε ποτέ, ήταν το «Αγών Ομήρου», στις ελάχιστες σελίδες του οποίου κεντρικό πραγματευόμενο ζήτημα ήταν η ύπαρξη σκληρών και φρικαλέων, «βαρβαρικών», σύμφωνα με την σημερινή νοοτροπία, εικόνων σε όλη την αρχαία ιστορία αλλά κυρίως εντός των ομηρικών επών, υποχρεώνοντας τον συγγραφέα να θέσει το ερώτημα: “γιατί άραγε ολόκληρος ο αρχαιοελληνικός κόσμος αγαλλιούσε με τις πολεμικές εικόνες την Ιλιάδος;”
Στην πρώτη κιόλας σελίδα ο Νίτσε ονοματίζει τους Έλληνες τον «πιο ανθρώπινο λαό της αρχαιότητος», ο οποίος χαρακτηριζόταν «από μια ιδιάζουσα βαναυσότητα» και «έναν πόθο τίγρης για καταστροφή». Σε μία αποστροφή του λόγου του περιγράφει την περισσότερο αποτρόπαια εικόνα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η οποία συνοψίζει όλο του τον συλλογισμό, και είναι η κακοποίηση του σώματος του νεκρού Έκτορος από τον μεθυστικά εξαγριωμένο θριαμβευτή Αχιλλέα.
Αυτή η αινιγματική σκηνή της Ιλιάδος φανερώνει κατά τον Νίτσε ότι στους Έλληνες, όχι μόνο δεν ήταν μεμπτή η απελευθέρωση του μίσους, αλλά αντίθετα ήταν αναγκαία προκειμένου να καταλαγιάσει η οργή και η μήνις. Η τρομερή βαναυσότης αναδεικνύει την αλογόκριτη αυθεντικότητα του ήρωος, ο οποίος, μετά την «θεραπεία» του μίσους του, δεν διστάζει να προβεί σε κάτι επίσης εκπληκτικό, που αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες και συνάμα συγκινητικότερες σκηνές της Ιλιάδος: να κλάψει μαζί με τον χαροκαμένο ικέτη Πρίαμο, τον χαμό του ηρωικού του αντιπάλου!
Επιστρέφοντας στον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως, τον καιρό που οι ρομαντικοί δυτικοευρωπαίοι έβλεπαν μονάχα αγροίκους των ορέων, μία αντίστοιχη έκρηξη αρχαίας αυθεντικότητος έλαβε χώρα, αυτή τη φορά σε συλλογικό επίπεδο. Οι Έλληνες, μετά από αρκετές εκατονταετηρίδες στυγνής ασιατικής σκλαβιάς, αποφάσισαν, ενάντια σε όλα τα δεδομένα, να επαναστατήσουν με σκοπό την πολυπόθητη ελευθερία. Στο στήθος τους έκαιγε το άσβεστο μίσος για τους πορθητές της Βασιλεύουσας-Κωνσταντινουπόλεως, για εκείνους που ατίμασαν την Αγία Σοφία, για την ταπείνωση του παιδομαζώματος, για την μακραίωνη δουλεία. Το μίσος και η οργή κόχλαζαν επί πολλές γενεές! Η ψυχή του Έθνους αποζητούσε λύτρωση! Η λύτρωση αυτή ήρθε με την άλωση και εν συνεχείᾳ την καταστροφή και λεηλασία – πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα – της Τριπολιτσάς, γεωγραφικού και διοικητικού-στρατηγικού κέντρου της Πελοποννήσου.
Η συλλογική λύτρωση από την οργή των τετρακοσίων ετών ήταν γεγονός τόσο συγκλονιστικό, ώστε αντί να γίνει προσπάθεια αποκρύψεως ή αποσιωπήσεως χάριν της κρατούσης ηθικής ή και κάποιας πολιτικής σκοπιμότητος, απετέλεσε έμπνευση συγγραφής του “Ύμνου εις την Ελευθερίαν”, ο οποίος χωρίς ίχνος μεταμελείας έγινε και εθνικός ύμνος.
Η έκρηξη αυτή της βίας δεν ήταν όμως δηλωτική μίας τάχα αποτρόπαιας φύσεως του Ελληνικού Έθνους, καθώς πολλές άλλες πόλεις κατελήφθησαν, χωρίς να επιδειχθεί ανάλογη σκληρότης, γεγονός που αποδεικνύει τον λυτρωτικό (του μίσους), χαρακτήρα της συγκεκριμένης σφαγής.
Η απελευθέρωση της συσσωρευμένης οργής κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς – στις 23 Σεπτεμβρίου – εκτός από ημερομηνία-σταθμός στην Αναγέννηση του Ελληνικού Έθνους στην σύγχρονη εποχή, έχει μείνει ανεξίτηλη στη συνείδηση και των προαιώνιων εχθρών μας. Ο πάντοτε “συνομιλών με την ιστορία” νεο-Σουλτάνος Ερντογάν θυμήθηκε αίφνης την Τριπολιτσά χαρακτηρίζοντάς την “γενοκτονία”, ως μέρος του σχεδίου του για την επάνοδο της νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σε κρίσιμες στιγμές όπως η σημερινή, οπότε οι προαιώνιοι εχθροί ακονίζουν τα γιαταγάνια τους, καλούμαστε να φανούμε άξιοι συνεχισταί των αγωνιστών οι 1821 – όχι μόνο στην γενναιότητα και την παλικαριά αλλά και στην αυθεντικότητα!
Φ. Καρτερός